Γράφει ο Θανάσης Αλεξίου* //
Πότε η ανθρώπινη ζωή συνιστά μέσον, αξία ή αυταξία; Ποιο είναι το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο που απαξιώνει τη ζωή αξιολογώντας ως παράπλευρη απώλεια τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων στα νερά της Μεσογείου κ.α.; Πως οι κοινωνίες φτάνουν στο να αποδέχονται την ανθρώπινη ζωή ως μέσον που ξοδεύεται, ως «θυσία σε βρώμικο βωμό», όπως συμβαίνει, λόγου χάρη, με τα εργατικά «ατυχήματα»; Πως αξιώνεται η ανθρώπινη ζωή στην αστική-καπιταλιστική πραγματικότητα όπου όλα έχουν εμπορευματοποιηθεί και η ανθρώπινη εργασία έχει εκπέσει σε πράγμα;
Όσο οξύμωρο και να φαίνεται είναι η εμπέδωση της μισθωτής εργασίας και του καπιταλισμού που έδωσε «αξία» στην ανθρώπινη ζωή. Kαι αυτό γιατί στις καπιταλιστικές κοινωνίες οΠλούτος των Εθνώνπαράγεται από την ανθρώπινη εργασία και όχι από το έδαφος ή το εμπόριο, όπως υποστήριζαν οι φυσιοκράτες και οι μερκαντιλιστές. Επομένως η κοινωνία όφειλε να διαχειριστείμε φειδώ την ανθρώπινη ζωή, παρόλο που αυτήπραγμοποιήθηκε, έγινε εμπόρευμα και απέκτησε, όπως όλα τα πράγματα, τιμή (μισθός). Η ανθρώπινη ζωή, το σώμα δεν καταστρέφεται πια όπως στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες (σωματικές ποινές, βασανιστήρια, εκτελέσεις κ.λπ.) ούτε αφήνεται στην «ασύδοτη» εκμετάλλευση του εργοδότη. Αυτό το «πράγμα» παράγει αξία και πρέπει να αναπαραχθεί βιολογικά και κοινωνικά. Όταν ο μέσος όρος ζωής στα εργατικά στρώματα είναι, στην πρώτη περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης, 17 χρόνια, επιβάλλεται εκ των πραγμάτων η κατάργηση της παιδικής εργασίας, της θανατικής ποινής, ο εξορθολογισμός των ποινώνκ.ο.κ.
Παρόλα αυτάοι συνθήκες ζωής και εργασίας του αστικού προλεταριάτου, ‑όπως ανάγλυφα αποτυπώνονται στο βιβλίο του Φ. Έγκελς, Η κατάσταση της αγγλικής εργατικής τάξης-,δείχνουν πως η αστική τάξη και το κράτος πολύ λίγο ενδιαφέρονταν για τη ζωή και το σώμα αυτών των ανθρώπων. Όπως αναφέρει ο Μ. Φουκώ (Ιστορία της Σεξουαλικότητας, τομ. 1) «λίγη σημασία είχε αν αυτοί οι άνθρωποι θα ζούσαν ή θα πέθαιναν, έτσι κι αλλιώς τούτο το πράγμα αναπαράγονταν από μόνο του». Παρόλο που η ουσιοκρατική αντίληψη για την εξουσία του Μ. Φουκώ (ως η εξουσία να έχει τα δικά της συμφέροντα) υποβαθμίζει ανεπίτρεπτα την κοινωνική ιστορία της πρωταρχικής κεφαλαιακής συσσώρευσης – η οποία και υποκείμενο εξουσίας είχε (κεφάλαιο) και αντικείμενο (πρωτογενείς παραγωγοί, αστικό προλεταριάτο)-, αυτός εντοπίζει τη στιγμή που η ζωή του προλεταριάτου απόκτησε αξία. Για να αξιωθεί το προλεταριάτο, αναφέρει ο Μ. Φουκώ, ένα σώμα, για να αναδειχτεί η υγεία τουκαι η αναπαραγωγή του (επομένως και το σεξ του)σε πρόβλημα, χρειάστηκαν οι συγκρούσεις στον αστικό χώρο (συγκατοίκηση, εγγύτητα, μόλυνση, επιδημίες, πορνεία, αφροδίσια), η εκδίωξη των «επικίνδυνων» τάξεων από το κέντρο των πόλεων και οι μεγάλες επιδημίες όπως η χολέρα του 1832. Όλοι αυτοί οι παράγοντες απειλούσαν την αναπαραγωγή ενός ικανού και σταθερού εργατικού δυναμικού που τόσο επιτακτικά ζητούσε η βιομηχανία. Με εργαλείο τον πληθυσμό και υπό την σκιά του Μαλθουανισμού αναπτύσσεται μια ολόκληρη τεχνολογία ελέγχου και επιτήρησης του κοινωνικού σώματος, οι καθώς η παραγωγή χρειαζόταν πειθαρχημένους και πειθήνιους εργάτες.Η αρχή έγινε με τα άσυλα εργασίας(Workhouses) όπου σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού (άεργοι, άνεργοι, πένητες, περιπλανώμενοι, μπαγαμπόντηδες κ.ά.) εγχαράσσεται με προνοιακό και κατασταλτικό τρόπο η αξία της εργασίας, της οικογένειας, της πειθαρχίας κ.ο.κ.
Όμως ακόμη περισσότερο για να αξιωθεί το προλεταριάτο ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και ζωής χρειάστηκαν οι σκληροί εργατικοίαγώνες για τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, για ασφαλείς συνθήκες εργασίας, για προστασία της εργαζόμενης γυναίκας κ.ο.κ. Κοντολογίς η συνδικαλιστική και πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Δεν ήταν λοιπόν ούτε οι αστικές διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα που αναδεικνύοντας σε οικουμενικά δικαιώματα τις ιδιότητες του αστού (ασφάλεια και ελευθερία της ιδιοκτησίας), καλούσαν τα άτομα να γίνουν αστοί για να τα κατέχουν, αλλά οι αγώνες των Λουδιτών, των «ξεβράκωτων», των Χαρτιστών, των κομμουνάριων, τωνντεκτσήδων-καπνεργατών κ.ά. που μέσα από τη συλλογική δράση κατακτούσαν και υπερασπίζονταν δικαιώματα. Ούτε ήταν πάλι το κράτος πρόνοιας, όπως διατείνεται έναςπολιτικός βολονταρισμόςπου διεύρυνε τα κοινωνικά δικαιώματα αλλά η ίδια η λογική αξιοποίησης του κεφαλαίου (κρίσεις υπερσυσσώρευσης/κεϋνσιανές πολιτικές κ.λπ.). Εξάλλου το κράτος πρόνοιας αναπτύσσεται, όπως έχει καταδειχτεί ιστορικά, όχι σε περιόδους κοινωνικής εξαθλίωσης και μαζικής ανεργίας (αντίθετα σήμερα συρρικνώνεται) αλλά σε περιόδους καπιταλιστικής επέκτασης και σπάνης εργατικών χεριών όταν θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στους εργαζόμενους(«εξανθρωπισμός» της εργασίας, αυξήσεις μισθών, εργατικές κατοικίες, επιδόματα, άδειες κ.λπ.). Ουσιαστικά το κεφάλαιο κουβαλάει μαζί του μια αντίφαση: δρα καπιταλιστικά απομυζώντας τον εργάτη, θα πρέπει όμως να σκέφτεται και κεϋνσιανά, καθώς χρειάζεται καταναλωτές για να πουλήσει τα εμπορεύματά του. Η έλλειψη εργατικών χεριών «εξανθρωπίζει» ακόμη, ‑όπως έδειξε η κλασσική μελέτη των Α. Rusche και O.Kirchheimer(PunishmentandSocialStructure/Ποινή και αγορά εργασίας) που συσχετίζει την εξέλιξη των τιμωρητικών συστημάτων με τις διακυμάνσεις της αγοράς εργασίας‑, και το σωφρονιστικό σύστημα. Η υπερπροσφορά εργατικών χεριών επιφέρει την αυστηροποίηση των ποινών ενώ η έλλειψη την χαλάρωση και τον περιορισμό των ποινών και της προσωποκράτησης. Συνεπώς όταν υπάρχει υπερπροσφορά εργατικών χεριών η εργασία και η ανθρώπινη ζωή υποβαθμίζονται, ακολουθώντας τον κανόνατης προσφοράς και ζήτησης ενώ όταν υπάρχει σπανιότητα εργατικών χεριών η εργασία και η ανθρώπινη ζωή «αναβαθμίζονται».
Αυτή την καμπύλη ακολουθεί και η τιμή της ζωής των προσφύγων και μεταναστών. Όταν ο καπιταλισμός χρειάζεται εργατικά χέρια σχετικοποιούνταιεθνοτικά, θρησκευτικά και γλωσσικά γνωρίσματα και οι κοινωνίες γίνονται ανεκτικές στο «διαφορετικό», καθώς προέχουν οι ανάγκες του κεφαλαίου. Η αναδιάρθρωση της εργασιακής διαδικασίας στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αι. (τεϊλορισμός), με την συνακόλουθη αποειδίκευση της εργασίας (διαχωρισμός σε διευθυντική και εκτελεστική) και την αφαίρεση της τεχνογνωσίας από τους εργάτες, ήθελε φτηνή και ανειδίκευτη εργασία που βρήκε στους μετανάστες της Νότιας Ευρώπης και της Βαλτικής. Αντίθετα σε περιόδους οικονομικής κρίσης η εργατική δύναμη και η ανθρώπινη ζωήεθνοποιούνταιεκ νέου, μεταφέροντας την ένταση από την ανάγκη για πρόσβαση σε πόρους (εργασία, ασφάλιση, στέγαση κ.λπ.) στο εσωτερικό της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Βεβαίως η ανάγκη για πολυειδικευμένη εργατική δύναμη, όπως δείχνει σήμερα το παράδειγμα της Γερμανίας, υπάρχει. Αυτός είναι ο λόγος που αυτή η χώρα, ‑όπως και οι ΗΠΑ αλλά και άλλες χώρες‑, ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για μηχανισμούς διαλογής-μετεγκατάστασης των προσφύγων (HotSpots), επανοπροωθώντας ή αφήνοντας στα στρατόπεδα κράτησης της Βαλκανικής, της Τουρκίας κ.α. το ανειδίκευτο και ακατάλληλο εργατικό δυναμικό. Στην πρώτη περίπτωση η ζωή των ανθρώπων (προσφύγων και μεταναστών) αποκτά σχετική αξία, στη δεύτερη περίπτωση αυτή αφήνεται στα «αζήτητα» ή στην τύχη της (ναυάγια, πνιγμοί κ.λπ.). Βεβαίως δεν αποκλείεται ηκαπιταλιστική ανάπτυξη στις χώρες της «περιφέρειας» να χρειαστεί φτηνή εργατική δύναμη για να συμπιεστούν τα ημερομίσθια, ουσιαστικά έναν «εφεδρικό βιομηχανικό στρατό», όπως έγινε στη δεκαετία του ΄90 στη χώρα μαςμε τους μετανάστες από τη Βαλκάνια.Καθόλου δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε πάλι την συμβολή του πολέμου στην καταστροφή νεκρού κεφαλαίου (μηχανές, εγκαταστάσεις, υποδομές κ.λπ.) αλλά και ζωντανής εργατικής δύναμης, ώστε, όπως το υπονοούσε ο ίδιος ο Tζ. Μ. Κέυνς, να αντιμετωπιστεί η κρίση υπερσσυσώρευσης του κεφαλαίου.
Με αυτή την έννοια η τιμή της ζωής του πρόσφυγα και του μετανάστη δεν αποτελεί μια «κατάσταση εξαίρεσης», όπως ισχυρίζεται ο ιταλός φιλόσοφος Τζ. Αγκάμπεν αλλά ακολουθεί την τύχη της «γυμνής ζωής» του προλεταριάτου, του οποίου η ζωή αφού πραγμοποιήθηκε, «βγαίνει στο σφυρί». Εξάλλου δεν είναι τα προσφυγικά και μεταναστευτικά κύματα που αποδιαρθρώνουν την παλαιά τριάδα (κράτος/έθνος/έδαφος), όπως ισχυρίζεται πάλι ο Τζ. Αγκάμπεν, ‑ως αυτά να έπεσαν εξ’ ουρανού‑, αλλά ο ιμπεριαλισμός. Αυτή η έννοια και μόνο (του ιμπεριαλισμού) μπορεί να αποδώσει με περιεκτικό τρόπο τις αιτίες που εξωθούν τους ανθρώπουςστο μισεμό και τους υποχρεώνεινα αφήσουν τη στεριά, βάζοντας τα παιδιά τους στο νερό και σε μια βάρκα, όπως αναφέρει η κενυάτισσα ποιήτρια Ου. Σάιρ.
Ωστόσο, αν η εργατική δύναμη εκπίπτει σε πράγμα και η ανθρώπινη ζωή σχετικοποιείται, αυτό γίνεται επειδή οι ανάγκες αυτοαξιοποίησηςτου κεφαλαίου ορίζουν τη μορφή και το περιεχόμενο των κοινωνικών αναγκών αλλά και των ελλείψεων. Συνεπώς η πίεση από την έλλειψη ή υπερπροσφορά εργατικής δύναμης που αναβαθμίζει η, υποβαθμίζει την ανθρώπινη ζωή ασκείται πάνω στην υφιστάμενη κοινωνική οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής. Η καπιταλιστική συνθήκη είναι που υπεραξιώνει τη μια, ή απαξιώνει την εργασία και την ανθρώπινη ζωή, την άλλη . Κατά τον ίδιο τρόπο η υφιστάμενη κοινωνική οργάνωση της κατανομής μέσων και πόρων, δηλαδή η άνιση κατανομή, δίνει την εντύπωση του πεπερασμένου τους. Ως αυτά δηλαδή να μας έχουν τελειώσει, να μην υπάρχουν.Και όμως πάνω από 200 δισ. Ευρώ δόθηκαν στις τράπεζες, ‑ενώ επίκειται και η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση- σε ζεστό χρήμα και εγγυήσεις από το 2008 έως σήμερα. Είναι μάλλον αυτονόητο πως μια άλλη κοινωνική οργάνωση της εργασίας και της κατανομής θα έδινε άλλο περιεχόμενο στην εργασία εξανθρωπίζοντας σε τελική ανάλυση και την πραγμοποιημένη«γυμνή ζωή».
Με αυτή την έννοια και εφόσον το πρόβλημα ετίθετο στην σωστή του διάταξη η κοινωνία θα έβρισκε τους πόρους και τα μέσα για να λυθεί τόσο το δικό μας πρόβλημα όσο και αυτό των προσφύγων και μεταναστών. Και αν η προσφορά κάποιων κοινωνικών αγαθών εκτός αγοράς (δημόσια αγαθά) διασφαλίζει μερικώς την κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ‑φυσικά και προς όφελος του κεφαλαίου, καθώς κοινωνικοποιείται το κόστος συντήρησης και αποκατάστασης της εργασίας που το ίδιο φθείρει (υγεία, ασφάλιση κ.λπ.)-, ο ίδιος ο «συλλογικός εργάτης» που ουσιαστικά επωμίζεται το κόστος της αναπαραγωγής (εισφορές στα ταμεία ασφάλισης και υγείας, επιδόματα ανεργίας, κρατικά έσοδα από την φορολόγησή του κ.λπ.) είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες τόσο των γηγενών όσο και των προσφύγων και μεταναστών. Με αυτή την έννοια το πρόβλημα των προσφύγων δεν είναι καθόλου μα καθόλου διαφορετικό από το δικό μας. Η προάσπιση των δημόσιων αγαθών που καταναλώνονται συλλογικά και η διασφάλιση του καθολικού τους χαρακτήρα, μπορούν να διασφαλίσουν, ‑ενόσω τίθεται το ζήτημα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης‑, την υγεία, την ασφάλεια, την μεταφορά, την στέγαση και την σίτιση όλων. Και των γηγενών αλλά και των προσφύγων και των μεταναστών.Συνεπώς η εναντίωση στην εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών που προωθείται από τους κυβερνητικούς πλασιέ (υγεία, κοινωνική ασφάλιση, παιδεία, ασφάλεια κ.λπ.)κοντολογίς η συλλογική διεκδίκηση, η συλλογική δράση είναι η μόνη πράξη αλληλεγγύης στους κατατρεγμένους και στους καταφρονημένους αλλά και η μόνη σχέση που εξαιτίας του οριζόντιου χαρακτήρα της αναγνωρίζει την ανθρώπινη ζωή ως αυταξία.Οτιδήποτε άλλο (φιλανθρωπία, εθελοντισμός κ.λπ.) αναπαράγει τις εξαρτήσεις, τους πατερναλισμούς, τα ναυάγια, κοντολογίς την καπιταλιστική συνθήκη, τη «γυμνή ζωή».
.
* Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου