Γράφει η Μαργαρίτα Φρονιμάδη-Ματάτση //
Το πολυδιάστατο, πολυσυζητημένο και πολύ επίκαιρο ζήτημα της προσφυγιάς στις διάφορες εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου και της ιστορίας, πραγματεύεται με απόλυτη επιτυχία η καταξιωμένη ποντιακής καταγωγής συγγραφέας Γιώτα Φωτιάδου-Μπαλαφούτη, στο πλέον πρόσφατο πόνημά της με τον παραπάνω τίτλο (Εκδόσεις Κυριακίδη, έτος 2012).
Ιστορικές, «πικρές μνήμες», όπως τιτλοφορεί και το πρώτο της διήγημα αναδύονται από τις καλογραμμένες σελίδες του βιβλίου της, που μέσα από τη στρωτή, ευανάγνωστη, ζεστή, δημοτική γραφή, με ελάχιστη χρήση της ποντιακής διαλέκτου και των ιδιωματισμών της, αναδεικνύεται η μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση, το πλούσιο συναίσθημα και η περισσή ανθρωπιά της συγγραφέα.
Στο Α΄ μέρος περιγράφονται, σκαλί-σκαλί, τα μύρια όσα, πάθη της προσφυγιάς του 1922: o διωγμός και ο κατατρεγμός που υπέστη, οι δολοφονίες και οι άγριες σφαγές του άμαχου πληθυσμού που δεν πρόλαβε ν΄ αντιδράσει, οι ανυπολόγιστες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό, σε ανθρώπινες ζωές και σε αμύθητα πλούτη που είχαν αποκτηθεί με πολύχρονο μόχθο και θυσίες…
Σε σύνολο οκτώ (8) διηγημάτων καταφέρνει η άξια συγγραφέας να μας δώσει την πλήρη απεικόνιση του δράματος των προσφύγων του 1922 από τον ξεριζωμό τους, μέχρι το στέριωμα και την προκοπή στον νέο τόπο που με αγάπη αλλά και πλήθος δυσκολιών τους ενσωμάτωσε, χωρίς όμως και να τους αφομοιώσει, αφού οι πρόσφυγες με την εργατικότητά τους, την φιλοπονία τους, την συντροφικότητά τους, την αλληλεγγύη τους και την προοδευτική τους συνείδηση κατάφεραν να ξεχωρίσουν και ν’ αποτελέσουν έως σήμερα ένα ιδανικό παράδειγμα προς μίμηση για όλους τους έλληνες.
Όμως η συγγραφέας δεν μένει εκεί. Με περισσή σύνεση και φιλαλήθεια προσεγγίζει την εποχή του Εμφυλίου πολέμου και το κύμα της προσφυγιάς που προκλήθηκε εξ αιτίας του. Ένα τεράστιο, ωστικό κύμα που ώθησε άλλους στην εσωτερική κι άλλους στην εξωτερική μετανάστευση, προς τις τότε σοσιαλιστικές, φιλόξενες χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
Στο δεύτερο (Β’) μέρος του βιβλίου, με έξη (6) άρτια και άκρως συγκινητικά διηγήματα περιγράφει γεγονότα και συναισθήματα βιωμένα άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο έντονα και δυνατά, από πλήθος Ελλήνων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και τις οικογένειές τους.
Το τρίτο (Γ΄) μέρος περιλαμβάνει τέσσερα (4) διηγήματα εμπνευσμένα από το μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας του ’50, της μετεμφυλιακής Ελλάδας, όπου οι ήρωες κοινοί, καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης αναζήτησαν την τύχη τους στα «σκλαβοπάζαρα» της Ευρώπης, της Αμερικής, του Καναδά και της Αυστραλίας, βιώνοντας την απαξίωση και το ρατσισμό, μια παραλλαγή αυτού που βιώνουν σήμερα σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, αλλά και στη χώρα μας, οι «σύγχρονοι πρόσφυγες» που την έχουν κατακλύσει.
Και ο επίλογος δεν είναι άλλος, δυστυχώς, από εκείνον της τραγικής επανάληψης του ίδιου σκηνικού στις «εύφορες» και «ευυπόληπτες» μέρες μας: της φυγής, του πανικού, της φρίκης και της καταστροφής… Το ζούμε σήμερα με τα αμέτρητα σαπιοκάραβα των δουλεμπόρων που πουλάνε υποσχέσεις παραδείσων σε μιλιούνια απελπισμένους συνανθρώπους μας, διωγμένους από τη λαίλαπα των πολέμων και της εξαθλίωσης των χωρών τους και καταλήγουν να σκυλοπνίγονται στη Μεσόγειο, μια θάλασσα που μετατράπηκε εγκληματικά και ασυλλόγιστα από θάλασσα Ειρήνης και Ζωής σε έναν υγρό, ακόρεστο τάφο καταποντισμένων, απόκληρων μεταναστών.
Με το ποίημα της τελευταίας σελίδας του βιβλίου της και τη φωτογραφία των κρατουμένων προσφύγων πίσω από τα ψηλά συρματοπλέγματα, στα αφιλόξενα κέντρα «Φιλοξενίας» που έσπειραν τα «μακρόπνοα» και αδρά επιδοτούμενα προγράμματα της «μακρόθυμης» και «φιλεύσπλαχνης» Ευρωπαϊκής Ένωσης , η συγγραφέας στέλνει ευθέως το μήνυμά της στους αναγνώστες της: «ποιες ψυχές σε στερούνται εβένινε, ξένε αδελφέ?»
(Η Μαργαρίτα Φρονιμάδη-Ματάτση είναι αντιπρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών)