Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η χελιδονοφωλιά

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των έπε­σε στα χέρια μου πριν λίγο και­ρό, «Ο Μεγά­λος Ποτα­μός» της Κλε­α­ρέ­της Δίπλα – Μαλά­μου. Κάπου είχα δια­βά­σει το όνο­μα της συγ­γρα­φέ­ως, αλλά δεν γνώ­ρι­ζα τίπο­τε γι’ αυτήν. Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες ελά­χι­στες στο δια­δί­κτυο. Δυσεύ­ρε­τα τα άρθρα που έχουν γρα­φτεί για την ίδια και το έργο της. Οι περισ­σό­τε­ρες ανα­φο­ρές στο όνο­μά της γίνο­νται σε σχέ­ση με τον υπο­τι­μη­τι­κό στί­χο του Κ. Καρυωτάκη:

«Κλε­α­ρέ­τη Δίπλα-Μαλάμου
και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνο­μά μου»
(από τη Σταδιοδρομία)

KDM2Η Κλε­α­ρέ­τη Δίπλα – Μαλά­μου γεν­νή­θη­κε στην Πρέ­βε­ζα το 1897 ή 1898 και πέθα­νε το 1977 στην Αθή­να. Μεγά­λω­σε στη Λευ­κά­δα, στον τόπο του πατέ­ρα της. Σπού­δα­σε στη Σχο­λή Καλών Τεχνών αλλά αφο­σιώ­θη­κε στη λογο­τε­χνία. Το 1922 δημο­σί­ευ­σε την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Στο διά­βα μου» και το 1955 την συλ­λο­γή «Οι δρό­μοι της ζωής». Το 1929 εκδό­θη­καν διη­γή­μα­τά της με τον τίτλο «Για λίγη αγά­πη», για τα οποία βρα­βεύ­τη­κε από την Ακα­δη­μία Αθη­νών και ήταν η πρώ­τη Ελλη­νί­δα που πήρε αυτό το βρα­βείο. Ακο­λού­θη­σαν και άλλες συλ­λο­γές διη­γη­μά­των και το 1938 τιμή­θη­κε από την Έκθε­ση Παι­δι­κού Βιβλί­ου για το έργο της Ιστο­ρί­ες για μεγά­λα παι­διά. Εκτός από την ποί­η­ση και την πεζο­γρα­φία ασχο­λή­θη­κε με τη λογο­τε­χνι­κή μετά­φρα­ση και δημο­σί­ευ­σε άρθρα και ταξι­διω­τι­κά κεί­με­να. Δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση ενταγ­μέ­νη στο ΕΑΜ Λογο­τε­χνών, στο γυναι­κείο κίνη­μα και στο κίνη­μα ειρήνης.

«Ο Μεγά­λος Ποτα­μός (πριν και μετά το 1940)» εκδό­θη­κε το 1952, κατ’ άλλους το 1955.

«Ο Μεγά­λος Ποτα­μός, πότε γαλή­νιος, σιω­πη­λός, αινιγ­μα­τι­κός, πότε οργι­σμέ­νος, ματω­μέ­νος, πορεύ­ε­ται προς τη θάλασ­σα. Δέντρα ανθι­σμέ­να σκύ­βουν πάνω του, σύν­νε­φα καθρε­φτί­ζουν τις σκυ­θρω­πές τους μορ­φές, ήλιοι ακο­ντί­ζουν σπά­τα­λα τα δια­μά­ντια τους, φεγ­γά­ρια ωχριά­ζουν τα μαρα­μέ­να τους όνει­ρα, άνθρω­ποι ξεδι­ψούν εκεί, μηχα­νές τρέ­φο­νται με τη δύνα­μή του, ερω­τευ­μέ­νοι ρεμ­βά­ζουν με τα τρα­γού­δια του. Ο Μεγά­λος Ποτα­μός πορεύ­ε­ται προς τη θάλασ­σα. Να, ένα ανθο­πέ­τα­λο στρο­βι­λί­ζε­ται για λίγο και χάνε­ται, ένα μερ­μή­γκι στη σχε­δία ενός άχυ­ρου ποντο­πο­ρεί, μια πετα­λού­δα ναρ­κισ­σεύ­ε­ται κοι­τώ­ντας τη μικρο­γρα­φη­μέ­νη άνθι­νη πολι­τεία των φτε­ρών της, και, να, πάλι ξερ­ρι­ζω­μέ­νοι κορ­μοί δέντρων λαχα­νιά­ζο­ντας στο ρεύ­μα του, τυμπα­νι­σμέ­να πτώ­μα­τα μαχών, δοκοί καψα­λι­σμέ­νοι και σημαί­ες – βόγ­γοι και γέλια, θάνα­τος και ζωή. Κει μέσα ο ουρα­νός χαμο­γε­λά­ει στον εαυ­τό του. Όλα ραγί­ζο­νται εκεί μέσα, συντρί­βο­νται, πιο κάτω ξανα­φαί­νο­νται – φεύ­γουν, αλλά­ζουν, χάνο­νται. Ο Μεγά­λος Ποτα­μός, ήρε­μος, βέβαιος, αδυ­σώ­πη­τος, πορεύ­ε­ται προς την Αιώ­νια Θάλασ­σα, αλλά­ζο­ντας όλους τους θρή­νους σ’ ένα τρα­γού­δι – στο τρα­γού­δι της κίνη­σης – στο ακα­τα­νί­κη­το, θριαμ­βευ­τι­κό Τρα­γού­δι της Ζωής». [1]

KDM1Από αυτή τη συλ­λο­γή διά­λε­ξα το διή­γη­μα « Η χελιδονοφωλιά».

Ένα ζευ­γά­ρι νέων ανθρώ­πων οι πρω­τα­γω­νι­στές του, που μάχο­νται για τη ζωή τους, για το δικαί­ω­μά τους στον έρω­τα και την ευτυ­χία, για ό,τι αγα­πούν. Δυο άνθρω­ποι που επέ­λε­ξαν να πορεύ­ο­νται μαζί στη ζωή, προ­σπα­θώ­ντας να ξεπε­ρά­σουν τις δυσκο­λί­ες και τα εμπό­δια με μόνα εφό­δια την αγά­πη τους και τη δου­λειά τους. Απέ­να­ντί τους όμως ορθώ­νο­νται η σκλη­ρό­τη­τα και η αναλ­γη­σία της οικο­γέ­νειας της κοπέ­λας και ένα κρά­τος ψυχρό και άδι­κο εκφρα­σμέ­νο στο πρό­σω­πο ενός χωρο­φύ­λα­κα και στις αδυ­σώ­πη­τες υπη­ρε­σια­κές απο­φά­σεις που έρχο­νται να συν­θλί­ψουν τη ζωή και τα όνει­ρα των ηρώων…

Αξί­ζει να προ­σε­χτούν η ψυχο­γρα­φι­κή ικα­νό­τη­τα της συγ­γρα­φέ­ως κυρί­ως στην από­δο­ση των συναι­σθη­μά­των και των αντι­δρά­σε­ων της νεα­ρής κοπέ­λας και η διά­θε­ση της ηρω­ί­δας όχι απλά να ενα­ντιω­θεί στα οικο­γε­νεια­κά και κοι­νω­νι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα για τη γυναί­κα αλλά να αντι­στα­θεί στην επι­βο­λή τους, προ­βάλ­λο­ντας την εικό­να μιας γυναί­κας μαχό­με­νης που αρνεί­ται να απο­δε­χθεί τη μοί­ρα που της έχουν προετοιμάσει.

Απλό στο περιε­χό­με­νό του και στην αφή­γη­σή του, αλλά βαθιά ανθρώ­πι­νο εμπνευ­σμέ­νο από την ίδια τη ζωή, προ­κα­λεί έντο­να συναι­σθή­μα­τα , αγγί­ζει την καρ­διά και είναι γραμ­μέ­νο σε ζωντα­νή και εκφρα­στι­κή δημο­τι­κή γλώσσα.

Η χελι­δο­νο­φω­λιά

Φασα­ρε­μέ­νη πάντα η μέρα με τις έγνοιες, τις δου­λειές της, τους ανθρώ­πους. Κ’ η Βγε­νού­λα έχα­νε τον εαυ­τό της. Εκεί­νον τον κρυ­φό εαυ­τό της που τόσο ήθε­λε να κου­βε­ντιά­ζου­νε μαζί. Έψα­χνε, έψα­χνε, μα όλο της ξέφευ­γε. Μονά­χα όταν τα χέρια τα σκο­τει­νά της νύχτας φτιά­χνα­νε γύρω της ένα στε­φά­νι, κι’ αυτή ζάρω­νε στο στρώ­μα της σε μια κώχη του σπι­τιού, μονά­χα τότε τον ξανά­βρι­σκε. Τότες, συγνε­φά­κια ανά­λα­φρα ταξί­δευαν οι συλ­λο­γές της, κ’ η καρ­διά της τόσο φου­σκω­μέ­νη από αγά­πη, ανα­γά­λια­ζε μυστι­κά, τρια­ντά­φυλ­λο που ανα­δί­νει ανοι­χτό τους μόσκους του: Γιάν­νο μου!..Γιάννο μου…

Όμως με την αυγή του Θεού μια στε­νο­χώ­ρια την έπνι­γε. Το ξαί­ρει. Πάλι θ’ αρχί­σουν οι δικοί της, γονιοί κι αδέρ­φια, το τρο­πά­ρι της γκρί­νιας: Τι όνει­ρο είδε από­ψε; Άλλα­ξε γνώ­μη; Τι θα τον κάνει τον ξυπό­λη­το; Εκεί­νος ο άλλος που τη γύρευε είτα­νε γαμπρός. Καρ­τε­ρεί την απάντηση.

Η κοπέ­λα είχε βαρε­θεί πια να λέει τα δικά της και ν’ αντι­μι­λεί. Έπει­τα κατά­λα­βε πως έτσι τους αγριεύ­ει όλους περισ­σό­τε­ρο. Γιαυ­τό τώρα ύστε­ρα σαν άρχι­ζε η γκρί­νια, αυτή βού­λω­νε το στό­μα. Χαμή­λω­νε τα μάτια τα πλα­τιά, και σαρα­ντα­κλεί­δω­νε στο χωριά­τι­κο μυα­λό της τη θεμε­λιω­μέ­νη από­φα­ση: Το Γιάν­νο εγώ θα πάρω. Θα τον πάρω!

Οι δικοί της ευχα­ρι­στη­μέ­νοι που τη βλέ­πα­νε δίχως μιλιά, λέγα­νε ανα­με­τα­ξύ τους: Βάνει μυα­λό· θα τ’ απο­φα­σί­σει για τον άλλον. Ας κάνει κι αλλοιώς.

Το σπι­τά­κι του πατέ­ρα της είτα­νε κοντά στον πευ­κιά, κάμπο­σο όξω από τη μικρή πολι­τεία κ’ η Βγε­νού­λα είχε την ευκο­λία ν’ αντα­μώ­νει το Γιάν­νο της. Ξαμο­λιού­νταν τα πρω­ι­νά για τις δου­λιές τους και κάπου θα τον λάχαι­νε να του πει αρπα­χτά την καλη­μέ­ρα της. Και τα βρά­δια, πίσω από τις χοντρές φρα­γκο­συ­κιές που μάντρω­ναν το χτή­μα των γονιών της, εκεί­νος την περί­με­νε: Κυρά μου, εσύ! Βγε­νί­τσα μ’ αχ! θα με ζουρ­λά­νεις τον έρμο.

Τρώ­γο­νταν οι δυο τους στα φιλιά και γύρι­ζε η κοπέ­λα στο σπί­τι με μπα­μπου­λω­μέ­να τα σαγό­νια. Το κίτρι­νο μαντή­λι έκρυ­βε τα σημά­δια που στρα­πα­τσά­ρι­ζαν το στό­μα της το φρα­ου­λέ­νιο. Κι αξε­θύ­μα­στος μόσκος πάντα η λαχτά­ρα τους: Αγκα­λια­σμέ­νους να τους βρί­σκει ο ήλιος, η μέρα να κερ­νά­ει το ξαν­θό της μέλι στη διπλή χαρά τους, κ’ η νύχτα να τους γνέ­φει με μισό­κλει­στα μάτια γελα­στά: Ελάτε!

Μα πώς να παντρευ­τού­νε; Πού είναι το σπι­τά­κι τους; Οι οικο­νο­μί­ες του Γιάν­νου δε φτά­να­νε ακό­μα να νοι­κιά­σου­νε μια καμα­ρού­λα. Μια καμα­ρού­λα μονα­χή. Τίπο­τες άλλο δε θέλου­νε. Τα λού­σα, τα προι­κιά και τα σεντού­κια, είναι για κεί­νους που δεν έχου­νε προι­κιό τους την αγά­πη. Μονά­χα μια κλει­στή φωλιά τούς χρειά­ζε­ται για να μη ζηλεύ­ει ο κόσμος.

Στο μετα­ξύ ο Γιάν­νος άρπα­ζε όποια δου­λειά του παρου­σια­ζό­ταν. Εργά­της, περι­βο­λά­ρης, χτί­στης, μανά­βης. Δου­λειά μονα­χά να βρί­σκε­ται για να φου­σκώ­νει από λίγο λίγο το κομπό­δε­μα. Και τα βρά­δια τα κου­βέ­ντια­ζε κρυ­φά με τη Βγε­νού­λα. Απο­φά­σι­σαν όμως, για νάχουν την ησυ­χία τους, όταν αντα­μώ­νο­νται καμ­μιά φορά όξω, μπρο­στά στον άλλον κόσμο, στους δρό­μους, στην εκκλη­σιά, να καμώ­νο­νται τον αδιά­φο­ρο. Κατά­φε­ραν και κρύ­φτη­καν τόσο καλά που στο σπι­τι­κό της Βγε­νιάς ξαφ­νιά­στη­καν όταν είδα­νε πως το κορί­τσι δε γύρι­σε στο σπί­τι μια βραδιά.

Το ζευ­γά­ρι είχε στε­φα­νω­θεί τ’ από­γιο­μα σ’ ένα ρημο­κλή­σι του βου­νού. Και σαν τρά­βη­ξαν πια ο παπάς και ο κου­μπά­ρος, αυτοί κατέ­βη­καν τρε­χά­τοι την κατη­φό­ρα για­τί βιά­ζο­νταν να φτά­σουν στο φτω­χι­κό μονο­κά­μα­ρο σπι­τά­κι που ο Γιάν­νος είχε νοι­κιά­σει εκεί όξω στην πλαγιά.

Είτα­νε αρχές του χινό­πω­ρου με νοτε­ρές ανά­σες κι ολό­κλη­ρος ο πευ­κώ­νας σου­σού­ρι­ζε ίδια θάλασ­σα. Κ’ έτσι κυλώ­ντας απα­λά τα πρά­σι­να κύμα­τά του, έβγα­νε το άσπρο σπι­τό­που­λο εκεί δα στο μονο­πά­τι σαν ένα κομ­μά­τι αφρό. Ένα γύρο τους οι μπου­μπου­κια­σμέ­νες κυκλα­μιές είδα­νε στ’ όνει­ρό τους τους νιό­πα­ντρους να χάνο­νται μέσα στο σπι­τά­κι και την παράλ­λη μέρα την αυγή μ’ ανοιγ­μέ­να καλά τα νωπά ματά­κια τους, τους ξανα­εί­δα­νε να βγαί­νουν από την κάμα­ρα αγκα­λια­σμέ­νοι. Δυο μέρες και δυο νύχτες είχα­νε ρου­φή­ξει την αγά­πη δίχως ανα­σα­σμό σαν διψα­σμέ­νοι που είτανε.

Εκεί δα στο κατώ­φλι φίλη­σε ο Γιάν­νος τη γυναί­κα του, πήρε την τσά­πα στον ώμο και τρά­βη­ξε για τη δουλειά.

Οι γονιοί της Βγε­νιάς δεν είχα­νε μάτια να την ιδού­νε. Κι όπως γίνη­κε ο γάμος δίχως το θέλη­μά τους, γλύ­τω­σαν και τα προι­κιά. Ούτε την καλη­μέ­ρα δεν ήθε­λαν της θυγα­τέ­ρας τους, λέγα­νε. Μα ο Γιάν­νος, ο Γιάν­νος ο λεβέ­ντης με το ψηλό κορ­μί και τα μάτια τα γλυ­κά, στέ­κο­νταν κολώ­να στη γυναί­κα του: Ας τους να λένε. Τι σε γνοιά­ζει; εγώ είμαι για σένα!

Τα πολ­λά τα λόγια αυτός δεν τάξαι­ρε. Αυτός ήξαι­ρε να πράτ­τει. Το σκέ­διό του το πρώ­το το πέτυ­χε κ’ η κοπέ­λα γίνη­κε δικιά του. Τώρα είχε άλλο σκέ­διο στο κεφά­λι του. Ο διά­ο­λος να σκά­σει, αυτός θα χτί­σει ένα δικό τους καμα­ρά­κι. Θα το χτί­σει στον μικρό τόπο που του είχε αφή­σει ο πατέ­ρας του απά­νω στο βου­νό. Είτα­νε ένας χερ­σό­το­πος κακο­μα­ντρω­μέ­νος με ξερο­λι­θιά. Μ’ αυτό το σκέ­διό τους στο νου, η Βγε­νιά έβλε­πε συχνά στον ύπνο της πως έβρι­σκε στο δρό­μο ένα κομπό­δε­μα. Κοί­τα­ζε ολό­γυ­ρα μη την είδα­νε, και το τσέ­πω­νε. Ονει­ρεύ­ο­νταν και ξυπνη­τή πως ένας μπάρ­μπας της απ’ την Αμε­ρι­κή της έστελ­νε, λέει, λεφτά, πολ­λά λεφτά: Για τη Βγε­νιά, έλεε η γρα­φή του. Για να χτί­σει ένα σπιτάκι.

Με την ελπί­δα του σπι­τιού κου­βα­λού­σα­νε τώρα κ’ οι δυό τους σαν τα χελι­δό­νια ό,τι μπο­ρού­σα­νε για τη φωλιά τους. Μάζευαν την πέτρα σιγά – σιγά κι όταν τους τύχαι­ναν τίπο­τε οικο­νο­μι­κά υλι­κά από παλιές οικο­δο­μές, ο Γιάν­νος τ’ αγό­ρα­ζε με τη δου­λειά του.

Ο χει­μώ­νας κόντευε να βγει κι αυτός όταν είχε και­ρό πήγαι­νε και δού­λευε στο χτή­μα τους. Ξεχορ­τιά­ρια­ζε, πάστρευε τον τόπο από τις πέτρες, μέτρα­γε και χάρα­ζε το θεμέ­λιο του σπι­τιού. Δού­λευε κοντά του κ’ η Βγε­νιά και δού­λευε αψά σα νάτα­νε να τελειώ­σει αμέ­σως και το σπί­τι. Μα τώρα ύστε­ρα ο άντρας τη στα­μά­τα­γε ανή­συ­χος: Άσε τώρα, παρά­τα τα εσύ. Από κάμπο­σες μέρες μια χαρά ξεχεί­λι­ζε στις καρ­διές τους: Το παι­δί! έρχε­ται το παι­δί τους. Κ’ έπρε­πε να βρε­θεί έτοι­μο το σπι­τό­που­λο να τους συμ­μα­ζέ­ψει τον άλλο χειμώνα.

Το βρά­δυ, πλάι στη χαμη­λή γωνιά που καί­γα­νε τα κού­τσου­ρα πολε­μώ­ντας το στερ­νό μαρ­τιά­τι­κο κρύο, κάνα­νε τους λογα­ρια­σμούς τους για το χτί­σι­μο. Έχου­με τού­το, μας λεί­πει εκεί­νο. Ας τ’ αρχί­σου­με κ’ έχει ο Θεός. Θα τα κατα­φέ­ρου­με. Να μπού­με κάτω από δικό μας κερα­μί­δι. Αυτό είναι ούλο το παν. Δεν θα μας τρώ­ει η έγνοια, το νοί­κι, το ξεσπίτωμα.

Όξω λύσ­σα­γε η μάνη­τα του αγέ­ρα, η καμι­νά­δα της γωνιάς τον σβού­ρι­ζε μέσα της σαν τρο­μπό­να και μαζε­μέ­νοι οι δυο τους με το αγέν­νη­το σαν γεν­νη­μέ­νο κοντά τους, χαμο­γε­λού­σαν στ’ όρα­μα του μελ­λού­με­νου σπιτιού.

 

Κ’ ήρθε η άνοι­ξη με τα όλα της. Μέσα στο χτη­μα­τά­κι στέ­κο­νταν η πέτρα, ένας σωρός καφε­τής κι άσπρος και χρυ­σός κάτω απ’ τον ήλιο, υπά­κουο στα­λια­σμέ­νο κοπά­δι που θα ξυπη­ρε­τού­σε τ’ αφε­ντι­κό. Έτοι­μο το κόκ­κι­νο, το κοσκι­νι­σμέ­νο χώμα, στο λάκ­κο του ο ασβέ­στης ο γαλατερός.
Κ’ είπε ο άντρας μια μέρα: Έσω­σε. Από αύριο, γυναί­κα, θα βάλου­με θεμέ­λιο!… Με το λόγο τού­τον, η ψυχή της γυναί­κας χόρ­τα­σε από σιγου­ριά: Θα βάλου­με θεμέλιο!…

Δεν καλο­κοι­μή­θη­κε εκεί­νο το βρά­δυ η Βγε­νιά με τις συλ­λο­γές που τη φου­ντώ­ναν! Α, ναι. Τώρα πια δε θάχει ανά­γκη κανέ­ναν. Ας της κρε­μά­νε τα μού­τρα οι δικοί της. Τι λες εκεί; Ο Γιάν­νος της νάναι καλά. Γύρι­ζε και κοί­τα­ζε στο πλευ­ρό της τον κοι­μι­σμέ­νον άντρα, και πάνω στα στέ­ρεα σου­σού­μια της ειδής του ανα­παύ­ο­νταν σα σε λιμά­νι απά­νε­μο η ψυχή της. Και την άλλη μέρα που είτα­νε σκό­λη, ξεκί­νη­σαν με την ευχή του Θεού.

Τα γυρί­σμα­τα του μονο­πα­τιού απά­νω στην πλα­γιά του βου­νού χάνο­νταν φαγω­μέ­να απ’ το βια­στι­κό τους περ­πά­τη­μα. Σκου­ντη­μέ­να στο διά­βα τους, ξέχυ­ναν την ευω­διά τους η αλυ­γα­ριά και το μελισ­σό­χορ­το. Νάτο και το χτή­μα τους! Το βρή­κα­νε να τους καρ­τε­ρεί σαν ένα πρά­μα ζωντα­νό. Γύρω του όλο το δάσος ανά­σαι­νε πλα­τειά, γερό κ’ ευτυχισμένο.

Μέσα στ’ ανοιγ­μέ­νο θεμέ­λιο έσφα­ξε ο νοι­κο­κύ­ρης τον κόκο­ρα τον καμα­ρω­τό με τα μαύ­ρα φτε­ρά. Και το ζευ­γά­ρι έκα­νε ατέ­λειω­τους σταυ­ρούς την ώρα που ο παπά Γιώρ­γης άγια­ζε το θεμέ­λιο. Ένας τσέ­λι­γκας και δυό περα­στι­κοί παρα­στά­θη­καν και φχή­θη­καν καλο­ρί­ζι­κο το σπίτι.

Η Βγε­νιά δε μιλού­σε, δεν έλε­γε ούτε ένα φχα­ρι­στώ, τόσο ένας κόμπος τής έσφιγ­γε το λαι­μό. Της φαι­νό­ταν πως θα την πάρουν τα κλάμ­μα­τα απ’ τη χαρά. Οι ξένοι φύγα­νε κι ο Γιάν­νος βάλ­θη­κε μ’ όρε­ξη στη δουλειά.

Το σπί­τι μας, το σπι­τά­κι μας, ο Γιάν­νος μου! έλε­γε από μέσα της η γυναί­κα και τόσο περισ­σό­τε­ρο κολ­λιού­νταν στον και­νούρ­γιο κόσμο που μπή­κε με το θέλει της. Και κάθε βρά­δυ, ύστε­ρα απ’ την ξενο­δου­λειά του αντρός της και τις Κυρια­κά­δες ταχτι­κά, έρχο­νταν οι δυό τους και δου­λεύ­α­νε. Εκεί­νος έχτι­ζε, εκεί­νη κου­βα­λού­σε το πηλο­φό­ρι. Μην το παρα­φορ­τώ­νεις, την ορμήνευε.

Άντε άντε φύτρω­νε ο τοί­χος απ’ τη γης, σηκώ­νο­νταν και κοί­τα­ζε τα γύρω του με περιέρ­γεια. Χώρι­σαν κάποια ώρα και τα κου­φώ­μα­τα, η πόρ­τα, το παρα­θύ­ρι. Τώρα φάνη­κε πια το σκέ­διο της κάμα­ρας απλω­τό κ’ ευχά­ρι­στο, βου­τηγ­μέ­νο στο δάσος. Τα κλα­ριά το φύλα­γαν ένα γύρο, μεγά­λες πρά­σι­νες ανοι­χτές φτε­ρού­γες. Από πέρα, από μακρυά έρχο­νταν το ξάγνα­ντο κ’ έφερ­νε ως το κατώ­φλι της πόρ­τας τις ανη­φο­ριές του βου­νού τις βελουδένιες.

Τώρα η Βγε­νού­λα γύρι­ζε μέσα στο ξέσκε­πο σπί­τι και λογά­ρια­ζε. Λογά­ρια­ζε πού θα στή­σει το κρε­βά­τι τους, πού θα βάλει την κασέ­λα. Θ΄αγοράσει με την ώρα και καρέ­κλες. Θα κρε­μά­σει στον τοί­χο κ’ έναν καθρέ­φτη. Από κεί­νους τους καθρέ­φτες με τη χρυ­σή κορ­νί­ζα που αστρα­πο­βο­λά­νε εκεί που τους που­λά­νε στα μαγα­ζιά στη χώρα. Μα είναι ακρι­βοί. Δε θα γίνει κανέ­να θάμα; Δε θα την αξιώ­σει ο Θεός;

Θε μου, για­τί όλοι να περι­μέ­νου­με από τη χάρη σου; ποιον να πρω­το­πά­ρει από μας το μάτι σου και ποιον να πρω­το­προ­φτά­σεις ; Για­τί ένας άλλος εδώ κάτω, ένας μικρός θεός, ένας πλού­σιος, να μην πει: Βγε­νιά! να κορί­τσι μου, πάρε τού­τον τον καθρέ­φτη που περισ­σεύ­ει από το σπί­τι μου. Μα δε βαρυ­έ­σαι, ας μένουν κ’ οι καθρέ­φτες και τα λού­σα τους. Η Βγε­νιά θα βάλει την κού­νια του παι­διού της για στο­λί­δι. Θα την σιγου­ρέ­ψει από δώθε μεριά για να μην το του φυσά­ει το παρα­θύ­ρι και πάρει κανέ­να κρύ­ω­μα. Θα κάνει κ’ ένα κοτέ­τσι από πίσω από το σπί­τι για τις κοτού­λες. Δεν πρέ­πει νάχου­νε πιο ύστε­ρα και το φρέ­σκο τ’ αυγό για το παιδί;

Όλα τού­τα τα σκέ­δια τάλε­γε στο Γιάν­νο το βρά­δυ, σα στρώ­νο­νταν να δει­πνή­σουν. Και τα σκέ­δια αυτά, θαρ­ρείς κ’ είτα­νε μαγε­μέ­να και με τα μάγια τους του ξεγε­λού­σαν τις έγνοιες και την κού­ρα­ση. Έτσι η άλλη μέρα έβρι­σκε το Γιάν­νο ορε­ξά­το κ’ έτοι­μον για κόπους. Μα κ’ η γυναί­κα του δεν κάθο­νταν. Ξενο­δού­λευε κ’ εκεί­νη όπου έβρι­σκε κι όσο της είτα­νε μπο­ρε­τό για να προ­ο­δεύ­σει το χτίσιμο.

Πότε – πότε όμως ανα­γκά­ζο­νταν να στα­μα­τή­σουν για­τί σώνο­νταν τα υλι­κά. Τότε κάνα­νε πιο μαύ­ρες οικο­νο­μί­ες, δεν τρώ­γα­νε όσο έπρε­πε, μετρά­γα­νε το έχει τους δραχ­μή τη δραχ­μή και κάπο­τε πάλι ξαναρ­χί­ζα­νε απο­μο­να­χια­σμέ­νοι μέσα στο δάσος, ίδιοι πρωτόπλαστοι.

Μα ήρθε μέρα που δυσκο­λό­τε­ρα παρου­σιά­στη­καν τα πρά­μα­τα. Τώρα έχου­με τις μεγά­λες σκο­τού­ρες, έλε­γε ο Γιάν­νος, για­τί βλέ­πεις είναι τα παρά­θυ­ρα , είναι η σκε­πή. Αυτά δε φτιά­νο­νται με πέτρα και με χώμα που τα μαζώ­νεις από τα βου­νά του Θεού. Χρειά­ζε­ται ξυλεία, χρειά­ζο­νται μαστό­ροι, πα να πει όλο παράδες.

Την ώρα που τα ντου­βά­ρια στέ­κο­νταν έτοι­μα πια μ’ όλο το μπόι τους, η δου­λειά ξανα­στα­μά­τη­σε. Πέρα­σε κάμπο­σος και­ρός μέσα στο καλο­καί­ρι ως που οι νοι­κο­κυ­ραί­οι να βρε­θού­νε με δύνα­μη να ξανα­βά­λουν μπρο­στά. Έπει­τα, με το έμπα του Αλω­νά­ρη, ο Γιάν­νος απο­φά­σι­σε να ρίξει τη σκεπή.
— Τι να σου πω, γυναί­κα, δεν παίρ­νει άλλο ανα­βο­λή. Θα τα μαζώ­ξω τα χρεια­ζού­με­να όπως μπο­ρώ και θα σκε­πά­σω. Μονά­χα τότε θάμαι ξέγνοιαστος.

Η Βγε­νιά σ’ όλα συμφωνούσε.
— Ό,τι ξαί­ρεις εσύ θα κάνεις.
— Κ’ εσύ θα γεν­νή­σεις, και χει­μώ­νας έρχε­ται με τις βρο­χές. Αν μεί­νει ξέσκε­πο το για­πί δεν είναι για καλό του. Τι να κάνου­με; Δεν τα θέλω τα χρέ­για, μα τ’ απο­φά­σι­σα. Λέω να πάρω λίγα δανει­κά από τον κου­μπά­ρο μας. Αλλοιώς δε γίνεται.

Είχαν αρχί­σει κιό­λας οι πρώ­τες χινο­πω­ριά­τι­κες συγνε­φιές κ’ έπε­σε το πρω­το­βρό­χι. Βια­στι­κός ο Γιάν­νος να σκε­πά­σει, παρά­τη­σε τις ξένες δου­λειές και κίνη­σε για το δικό του για­πί. Από κοντά η γυναί­κα του με τα τσα­νά­κια με το μεση­με­ρια­νό τους φαγη­τό δεμέ­να στη μπό­λια. Ο Γιάν­νος είχε πάρει σήμε­ρα κι άλλον έναν εργά­τη. Μπή­κα­με, θα χορέ­ψου­με, εξή­γη­σε στη γυναί­κα του.

Ως τα τώρα η δου­λειά γίνο­νταν ήσυ­χα ήσυ­χα εκεί απά­νω, μέσα στο δάσος, για­τί οι πέτρες καθώς χτί­ζο­νταν δεν ακού­γο­νταν. Όμως με το σκά­ρω­μα της σκε­πής, καθώς καρ­φώ­νο­νταν τα καδρό­νια, το δάσος γιό­μι­σε αντί­λα­λους: γκά­πα! γκούπα!…

Τι να μαστο­ρεύ­ουν, είπε μονα­χός του ο και­νούρ­γιος χωρο­φύ­λα­κας που είχε ξανοι­χτεί στο σου­λά­τσο σήμε­ρα χασο­μέ­ρι­κα. Πήρε λοι­πόν σιγά – σιγά το δρό­μο κι ανη­φό­ρι­ζε κι ανη­φό­ρι­ζε με τα χέρια μπλεγ­μέ­να από πίσω του. Οι βρό­ντοι όλο του δεί­χνα­νε το δρό­μο το σωστό. Κάπου πέρα, ανά­με­σα από τα πρά­σι­να κλα­ριά του πευ­κώ­να ανα­κά­λυ­ψε το γιαπί.

Ζύγω­σε, στά­θη­κε και καλη­μέ­ρι­σε. Οι νοι­κο­κυ­ραί­οι απά­ντη­σαν πρό­σχα­ρα στην καλη­μέ­ρα του. Περί­με­ναν μάλι­στα ν’ ακού­σουν και τη γνώ­μη του για το σπί­τι που μαστό­ρευαν. Στά­θη­κε, στά­θη­κε ο χωρο­φύ­λα­κας δίχως άλλο λόγο να πει, κ’ ύστε­ρα ρώτησε:

- Έχε­τε άδεια;
— Άδεια! ξαφ­νιά­στη­κε ο Γιάννος.
— Ναι, άδεια.
— Ο τόπος είναι δικός μου. Τον κλε­ρο­νό­μη­σα απ’ τον πατέ­ρα μου. Τι άδεια; Τα χαρ­τιά του εν τάξει. Εδώ κάθε χρό­νο στοι­βά­ζω και τους τενε­κέ­δες για το ρετσί­νι σαν χτυ­πάω τα πεύ­κα. Κανέ­νας δε μόκα­νε παρατήρηση.
— Καλά αυτό, μα άδεια οικο­δο­μής λέμε.
— Δεν ήξαι­ρα πως εδώ όξω…
— Παρά­τα τα και πήγαι­νε να κανονιστείς.
— Να στή­σου­με πρώ­τα τη σκεπή.
— Ούτε ένα καρ­φί! Απαγορεύεται.

Ο Γιάν­νος κιτρί­νι­σε. Ποιος ξαί­ρει τι άργη­τες θα του παρου­σια­στού­νε τώρα. Αμ τα ξαί­ρει δα τα χαρ­τιά τους και τα γρα­φεία τους που να τους πάρει ο διά­ο­λος τον πατέ­ρα! δεν τα ξαί­ρει; Ο κου­μπά­ρος του που είχε μπλέ­ξει με δαύ­τα, χτί­κια­σε ο άνθρω­πος. Κ’ έρχε­ται και χει­μώ­νας, κατά­λα­βες; Πρέ­πει το γρη­γο­ρό­τε­ρο να σκε­πα­στεί το σπί­τι. Τι θα γίνει;

Η Βγε­νιά συγ­χι­σμέ­νη έκα­τσε σε μια πέτρα. Το πέτο της κ’ η φου­σκω­μέ­νη κοι­λιά της ανε­βο­κα­τέ­βαι­ναν, τα ρου­θού­νια της πετα­ρού­δι­ζαν. Ε μωρέ, πώς αρχί­νη­σε τού­τη η μέρα και πώς φασκε­λώ­θη­κε υστερώτερα.

Κατέ­βη­κε ο Γιάν­νος από το για­πί, κατέ­βη­κε κι ο άλλος εργά­της. Μαζέ­ψα­νε τα σύνερ­γά τους, μάζε­ψε κ’ η Βγε­νιά με βρό­ντους τα τσα­νά­κια της, και πιά­σα­νε τον κατή­φο­ρο. Μπρο­στά – μπρο­στά πήγαι­νε ο χωρο­φύ­λα­κας με τα χέρια μπλεγ­μέ­να πίσω του, με το σβέρ­κο το χοντρό ξεχει­λι­σμέ­νο στο περι­λαί­μιο, αδιά­φο­ρος, αλύ­γι­στος, αντι­πα­θη­τι­κός. Η Βγε­νιά έβρα­ζε, ο Γιάν­νος φυσο­μα­νού­σε, μα ο άλλος ο εργά­της τους έδι­νε κου­ρά­γιο: Δεν είναι τίπο­τε, μια δυό μέρες άργη­τα όλο – όλο. Αυτό είναι.

Οι δυο μέρες γένη­καν τέσ­σε­ρις, γέν­νη­καν μια βδο­μά­δα, μήνας ολά­κε­ρος. Η υπό­θε­ση του Γιάν­νου βαλ­μέ­νη σε χαρ­τιά με υπο­γρα­φές, με βού­λες και με χαρ­το­σή­μα­τα, σέρ­νο­νταν οκνά σαν σερ­πε­τό από χέρι σε χέρι υπαλ­λη­λι­κό, από γρα­φείο σε γρα­φείο. Είχε γίνει στοι­χειό, σωστό στοι­χειό που έτρω­γε αόρα­το τις μέρες και τις νύχτες του ζευ­γα­ριού, για­τί η ίδια η άργη­τα τους έβα­νε σ’ ανη­συ­χία. Κάτι δυσκο­λί­ες, λέει, παρουσιάζονταν.

Ο Γιάν­νος έχα­νε τη δου­λειά του κ’ έτρε­χε. Τίπο­τα δεν ωφέ­λη­σαν τα τρε­χά­μα­τα, τα παρα­κά­λια, οι μετά­νοιες του. «Απα­γο­ρεύ­ε­ται η οικο­δό­μη­σις του γηπέ­δου διό­τι κατά το εγκε­κρι­μέ­νον σχέ­διον πόλε­ως ο δημό­σιος δρό­μος πρό­κει­ται να διέλ­θη δια μέσου αυτού.»

Και τώρα; Τι θα γίνει με το σπί­τι μου; ρώτη­σε ο Γιάν­νος σα χαμένος.
— Θα το γκρεμίσεις.

 

Είτα­νε ένα βρο­χε­ρό πρω­ι­νό όταν ο ίδιος ο χωρο­φύ­λα­κας και δυο εργά­τες ήρθα­νε στο χτη­μα­τά­κι του Γιάν­νου. Από κοντά πρό­βα­λε κ’ εκεί­νος με τη γυναί­κα του. Κατα­κί­τρι­νοι κ’ οι δυό τους, στά­θη­καν παρά­με­ρα σα νάτα­νε τώρα πιο ξένοι μέσα σ’ αυτήν την ιστο­ρία του σπι­τιού τους που πέρ­να­γε σ’ άλλα χέρια. Μέσα τους όμως ακό­μα παρα­κα­λά­γα­νε το Θεό να κάνει κανέ­να θάμα.

Οι άλλοι, κάτι ρετσι­νά­δες κ’ οι εργά­τες, τρι­γύ­ρι­σαν το για­πί και το κοι­τά­ζα­νε βου­βοί και συγ­χι­σμέ­νοι. Κ’ είτα­νε σα να μέλ­λο­νταν να γίνει επί τόπου καμ­μιά βάρ­βα­ρη πρά­ξη, καμ­μιά απάν­θρω­πη καθαίρεση.

Σκά­λω­σαν οι εργά­τες στο για­πί κι αρχί­σα­νε να γκρε­μί­ζου­νε. Γκά­πα! γκού­πα! ακού­γο­νταν μέσα στον πευ­κώ­να καθώς ξηλώ­νο­νταν η αρχι­νι­σμέ­νη σκεπή.

Ο Γιάν­νος δε βάστα­ξε. Πήρε το δρό­μο κ’ έφευ­γε για να μη βλέ­πουν τα μάτια του τη συμ­φο­ρά τους. Ένας σωρός κου­βά­ρι η γυναί­κα του σε μια γωνιά, έκλαι­γε μ’ ανα­φυλ­λη­τά, λαβω­μέ­νο ζώο στην κώχη του.

Όμως εκεί που δεν το περί­με­νε κανέ­νας, πετά­χτη­κε ολόρ­θη η Βγε­νιά κ’ έμπη­ξε στριγ­γλιές φωνές που κατα­ξέ­σκι­σαν την καρ­διά του πευ­κώ­να: Χαΐ­ρι και προ­κο­πή να μη δεις ποτέ σου, παλιό­σκυ­λο! Κακούρ­γε! Άτι­με! Άτι­με! Άρπα­ξε μια πέτρα χοντρή και την πέτα­ξε κατ’ απά­νω στο χωρο­φύ­λα­κα. Οι άντρες την κρά­τη­σαν και την τραβούσανε.

Το δάσος σπά­ρα­ζε, βογ­γού­σε κ’ έκλαι­γε απά­νω από τη συμ­μά­ζω­ξη, απά­νω από τη χαλα­σμέ­νη χελι­δο­νο­φω­λιά, στον τόπο που διά­λε­ξαν να σιγου­ρέ­ψουν τις αγά­πες τους τα χελιδόνια.

Κλε­α­ρέ­τη Δίπλα – Μαλά­μου , Ο Μεγά­λος Ποτα­μός, διη­γή­μα­τα( πριν και μετά το 1940), εκδό­σεις Γκο­βό­στη ( αχρονολόγητο)
[1] Η εισα­γω­γή της συλ­λο­γής διη­γη­μά­των Ο Μεγά­λος Ποταμός

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο