Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
«Ως εκείνη τη στιγμή, τις παραμονές κάθε γενικής μεταμόρφωσης της κοινωνίας, η τελευταία λέξη της κοινωνικής επιστήμης θα είναι τα λόγια της George Sand : να παλέψεις ή να πεθάνεις, αιματηρή πάλη ή να βυθιστείς στο τίποτα. Έτσι τίθεται ανελέητα το ερώτημα». Έτσι ο Καρλ Μαρξ (1818–1883) τελειώνει το σύγγραμμά του-απάντηση στον αναρχοσοσιαλιστή Προυντόν, «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας» (1847) παραθέτοντας αυτά τα λόγια της George Sand. Ο Προυντόν (1809–1865) είχε δημοσιεύσει το 1846 μια εργασία με τίτλο «Η φιλοσοφία της αθλιότητας». Στο παρόν άρθρο θα χρησιμοποιούμε τ’ όνομα της μεγάλης Γαλλίδας ουτοπικής σοσιαλίστριας George Sand όπως καθιερώθηκε από την ίδια. Δηλαδή όχι όπως καθιερώθηκε ‑κακώς- στα ελληνικά ως Γεωργία Σάνδη. Δεν ήταν η μόνη γυναίκα στην ιστορία που δημοσίευσε κάτω από αντρικό όνομα. Το 1832 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα «Ιντιάνα» με το ψευδώνυμό της, George Sand. Το επίθετο ήταν παρμένο από το όνομα του αγαπημένου της Ζιλ Σαντό (Jules Sandeau). Το George σημαίνει Γιώργος και όχι Γεωργία που βγάζει την ουσία από την επιλογή της ίδιας κάνοντάς το όνομα θηλυκό.
Καταγωγή και καταβολές
Η George Sand από καταγωγή είχε δύο κόσμους μέσα της, δύο κοινωνικές τάξεις. Ο πατέρας της, Μωρίς Ντιπέν, ήταν γιος ενός των πιο διάσημων στρατιωτικών του 18ου αιώνα και ο ίδιος ήταν αξιωματικός στο στρατό του Ναπολέοντα. Ανάμεσα στους προγόνους της Σάνδης ήταν και ο βασιλιάς της Πολωνίας, ενώ η μητέρα της ήταν κόρη ενός φτωχού βιοπαλαιστή. Χάνει τον πατέρα της τεσσάρων χρονών και η μικρή Ορόρ, όπως την έλεγαν, μεγαλώνει με τη γιαγιά της, την αριστοκράτισσα μητέρα του πατέρα της η οποία δεν «χώνευε» τη χαμηλής καταγωγής νύφη της. Από την αυτοβιογραφία της Sand προκύπτει πόσο σημαντική γι’ αυτήν ήταν η φιγούρα του πατέρα της που δεν τον είχε γνωρίσει. Ο Μωρίς Ντιπέν ήταν ο μεγάλος Απών στη ζωή της, ο εξιδανικευμένος ήρωας και η καλλιτεχνική ψυχή με την οποία είχε ταυτιστεί. Το θέμα του αντρικού ντυσίματός της – για τους περισσότερους έμεινε στην ιστορία σαν «τρελοφεμινίστρια» που ντυνόταν σαν άντρας και ήταν η ερωμένη του μεγάλου μουσικού Φρεντερίκ Σοπέν (1810–1849), ενώ γελοιογραφίες την απεικόνιζαν καπνίζοντας πούρο – καθώς και η εξέλιξη του κοριτσιού Ορόρ Ντιπέν στη μετέπειτα συγγραφέα George Sand έχει σχέση με τον πατέρα της, όπως φαίνεται από την εξής παράθεση από το Η ιστορία της ζωής μου, μια ιστορία που ξεκινάει με την ιστορία των προγόνων της από την πλευρά του πατέρα της, καθώς και λίγες σελίδες για τη μητέρα της και την οικογένεια της μητέρας της για να συνεχίσει με εκατοντάδες σελίδες (το εν τέταρτο όλου του βιβλίου) για την ιστορία της ζωής του πατέρα της. Εκεί θα γράφει ανάμεσα σε άλλα: «Τώρα θα συνεχίσω με την ιστορία του πατέρα μου, διότι αυτός είναι κυριολεκτικά ο πραγματικός συγγραφέας της ιστορίας της ζωής μου. Αυτός ο πατέρας που δεν τον γνώρισα σχεδόν καθόλου και που εξακολουθεί να ζει στη μνήμη μου σαν μια λαμπρή εμφάνιση, αυτός ο νέος καλλιτέχνης και πολεμιστής, έμεινε ολοζώντανος στις παρορμήσεις της ψυχής μου, στις τύχες της σωματικής μου κατάστασης και στα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. Το είναι μου είναι μια χωρίς αμφιβολία πιο αδύνατη, αλλά ωστόσο πλήρης αντανάκλαση του δικού του. Το περιβάλλον στο οποίο έζησα έχει προκαλέσει τις αλλαγές. Επομένως, τα ελαττώματά μου δεν είναι εντελώς δική του δουλειά και οι καλές μου ιδιότητες αποτελούν μια ευεργεσία των ενστίκτων που μεταβίβασε σε μένα. Η εξωτερική μου ζωή διέφερε από τη δική του τόσο όσο και η εποχή στην οποία αναπτύχθηκε, αλλά ξέρω και νοιώθω ότι, αν ήμουν αγόρι και είχα ζήσει εικοσιπέντε χρόνια νωρίτερα, σε όλα τα πράγματα θα είχα κάνει και θα είχα αισθανθεί σαν τον πατέρα μου».
Η εποχή των επαναστάσεων
Το υλικό της μνήμης λοιπόν της Σάνδης περιλάμβανε δύο κοινωνικές τάξεις, δύο καταβολές και σ’ όλη τη ζωή της αισθανόταν μεγάλη έλξη και μεγάλη αλληλεγγύη απέναντι στα λαϊκά στρώματα. Η ανάμιξή της στην κοινωνική-πολιτική ζωή της Γαλλίας του 19ου αιώνα ήταν έντονη. Γεννήθηκε στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, έζησε τις επαναστάσεις του 1830 και του 1848 και το 1871 την Παρισινή Κομμούνα. Με πάθος στρατεύθηκε στις προοδευτικές ιδέες της εποχής της, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να απαλλαχτεί από έντονα στοιχεία ουτοπισμού και χριστιανισμού στο στοχασμό της, πράγμα αρκετά διαδεδομένα στη Γαλλία της εποχής της. Ο Καρλ Μαρξ είχε έρθει επανειλημμένως σε αντιπαράθεση και ακόμα και σύγκρουση με Γάλλους αναρχοσοσιαλιστές και ουτοπιστές, όπως στην περίπτωση που αναφέραμε στην αρχή, τον Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν. Η σκέψη του Προυντόν, όπως και του Λουί Μπλανκ (1811–1882, σοσιαλιστής πολιτικός, ιστορικός) και του Λουί Ωγκούστ Μπλανκί (1805–1881, εκπροσώπου ενός ισχυρού ελιτίστικου «κομμουνιστικού» ρεύματος πριν από το μαρξισμό), αλλά και του γνωστού Ελβετού φιλόσοφου του 18ου αιώνα Ζαν-Ζακ Ρουσό (1712–1778) είχε επηρεάσει τη Σάνδη, ενώ ο Ρώσος θεωρητικός του αναρχισμού Μπακούνιν (1814–1876) τη θεωρούσε όχι μόνο «ποιητή, αλλά και προφήτη και αποκαλυπτική». Αφού από την άλλη η Σάνδη όχι σπάνια άγγιξε με τη σκέψη της τη διαλεκτική της ιστορίας, όπως προκύπτει από τα λόγια της που ο Μαρξ διάλεξε για να κλείσει το έργο του «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας», καταλαβαίνουμε ότι οι αντιφάσεις στο έργο της είναι πολλές. Η δράση της ήταν πάντα στο πλευρό των εργατών και του βασανισμένου λαού, αν και όχι πάντα με κάθε εξέγερσή τους, όπως στην περίπτωση της Παρισινής Κομμούνας, όπως θα δούμε στο δεύτερο μέρος. Η Σάνδη, όπως πολλοί διανοούμενοι της εποχής της, άργησαν να γνωριστούν με το μαρξισμό και τους Γερμανούς στοχαστές γιατί δεν είχαν αμέσως μεταφραστεί στα γαλλικά. Οι μορφωμένοι Γερμανοί συνήθως ήξεραν γαλλικά, ενώ οι μορφωμένοι Γάλλοι σπάνια γερμανικά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρξ έγραψε την ως άνω απάντησή του στον Προυντόν στα γαλλικά για να μπορέσει ο τελευταίος να τη διαβάσει άμεσα.
Η σχέση με τη θρησκεία
Η Σάνδη λοιπόν δρούσε επαναστατικά, ενώ στη σκέψη της «δούλευαν» οι καταγωγές της και οι ιδεολογικές επιδράσεις που δέχθηκε, κάτι που δεν σημαίνει ότι δεν ανάπτυξε και η ίδια θεωρίες σε πολλούς φλέγοντες τομείς του κοινωνικού γίγνεσθαι της εποχής της. Το ζήτημα της ιδιοκτησίας, αποικιοκρατία και δουλεία, η θέση της γυναίκας, η σχέση των κοινωνικών τάξεων, η θρησκεία και η εκκλησία, η παιδεία ήταν μερικά από τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε. Στη Σάνδη μπορούμε να διακρίνουμε μια τάση θρησκευτικού μυστικισμού, αλλά αυτή μετατράπηκε μέσα από την κοινωνική της δράση σε ουμανιστικό, κοινωνικό. Ερευνητές έχουν αναρωτηθεί από πού προέρχεται αυτή η τάση της. Ίσως τα χρόνια που πέρασε σε αγγλικό μοναστήρι στο Παρίσι (την έστειλε εκεί η γιαγιά της, όταν η Ωρόρ είχε γίνει πολύ άτακτο παιδί) να είχαν αφήσει τα σημάδια τους στην ψυχή της. Η αριστοκράτισσα γιαγιά της πάντως συμπαθούσε τους Εγκυκλοπαιδιστές του 18ου αιώνα και θαύμαζε τον διάσημο φιλόσοφο Βολταίρο (1694–1778). Μάλλον στον τομέα της θρησκείας τη Σάνδη την είχε επηρεάσει η λαϊκή μητέρα της η οποία δεν θεωρούσε τον εαυτό της παντρεμένη παρά την ημέρα που ο γάμος της σφραγίστηκε στην εκκλησία. Καθόλου περίεργο. Όχι μόνο στη Γαλλία του 18ου αιώνα, όπου ο λαός έμεινε προσκολλημένος στη θρησκεία και η «ψηλή κοινωνία» είχε στραφεί στη φιλοσοφία με διάφορες διαβαθμίσεις αθεϊσμού, αλλά και γενικά το φαινόμενο της επίμονης θρησκοληψίας των λαϊκών στρωμάτων και δη των γυναικών έχει παρατηρηθεί γενικότερα. Η μορφωμένη και πολυδιαβασμένη Σάνδη, ωστόσο, παρ’ όλο τον αντικληρικαλισμό της και τις ισχυρές επιδράσεις της Γαλλικής Επανάστασης, δεν τέθηκε ποτέ εκτός θρησκείας. Έτσι θα πει «είμαι κομμουνίστρια, όπως ήταν κανείς χριστιανός το έτος 50 της χρονολογίας μας». Ήδη στο σύγγραμμά της Η αληθινή Δημοκρατία (La Vraie République) βρίσκουμε την εξής διατύπωση: «Πώς τη λένε; Τη λένε Δημοκρατία (République). Ποιο το σύνθημά της; Ελευθερία, Ισότητα, Αδερφοσύνη. Ποιο το δόγμα της; Το Ευαγγέλιο, απαλλαγμένο από τα βαρίδια και τις απαλείψεις του Μεσαίωνα». Υπενθυμίζουμε εδώ το Βολταίρο και άλλους που είχαν τεθεί με σφοδρότητα ενάντια στο μεσαιωνισμό της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά όχι στην ίδια τη θρησκεία. Τον Ιούνη του 1848 μετά την αιματηρή καταστολή του επαναστατημένου προλεταριάτου θα πει αγανακτισμένη: «Τι μπορούν να κάνουν εκείνοι που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην ιδέα της αδερφικής ισότητας, που έχουν με ζέση αγαπήσει την ανθρωπότητα και που λατρεύουν στο Χριστό το σύμβολο του λυτρωμένου και διασωθέντος λαού, που μπορούν να κάνουν τους σοσιαλιστές με μία λέξη, ενώ το ιδανικό φεύγει από μέσα από τους ανθρώπους, ενώ η ανθρωπότητα εγκαταλείπει τον εαυτό της, ενώ ο λαός δεν γνωρίζει τη δική του υπόθεση;» Απεχθάνεται πια μια Δημοκρατία που «ξεκινάει σκοτώνοντας τους προλετάριούς της». Αντιδρά με σφοδρότητα και συναισθηματισμό και, θα λέγαμε, ουτοπιστικές ψευδαισθήσεις γράφοντας στην Ιστορία της ζωής μου για τον Ιούνη του 1848: «…αποτρόπαιες μέρες που σκότωσαν τη Δημοκρατία οπλίζοντας τα παιδιά το ένα ενάντια στο άλλο και ανοίγοντας ανάμεσα στις δύο δυνάμεις της επανάστασης, το λαό και την αστική τάξη, μία άβυσσο που ούτε σε είκοσι χρόνια δεν θα μπορέσει να γεφυρωθεί».
Στο επόμενο μέρος θα δούμε το περιεχόμενο του κομμουνισμού της Σάνδης, αλλά και τη στάση της απέναντι στην Παρισινή Κομμούνα.
Συνεχίζεται