Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η George Sand (1804–1876) ως χαρακτηριστική μορφή της ιδεολογικής αναζήτησης της Γαλλίας του 19ου αιώνα (Πρώτο μέρος)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Ως εκεί­νη τη στιγ­μή, τις παρα­μο­νές κάθε γενι­κής μετα­μόρ­φω­σης της κοι­νω­νί­ας, η τελευ­ταία λέξη της κοι­νω­νι­κής επι­στή­μης θα είναι τα λόγια της George Sand : να παλέ­ψεις ή να πεθά­νεις, αιμα­τη­ρή πάλη ή να βυθι­στείς στο τίπο­τα. Έτσι τίθε­ται ανε­λέ­η­τα το ερώ­τη­μα». Έτσι ο Καρλ Μαρξ (1818–1883) τελειώ­νει το σύγ­γραμ­μά του-απά­ντη­ση στον αναρ­χο­σο­σια­λι­στή Πρου­ντόν, «Η αθλιό­τη­τα της φιλο­σο­φί­ας» (1847)   παρα­θέ­το­ντας αυτά τα λόγια της George Sand. Ο Πρου­ντόν (1809–1865) είχε δημο­σιεύ­σει το 1846 μια εργα­σία με τίτλο «Η φιλο­σο­φία της αθλιό­τη­τας». Στο παρόν άρθρο θα χρη­σι­μο­ποιού­με τ’ όνο­μα της μεγά­λης Γαλ­λί­δας ουτο­πι­κής σοσια­λί­στριας George Sand όπως καθιε­ρώ­θη­κε από την ίδια. Δηλα­δή όχι όπως καθιε­ρώ­θη­κε ‑κακώς-  στα ελλη­νι­κά ως Γεωρ­γία Σάν­δη. Δεν ήταν η μόνη γυναί­κα στην ιστο­ρία που δημο­σί­ευ­σε κάτω από αντρι­κό όνο­μα. Το 1832 κυκλο­φό­ρη­σε το πρώ­το της μυθι­στό­ρη­μα «Ιντιά­να» με το ψευ­δώ­νυ­μό της, George Sand. Το επί­θε­το ήταν παρ­μέ­νο από το όνο­μα του αγα­πη­μέ­νου της Ζιλ Σαντό (Jules Sandeau). Το George σημαί­νει Γιώρ­γος και όχι Γεωρ­γία που βγά­ζει την ουσία από την επι­λο­γή της ίδιας κάνο­ντάς το όνο­μα θηλυκό.

Κατα­γω­γή και καταβολές

Η George Sand από κατα­γω­γή είχε δύο κόσμους μέσα της, δύο κοι­νω­νι­κές τάξεις. Ο πατέ­ρας της, Μωρίς Ντι­πέν, ήταν γιος ενός των πιο διά­ση­μων στρα­τιω­τι­κών του 18ου αιώ­να και ο ίδιος ήταν αξιω­μα­τι­κός στο στρα­τό του Ναπο­λέ­ο­ντα. Ανά­με­σα στους προ­γό­νους της Σάν­δης ήταν και ο βασι­λιάς της Πολω­νί­ας, ενώ η μητέ­ρα της ήταν κόρη ενός φτω­χού βιο­πα­λαι­στή.  Χάνει τον πατέ­ρα της τεσ­σά­ρων χρο­νών και η μικρή  Ορόρ, όπως την έλε­γαν,  μεγα­λώ­νει με τη για­γιά της, την αρι­στο­κρά­τισ­σα μητέ­ρα του πατέ­ρα της η οποία δεν «χώνευε» τη χαμη­λής κατα­γω­γής νύφη της.  Από την αυτο­βιο­γρα­φία της Sand προ­κύ­πτει πόσο σημα­ντι­κή γι’ αυτήν ήταν η φιγού­ρα του πατέ­ρα της που δεν τον είχε γνω­ρί­σει. Ο Μωρίς Ντι­πέν ήταν ο μεγά­λος Απών στη ζωή της, ο εξι­δα­νι­κευ­μέ­νος ήρω­ας και η καλ­λι­τε­χνι­κή ψυχή με την οποία είχε ταυ­τι­στεί. Το θέμα του αντρι­κού ντυ­σί­μα­τός της – για τους περισ­σό­τε­ρους έμει­νε στην ιστο­ρία σαν «τρε­λο­φε­μι­νί­στρια» που ντυ­νό­ταν σαν άντρας και ήταν η ερω­μέ­νη του μεγά­λου μου­σι­κού Φρε­ντε­ρίκ Σοπέν (1810–1849), ενώ γελοιο­γρα­φί­ες την απει­κό­νι­ζαν καπνί­ζο­ντας πού­ρο – καθώς και η εξέ­λι­ξη του κορι­τσιού Ορόρ Ντι­πέν στη μετέ­πει­τα συγ­γρα­φέα George Sand έχει σχέ­ση με τον πατέ­ρα της, όπως φαί­νε­ται από την εξής παρά­θε­ση από το Η ιστο­ρία της ζωής μου, μια ιστο­ρία που ξεκι­νά­ει με την ιστο­ρία των προ­γό­νων της από την πλευ­ρά του πατέ­ρα της, καθώς και λίγες σελί­δες για τη μητέ­ρα της και την οικο­γέ­νεια της μητέ­ρας της για να συνε­χί­σει με εκα­το­ντά­δες σελί­δες (το εν τέταρ­το όλου του βιβλί­ου) για την ιστο­ρία της ζωής του πατέ­ρα της. Εκεί θα γρά­φει ανά­με­σα σε άλλα: «Τώρα θα συνε­χί­σω με την ιστο­ρία του πατέ­ρα μου, διό­τι αυτός είναι κυριο­λε­κτι­κά ο πραγ­μα­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας της ιστο­ρί­ας της ζωής μου. Αυτός ο πατέ­ρας που δεν τον γνώ­ρι­σα σχε­δόν καθό­λου και που εξα­κο­λου­θεί να ζει στη μνή­μη μου σαν μια λαμπρή εμφά­νι­ση, αυτός ο νέος καλ­λι­τέ­χνης και πολε­μι­στής, έμει­νε ολο­ζώ­ντα­νος στις παρορ­μή­σεις της ψυχής μου, στις τύχες της σωμα­τι­κής μου κατά­στα­σης και στα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του προ­σώ­που μου. Το είναι μου είναι μια χωρίς αμφι­βο­λία πιο αδύ­να­τη, αλλά ωστό­σο πλή­ρης αντα­νά­κλα­ση του δικού του. Το περι­βάλ­λον στο οποίο έζη­σα έχει προ­κα­λέ­σει τις αλλα­γές. Επο­μέ­νως, τα ελατ­τώ­μα­τά μου δεν είναι εντε­λώς δική του δου­λειά και οι καλές μου ιδιό­τη­τες απο­τε­λούν μια ευερ­γε­σία των ενστί­κτων που μετα­βί­βα­σε σε μένα. Η εξω­τε­ρι­κή μου ζωή διέ­φε­ρε από τη δική του τόσο όσο και η επο­χή στην οποία ανα­πτύ­χθη­κε, αλλά ξέρω και νοιώ­θω ότι, αν ήμουν αγό­ρι και είχα ζήσει εικο­σι­πέ­ντε χρό­νια νωρί­τε­ρα, σε όλα τα πράγ­μα­τα θα είχα κάνει και θα είχα αισθαν­θεί σαν τον πατέ­ρα μου».

Η επο­χή των επαναστάσεων

Το υλι­κό της μνή­μης λοι­πόν της Σάν­δης περι­λάμ­βα­νε δύο κοι­νω­νι­κές τάξεις, δύο κατα­βο­λές και σ’ όλη τη ζωή της αισθα­νό­ταν μεγά­λη έλξη και μεγά­λη αλλη­λεγ­γύη απέ­να­ντι στα λαϊ­κά στρώ­μα­τα. Η ανά­μι­ξή της στην κοι­νω­νι­κή-πολι­τι­κή ζωή της Γαλ­λί­ας του 19ου αιώ­να ήταν έντο­νη. Γεν­νή­θη­κε στον από­η­χο της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης του 1789, έζη­σε τις επα­να­στά­σεις του 1830 και του 1848 και το 1871 την Παρι­σι­νή Κομ­μού­να. Με πάθος στρα­τεύ­θη­κε στις προ­ο­δευ­τι­κές ιδέ­ες της επο­χής της, αλλά ποτέ δεν μπο­ρού­σε να απαλ­λα­χτεί από έντο­να στοι­χεία ουτο­πι­σμού και χρι­στια­νι­σμού στο στο­χα­σμό της, πράγ­μα αρκε­τά δια­δε­δο­μέ­να στη Γαλ­λία της επο­χής της. Ο Καρλ Μαρξ είχε έρθει επα­νει­λημ­μέ­νως σε αντι­πα­ρά­θε­ση και ακό­μα και σύγκρου­ση με Γάλ­λους αναρ­χο­σο­σια­λι­στές και ουτο­πι­στές, όπως στην περί­πτω­ση που ανα­φέ­ρα­με στην αρχή, τον Πιερ-Ζοζέφ Πρου­ντόν. Η σκέ­ψη του Πρου­ντόν, όπως και του Λουί Μπλανκ (1811–1882, σοσια­λι­στής πολι­τι­κός, ιστο­ρι­κός) και του Λουί Ωγκούστ Μπλαν­κί (1805–1881, εκπρο­σώ­που ενός ισχυ­ρού ελι­τί­στι­κου «κομ­μου­νι­στι­κού» ρεύ­μα­τος πριν από το μαρ­ξι­σμό), αλλά και του γνω­στού Ελβε­τού φιλό­σο­φου του 18ου αιώ­να Ζαν-Ζακ Ρου­σό (1712–1778)   είχε επη­ρε­ά­σει τη Σάν­δη, ενώ ο Ρώσος θεω­ρη­τι­κός του αναρ­χι­σμού Μπα­κού­νιν (1814–1876) τη θεω­ρού­σε όχι μόνο «ποι­η­τή, αλλά και προ­φή­τη και απο­κα­λυ­πτι­κή».  Αφού από την άλλη η Σάν­δη όχι σπά­νια άγγι­ξε με τη σκέ­ψη της τη δια­λε­κτι­κή της ιστο­ρί­ας, όπως προ­κύ­πτει από τα λόγια της που ο Μαρξ διά­λε­ξε για να κλεί­σει το έργο του «Η αθλιό­τη­τα της φιλο­σο­φί­ας», κατα­λα­βαί­νου­με ότι οι αντι­φά­σεις στο έργο της είναι πολ­λές.  Η δρά­ση της ήταν πάντα στο πλευ­ρό των εργα­τών και του βασα­νι­σμέ­νου λαού, αν και όχι πάντα με κάθε εξέ­γερ­σή τους, όπως στην περί­πτω­ση της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας, όπως θα δού­με στο δεύ­τε­ρο μέρος. Η Σάν­δη, όπως πολ­λοί δια­νο­ού­με­νοι της επο­χής της, άργη­σαν να γνω­ρι­στούν με το μαρ­ξι­σμό και τους Γερ­μα­νούς στο­χα­στές για­τί δεν είχαν αμέ­σως μετα­φρα­στεί στα γαλ­λι­κά. Οι μορ­φω­μέ­νοι Γερ­μα­νοί συνή­θως ήξε­ραν γαλ­λι­κά, ενώ οι μορ­φω­μέ­νοι Γάλ­λοι σπά­νια γερ­μα­νι­κά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρξ έγρα­ψε την ως άνω απά­ντη­σή του στον Πρου­ντόν στα γαλ­λι­κά για να μπο­ρέ­σει ο τελευ­ταί­ος να τη δια­βά­σει άμεσα.

Η σχέ­ση με τη θρησκεία

Η Σάν­δη λοι­πόν δρού­σε επα­να­στα­τι­κά, ενώ στη σκέ­ψη της «δού­λευαν» οι κατα­γω­γές της και οι ιδε­ο­λο­γι­κές επι­δρά­σεις που δέχθη­κε, κάτι που δεν σημαί­νει ότι δεν ανά­πτυ­ξε και η ίδια θεω­ρί­ες σε πολ­λούς φλέ­γο­ντες τομείς του κοι­νω­νι­κού γίγνε­σθαι της επο­χής της. Το ζήτη­μα της ιδιο­κτη­σί­ας, αποι­κιο­κρα­τία και δου­λεία, η θέση της γυναί­κας, η σχέ­ση των κοι­νω­νι­κών τάξε­ων, η θρη­σκεία και η εκκλη­σία, η παι­δεία ήταν μερι­κά από τα θέμα­τα με τα οποία ασχο­λή­θη­κε. Στη Σάν­δη μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με μια τάση θρη­σκευ­τι­κού μυστι­κι­σμού, αλλά αυτή μετα­τρά­πη­κε μέσα από την κοι­νω­νι­κή της δρά­ση σε ουμα­νι­στι­κό, κοι­νω­νι­κό. Ερευ­νη­τές έχουν ανα­ρω­τη­θεί από πού προ­έρ­χε­ται αυτή η τάση της. Ίσως τα χρό­νια που πέρα­σε σε αγγλι­κό μονα­στή­ρι στο Παρί­σι (την έστει­λε εκεί η για­γιά της, όταν η Ωρόρ είχε γίνει πολύ άτα­κτο παι­δί) να είχαν αφή­σει τα σημά­δια τους στην ψυχή της. Η αρι­στο­κρά­τισ­σα για­γιά της πάντως συμπα­θού­σε τους Εγκυ­κλο­παι­δι­στές του 18ου αιώ­να  και θαύ­μα­ζε τον διά­ση­μο φιλό­σο­φο Βολ­ταί­ρο (1694–1778). Μάλ­λον στον τομέα της θρη­σκεί­ας τη Σάν­δη την είχε επη­ρε­ά­σει η λαϊ­κή μητέ­ρα της η οποία δεν θεω­ρού­σε τον εαυ­τό της παντρε­μέ­νη παρά την ημέ­ρα που ο γάμος της σφρα­γί­στη­κε στην εκκλη­σία. Καθό­λου περί­ερ­γο. Όχι μόνο στη Γαλ­λία του 18ου αιώ­να, όπου ο λαός έμει­νε προ­σκολ­λη­μέ­νος στη θρη­σκεία και η «ψηλή κοι­νω­νία» είχε στρα­φεί στη φιλο­σο­φία με διά­φο­ρες δια­βαθ­μί­σεις αθεϊ­σμού, αλλά και γενι­κά το φαι­νό­με­νο της επί­μο­νης θρη­σκο­λη­ψί­ας των λαϊ­κών στρω­μά­των και δη των γυναι­κών  έχει παρα­τη­ρη­θεί γενι­κό­τε­ρα. Η μορ­φω­μέ­νη και πολυ­δια­βα­σμέ­νη Σάν­δη, ωστό­σο, παρ’ όλο τον αντι­κλη­ρι­κα­λι­σμό της και τις ισχυ­ρές επι­δρά­σεις της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, δεν τέθη­κε ποτέ εκτός θρη­σκεί­ας. Έτσι θα πει «είμαι κομ­μου­νί­στρια, όπως ήταν κανείς χρι­στια­νός το έτος 50 της χρο­νο­λο­γί­ας μας». Ήδη στο σύγ­γραμ­μά της Η αλη­θι­νή Δημο­κρα­τία (La Vraie République) βρί­σκου­με την εξής δια­τύ­πω­ση: «Πώς τη λένε; Τη λένε Δημο­κρα­τία (République). Ποιο το σύν­θη­μά της; Ελευ­θε­ρία, Ισό­τη­τα, Αδερ­φο­σύ­νη. Ποιο το δόγ­μα της; Το Ευαγ­γέ­λιο, απαλ­λαγ­μέ­νο από τα βαρί­δια και τις απα­λεί­ψεις του Μεσαί­ω­να». Υπεν­θυ­μί­ζου­με εδώ το Βολ­ταί­ρο και άλλους που είχαν τεθεί με σφο­δρό­τη­τα ενά­ντια στο μεσαιω­νι­σμό της Καθο­λι­κής Εκκλη­σί­ας, αλλά όχι στην ίδια τη θρη­σκεία. Τον Ιού­νη του 1848 μετά την αιμα­τη­ρή κατα­στο­λή του επα­να­στα­τη­μέ­νου προ­λε­τα­ριά­του θα πει αγα­να­κτι­σμέ­νη: «Τι μπο­ρούν να κάνουν εκεί­νοι που έχουν αφιε­ρώ­σει τη ζωή τους στην ιδέα της αδερ­φι­κής ισό­τη­τας, που έχουν με ζέση αγα­πή­σει την ανθρω­πό­τη­τα και που λατρεύ­ουν στο Χρι­στό το σύμ­βο­λο του λυτρω­μέ­νου και δια­σω­θέ­ντος λαού, που μπο­ρούν να κάνουν τους σοσια­λι­στές με μία λέξη, ενώ το ιδα­νι­κό φεύ­γει από μέσα από τους ανθρώ­πους, ενώ η ανθρω­πό­τη­τα εγκα­τα­λεί­πει τον εαυ­τό της, ενώ ο λαός δεν γνω­ρί­ζει τη δική του υπό­θε­ση;» Απε­χθά­νε­ται πια μια Δημο­κρα­τία που «ξεκι­νά­ει σκο­τώ­νο­ντας τους προ­λε­τά­ριούς της». Αντι­δρά με σφο­δρό­τη­τα και συναι­σθη­μα­τι­σμό και, θα λέγα­με, ουτο­πι­στι­κές ψευ­δαι­σθή­σεις γρά­φο­ντας στην Ιστο­ρία της ζωής μου για τον Ιού­νη του 1848: «…απο­τρό­παιες μέρες που σκό­τω­σαν τη Δημο­κρα­τία οπλί­ζο­ντας τα παι­διά το ένα ενά­ντια στο άλλο και ανοί­γο­ντας ανά­με­σα στις δύο δυνά­μεις της επα­νά­στα­σης, το λαό και την αστι­κή τάξη, μία άβυσ­σο που ούτε σε είκο­σι χρό­νια δεν θα μπο­ρέ­σει να γεφυρωθεί».

Στο επό­με­νο μέρος θα δού­με το περιε­χό­με­νο του κομ­μου­νι­σμού της Σάν­δης, αλλά και τη στά­ση της απέ­να­ντι στην Παρι­σι­νή Κομμούνα.

Συνε­χί­ζε­ται

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο