Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θέμος Κορνάρος: Το μυστικό του μπαρμπ’ Αγγελή

Χαρι­σμέ­νο στη Γυναί­κα μου

Σ’ένα χωριου­δά­κι , γύρω εκεί στη Λει­βα­διά, ζούσ’ ένας γέρος καπνο­καλ­λιερ­γη­τής. Πιο νευ­ρι­κός άνθρω­πος δε βρι­σκό­τα­νε σ’ όλη την περι­φέ­ρεια. Όσο ζού­σε, το σπί­τι του τόδερ­νε η γκρί­νια. Το καφε­νείο δια­μαρ­τυ­ρό­τα­νε σαν τον έβλε­πε να σιμώ­νει. Καλη­μέ­ρα τού­λε­γες, στον Όξ’ από δω σ’ έστελ­νε. Μαζε­μούς δεν είχε τέλος πάντων. Λες και γεν­νή­θη­κε με την κατά­ρα του καυγά.

Kornaros1Δεν κατά­φε­ρε όμως, πενή­ντα χρό­νια αφε­ντι­κό να μαλώ­σει μ’ ένα δου­λευ­τή του. Τυχε­ρό τόνε λέγα­νε, για­τί αλλιώς δε μπο­ρού­σα­νε να ξηγή­σου­νε αυτό το παρά­ξε­νο. Κι’ ο μπάρμπ’ Αγγε­λής, κου­νά το κεφά­λι του μ’ ένα τρό­πο που λέει ό,τι θέλεις κι’ όπως το πάρεις.

- Βέβηα! Αγγε­λού­δια μού στέλ­νει ο Θεός στη δού­λε­ψή μου!

- Τους δια­λέ­γω, μάτια μ’, απα­ντά άλλες φορές, νάναι από σόι.…Και κλεί­νει πονη­ρά το μάτι.

Τον και­ρό που αρχί­ζει η δου­λειά, οι εργά­τες μαζεύ­ο­νται από τα μακρυ­νά χωριά κι’ από τις κοντι­νές πολι­τεί­ες. Τα καφε­νεία βου­ΐ­ζου­νε σα μελίσ­σι ολη­με­ρίς. Και τα βρά­δυα, όλη η περιο­χή είναι ανά­στα­τη από τα γλέ­ντια, τους χορούς, τα ξεφαντώματα.

Πάντα έτσι πάνε, λίγο νωρί­τε­ρα. Αυτές οι λίγες μέρες που μεσο­λα­βού­νε, ως που να κιτρι­νί­σει το πρώ­το φύλ­λο του καπνού, είναι δικές τους. Γι’ αυτές δου­λεύ­ου­νε κι’ αυτές περι­μέ­νου­νε ολοχρονίς.

Μπο­ρού­σε να τις παρα­βά­λει κανείς τις μέρες αυτές με τα ταξεί­δια ανα­ψυ­χής των καλο­στε­κού­με­νων ανθρώ­πων, αν δεν έλει­πε απ’ αυτά το θέλ­γη­τρο της λαχτά­ρας για το κάθε τι. Και το πιο ασή­μα­ντο, και το πιο τιπο­τέ­νιο, γίνε­ται δεχτό σαν ξάφ­νια­σμα, από τους καλούς αυτούς εργα­τι­κούς ανθρώ­πους, που δεν ξέρου­νε να χασμου­ριού­νται από ανία.

Στα ίδια καφε­νεία και στα ίδια γλέ­ντια μαζεύ­ου­νται και τ’ αφε­ντι­κά. Κάνου­νε, τάχα, πως γλε­ντού­νε. Μα πού να ξεφύ­γει το κέφι από τα νύχια της έγνοιας.

Πάνε για να δια­λέ­ξου­νε. Βιά­ζου­νται να κλεί­σου­νε συμ­φω­νί­ες. Κι’ έχου­νε τετρα­κό­σα τα μάτια τους να μην τους πάρουν άλλοι, τού­το τον πιτή­δειο κιρ­ντι­στή ή εκεί­νη την προ­κο­μέ­νη τη βελο­νιά­στρα, που δίνει στο μερο­δού­λι της 45 βέρ­γες για την απλώστρα.

Πολύ συχνά, πάνω στο διά­λε­μα, αρπά­ζου­νται στα λόγια. Και στα χέρια. Χαρά στο δου­λευ­τή, που θα γίνει για λογα­ρι­σμό του τέτοιος καυ­γάς. Είναι παρά­ση­μο αξί­ας, που το επι­δεί­χνει σε κάθε περί­στα­ση και τόνε κάνει ψηλο­μύ­τη κι’ ακα­τά­δε­χτο, μπρο­στά στις όμορ­φες κοπέλλες.

Γι’ αυτούς τους.…παρασημοφορεμένους μόνο ο μπαρμπ’ Αγγε­λής δεν παρα­σκο­τι­ζό­τα­νε. Περί­με­νε να τελειώ­σει το ξεδιά­λε­μα, να κλεί­σου­νε συμ­φω­νί­ες οι Άσσοι, για να πάρει κι’ αυτός τους 25 – 30 ανθρώ­πους που χρεια­ζό­τα­νε η δού­λε­ψή του, από «τ’ απο­δια­λέ­μα­τα» , όπως τάλεγε.

Σ’ αυτούς τους δεύ­τε­ρους και τρί­τους εργά­τες, έδι­νε το πιο γερό μερο­κά­μα­το απ’ όλα τα τσαρ­δά­κια. Κι’ όμως, στο τέλος, μετρού­σα­νε τη σοδειά, λογα­ριά­ζα­νε έσο­δα κι’ έξο­δα, και το μερο­δού­λι ερχό­τα­νε για το γέρο 30 με 40 δραχ­μές μέσος όρος, τη στιγ­μή που στους άλλους ανέ­βαι­νε τα διπλά.

Με τους άσσους οι πρώ­τοι, με τους δεύ­τε­ρους και τους ατζα­μή­δες ο μπαρμπ’ Αγγε­λής. Με 50 δραχ­μές μερο­κά­μα­το σ’ εκεί­νους, με 80 και 100 σ’ αυτόνε.

Έβλε­πες εργά­τη, όλως διό­λου αδέ­ξιο, που κανέ­νας δε μπο­ρού­σε να του δώσει μήδε 30 δραχ­μές και τον έπαιρ­νε αυτός με 80! Και το πιο σπου­δαίο, στα χέρια του γέρου είτα­νε άσσος. Αν έκα­νε πως άλλα­ζε αφε­ντι­κό, σα νάχα­νε τη μισή του δύνα­μη και ξέπε­φτε τρί­τος και τέταρτος.

- Μάγια τους κάνει, μπρε μάτια μου! Μάγια! Αλλιώς δεν γίνεται!…

Αυτή ήταν η γνώ­μη του χωριού.

Υπο­θέ­τα­νε πως τους κέντρι­ζε το φιλό­τι­μο με το γλυ­κό τον τρό­πο. Με το να τους προ­τι­μά αυτός, τη στιγ­μή που δεν τους κατα­δέ­χο­νταν οι άλλοι. Άλλος έλε­γε τού­το, άλλος εκείνο.

Ο γερ’ Αγγε­λής τη δου­λειά του.

Καυ­γά­δι­ζε μ’ όλο τον κόσμο, έδερ­νε τη γυναί­κα του, ήμε­ρο λόγο δεν έδι­νε στα παι­διά του, κι’ όλα τα μέλια και τις ζάχα­ρες τα φύλα­γε για τον εργά­τη του.

Κάποιος αγα­θός επι­χει­ρη­μα­τί­ας νόμι­σε πως αυτό ήτα­νε το μαγι­κό μυστι­κό. Κι’ εκεί που ζού­σε όμορ­φα και καλά με τους δικούς του, ξαφ­νι­κά τους έστρω­σε ένα βρα­δυ­νό στο βρι­σί­δι και στο ξύλο, χωρίς λόγο κι’ αφορ­μή! Και σα να μην έφτα­νε αυτό, την επο­μέ­νη το δια­λα­λού­σε κιό­λας με καμά­ρι, πως το βρή­κε το μυστι­κό του Αγγελή…

Όταν τ’ άκου­σε ο γέρος, ξεκαρ­δί­στη­κε να γελά. Αλλά ο καλός επι­χει­ρη­μα­τί­ας, το πήρε στα σοβα­ρά. Και συνέ­χι­σε σκοι­νί – γαϊ­τά­νι το ξύλο χωρίς θυμό και τη μάχου­λα χωρίς διάθεση.

Ο Αγγε­λής τόνε στα­μά­τη­σε μια μέρα.

- Άκου­σε δω, Θοδό­ση. Παρά­τη­σε ήσυ­χη τη γυναί­κα σου. Το μόνο που θα κατα­φέ­ρεις ειναι να σε ξεκου­μπί­σου­νε οι για­τροί ή να δια­λύ­σεις το σπί­τι σου. Δεν είσαι εσύ για τέτοια πράματα.

Μα πού ν’ ακού­σει ο Θοδό­σης! Πού ν’ αφί­σει να τον ξεγε­λά­σει ο γέρος!…

Αυτή τη χρο­νιά, στη φού­ρια της δου­λειάς απά­νω, ο γέρος έπε­σε στο κρεβ­βά­τι. Ξαφ­νι­κά. Το πρωί πήγε για καλά­μια στη γυρο­πο­τα­μιά, γερός και καλός. Εκεί λημέ­ρια­σε για να φορ­τώ­σει τέσ­σε­ρα ζώα. Έκο­ψε, καθά­ρι­σε, φόρ­τω­σε μόνος του, έκα­νε το σταυ­ρό του και ξεκί­νη­σε για το χωριό. Στην μπο­τί­λια είχε απο­μεί­νει λίγο κοκ­κι­νέ­λι. Έτσι το φύλα­γε πάντα για το τέλος της δου­λειάς: « ψυχώ­νει στο δρό­μο το βλοη­μέ­νο» έλε­γε. Τόπιε μονο­ρού­φι, για να’ χει κου­ρά­γιο στην ανη­φο­ριά. Αυτό τόνε θέρι­σε. Κι’ ούτε μπό­ρε­σε να ξεφορ­τώ­σει ο ίδιος. Έπε­σε του θανα­τά, με σύγκρυα και δυνα­τό πυρετό.

Στο ποδά­ρι του στά­θη­κε ο Δημή­τρης, ο μεγά­λο του γυιός.

Η δου­λειά είτα­νε στη μεγά­λη βρά­ση. Το τέταρ­το φύλ­λο της καπνό­ρι­ζας είχε κιτρι­νί­σει σα φλου­ρί. Κ’ οι καπνο­πα­ρα­γω­γοί, ίσα – ίσα πού­χα­νε προ­λά­βει και κιρ­ντί­σα­νε το πρώ­το. Παρου­σιά­στη­κε μεγά­λη έλλει­ψη από εργάτες.

Τ’ αφε­ντι­κά κάνα­νε έφο­δο στα γει­το­νι­κά χωριά, μα πήγαι­ναν άδι­κα οι κόποι τους. Ψυχή δε βρι­σκό­τα­νε. Μόνο κάποιους άνερ­γους χτι­στά­δες και ντα­μαρ­τζή­δες βρή­κα­νε. Μπρος στο τίπο­τα τους κου­βα­λή­σα­νε κι’ αυτούς.

Αρχί­σα­νε να σκα­ντα­λί­ζου­νε ο ένας τ’ αλλου­νού τους εργά­τες. Με κολα­κεί­ες, ταξί­μα­τα, παρα­πά­νω μερο­κά­μα­το, καλό φαΐ. Τους κλέ­βα­νε κυριολεκτικά.

λιγώ­τε­ρο καπά­τσος δεν είτα­νε από τους άλλους , ο γυιός τ’ Αγγε­λή. Έβα­λε όλη του την αξιο­σύ­νη και κατά­φε­ρε να τρα­βή­ξει στη δου­λειά του δέκα και­νούρ­γιους από τα γει­το­νι­κά τσαρδάκια.

Όμως η δου­λειά ολο­έ­να και περίσ­σευε. Κανέ­νας δε μπο­ρού­σε να πει πως οι άνθρω­ποι δου­λεύ­α­νε λιγώ­τε­ρο από πριν. Κι ‘ όμως κανέ­νας τους δεν έφε­ρε στο μερο­δού­λι παρα­πά­νω από 30, βία τις 35 βέρ­γες για τη λιάστρα.

Ο Κοντο­μί­χα­λος, με τις 55 βέρ­γες την ημέ­ρα, μόλις κατά­φερ­νε τώρα τις 35. Κι’ η Μαλα­μα­τώ με τις 46, έφτα­νε , δεν έφτα­νε, χωρίς ανά­σα, τις 28.

Δεν ξεσκύ­βα­νε. Αλλά η από­δο­ση έπε­σε πολύ χαμη­λά. Κι’ ανα­γκα­στή­κα­νε να παρα­δώ­σου­νε την άσπρη σημαία του ρεκόρ σ’ άλλο τσαρδάκι.

- Το φύλ­λο είναι μικρότερο!

- Από την πολ­λή ζέστη η κόλ­λα του καπνού περίσ­σε­ψε και δεν αυγα­ταί­νει το κίρντισμα.

Ένας άλλος είπε πως « έλει­ψε το μάτι του γέρου από πάνω τους. Κι’ αυτό φταί­ει». Κι’ υπο­στή­ρι­ζε με φανα­τι­σμό πως ο γερ’ Αγγε­λής είχε μαγνή­τη στα μάτια του σαν τους Μάγους!…

Αυτό το τελευ­ταίο, έπια­σε πιο πολύ. Για­τί βολού­σε στο οκνό μυα­λό του χωριά­τη. Για να μη βασα­νί­ζει περισ­σό­τε­ρο το κεφά­λι του, για να μη σκε­φτεί, καλός είτα­νε ο Μάγος. Φόρ­τω­νε σ’ αυτό­νε τις ανη­συ­χί­ες και τις απο­ρί­ες του κι’ αναπαυότανε.

Ο για­τρός που φέρα­νε από την πόλη, είπε μυστι­κά στο Δημή­τρη πως δεν θα χρεια­ζό­τα­νε να τον ξανα­κα­λέ­σου­νε. Ο πατέ­ρας του είτα­νε στα τελευ­ταία του. Είχαν αργή­σει να τον φωνά­ξου­νε κι’ η πνευ­μο­νία είχε προ­χω­ρή­σει. Θαύ­μα­τα γίνου­νται όμως καμ­μιά φορά. Και γι’ αυτό μπο­ρού­σα­νε να συνε­χί­σου­με τού­το και κείνο…

Ο γέρος παρα­μι­λού­σε μέρα και νύχτα. Έβρι­ζε, όλο ανα­θε­μά­τι­ζε κάποιον Γιαν­νί­κο, βλα­στη­μού­σε τα παι­διά του κι’ εξα­ντλιό­τα­νε, ώρα την ώρα, απ’ αυτό το ακα­τα­λά­για­στο της γλώσ­σας του.

Στις οχτώ μέρες απά­νω, νύχτα είτα­νε, ζήτη­σε νερό. Κι’ άνοι­ξε τα μάτια του.

- Πού­ναι ο Δημήτρης;

- Κοι­μά­ται, Αγγε­λή μου. Ησύ­χα­σε, κου­ρά­γιο! Τόνε χαϊ­δεύ­ει η γυναί­κα του.

- Φέρ­το­να εδώ!

- Μα δεν κάνει, Αγγε­λή μου, να μιλάς πολύ. Το είπε ο γιατρός!

- Φέρ­το­να σου λέω! Α!

Ποιος νάχει αντίρ­ρη­ση! Χρι­στός και Παναγιά!…

- Πώς πάει, βρε, η δουλειά;

- Περίσ­σε­ψε, πατέ­ρα. Δεν προ­λα­βαί­νου­με. Δου­λέ­ψα­με και Κυρια­κή. Πήρα και δέκα και­νούρ­γιους. Μα η δου­λειά πήρε καπάκι.

- Και­νούρ­γιους πήρες;

- Ναι, πατέ­ρα. Το πέμ­πτο φύλ­λο είν’ έτοι­μο. Και το πρωί κιρ­ντί­σα­με μόνο το τρίτο.

-Τζα­να­μπέ­τη­δες! αγριεύ­ει ο γέρος και πάλι ρωτά:

- Η Παντιέ­ρα πού είναι τώρα;

- Την πήρε το τσαρ­δί της Γιώρ­γαι­νας, απά­ντη­σε ντρο­πια­σμέ­νος ο γυιός.

Έκα­νε να σηκω­θεί ο άρρω­στος. Μα ζαλί­στη­κε κι’ από­μει­νε ακί­νη­τος. έκλει­σε πάλι τα μάτια του κι’ άρχι­σε το παραμιλητό:

- Σκύ­λε! Να διώ­ξεις τους και­νούρ­γιους. Πήρες και γυναί­κες, ε; Κου­τού­λια­κα. Πόσες βέρ­γες δίδει τώρα η Μαλαματώ;

Αυτό όμως τώπε αρκε­τά δυνα­τά. Κι’ ο Δημή­τρης είδε μια στιγ­μή τα μάτια του π’ ανοιγοκλείσανε.

- Είκο­σι έξη, Πατέ­ρα, του λέει. Είκο­σι έξη από σαρά­ντα πέντε τόσες! Το φύλ­λο μίκρανε.

- Οι τύφλες σου! Το φύλ­λο! Ακούς, μωρέ, μίκρα­νε το φύλ­λο! Μ’ ακούς, βρε; Ακούς ‚τζα­να­μπέ­τη;

- Ακούω , Πατέ­ρα. Εδώ είμαι.

- Είναι κι’ άλλος εδώ;

- Μονά­χα η μάν­να μου, Πατέρα.

- Να φύγει!…

- Έφυ­γα, Αγγε­λή μου. Έφυ­γα! μουρ­μου­ρί­ζει τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη η καλή γυναικούλα.

- Έλα πιο κοντά. Μ’ ακούς καλά;

- Ναι, ναι, Πατέρα.

- Να μην μιλή­σεις σε κανέ­ναν, αλλιώς θα ψωφί­σεις από την πεί­να. Κάλ­λιο να παρα­τή­σεις τα καπνά, παρά να ξεστο­μί­σεις τίπο­τα απ’ αυτά που σου παραγ­γέρ­νω. Ε! Να διώ­ξεις αμέ­σως όλους τους και­νούρ­γιους που μάζε­ψες. Δε φελού­νε. Κακό κάνου­νε. Πάσα δου­λειά έχει την τέχνη της. Το μυστι­κό της. Αν δεν το βρεις, να μην καταπιάνεσαι…Ο καπνός δεν είναι σκά­ψι­μο. Για…κολυβογράμματα. Τέχνη είναι που θέλει νου, μυαλό…Να μην νοιά­ζε­σαι όποιους εργά­τες κι αν πάρεις στη δού­λε­ψή σου. Κ’ οι πιο παρα­κα­τια­νοί γίνου­νται ξεφτέ­ρια. Μόνο να προ­σέ­ξεις. Να μην τους ξυπνάς στις τρεις το πρωΐ , όπως κάνουν οι άλλοι. Θα τους ξυπνάς στις πέντε! Μπας κι’ ήρθε κανέ­νας εδώ μέσα πάλι;

- Όχι, Πατέ­ρα. Οι δυο μας είμαστε.

- Χμ! Το λοι­πόν, είπα­με, στις πέντε. Για­τί στις τρεις το χορ­τά­ρι …κοι­μά­ται ακό­μα!. Το πλα­κώ­νει η δρο­σιά. Κι’ ο άνθρω­πος δεν ξυπνά με τα σωστά του, σα δεν ξυπνή­σει το χόρ­το κι’ αρχί­ζει να παίρ­νει ανάσα!…

Ο Δημή­τρης ανη­σύ­χη­σε και ρωτά:

- Κοι­μά­σαι, Πατέ­ρα; Μ’ ακούς;

- Τον κακό σου τον και­ρό, βλά­κα! Εσύ να μ’ ακούς!…

Και συνέ­χι­σε:

-…Όλα έχου­νε την ώρα τους. Και την τάξη τους. Χωρίς λόγο το χορ­τά­ρι δεν ανα­σαί­νει. Κι’ ο άνθρω­πος. Το ένα ζει για τ’ άλλο. Όλα θα τα μάθεις μόνος σου, αν έχεις μυα­λό και μάτια ανοι­χτά. Εγώ σ’ ένα μόνο θέλω να σ’ ανοί­ξω τα μάτια σου. Χώνε­ψέ το: Στις πέντε τους ξυπνά­νε για το κίρ­ντι­σμα. Όχι στις τρεις. Ετού­τους τους μήνες του καπνού, μόνο αυτή την ώρα αρχί­ζου­νε τα βότα­να την ανα­πνοιά τους. Οι μυρω­διές είναι οι ανα­πνοιά τους. κατά­λα­βες; Αυτές οι μυρου­διές σού χρειά­ζο­νται. Για να βάλου­νε φωτιά στους ανθρώ­πους σου. Αν τους πας στις τρεις, ώρες κέρ­δι­σες. Μα η δύνα­μη λεί­πει. Μόνο του καπνού η ανα­σε­μιά γίνε­ται αυτή την ώρα. και της συκιάς. Και φαρ­μα­κώ­νει. Νυστά­ζει, απο­κοι­μί­ζει το δου­λευ­τή. Τόνε παρα­λεί. κατάλαβες;

- Κατά­λα­βα, Πατέρα…

- Κατά­λα­βες , μπού­φα­λε! Μα δε φτά­νει αυτό. Η τέχνη είναι στο πώς θα κου­μα­ντά­ρεις τους ζωντα­νούς! Χωρίς να τους σακα­τέ­ψεις. Τους ξύπνη­σες. Έχου­νε κέφι. Κ’ ύστε­ρις; Αν τους αφί­σεις από μόνους τους, θα .…σύρου­νε το χορό, θ’ ανοί­ξει για τρα­γού­δι η όρε­ξη, για γλέ­ντι, για σεβ­ντά. Μα εσύ θέλεις δου­λειά! Είσαι καπνάς. Το λοι­πόν, πάντα να παίρ­νεις πιο λίγες γυναί­κες από άντρες. Μπο­ρείς και τ’ ανά­πο­δο. Μα εγώ βρή­κα πιο σωστό το πρώ­το. Εδώ να προ­σέ­ξεις καλά. Για να τους βάλεις να δου­λέ­ψου­νε, να μην κυτ­τά­ζεις ποτές σου, τι κάνουν οι άλλοι. Όχι στο ένα αυλά­κι τον ένα και στ’ άλλο το δεύ­τε­ρο. Όχι κοντά. Θα δίνεις του καθε­νός το μερ­τι­κό, τόσες αρά­δες καπνού, όσες υπο­λο­γί­ζεις πως θα χρεια­στεί το κοφί­νι τους να πάει πολύ πιο κάτω από τη μέση. Κ’ ύστε­ρα, πάλι το ίδιο. Δυο φορές, αν μπο­ρείς και τρεις, ν’ αντα­μώ­νου­νε ο ένας τον άλλο­νε ως που να πετα­χτεί ο ήλιος και να τελειώ­σει το φυλ­λο­μά­ζε­μα. Να προ­σέ­ξεις μόνο, με ποιον θ’ αντα­μώ­νε­ται καθέ­νας όταν τελειώ­νει τις αρά­δες του. Όχι άντρας με άντρα. Κάθε δυο άντρες και μια γυναί­κα. Για κεί­να τ’ αντα­μώ­μα­τα βάζου­νε όλη τους τη δύνα­μη. Όχι για τ’ αφε­ντι­κό. Κατά­λα­βες; Βιά­ζου­νται να δεί­ξουν την καπα­τσω­σύ­νη τους και τη δύνα­μή τους. Κι’ αυτές το ίδιο. Μπή­κες, κου­τε­ντέ; Ε! Εσύ έτσι θα τους συνη­θί­σεις να δου­λεύ­ου­νε. Και θα καμώ­νε­σαι τον αδιά­φο­ρο. Αν σε κατα­λά­βου­νε , κακο­μοί­ρη, πως τους κρυ­φο­βλέ­πεις, για πως ξέρεις το λόγο της βια­σύ­νης τους, τους έχα­σες. Τους τσά­κι­σες. Είναι το ίδιο σα να φοβε­ρί­σεις άλο­γο, τη στιγ­μή που πηδά στην πλά­τη της φορά­δας και χλι­μι­ντρί­ζει. Το ξέκα­νες. Του’ κοψες το αίμα, μια για πάντα. Από τότες κι’ ύστε­ρα κάνει μόνο για να γυρί­ζει οκνά το μαγ­γα­νο­πή­γα­δο. Μα για βαρ­βα­τι­κό ή για βια­στι­κή δου­λειά, ξέγραφτο.

- Ξεκου­ρά­σου τώρα, Πατέ­ρα. Κατά­λα­βα καλά. Έπει­τα πάλι. Ξεκου­ρά­σου λιγάκι.

- Μπο­ρεί να τα κατα­φέ­ρω να σηκω­θώ από Δευ­τέ­ρας. Αν δε μπο­ρέ­σω έχε στο νου σου αυτά που σου λέω και φύλα­ξέ τα σαν περιου­σία. Μιλιά, μηδέ στ’ αδέρ­φια σου. Εσύ να κου­μα­ντά­ρεις το σπι­τι­κό. Θαρ­ρώ πως μου μοιά­ζεις καμπό­σο, τζα­να­μπέ­τι­κο. Α! να θυμά­σαι και τού­το: Στο φαΐ να’ σαι χου­βαρ­ντάς. Όχι τσιγ­γου­νιές. Τρεις φορές τη βδο­μά­δα θα τους έχεις κρέ­ας. Μπό­λι­κο. Μόνο από κρα­σί να φυλα­χτείς το πρωΐ και το μεση­μέ­ρι. Το βρά­δυ δώσ’ τους όσο θέλου­νε. Σα να μου φαί­νε­ται πως κάποια μάχου­λα έχου­νε το κρα­σί με τη μυρου­διά του καπνού. Σκο­τώ­νει την καπα­τσω­σύ­νη και τη σβελ­τά­δα τ’ ανθρώ­που. Αυτό δεν το’ χω καλά καλά ξεκα­θα­ρι­σμέ­νο. Πρό­σε­ξε το εσύ. Θα τα κατα­φέ­ρεις. Μου φαί­νε­ται πως μου μοιά­ζεις, μασκα­ρά, περισ­σό­τε­ρο από τ’ άλλα σου αδέρ­φια. Να θυμά­σαι πως τους εργά­τες σου πρέ­πει να τους προ­σέ­χεις σαν τα μάτια σου. Μη μαλώ­σεις ποτές σου άντρα μπρο­στά σε γυναί­κα! Μη βρί­σεις κανέ­να τους. Αυτό φαρ­μα­κώ­νει τον άνθρω­πο. Η ταπεί­νω­ση μπρο­στά σ’ άλλους είναι καθα­ρή δηλη­τη­ρί­α­ση. Δεν ξέρεις πόσα φαρ­μά­κια ανα­ξερ­νά μέσα του ο άνθρω­πος. Με το τίπο­τα. Ύστε­ρα, ποτές πια δεν μπο­ρεί να πάρει απά­νω του.

Πάντα με το ήμε­ρο, με το γλυ­κό. Να τους παι­νεύ­εις τη δου­λειά τους κι’ ας μην αξί­ζει και πολ­λά. Πρό­σε­χε τα λόγια σου. Αν είναι μετρη­μέ­να και δια­λεγ­μέ­να, μοιά­ζου­νε με το σπίρ­το που βάζει φωτιά στο αίμα και ξυπνά τη δύνα­μη. Αν είναι και τα παίρ­νεις από το σωρό, στά­χτη είναι που την πετάς στον άνθρω­πο και του σβύ­νεις και τη λίγη φωτιά που έχει από φυσι­κού του. Σύρε τώρα να κοιμηθείς…

Από Δευ­τέ­ρας θα σηκω­θώ κι’ εγώ.

Από Δευ­τέ­ρας όμως πέρα­σε στον άλλο κόσμο ο γερ’ Αγγε­λής, που ‘ κανε μάγια στους εργά­τες του, όπως λέγα­νε τ’ άλλα αφε­ντι­κά της περιοχής.

Η Μπά­μπω τον μοι­ρο­λο­γιό­τα­νε και τόνε παρα­κα­λού­σε ν’ ανοί­ξει τα μάτια, για να δει την μπα­ντιέ­ρα που την ξανα­πή­ρε το δικό τους τσαρ­δά­κι. « Σήκω , κανα­κάρ’ μου να χαρεί το ματ’ σου».

Ο γυιος του ακλου­θού­σε την κηδεία σοβα­ρός, χωρίς φωνές και κλάμματα.

Αν τον πρό­σε­χες καλά, θα’ βλε­πες στα μάτια του μιαν αστρα­πή περη­φά­νειας και σιγουριάς.

Είχε κλη­ρο­νο­μή­σει τον πατέ­ρα του. Κρα­τού­σε το μυστι­κό του, μονά­χα αυτός! Και καμά­ρω­νε! Γι’ αυτόν ο γέρος δεν είχε πεθά­νει. Έφυ­γε μόνο από το σπί­τι και χου­ζού­ρε­ψε μέσα στην καρ­διά του, στο αίμα του, στην ψυχή του.

Έτσι τον ένοιωθε.

Κι’ ακλου­θού­σε την κηδεία σοβα­ρός, χωρίς δάκρυα, με κάποιες αστρα­πές σιγου­ριάς και περη­φά­νειας στα γαλά­ζια μάτια του.

Θέμου Κορ­νά­ρου, Δε θα πεθά­νου­με! , Εκδό­σεις Μαρή και Κορον­τζή, Αθή­να 1943

(Για την αντι­γρα­φή — επι­μέ­λεια ofisofi)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο