Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θεοχάρης Παπαδόπουλος: «Χειροβομβίδες τα χέρια του εργάτη»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Δεν υπάρ­χουν ποι­η­τές στις μέρες μας κι όσοι γρά­φουν ποί­η­ση τίπο­τα δεν έχουν να πουν, να ποια είναι, μετα­ξύ άλλων, η σύγ­χρο­νη αντί­λη­ψη για την ποί­η­ση. Κι όμως μέσα από τις εβδο­μα­διαί­ες παρου­σιά­σεις του Ατέ­χνως στη στή­λη των «Νέων Δημιουρ­γών» ανα­δει­κνύ­ε­ται μια δια­φο­ρε­τι­κή, πολύ­χρω­μη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όπου νέοι ποι­η­τές και συγ­γρα­φείς όχι απλά γρά­φουν ποί­η­ση αλλά και που επι­κοι­νω­νούν με την κοι­νω­νι­κή πραγματικότητα.

Ο ποι­η­τής Θεο­χά­ρης Παπα­δό­που­λος που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα, απο­τε­λεί ακό­μα μία περί­πτω­ση που επι­βε­βαιώ­νει τη θέση μας εφό­σον, παρά το σχε­τι­κά νεα­ρό της ηλι­κί­ας του ‑γεν­νή­θη­κε στον Πει­ραιά το 1978- αριθ­μεί πλέ­ον στο ενερ­γη­τι­κό του έξι ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, έχο­ντας δια­μορ­φώ­σει από τη δεύ­τε­ρη κιό­λας συλ­λο­γή του, το προ­σω­πι­κό ύφος μιας ολι­γό­στι­χης, λιτής ποι­η­τι­κής γρα­φής, άμε­σα κατα­νοη­τής, κοι­νω­νι­κής και βαθιά πολι­τι­κής. Είναι ένας σημα­ντι­κός εκπρό­σω­πος της σύγ­χρο­νης ποι­η­τι­κής γενιάς της αγα­νά­κτη­σης και της κοι­νω­νι­κής δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Γιος του ποι­η­τή Αντώ­νη Θ. Παπα­δό­που­λου. Σπού­δα­σε στη σχο­λή Οικο­νο­μί­ας και Διοί­κη­σης του τμή­μα­τος Λογι­στι­κής στο ΤΕΙ Χαλ­κί­δας, και ζει στην Αθή­να. Ασχο­λεί­ται με την Papadopoulos1ποί­η­ση από τα παι­δι­κά του χρό­νια ενώ έχει πλη­θώ­ρα δημο­σιευ­μά­των σε λογο­τε­χνι­κά περιο­δι­κά, είτε δικές του δημιουρ­γί­ες, είτε λογο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή. Ποι­ή­μα­τά του έχουν μετα­φρα­στεί στα αγγλι­κά, τα βουλ­γα­ρι­κά και τα πακι­στα­νι­κά (ουρ­ντού) κι έχει λάβει μέρος σε διε­θνή λογο­τε­χνι­κά συνέ­δρια. Έκα­νε την πρώ­τη του δημο­σί­ευ­ση το 1993, ενώ κυκλο­φό­ρη­σε την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τίτλο Τα Παρά­ται­ρα (ιδιω­τι­κή έκδο­ση)  το 1997. Οι υπό­λοι­πες συλ­λο­γές του είναι οι Κραυ­γές (Ιωλ­κός, 2009), Ερεί­πια (Ρέω, 2010), Πρό­σω­πα Γνω­στά (Ρέω, 2011), Ξερό­κλα­δα (Ρέω, 2012), Πρό­γνω­ση και­ρού (Vakxikon, 2014). Αντι­πρό­ε­δρος του Διε­θνούς Πολι­τι­στι­κού Κέντρου «Ανά­δρα­σις». Επί­σης, είναι μέλος της Εται­ρεί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών, της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Λογο­τε­χνών καθώς και μέλος του Ομί­λου για την Unesco Τεχνών Λόγου και Επι­στη­μών Ελλά­δας. Επί­σης, είναι μέλος της Φιλο­λο­γι­κής Στέ­γης Πει­ραιώς και ιδρυ­τι­κό μέλος του Νέου Πνευ­μα­τι­κού Κύκλου Καλλιθέας.

 

Η γρα­φή του ποι­η­τή είναι άμε­ση, επι­κοι­νω­νεί με τον ανα­γνώ­στη κι εξυ­πη­ρε­τεί με τον καλύ­τε­ρο, δυνα­τό τρό­πο την ανά­γκη μας για ουσια­στι­κή ποί­η­ση, που θα εκφρά­ζει τις ελπί­δες, τους φόβους, τα κρυ­φά κι ανο­μο­λό­γη­τα όνει­ρα του καθη­με­ρι­νού ανθρώ­που. Χωρίς περιτ­τά στο­λί­δια αλλά με προ­σεγ­μέ­νη γλώσ­σα, τόσο γραμ­μα­το­λο­γι­κά, όσο και συμ­βο­λι­κά, ανα­δει­κνύ­ει ότι πίσω από πόρ­τες κλει­στές, μέσα από τα ερεί­πια μιας κου­ρα­σμέ­νης κοι­νω­νί­ας, υπάρ­χουν άνθρω­ποι  που ονει­ρεύ­ο­νται μια δια­φο­ρε­τι­κή ζωή αλλά και που πολ­λές φορές χάνο­νται στις σκέ­ψεις τους και στα προ­βλή­μα­τά τους. Κι όμως, τότε θα έρθει ο ποι­η­τής, με μία λέξη του, με ένα στί­χο – συνή­θως τον τελευ­ταίο του ποι­ή­μα­τος – για να καθα­ρί­σει τα σκο­τά­δια των κου­ρα­σμέ­νων ψυχών. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά στο ποί­η­μα Κυνη­γη­τό από τη συλ­λο­γή Πρό­γνω­ση Και­ρού:

Τρέ­χεις μες το δρόμο.
Κάποιος σε κυνηγά.
Ιδρώ­νει το κορμί,
κου­ρά­στη­κε το βήμα σου.
Κάποιος σε κυνηγά.
Ποτέ του δεν κουράζεται,
τώρα σε πλησιάζει,
μεγά­λω­σε η σκιά του,
νοιώ­θεις την ανά­σα του.
Άλλο δεν μπο­ρείς να τρέξεις.
Τρέ­μο­ντας γυρ­νάς πίσω το βλέμμα
και έκπλη­κτος κοι­τάς τον εαυ­τό σου.

Ο έρω­τας, η ερω­τι­κή μονα­ξιά, το παρελ­θόν και η μνή­μη, η αγα­νά­κτη­ση και ο θυμός για την κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση, η πολι­τι­κή καταγ­γε­λία και η πρό­τα­ση για αγω­νι­στι­κή διεκ­δί­κη­ση των δικαιω­μά­των μας, η αλλο­τρί­ω­ση συναι­σθη­μά­των και επι­θυ­μιών, ο πόθος και το πάθος για το δίκιο των απλών ανθρώ­πων απέ­να­ντι σε δυνά­μεις που εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται τη ζωή τους, η αγά­πη του για τη φύση, δια­τρέ­χουν όλο το έργο του Θεο­χά­ρη Παπα­δό­που­λου. Είναι μία ποί­η­ση πρώ­τα πολι­τι­κή, χωρίς όμως να ακο­λου­θεί μία στεί­ρα καταγ­γελ­τι­κή μορ­φή, και ύστε­ρα υπαρ­ξια­κή. Έτσι κι αλλιώς το υπαρ­ξια­κό χωρίς την υλι­στι­κή του εξή­γη­ση είναι απλά μια μετα­φυ­σι­κή θεωρία.

Papadopoulos2

Και ποιο είναι το ζητού­με­νο στην ποί­η­ση του Θεο­χά­ρη Παπα­δό­που­λου, αν όχι η ανθρώ­πι­νη, κοι­νω­νι­κή, καθη­με­ρι­νή ηρε­μία, χωρίς προ­βλή­μα­τα; Αλλά αυτό το αίτη­μα δεν ανα­δει­κνύ­ε­ται μέσα από ένα μικρο­α­στι­κό πλαί­σιο αλλά προ­βάλ­λο­ντας μια αγω­νι­στι­κή, ρηξια­κή προ­ο­πτι­κή, κι αυτό νομί­ζω πως απο­τε­λεί μια κορυ­φαία κατά­κτη­ση του ποι­η­τή. Αλλά ο ποι­η­τής δεν αρκεί­ται στην ποί­η­ση και στην λογο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή, όπου κι εκεί έχου­με κρι­τι­κές του διαν­θι­σμέ­νες με υπέ­ρο­χα στοι­χεία, αλλά ως ενερ­γό μέλος στον κοι­νω­νι­κό, πολι­τι­κό χώρο αλλά και δημιουρ­γός που ανα­λαμ­βά­νει ιδιαί­τε­ρα ενδια­φέ­ρου­σες καλ­λι­τε­χνι­κές πρω­το­βου­λί­ες π.χ. δίνει πρώ­τος το παρά­δειγ­μα προς μια τέτοια κατεύ­θυν­ση. Άνθρω­πος ευαί­σθη­τος, ελπί­ζει και διεκ­δι­κεί να αλλά­ξει ο κόσμος προς το καλύ­τε­ρο κι η ποί­η­ση, όπως και τα αδη­μο­σί­ευ­τα ποι­ή­μα­τα που σήμε­ρα παρου­σιά­ζου­με για πρώ­τη φορά, του εκφρά­ζει με άρτιο τρό­πο αυτή του τη διάθεση.

                                     Η ΚΙΘΑΡΑ 

Παί­ζει η κιθάρα,
όμορ­φο σκοπό.
Γλυ­κές κι ανά­λα­φρες οι νότες,
σκορ­πούν στον άνεμο,
κάνουν ταξί­δι μακρινό.
Μα δεν μπο­ρούν να φτάσουνε
την άπο­νη καρ­διά της.

                                   ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Όμορ­φες λέξεις
χάι­δε­ψαν τ’ αυτιά σου,
καρ­φώ­θη­καν στο νου σου.
Η καρ­διά σου τις αγάπησε.
Απόρησες,
όταν τις ίδιες λέξεις
ξανα­εί­πα­νε άλλα στόματα
κι οδή­γη­σαν στο θάνατο.

                                  ΘΥΣΙΑ

Δου­λεύ­ουν μπρος στη μηχανή,
μοιά­ζουν δεμέ­νοι με σχοινί,
δεν γνώ­ρι­σαν αργία.
Ήτα­νε λίγα τα λεφτά,
πολ­λά προ­βλή­μα­τα, καυτά
και βγή­καν σ’ απεργία.

Μέρες περά­σα­νε πολλές,
κραυ­γές ακού­στη­καν τρελές,
πεί­να και προδοσία.
Οι δου­λευ­τές δεν σταματούν,
πίσω δεν κάνουν, προχωρούν
και γίνο­νται θυσία.

                         Η ΠΑΡΑΛΙΑ

Μια παρα­λία ερημική.
Καμιά φωνή,
θόρυ­βος κανένας.
Μόνη της συντρο­φιά τα κύματα.
Μόνοι φίλοι της τα βράχια.
Βου­βός κοι­τάς την έρη­μη ακτή.
Ανα­κα­λύ­πτεις τραγικά
πόσο σου μοιάζει.

                              Χάι κου
                              Στον Νίκο Καρούζο

                             Χειροβομβίδες
τα χέρια του άνεργου.
Και του εργάτη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο