Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κάρολος Κρουμπάχερ

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Δια­πρε­πής Γερ­μα­νός Βυζα­ντι­νο­λό­γος και ελλη­νι­στής. Γεν­νή­θη­κε το 23 Σεπτέμ­βρη 1856 και πέθα­νε στις 12 Δεκέμ­βρη 1909. Συμ­με­τεί­χε στο γλωσ­σι­κό μας ζήτη­μα, με το έργο του έδω­σε επι­χει­ρή­μα­τα στους δημοτικιστές.

Ιδρυ­τής της βυζα­ντι­νο­λο­γί­ας, καθη­γη­τής της Βυζα­ντι­νής και νεο­ελ­λη­νι­κής φιλο­λο­γί­ας στο πανε­πι­στή­μιο του Μονά­χου.  Ήταν ο βαθύ­τε­ρος γνώ­στης της μεσαιω­νι­κής μας λογο­τε­χνί­ας και βοή­θη­σε όσο λίγοι για να μάθουν και να αγα­πή­σουν στη Δύση τις νεο­ελ­λη­νι­κές σπου­δές. Στην Ελλά­δα τον έμα­θαν όταν βγή­κε το βιβλίο του για το γλωσ­σι­κό ζήτη­μα — «Το πρό­βλη­μα της νεο­ελ­λη­νι­κής γρα­φό­με­νης» (1903) και δόθη­κε στους καθα­ρευου­σιά­νους η ευκαι­ρία να τον χαρα­κτη­ρί­σουν αδαή, ανθέλ­λη­να και όργα­νο των Ρώσων.  Το βιβλίο μετα­φρά­στη­κε στα ελλη­νι­κά από τον Γ. Χατζη­δά­κι και  βγή­κε στη σει­ρά της βιβλιο­θή­κης Μαρα­σλή το 1905, επι­συ­νά­πτο­ντας τη δική του απά­ντη­ση, που είναι μονα­δι­κή στα επι­στη­μο­νι­κά χρο­νι­κά μας για την ερι­στι­κό­τη­τά της και τη σοφι­στεία της. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό της απή­χη­σης της μετά­φρα­σης είναι αυτό που μαρ­τυ­ρά ο Κ. Βάρ­να­λης για τον Δ. Γλη­νό: «Ο Γλη­νός δεν έκρυ­βε τον ενθου­σια­σμό του στα προ­πύ­λαια του Πανε­πι­στη­μί­ου για την σοφήν υπε­ρά­σπι­ση της δημο­τι­κής από το Βαυα­ρό βυζα­ντι­νο­λό­γο και για τη σοφι­στι­κή και καθα­ρά ερι­στι­κή απά­ντη­ση του αντι­δρα­στι­κού καθη­γη­τή μας της Γλωσσολογίας».

Επί­σης ο Γ. Σωτη­ριά­δης μετά­φρα­σε την «Ιστο­ρία της Βυζα­ντι­νής Λογο­τε­χνί­ας» του Κρου­μπά­χερ κι αυτό θεω­ρή­θη­κε από τους γλωσ­σα­μύ­ντο­ρες σα μια πρό­κλη­ση ενα­ντί­ον του ακα­δη­μαϊ­κού κλα­σι­κι­σμού και σα μια ενί­σχυ­ση του αγώ­να των χυδαϊ­στών, όπως απο­κα­λού­σαν τους δημοτικιστές.

Ο Κρου­μπά­χερ ήταν ο πρώ­τος που ανέ­συ­ρε από την αφά­νεια τον Ν. Κονε­μέ­νο, τοπο­θε­τώ­ντας τον ανά­με­σα στις μεγά­λες μορ­φές της γλωσ­σι­κής ανα­γέν­νη­σης (υπο­στή­ρι­ξε τη χρή­ση της καθο­μι­λου­μέ­νης γλώσ­σας, της λεγό­με­νης κοι­νής, τόσο στην καθη­με­ρι­νή ζωή όσο και στη λογο­τε­χνία και την επι­στή­μη, «Το ζήτη­μα της γλώσ­σας 1873», «Και πάλε περί της γλώσ­σας 1875»). Από τον Κρου­μπά­χερ έμα­θε για τον Κονε­μέ­νο ο Ψυχά­ρης και από εκεί σιγά-σιγά άρχι­σαν, ειδι­κά μετά το θάνα­τό του, να γρά­φουν ο Παλα­μάς στο «Νου­μά» (1907) και άλλοι.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο