Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κάρολος Ντίκενς, σφοδρός επικριτής των κοινωνικών ανισοτήτων

Σαν σήμε­ρα το 1812 γεν­νή­θη­κε ο Κάρο­λος Ντί­κενς, Αγγλος μυθι­στο­ριο­γρά­φος, σφο­δρός επι­κρι­τής των κοι­νω­νι­κών ανι­σο­τή­των που επι­κρα­τού­σαν στη Βικτω­ρια­νή Αγγλία την επο­χή της βιο­μη­χα­νι­κής επανάστασης.

Εζη­σε το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της ζωής του στο Λον­δί­νο. Ηταν γιος δημό­σιου υπαλ­λή­λου που τα χρέη του οδή­γη­σαν στη φυλα­κή τον ίδιο και ανά­γκα­σαν το μικρό Κάρο­λο ‑10 χρό­νων- να δια­κό­ψει το σχο­λείο και να πιά­σει δου­λειά σε εργο­στά­σιο βερ­νι­κιών για να συντη­ρή­σει τον εαυ­τό του.

Μια απροσ­δό­κη­τη κλη­ρο­νο­μιά, απάλ­λα­ξε τον πατέ­ρα του από τη φυλα­κή και τον ίδιο από το εργο­στά­σιο, οδη­γώ­ντας τον στη συνέ­χεια σε ένα δικη­γο­ρι­κό γρα­φείο και κατό­πιν στη δημο­σιο­γρα­φία, όπου εξε­λί­χθη­κε σε έναν από τους ικα­νό­τε­ρους και ταχύ­τε­ρους ανταποκριτές.

Ίδρυ­σε την εφη­με­ρί­δα Ντέι­λι Νιούς και με το ψευ­δώ­νυ­μο Boz, έγρα­ψε σει­ρά μυθι­στο­ρη­μά­των («Όλι­βερ Τουίστ», «Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κες ιστορίες»)

Πέθα­νε το 1870, αλλά τα βιβλία του δια­βά­ζο­νται μέχρι σήμε­ρα με την ίδια αγά­πη σε όλο τον κόσμο.

Στο σχο­λείο πήγε για δυό­μι­σι με τρία χρό­νια συνο­λι­κά. Ωστό­σο, η ζωτι­κό­τη­τά του ήταν παροι­μιώ­δης. Η ευφυία, το πρα­κτι­κό πνεύ­μα, ο ζήλος και η ανε­ξά­ντλη­τη ενερ­γη­τι­κό­τη­τα, δεν τον εγκα­τέ­λει­ψαν μέχρι το τέλος του.

Από τα καλύ­τε­ρα του έργα, ίσως και της παγκό­σμιας λογο­τε­χνί­ας τα «Δύσκο­λα χρό­νια». Σε αυτό ο Ντί­κενς επι­κε­ντρώ­νει στο σύστη­μα αγω­γής που από παρά­δο­ση εφαρ­μό­ζε­ται στην Αγγλία και επι­διώ­κει να φτιά­ξει ανθρώ­πους ψυχρούς, υπο­λο­γι­στές, σκλη­ρούς απέ­να­ντι στον πόνο, χωρίς ανθρω­πιά. Είναι γραμ­μέ­νο το 1854, επο­χή που στην Αγγλία αρχί­ζει να ανα­πτύσ­σε­ται το εργα­τι­κό κίνη­μα. Μιλά με πολ­λή συμπά­θεια για τους εργά­τες, δεί­χνει όλο του το μίσος για τους εργα­το­κά­πη­λους, εκθέ­τει στα μάτια του κόσμου τους εκμε­ταλ­λευ­τές και τελειώ­νει δίνο­ντας τη νίκη στον κόσμο της δου­λειάς και της καλοσύνης.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο