Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Και στο Χαϊμνταλ και στο Γκέτεμποργκη εργασία είναι πηγή δυσφορίας και φυγοπονίας

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου* //

Ιδιαί­τε­ρη δημο­σιό­τη­τα απέ­κτη­σε τις τελευ­ταί­ες ημέ­ρες στη χώρα μας η πιλο­τι­κή «καθιέ­ρω­ση» του 6αώρου σε υπαλ­λή­λους του Δήμου στο Γκέ­τε­μποργκ (Götenborg) της Σου­η­δί­ας. Ωστό­σο η ευφο­ρία της πρώ­της στιγ­μής δεν φαί­νε­ται να αντα­πο­κρί­νε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Σε συνάρ­τη­ση μάλι­στα με την  διψή­φια άνο­δο της ακρο­δε­ξιάς σε όλες στις σκαν­δι­να­βι­κές χώρες και τον αρνη­τι­κό  ταξι­κό συσχε­τι­σμό θα ήταν οξύ­μω­ρο να εισά­γο­νται έτσι απλά «σοσια­λι­στι­κά» μέτρα.

 Το 6άωρο στο Χαϊ­μνταλ (Νορ­βη­γία)

Πρώ­τα απ’ όλα για να κάνει νόη­μα η μεί­ω­ση των ωρών εργα­σί­ας, ας πού­με από 8 σε 6ώρες,  θα πρέ­πει να μην συνο­δεύ­ε­ται με την εντα­τι­κο­ποί­η­ση της εργα­σί­ας. Όμως όπως ανα­φέ­ρει ο διευ­θυ­ντής μιας γαλα­κτο­κο­μι­κής επι­χεί­ρη­σης στο νορ­βη­γι­κό Χαϊ­μνταλ (Heimdal) (εται­ρεία της «συνε­ται­ρι­στι­κής» Τine),  ο Τ. Μeierijer, όχι πολύ μακριά από το Γκέ­τε­μποργκ, η συμ­φω­νία με το σωμα­τείο όρι­ζε ότι οι εργά­τες θα παρά­γουν σε 6 ώρες ότι παρή­γα­γαν σε 8. Ο ίδιος ανα­φέ­ρει πως η παρα­γω­γι­κό­τη­τα της εργα­σί­ας αυξή­θη­κε κατα­κό­ρυ­φα κατά 50%.[1] Και δεν θα μπο­ρού­σε να είναι δια­φο­ρε­τι­κά, καθώς το «κέρ­δος» (απλή­ρω­τη εργασία/υπεραξία) για τον καπι­τα­λι­στή μπο­ρεί να προ­κύ­ψει, είτε από την αύξη­ση της παρα­γω­γι­κό­τη­τας της εργα­σί­ας (τεχνο­λο­γί­ες έντα­σης κεφα­λαί­ου), είτε από το χρό­νο εργα­σί­ας (έκτα­ση και έντα­ση). Αλλιώς πώς θα βγει η ίδια δου­λειά με λιγό­τε­ρους εργά­τες; Αντί­θε­τα τοσυν­δι­κα­λι­στι­κό κίνη­μα έθε­τε το ζήτη­μα της μεί­ω­ση του χρό­νου εργα­σί­ας για να προ­σλαμ­βά­νο­νται νέοι εργά­τες και να μειώ­νε­ται η ανερ­γία. Όμως αυτό, όπως είναι προ­φα­νές, είναι περισ­σό­τε­ρο ζήτη­μα ταξι­κής πάλης(ας πού­με σύν­δε­σης του μισθού με την παρα­γω­γι­κό­τη­τα της εργα­σί­ας κ.ά.) και λιγό­τε­ρο διοι­κη­τι­κή πρά­ξη που μπο­ρεί να επι­βλη­θεί μάλι­στα σε συν­θή­κες υπο­χώ­ρη­σης τους εργα­τι­κού κινή­μα­τος. Προ­φα­νές είναι επί­σης ότι το αντί­στοι­χο πιλο­τι­κό πρό­γραμ­μα στο Γκέ­τε­μπορ­γκ­που θα εφαρ­μό­ζε­ται περιο­ρι­σμέ­να σε υπαλ­λή­λους του Δήμου θα βασί­ζε­ται στην εντα­τι­κο­ποί­η­ση της εργασίας.

 Στις αιτί­ες της δυσφο­ρί­ας και της φυγοπονίας 

Μια σοβα­ρή παρά­με­τρος αυτού του «πιλο­τι­κού» εγχει­ρή­μα­τος, όπως οι ίδιοι οι εργο­δό­τες λένε, είναι ότι μειώ­νο­νται οι μεγά­λοι χρό­νοι παρα­μο­νής των εργα­τών εκτός εργα­σί­ας για λόγους «ασθε­νεί­ας». Αυτός εξάλ­λου είναι ένας από τους λόγους που αυτοί διά­κει­νται θετι­κά ένα­ντι αυτού του «νεω­τε­ρι­σμού». Από την άλλη αυτό απο­τε­λεί και παρα­δο­χή εκ μέρους τους ότι ο χρό­νος και ο χώρος εργα­σί­ας, ‑ο γραμ­μι­κός χρό­νος του κεφα­λαί­ου, ο χρό­νος κεφα­λαια­κής συσ­σώ­ρευ­σης, και ο χώρος παρα­γω­γής (εργο­στά­σιο, επι­χεί­ρη­ση κ.λπ.)-, βιώ­νε­ται από τους εργά­τες ως κατα­να­γκα­σμός. Αυτό σημαί­νει ότι τοερ­γο­στά­σιο, η επι­χεί­ρη­ση κ.λπ. κατα­πιέ­ζει τις δημιουρ­γι­κές ικα­νό­τη­τες των ανθρώ­πων, απω­θεί την πρω­το­βου­λία και την φαντα­σία δια­χω­ρί­ζο­ντας την εργα­σία σε διευ­θυ­ντι­κή και εκτε­λε­στι­κή. Η μονο­το­νία και η βαρε­μά­ρα κυριαρ­χούν ενώ οι επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες κινή­σεις του σώμα­τος και των χεριών περιο­ρί­ζουν κρί­σι­μα την ανθρώ­πι­νη εμπει­ρία. Το φαι­νό­με­νο του «νευ­ρω­τι­κού» εργά­τη, όπως ανά­γλυ­φα απο­τυ­πώ­νε­ται στους Μοντέρ­νους Και­ρούς του Ch. Chaplin, εδώ έχει τις δια­κλα­δώ­σεις του.

Εξάλ­λου εδώ απέ­βλε­πε «ο επι­στη­μο­νι­κός τρό­πος» οργά­νω­σης της εργα­σια­κής δια­δι­κα­σί­ας (τεϊ­λο­ρι­σμός, φορ­ντι­σμός κ.λπ.) που προ­κά­λε­σε (εκτός από τον έλεγ­χο της μαστο­ρι­κής εργα­σί­ας) όμως δυσφο­ρία και φυγο­πο­νία μετα­ξύ των εργα­τών με απο­τέ­λε­σμα να υπο­χω­ρεί η παρα­γω­γι­κό­τη­τα της εργα­σί­ας (λού­φα, λευ­κή απερ­γία κ.λπ). Αυτό το πρό­βλη­μα κλή­θη­κε να δια­χει­ρι­στεί ο «έλεγ­χος ολι­κής ποιό­τη­τας» με τον εργά­τη να παρα­κο­λου­θεί δήθεν το προ­ϊ­όν από την αρχή ως το τέλος (τογιο­τι­σμός, μετα­φορ­ντι­σμός κ.λπ.). Η κύρια έγνοια των «πιο­νέ­ρων» ιαπώ­νων μάνα­τζερ (1949) ήταν να ενσω­μα­τώ­σουν εκ νέου στην εργα­σια­κή δια­δι­κα­σία ικα­νό­τη­τες και δεξιό­τη­τες των εργα­ζο­μέ­νων που ο τεϊ­λο­ρι­σμός είχε απω­θή­σει δημιουρ­γώ­ντας την ψευ­δαί­σθη­ση ότι αίρε­ται η αλλο­τρί­ω­ση ανά­με­σα στον εργα­ζό­με­νο και το δημιούρ­γη­μά του. Η εισα­γω­γή της «ομα­δι­κής εργα­σί­ας» (Team work) θα ήρε επί­σης την αλλο­τρί­ω­ση μετα­ξύ των εργα­τών δημιουρ­γώ­ντας μια αίσθη­ση «ψευ­δο­συλ­λο­γι­κό­τη­τας». Ως γνω­στόν με τους τεϊ­λο­ρι­κούς δια­χω­ρι­σμούς αποει­δι­κεύ­ε­ται, ‑παρό­λο που η κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση της εργα­σί­ας οδη­γεί στην πολυ­ει­δί­κευ­ση του «συλ­λο­γι­κού εργά­τη»- ο ατο­μι­κός εργα­ζό­με­νος, ενώ η επι­χεί­ρη­ση ιδιο­ποιεί­ται σύν­θε­τες δεξιό­τη­τες και την αντί­στοι­χη τεχνο­γνω­σία που έχουν ενσω­μα­τω­θεί στις μηχα­νές και στην εργα­σια­κές πρα­κτι­κές. Και όμως αυτόν τον χώρο εργα­σί­ας που έχει «εξαν­θρω­πι­στεί» θέλουν να αφή­σουν οι εργα­ζό­με­νοι του Χαϊ­μνταλ και του Γκέ­τε­μποργκ μια ώρα αρχύ­τε­ρα, έστω και αν δου­λέ­ψουν πιο εντα­τι­κά. Ουσια­στι­κά φυγο­πο­νούν και έχουν τους λόγους τους.Μύθος λοι­πόν η επι­χεί­ρη­ση που θέλει να εμφα­νί­ζε­ται με την κουλ­τού­ρα της CorporateIdentity και μάλι­στα στις σκαν­δι­να­βι­κές χώρες, μύθος και η εκστρα­τεία «εξαν­θρω­πι­σμού» της εργα­σί­ας (humanization of the work place). Σήμε­ρα μάλι­στα που η γενί­κευ­ση των ελα­στι­κών σχέ­σε­ων εργα­σί­ας με την συνε­πα­γό­με­νη εργα­σια­κή εξα­το­μί­κευ­ση (ατο­μι­κή σύμ­βα­ση εργα­σί­ας κ.λπ.) τεί­νουν να γίνουν ο κανό­νας στους χώρους εργα­σί­ας, γενι­κεύ­ε­ται και η  εργα­σια­κή επι­σφά­λεια, η υπο­κει­με­νι­κή αβε­βαιό­τη­τα και ο φόβος για το μέλ­λον. Το γεγο­νός αυτό καθι­στά κάθε άλλο παρά ελκυ­στι­κή την εργα­σία και αυξά­νει την υπο­βό­σκου­σα δυσφο­ρία και τις τάσεις φυγο­πο­νί­ας. Επο­μέ­νως, όπως το θέτει ο K. Marx, είναι πολύ φυσιο­λο­γι­κό ο εργά­της την ώρα της εργα­σί­ας του να αισθά­νε­ται έξω από τον εαυ­τό του ενώ έξω από την εργα­σία να βρί­σκει τον εαυ­τό του (K. Marx, Οικο­νο­μι­κά και Φιλο­σο­φι­κά Χει­ρό­γρα­φα).

Επι­πρό­σθε­τα μια σοβα­ρή παρά­με­τρος του «πιλο­τι­κού» προ­γράμ­μα­τος μεί­ω­σης των ωρών εργα­σί­ας, είναι, όπως λένε οι ίδιοι οι εργο­δό­τες είναι πως μαζί μειώ­νο­νται και οι μεγά­λοι χρό­νοι παρα­μο­νής των εργα­τών εκτός εργα­σί­ας λόγω ασθέ­νειας. Αντί­θε­τα σε συν­θή­κες 8αώρου αυτοί «αρρώ­σται­ναν» πιο συχνά, κυρί­ως εξαι­τί­ας της δυσφο­ρί­ας στους τεϊ­λο­ρι­κούς δια­χω­ρι­σμούς της εργα­σί­ας που υπο­τί­θε­ται πώς η μετα­φορ­ντι­κή (νεο­τεϊ­λο­ρι­κή) οργά­νω­ση της εργα­σί­ας θα άμβλυ­νε. Ενδε­χο­μέ­νως η μεί­ω­ση των ωρών εργα­σί­ας, ‑εφό­σον θα συνο­δεύ­ο­νταν από την ανα­βάθ­μι­ση της εργα­σί­ας, όπως δια­κή­ρυτ­τε το κίνη­μα για τον «εξαν­θρω­πι­σμό» της εργα­σί­ας (οι άνθρω­ποι να επι­βε­βαιώ­νο­νται στην εργα­σία τους κ.λπ.) και την εμπέ­δω­ση της «ομα­δι­κής εργα­σί­ας»- να οδη­γού­σε στην άμβλυν­ση αυτών των δια­χω­ρι­σμών και στην εκ νέου υπο­κει­με­νι­κο­ποί­η­ση της εργα­σί­ας. Αλλά και πάλι εκεί που εφαρ­μό­στη­καν αυτοί οι εργα­σια­κοί «νεω­τε­ρι­σμοί» Toyota, Volvo  (Uddevalla) κ.α. ούτε η εντα­τι­κο­ποί­η­ση της εργα­σί­ας, ούτε η μεί­ω­ση του ελέγ­χου απο­φεύ­χθη­κε.  Χαλά­ρω­σε μεν ο ιεραρ­χι­κός (κάθε­τος έλεγ­χος), δηλα­δή ο έλεγ­χος από τα πάνω, αλλά αυτός δια­χύ­θη­κε για να περά­σει στην ομά­δα. Ο έλεγ­χος ασκεί­ται πλέ­ον από τα κάτω  (ορι­ζό­ντιος έλεγ­χος) με τον ένα εργά­τη να ελέγ­χει τον άλλο «παί­ζο­ντας» την «αυτο­δια­χεί­ρι­ση».

 Από την κατάρ­γη­ση της μισθω­τής εργα­σί­ας στον «εκπο­λι­τι­σμό» του ελεύ­θε­ρου χρόνου 

Aν όμως ο χρό­νος εργα­σί­ας βιώ­νε­ται «ψυχο­πλα­κω­τι­κά», ως χρό­νος αγγα­ρεί­ας, είναι ο ελεύ­θε­ρος χρό­νος, η λύση; Ο «εκπο­λι­τι­σμός» του ελεύ­θε­ρου χρό­νου  απο­τε­λεί σύμ­φω­να με κάποιους (Gorze, Νegt, Beck κ.ά.) την μονα­δι­κή «έξο­δο» από την μαζι­κή ανερ­γία. Στο συγκε­κρι­μέ­νο συγκεί­με­νο παρα­γω­γός υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας, εν τέλει κοι­νω­νί­ας δεν είναι η εργα­σία αλλά ο ελεύ­θε­ρος χρό­νος. Αντί­στοι­χα οι κεντρι­κοί πρω­τα­γω­νι­στές δεν είναι οι παρα­γω­γοί του κοι­νω­νι­κού πλού­του αλλά οι πολί­τες που απαλ­λαγ­μέ­νοι από τον μόχθο, λαμ­βά­νο­ντας μάλι­στα σχε­τι­κή απο­ζη­μί­ω­ση (μισθός πολί­τη κ.λπ.),συμμετέχουν(όπως στην αρχαία Αθήνα)στον ελεύ­θε­ρο χρό­νο τους στα κοι­νά. Στην σημε­ρι­νή τους μορ­φή αυτές οι ιδέ­ες επω­ά­στη­καν στο Μάη του ΄68 όταν η «φαντα­σία βρέ­θη­κε στην εξουσία»και όταν δια­φά­νη­κε ότι η ταξι­κή πάλη είναι «ένα νού­με­ρο μεγα­λύ­τε­ρη» για τα νέα κοι­νω­νι­κά κινή­μα­τα και τα μεσαία και αστι­κά στρώ­μα­τα. Αντί να τεθεί το ζήτη­μα στη σφαί­ρα παρα­γω­γής με όρους ταξι­κής δρά­σης (βλ. μεγά­λες απερ­γί­ες, κατα­λή­ψεις εργο­στα­σί­ων κ.λπ.), και να τεθεί το ζήτη­μα της κοι­νω­νι­κής οργά­νω­σης της εργα­σί­ας, το ζήτη­μα τέθη­κε στη σφαί­ρα ανα­πα­ρα­γω­γής. Εκεί δηλα­δή που εμφα­νί­ζο­νταν αυτά τα στρώ­μα­τα. Οι «μεταϋ­λι­στι­κές αξί­ες» που καθο­δη­γού­σαν τον ακτι­βι­σμό των μεσαί­ων στρω­μά­των έπρε­πε να συν­δυά­ζουν την προ­σω­πι­κή πραγ­μά­τω­ση και αυτο­νο­μία με την κοι­νω­νι­κή «προ­σφο­ρά» (φιλάν­θρω­πη, εναλ­λα­κτι­κή, οικο­λο­γι­κή  κ.ο.κ.), αξί­ες που εντο­πί­ζο­νται εν πολ­λοίς στον «τρί­το τομέα» (πέρα από τον δημό­σιο και τον ιδιω­τι­κό τομέα) (βλ. Τρί­τος Δρό­μος) (A. Giddens), την «εργα­σία για ένα χαμό­γε­λο» (U. Beck)  κοντο­λο­γίς την απα­σχό­λη­ση στις ΜΚΟ, στις εθε­λο­ντι­κές οργα­νώ­σεις και στα επι­δο­τού­με­να προ­γράμ­μα­τα κοι­νω­φε­λούς εργασίας.Πρόκειται ουσια­στι­κά για μη αμει­βό­με­νη εργα­σία που προ­σφέ­ρε­ται εκτός αγο­ράς και με ένα επι­σφα­λές εργα­σια­κό καθε­στώς που συμπιέ­ζει όμως τους μισθούς.

Είναι προ­φα­νές ότι αυτή η προ­σέγ­γι­ση ξεκι­νώ­ντας από την καπι­τα­λι­στι­κή οργά­νω­ση της εργα­σί­ας (μισθω­τή εργα­σία) απο­δέ­χε­ται τη μαζι­κή ανερ­γία ως μια ανα­πό­τρε­πτη εξέ­λι­ξη. Αυτή προ­κύ­πτει σύμ­φω­να με τον A. Gorze από την εισα­γω­γή των νέων τεχνο­λο­γιών ως αυτές να είναι κοι­νω­νι­κά ουδέ­τε­ρες και ως να μην έχουν καμία σχέ­ση με τον καπι­τα­λι­στι­κό αντα­γω­νι­σμό και την αύξη­ση της παρα­γω­γι­κό­τη­τας της εργα­σί­ας για να τεθεί το ζήτη­μα αλλα­γής των κοι­νω­νι­κών σχέσεων.Η προ­σέγ­γι­ση αυτή που είναι βαθιά επη­ρε­α­σμέ­νη από την παρά­δο­ση της γερ­μα­νι­κής φιλο­σο­φι­κής ανθρω­πο­λο­γί­ας (Heidegger, Arendt, Adorno, Marcuse κ.ά.) καταγ­γέλ­λει­την τεχνο­λο­γία και την τεχνι­κή ανά­πτυ­ξη ως τις αιτί­ες μιας ανε­πα­νόρ­θω­της πραγ­μο­ποί­η­σης και ανθρω­πο­λο­γι­κής έκπτω­σης.  Αυτή εγκα­τα­λεί­πει επί­σης τον χώρο της μισθω­τής εργα­σί­ας που είναι χώρος αλλο­τρί­ω­σης και ετε­ρο­νο­μί­ας, ως πεδίο αντι­πα­ρά­θε­σης  θεω­ρώ­ντας πως ζητού­με­νο είναι η απε­λευ­θέ­ρω­ση από την εργα­σία και όχι η απε­λευ­θέ­ρω­ση από την μισθω­τή εργα­σία, επο­μέ­νως και η κατάρ­γη­σή της. Αυτό σημαί­νει για να έρθου­με στην ιστο­ρία μας, ο χώρος  και οι συν­θή­κες εργα­σί­ας εγκα­τα­λεί­πο­νται ως πεδίο διεκ­δί­κη­σης, ως μέτω­πο αντι­πα­ρά­θε­σης. Σημα­σία έχει οι άνθρω­ποι να εργά­ζο­νται λιγό­τε­ρο για να έχουν περισ­σό­τε­ρο ελεύ­θε­ρο χρό­νο ανε­ξάρ­τη­τα από το περιε­χό­με­νο της εργα­σί­ας τους αλλά και την κού­ρα­ση, τη μονο­το­νία, τη βαρε­μά­ρα που προ­κα­λεί. Και μόνο ότι θα φεύ­γουν 2 ώρες νωρί­τε­ρα «αξί­ζει τον κόπο» έστω και αν εκπέ­σουν σε υπο­κεί­με­να κατα­νά­λω­σης, όπως τους ορί­ζουν προ­σεγ­γί­σεις που βλέ­πουν τα κοι­νω­νι­κά υπο­κεί­με­να να συγκρο­τού­νται στη σφαί­ρα κατα­νά­λω­σης (οι τρό­ποι κατα­νά­λω­σης ως πρα­κτι­κές διά­κρι­σης)  (M. Weber, Z. Bauman, P. Bourdieuκ.ά).

Πραγ­μα­τι­κά για τους εργα­ζό­με­νους που εκτί­θε­νται στις δια­λυ­τι­κές συνέ­πειες της αλλο­τριω­μέ­νης και βιο­πο­ρι­στι­κής εργα­σία ο ελεύ­θε­ρος χρό­νος βιώ­νε­ται, επει­δή ο εργά­σι­μος είναι κατα­να­γκα­σμός, πραγ­μα­τι­κά ως χρό­νος ελευ­θε­ρί­ας, χρό­νος ανα­ζω­ο­γό­νη­σης και ανα­ψυ­χής. Κατά κάποιο τρό­πο ο ελεύ­θε­ρος χρό­νος παίρ­νει αυτό το περιε­χό­με­νο όχι επει­δή ο ίδιος προ­σφέ­ρει όλες αυτές τις δυνα­τό­τη­τες αλλά ως απο­ζη­μί­ω­ση, ως φυγή, ως αντί­δρα­ση  στην κατα­πό­νη­ση του ατό­μου (σωμα­τι­κή και ψυχι­κή) στο χώρο και στο χρό­νο της αλλο­τριω­μέ­νης εργα­σί­ας. Ξεκι­νώ­ντας οι προ­σεγ­γί­σεις που εστιά­ζουν στον ελεύ­θε­ρο χρό­νο από την εργα­σία των μεσαί­ων στρω­μά­των, των οποί­ων ο εργά­σι­μος χρό­νος επι­κα­λύ­πτε­ται από τον ελεύ­θε­ρο χρό­νο, καθώς βιώ­νε­ται ως συνέ­χειά του (επει­δή προ­σφέ­ρε­ται σε (ημι)αυτόνομα περι­βάλ­λο­ντα),  οδη­γού­νται σε αυθαί­ρε­τες γενι­κεύ­σεις. Και μόνο ότι οι άνερ­γοι βιώ­νουν τον «ελεύ­θε­ρο χρό­νο» ως άδειο από κάθε κοι­νω­νι­κή σχέ­ση (ακό­μη και προ­σω­πι­κή), ακό­μη χει­ρό­τε­ρα και από οποια­δή­πο­τε εργα­σία με ότι αυτό συνε­πά­γε­ται (απα­ξί­ω­ση, εμπαιγ­μός, έκπτω­ση σε αντι­κεί­με­να φιλαν­θρω­πί­ας και πρό­νοιας κ.λπ) για την κοι­νω­νι­κή τους ανα­γνώ­ρι­ση λέει πολ­λά για την αξιο­πι­στία αυτής της πρό­τα­σης. Εδώ η ανερ­γία βιώ­νε­ται ως βιο­γρα­φι­κή ρήξη, ως ασυ­νέ­χεια, ως «απο­τα­ξι­κο­ποί­η­ση» με την έννοια ότι οι άνερ­γοι απο­κό­βο­νται από την κοι­νό­τη­τα των παρα­γω­γών του κοι­νω­νι­κού πλού­του. Και όμως ο «ελεύ­θε­ρος» χρό­νος των ανέρ­γων, όπως έχει κατα­δει­χτεί σε μια κλα­σι­κή κοι­νω­νιο­γρα­φι­κή μελέ­τη από τη δεκα­ε­τία του ΄30 Οι άνερ­γοι του Marienthal (P. Lazarsfeld, M.Jahoda), απο­διορ­γα­νώ­νει τον ατο­μι­κό ψυχι­σμό αλλά και την κοι­νό­τη­τα των προ­σω­πι­κών και διϋ­πο­κει­με­νι­κών σχέ­σε­ων που δοκι­μά­ζο­νται. Η διο­λί­σθη­ση στην από­γνω­ση και την κατά­θλι­ψη γίνε­ται μέρος της κοι­νω­νι­κής βιο­γρα­φί­ας των ανέρ­γων. Οι άνθρω­ποι χωρίς τις κοι­νω­νι­κές σημα­δού­ρες της εργα­σί­ας ολι­σθαί­νουν μέσα στο λαβύ­ριν­θο του καθη­με­ρι­νού χρό­νου χάνο­ντας και τις τελευ­ταί­ες κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­σμι­κές δεξιό­τη­τες (κοι­νω­νι­κό­τη­τα, πολι­τι­στι­κά, ανά­γνω­ση κ.λπ.).

Να λοι­πόν που τα πράγ­μα­τα δεν είναι τόσο απλά για να αφή­σου­με τον χρό­νο και το χώρο εργα­σί­ας στις αλλο­τριω­τι­κές δυνά­μεις του κεφα­λαί­ου. Η «φυγο­πο­νία» από τη μισθω­τή εργα­σία προ­κύ­πτει λοι­πόν, όπως το έχει θέσει ο K. Marx,  επει­δή οι άνθρω­ποι είναι αλλο­τριω­μέ­νοι από τον εαυ­τό τους, από αυτό που παρά­γουν και από τους άλλους. Το άδεια­σμα της εργα­σί­ας από υπο­κει­με­νι­κά στοι­χεία (οι άνθρω­ποι δεν ανα­γνω­ρί­ζουν στην εργα­σία τον εαυ­τό τους), η απα­ξί­ω­σή τους ως παρα­γω­γών, η υπο­πλη­ρω­μή της εργα­σί­ας, χώρια η εκμε­τάλ­λευ­ση (ιδιο­ποί­η­ση απλή­ρω­της εργα­σί­ας),  έχει τραυ­μα­τι­κές επι­πτώ­σεις στην υγεία και­στον ψυχι­σμό των ανθρώ­πων. Αυτό όμως που «πονά­ει ακό­μη πιο πολύ» είναι  η αίσθη­ση του ανεκ­πλή­ρω­του μιας ζωτι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας. Το άτο­μο στέ­κε­ται εκεί χωρίς ενδια­φέ­ρον γι’ αυτό που κάνει, βιώ­νο­ντας από παντού την αίσθη­ση της απόρ­ρι­ψης. Σύμ­φω­να με την κυρί­αρ­χη ηθι­κή ο εργα­ζό­με­νος γίνε­ται  «βάρος» στον εργο­δό­τη αφού έχει υπερ­βο­λι­κές απαι­τή­σεις ενώ η εργα­σία του παρό­λο που συμ­βάλ­λει στον Πλού­το των Εθνών δεν ανα­γνω­ρί­ζε­ται κοι­νω­νι­κά «επι­βα­ρύ­νο­ντας» τη χώρα. Γι’ αυτούς τους λόγους μπαί­νει σήμε­ρα,  σύμ­φω­να πάλι με το κυρί­αρ­χο αφή­γη­μα, η κοι­νω­νία σε μνη­μό­νια. Γι’ αυτό εξάλ­λου μειώ­νε­ται ο βασι­κός μισθός (όπου υπάρ­χει) κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρω­ποι θέλουν να δου­λέ­ψουν. Αν ρωτή­σει κανείς τους άνερ­γους θα δια­πι­στώ­σει ότι αυτοί είναι δια­τε­θει­μέ­νοι και «αύριο το πρωί» να πιά­σουν δου­λειά. Αυτοί ανα­ζη­τούν μεν στην εργα­σία τα ανα­γκαία μέσα για επι­βί­ω­ση (βιο­πο­ρι­σμός) απο­ζη­τούν όμως και την επα­να­σύν­δε­ση με μια κοι­νω­νι­κή σχέ­ση (συλ­λο­γι­κό­τη­τα) που παρά­γει κοι­νω­νία. Πώς θα μπο­ρού­σε λοι­πόν να ερμη­νευ­θεί αυτή η «εμμο­νή», αν δεν υπήρ­χε εκεί­νος ο δια­λο­γι­κός εαυ­τός που εκφρά­ζε­ται στην εργα­σία και ο οποί­ος δημιουρ­γεί από τη μια και πραγ­μα­το­ποιεί­ται από την άλλη; Οι συνέ­πειες αυτής της πραγ­μο­ποί­η­σης θα ήταν ίσως ανώ­δυ­νες για το άτο­μο, αν σ’ αυτή την δια­δι­κα­σία ιδιο­ποί­η­σης της ζωντα­νής εργα­σί­ας δεν τραυ­μα­τι­ζό­ταν ο ίδιος ως ανθρώ­πι­νη ύπαρ­ξη και δεν απα­ξιω­νό­ταν. Αν η εργα­σία ακό­μη και στη μισθω­τή της μορ­φή, ήταν κάτι το οποίο το άτο­μο ανά­λο­γα με τις συν­θή­κες θα μπο­ρού­σε να δια­χει­ρι­στεί, ένα κομ­μά­τι από το οποίο το άτο­μο ανά­λο­γα με τη συγκυ­ρία θα μπο­ρού­σε να απο­δε­σμευ­τεί, δια­φυ­λάσ­σο­ντας τις ζωντα­νές και δημιουρ­γι­κές δρα­στη­ριό­τη­τές του για τον ελεύ­θε­ρο χρό­νο, πως εξη­γεί­ται τότε το γεγο­νός ότι οι συνέ­πειες για το άτο­μο είναι τόσο τραυ­μα­τι­κές; Ακρι­βώς επει­δή αυτές προ­έρ­χο­νται από την αίσθη­ση της έκπτω­σης ως ανθρώ­πι­νης ύπαρ­ξης απο­διορ­γα­νώ­νε­ται μαζί με τον κοι­νω­νι­κό και ο ατο­μι­κός ψυχι­σμός. Αυτή τη δια­λε­κτι­κή σχέ­ση της μισθω­τής εργα­σί­ας (ως βιο­πο­ρι­στι­κής και δημιουρ­γι­κής) έχει υπό­ψη του  ο S. Freud όταν λέει πως η εργα­σία εκτι­μά­ται λίγο από τους ανθρώ­πους σαν δρό­μος προς την ευτυ­χία. Επει­δή η μεγά­λη πλειο­νό­τη­τα των ανθρώ­πων εργά­ζε­ται ανα­γκα­στι­κά «από αυτή τη φυσι­κή φυγο­πο­νία πηγά­ζου­ντα δυσκο­λό­τε­ρα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα» (S. Freud, Ο Πολι­τι­σμός πηγή δυστυ­χί­ας).

 Συμπε­ρα­σμα­τι­κά

 Αν λοι­πόν ο τεϊ­λο­ρι­σμός (φέρ­νο­ντας τον εργά­τη στο αντι­κεί­με­νο εργα­σί­ας)  αντι­με­τώ­πι­ζε την «αργο­σχο­λία» των εργα­τών (F.W. Taylor), και ο φορ­ντι­σμός (φέρ­νο­ντας το αντι­κεί­με­νο εργα­σί­ας στον εργά­τη) εκμη­δέ­νι­ζε κάποιους «ελεύ­θε­ρους» χρό­νους που απέ­με­ναν στην αλυ­σί­δα συναρ­μο­λό­γη­σης, τώρα κλεί­νουν πλή­ρως και μάλι­στα με τη «συμ­με­το­χή» των ίδιων των εργα­ζο­μέ­νων οι τελευ­ταί­oι πόροι στο χώρο και στο χρό­νο εργα­σί­ας. Με αυτή την έννοια το 6άωρο, όπως πάει να εφαρμοστεί,συνιστά περισ­σό­τε­ρο μια παρω­δία του 8αώρου που ως γνω­στόν κατο­χυ­ρώ­θη­κε μετά από σφο­δρούς και αιμα­τη­ρούς εργα­τι­κούς αγώνες.

[1]www.spiegel.de/…/schweden-goeteborg-wi…

 

* Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο