Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κομμουνιστής: ευχή και κατάρα…

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα των ανθρώ­πων να προ­σπα­θούν να πια­στούν απ’ τους ανθρώ­πους που ξεχω­ρί­ζουν. Τους πιο άξιους, τους ιδε­ο­λό­γους, τους βαρύ­σκιω­τους, τους ορα­μα­τι­στές, αυτούς που τρα­βά­νε μπρο­στά και βάζουν πλά­τη αγόγ­γυ­στα «για να γυρί­σει ο ήλιος». Ακου­μπώ­ντας πάνω τους παίρ­νουν απ’ τη δύνα­μή τους για να πατή­σουν στα δικά τους πόδια, να στα­θούν σιγά σιγά στο πλευ­ρό τους και να γίνουν, αν αντέ­ξουν, σαν κι αυτούς. Αυτή η δια­δι­κα­σία κάθε άλλο παρά εύκο­λη είναι. Για­τί η «μοί­ρα» του κομ­μου­νι­στή έχει χαραγ­μέ­νη πάνω της την ευχή και την κατά­ρα του και­ρού του. Σε μια επο­χή που το να δώσεις έχει άμε­ση σχέ­ση με το τι παίρ­νεις για αντάλ­λαγ­μα, ο κομ­μου­νι­στής ξεχω­ρί­ζει σαν τη μύγα μες στο γάλα, από το βαρύ φορ­τίο της αφει­δώ­λευ­της προ­σφο­ράς, της αγνής ανι­διο­τέ­λειας, της ευθύ­νης και της παναν­θρώ­πι­νης απο­στο­λής του. Όλοι έχουν απαι­τή­σεις από τον κομ­μου­νι­στή, ακό­μα και οι εχθροί του κι ας περι­μέ­νουν με αγω­νία πότε θα «γλι­στρή­σει». Και όλοι, μα όλοι, σπεύ­δουν να μοι­ρα­στούν τη σοδειά του αγώ­να του.

Δεν αξιώ­νο­νται όλοι να γίνουν κομ­μου­νι­στές, και ας χρη­σι­μο­ποιούν τον βαρύ αυτό τίτλο. Οι λέξεις κομ­μου­νι­στής-κομ­μου­νι­στι­κό έχουν κακο­ποι­η­θεί πολ­λές φορές. Έγι­ναν ο μαν­δύ­ας πολ­λών δει­νών που έβλα­ψαν και βλά­πτουν την εργα­τι­κή τάξη και την κομ­μου­νι­στι­κή υπό­θε­ση, που συκο­φά­ντη­σαν τις πανέ­μορ­φες ιδέ­ες της κοσμο­θε­ω­ρί­ας του μαρ­ξι­σμού-λενι­νι­σμού, τα πιο ευγε­νι­κά, παναν­θρώ­πι­να ιδα­νι­κά που γέν­νη­σε ποτέ η ανθρώ­πι­νη σκέ­ψη. Χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν από εχθρούς και από «συντρό­φους» για να συκο­φα­ντή­σουν, να υπο­σκά­ψουν τα θεμέ­λια του κόμ­μα­τος της εργα­τι­κής τάξης. Κάπο­τε έγι­ναν μόδα που την ακο­λού­θη­σαν οι «πολ­λοί». Απο­τέ­λε­σαν πολ­λές φορές το εφαλ­τή­ριο «αρι­στε­ρών» σαλ­τι­μπά­γκων για να κατα­λά­βουν πόστα και αξιώ­μα­τα στους θεσμούς του αστι­κού κράτους.

Η ιδιό­τη­τα «κομ­μου­νι­στής» είναι άρρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νη με την έννοια «άνθρω­πος». Δεν μπο­ρείς να γίνεις κομ­μου­νι­στής, όσο και αν το πιστεύ­εις, ακό­μα και αν το θέλεις πολύ, αν δεν γίνεις πρώ­τα άνθρω­πος. Για­τί ο κομ­μου­νι­στής αφιε­ρώ­νει τη ζωή του για την ανά­δει­ξη, μέσα από την μετε­ξέ­λι­ξη της κοσμο­θε­ω­ρί­ας του σε πρά­ξη, του μεγα­λεί­ου της ανθρώ­πι­νης ψυχής, των ευγε­νέ­στε­ρων ενστί­κτων του ανθρώ­που. Ο κομ­μου­νι­στής ως άνθρω­πος έχει αδυ­να­μί­ες. Τις από­χτη­σε ζώντας στο καπι­τα­λι­στι­κό περι­βάλ­λον και απο­τε­λούν τον κακό εαυ­τό του. Η δια­φο­ρά του από τους μη κομ­μου­νι­στές είναι πως γνω­ρί­ζει καλά αυτές τις αδυ­να­μί­ες και τις πολε­μά­ει. Προ­σπα­θεί να τις απο­τι­νά­ξει ορι­στι­κά από πάνω του, για να γίνει καλύ­τε­ρος κομ­μου­νι­στής, άρα καλύ­τε­ρος άνθρω­πος. Η προ­σπά­θεια είναι διαρ­κής και το απο­τέ­λε­σμά της είναι αυτό που θα κρί­νει στη συνέ­χεια τον πόλε­μο για την αλλα­γή της κοι­νω­νί­ας, για­τί είναι νόμος της ζωής πως δεν μπο­ρούν να χτι­στούν γερά θεμέ­λια με υλι­κά κατε­δά­φι­σης. Ο Κώστας Μπό­σης γρά­φει κάπου πως «δε φτά­νει να πάρεις την εξου­σία. Χρειά­ζε­ται να ζυμώ­σεις ξανά τον άνθρω­πο που τον έπλα­σαν οι αιώ­νες, και να φτιά­ξεις απ’ την αρχή, και­νούρ­γιο». Αυτή είναι η «ευχή» του κομμουνιστή.

Το ζύμω­μα στη σκέ­ψη, στη συνεί­δη­ση, στον τρό­πο έκφρα­σης και συμπε­ρι­φο­ράς, ταυ­τό­χρο­να με το ζύμω­μα με τις μάζες είναι, μαζί με την κοσμο­θε­ω­ρία του, τα πολύ­τι­μα όπλα του κομ­μου­νι­στή για να πάρει την εξου­σία. Σε αυτή την δια­δι­κα­σία δεν φτά­νει από μόνη της η εξί­σου πολύ­τι­μη ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κή θωρά­κι­ση. Την εξου­σία δεν μπο­ρεί να την πάρει από μόνος του, και, ακό­μα και αν ποτέ το κατα­φέ­ρει, δεν θα μπο­ρέ­σει να την κρα­τή­σει μόνος του. Το ζητού­με­νο για τον κομ­μου­νι­στή είναι να πείσει.

Αν και αυτό ποτέ δεν ήταν εύκο­λο, σήμε­ρα είναι απεί­ρως δυσκο­λό­τε­ρο. Έχει να τα βάλει με τα επι­κοι­νω­νια­κά υπε­ρό­πλα ενός πανί­σχυ­ρου –μα όχι άτρω­του- και πανούρ­γου εχθρού που δίνουν στην συστη­μι­κή προ­πα­γάν­δα τη μορ­φή ασί­γα­στης καται­γί­δας. Έχει ν’ αντι­με­τω­πί­σει την αδια­φο­ρία, τη δυσπι­στία, τον φόβο, τη μιζέ­ρια, τις ευνου­χι­σμέ­νες συνει­δή­σεις, την απο­γο­ή­τευ­ση, την ειρω­νεία, τον αντι­κομ­μου­νι­σμό, την ηλι­θιό­τη­τα, κατα­στά­σεις και φαι­νό­με­να ριζω­μέ­να βαθιά στα σπλά­χνα της σάπιας κοι­νω­νί­ας που καλεί­ται ν’ αλλά­ξει. Είναι από τα πράγ­μα­τα ανα­γκα­σμέ­νος αλλά και υπο­χρε­ω­μέ­νος να βρει τρό­πους για να γίνει πιο πει­στι­κός. Η ζωή, αυτός ο αδιά­ψευ­στος μάρ­τυ­ρας και κρι­τής των πάντων, δεί­χνει πως το να έχεις δίκιο δεν φτά­νει από μόνο του για να πεί­σεις, ακό­μα και τους πιο καλο­προ­αί­ρε­τους συνο­μι­λη­τές σου. Πως δεν υπάρ­χουν αυτο­νό­η­τα φαι­νό­με­να (εκτός από τα φυσι­κά) και δεδο­μέ­νες αντιλήψεις.

Ο άνθρω­πος εκτός από αδυ­να­μί­ες έχει και χαρί­σμα­τα. Η καλ­λιέρ­γεια, η ζεστα­σιά, η ανθρω­πιά, η ευγέ­νεια, η καλο­σύ­νη είναι μερι­κά από αυτά. Όταν ο κομ­μου­νι­στής τα δια­θέ­τει θα βάλει περισ­σό­τε­ρα βήμα­τα στην πορεία για την πολυ­πό­θη­τη εξέ­λι­ξη της κομ­μου­νι­στι­κής υπό­θε­σης. Μια πολι­τι­κή ανά­λυ­ση, ακό­μα και με επι­χει­ρή­μα­τα από μπε­τόν, μπο­ρεί πιο εύκο­λα να μετα­τρα­πεί σε βαρε­τή «ξύλι­νη» γλώσ­σα από πύρι­να βέλη που θα ξεση­κώ­σουν καρ­διές και θα ξυπνή­σουν συνει­δή­σεις. Θα εξαρ­τη­θεί σε μεγά­λο βαθ­μό από τον κομ­μου­νι­στή, τον τρό­πο που κινεί­ται, που επι­κοι­νω­νεί και που ζει. Ο κομ­μου­νι­στής κάνει λάθη. Δεν τα ξορ­κί­ζει, διδά­σκε­ται από αυτά. Κομ­μου­νι­στής σημαί­νει αυτοθυσία.

Ο κομ­μου­νι­στής είναι ένας στρό­βι­λος φωτιάς. Η φωτιά του καί­ει το παλιό γύρω του, «καί­ει» και τον ίδιο. Και δεν σβή­νει ποτέ…

***

Ο κομ­μου­νι­στής, ο άνθρω­πος Γιώρ­γος Χουρ­μου­ζιά­δης έφυ­γε πριν από μερι­κές ώρες για το τελευ­ταίο, το πιο μακρι­νό ταξί­δι. Οι αλη­θι­νά σπου­δαί­οι φεύ­γουν αθό­ρυ­βα, μα το φευ­γιό τους αφή­νει βαθιά χαρα­κιά σ’ αυτούς που μένουν πίσω κι η απου­σία τους δύσκο­λα ανα­πλη­ρώ­νε­ται. Αυτή η χαρα­κιά είναι, Δάσκα­λε, που μ’ έκα­νε να συνει­δη­το­ποι­ή­σω πως τόσα χρό­νια δεν σε γνώ­ρι­σα όσο θα ήθε­λα και όσο θα έπρεπε…

Αέρας στα πανιά σου Σύντροφε!

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από e‑oikodomos.blogspot.gr

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο