Γράφει η Ελπίδα Πουρναρά //
Ραντεβού στα ξαφνικά με μια φίλη. Με την αγαπημένη φίλη! Βόλτα στην κρύα Αθήνα, γέλια, χαρούμενα βλέμματα. Παγωτό μιλφεϊγ, καυτός καφές που σου καίει τη γλώσσα. Βλέμματα στον ουρανό, σκέψεις παράλογες. Στενά δρομάκια που μοιάζουν να οδηγούν το ταξίδι σου σε κάτι πιο όμορφο αν και μυστήριο.
«Ξέρεις κάτι; Θα ήθελα να μπορώ να πετάω. Ανά πάσα στιγμή. Να σηκώνω τα χέρια και να αρχίσω να ανεβαίνω ψηλά. Καταλαβαίνεις πώς νιώθω; Είναι σα να μη με χωράει ο τόπος. Απ’ το πουθενά. Θέλω να μάθω να πετάω. Μ’ ακούς;»
Κι όπως σηκώνεις το βλέμμα προς τον ουρανό και κοιτάς τα δέντρα είναι σα να βλέπεις έναν ιστό αράχνης να σχηματίζεται από τα κλαδιά.
— «Μα αν προσπαθήσεις να πετάξεις θα παγιδευτείς! Δες!»
Ναι. Όλοι ξέρουμε τις ιδιότητες του ιστού της αράχνης. Είναι ύπουλος. Δε φαίνεται από μακριά κι αν προσπαθήσεις να τον διαπεράσεις σε φυλακίζει. Όπως η αράχνη καταφέρνει να παγιδεύει τα έντομα στον ιστό της με σκοπό να επιβιώσει, έτσι κι εσύ άνθρωπε θα παγιδευτείς αν ζητάς να πετάξεις. Η θέση σου είναι εδώ.
Γι’ αυτό κι εσύ να πατάς τα πόδια σου στη γη, αλλά να μην παύεις να ονειρεύεσαι. Να ‘χεις τα πόδια σου στη γη αλλά το βλέμμα στον ουρανό. Κι έτσι θα αρχίσεις να πετάς και να κερδίζεις ύψος.
«…ανεβαίνω ψηλά, κρατάω ζωή στο βλέμμα, η μοίρα στις κόγχες!»