Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος: «Αποκαθήλωση ή προδοσία;»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Σήμε­ρα το Ατέ­χνως ταξι­δεύ­ει σε δια­φο­ρε­τι­κά ποι­η­τι­κά μονο­πά­τια σε σχέ­ση με το συνη­θι­σμέ­νο, παρου­σιά­ζο­ντας τον ποι­η­τή Κων­στα­ντί­νο Καραγιαννόπουλο.

Ο Κων­στα­ντί­νος Καρα­γιαν­νό­που­λος γεν­νή­θη­κε στο Καρ­πε­νή­σι το 1989. Ασχο­λεί­ται με την δημο­σιο­γρα­φία, την κρι­τι­κή λογο­τε­χνί­ας και την ποί­η­ση ενώ είναι εκδό­της του λογο­τε­χνι­κού και πολι­τι­στι­κού περιο­δι­κού Αλλιώς. Επί­σης, κεί­με­νά του, ποι­ή­μα­τα και λογο­τε­χνι­κές κρι­τι­κές, έχουν φιλο­ξε­νη­θεί στα περιο­δι­κά dailygoal.gr, vakxikon.gr, bibliotheque.gr, Θρά­κα και Κου­κού­τσι.

Ο ποί­η­ση του, τολ­μη­ρή και θαρ­ρα­λέα, ασχο­λεί­ται με το παναν­θρώ­πι­νο φαι­νό­με­νο του έρω­τα και της αγά­πης. Διεκ­δι­κεί τη δυνα­τό­τη­τα να απο­κα­θη­λώ­νει με την πρώ­τη ευκαι­ρία το ξεπε­σμέ­νο είδω­λο του αισθή­μα­τος του ή και να προ­δώ­σει, με τον δικό του τρό­πο, αυτόν που πρώ­τος πρό­δω­σε την αγά­πη του. Αλλά κατά βάθος δεν είναι εκδι­κη­τι­κή ποί­η­ση – ο ποι­η­τής δεν θέλει να τιμω­ρή­σει το υπο­κεί­με­νο της αγά­πης του αλλά αντί­θε­τα, να του υπο­δεί­ξει ένα δια­φο­ρε­τι­κό δρό­μο προ­σέγ­γι­σης ή επι­κοι­νω­νί­ας. Κι όταν στο τέλος, όλοι και όλες θα έχουν ξεχά­σει τον σύντρο­φο, τον φίλο, τον ερα­στή, τότε ο ποι­η­τής θα είναι εδώ για να τον υπο­δε­χτεί ξανά. Απο­κα­θαρ­μέ­νο από τα προ­βλή­μα­τα και τους δισταγ­μούς που μπο­ρεί να είχε.

Η λυτρω­τι­κή αγά­πη, η σεξουα­λι­κή επι­θυ­μία, ο πόνος, η απο­γο­ή­τευ­ση αλλά ακό­μα και ο θάνα­τος είναι θέμα­τα που έχουν στα­θε­ρή παρου­σία στην ποί­η­ση του Κων­στα­ντί­νου Καρα­γιαν­νό­που­λου. Κι εδώ μας θυμί­ζει την περί­πτω­ση της Βρε­τα­νί­δας θεα­τρι­κής συγ­γρα­φέ­ως, Sarah Kane (1971–1999), χωρίς τη βιαιό­τη­τα της. Αλλά η ποί­η­ση του αν και μοιά­ζει δεν είναι ούτε κατα­θλι­πτι­κή, ούτε χωρίς ελπί­δα. Είναι απλά μελαγ­χο­λι­κή. Βασι­κό­τε­ρος στό­χος της να αγα­πή­σει και να την αγα­πή­σουν χωρίς εμπό­δια και προ­κα­τα­λή­ψεις. Όπως δήλω­νε κι η Sarah Kane για τα θεα­τρι­κά της έργα, που ενό­χλη­σαν για τα καλά τον βρε­τα­νι­κό καθω­σπρε­πι­σμό και την αστι­κή υπο­κρι­σία της χώρας της στη δεκα­ε­τία του ’90, «[…] Δεν υπάρ­χει τίπο­τα πιο αισιό­δο­ξο, πιο ελπι­δο­φό­ρο από το να δημιουρ­γείς κάτι όμορ­φο για την απελ­πι­σία ή μέσα από απελ­πι­σία». Σε αυτή την εμπει­ρία βασί­ζε­ται κι η ποί­η­ση του Κων­στα­ντί­νου Καρα­γιαν­νό­που­λου. Για­τί, πάνω από όλα, θέλει να ανα­δεί­ξει και να καταγ­γεί­λει εκεί­νη την ιδε­ο­λο­γία που προ­κα­θο­ρί­ζει τις κοι­νω­νι­κές και ερω­τι­κές συμπε­ρι­φο­ρές κι όχι απλά να αφε­θεί σε μια διο­νυ­σια­κού τύπου, ερω­τι­κή επα­φή, που μετά από ένα διά­στη­μα δεν θα έχει ούτε διάρ­κεια, ούτε ουσία.

Ο ίδιος ο ποι­η­τής σε ερω­τή­σεις που του απεύ­θυ­νε το Ατέ­χνως, σχε­τι­κά για το τι σημαί­νει ο Έρω­τας γι’ αυτόν απά­ντη­σε  ότι  «ο Έρω­τας είναι ένα ολό­κλη­ρο Σύμπαν. Με τους δικούς του νόμους, τις δικές του στα­θε­ρές και τα δικά του ανε­ξε­ρεύ­νη­τα βάθη. Μου είναι δύσκο­λο να το περι­γρά­ψω. Νομί­ζω πως ο έρω­τας ‑τελι­κά- είναι η μόνη άμυ­να σου απέ­να­ντι στον Θάνα­το. Γι’ αυτό έχει τα ίδια χρώ­μα­τα και τις ίδιες δια­κυ­μάν­σεις με τη ζωή».  Σε δεύ­τε­ρη ερώ­τη­ση σχε­τι­κά με τη γνώ­μη του για την σύγ­χρο­νη ποί­η­ση και τι έχει να προ­σφέ­ρει η σύγ­χρο­νη ποι­η­τι­κή γενιά σε αυτή, παρα­τη­ρεί ότι αρχι­κά χρειά­ζε­ται να ξεκα­θα­ρί­σου­με τι εννο­ού­με με το “γρά­φω ποί­η­ση”. «Όντως, την τελευ­ταία δεκα­ε­τία, σημειώ­νει, παρα­τη­ρεί­ται εκθε­τι­κή αύξη­ση του αριθ­μού όσων ασχο­λού­νται με τις τέχνες γενι­κά. Αυτό, όμως, δε σημαί­νει πως όλοι αυτοί οι άνθρω­ποι γρά­φουν ποί­η­ση. Υπάρ­χει μια παρε­ξή­γη­ση ως προς την συγ­γρα­φή. Κι αυτό έχει γίνει κομ­μά­τι έρευ­νας, για τους θεω­ρη­τι­κούς της λογο­τε­χνί­ας. Η έμμε­τρη απο­τύ­πω­ση σκέ­ψε­ων και συναι­σθη­μά­των δε σημαί­νει κατ ανά­γκην ποί­η­ση. Πως θα ήταν άλλω­στε δυνα­τόν αυτό, όταν  η δου­λειά του ποι­η­τή είναι τόσο κοπια­στι­κή και ιδιαί­τε­ρη, όσο αυτή του αγρό­τη. Όταν ασχο­λεί­σαι με την ποί­η­ση είσαι διαρ­κώς εκτε­θει­μέ­νος στη ραδιε­νερ­γό ζώνη των άρρη­των νοη­μά­των της ζωής. Είσαι ένα είδος ερη­μί­τη- υπό την έννοια της αφιέ­ρω­σης σε κάτι που σε υπερ­βαί­νει και σε κάτι που σε εξω­θεί στην μονα­ξιά. Και για να το πού­με απλά: “Είσαι κατα­ρα­μέ­νος να ζεις την κάθε σου στιγ­μή ποι­η­τι­κά”. Τώρα για την σύγ­χρο­νη ποι­η­τι­κή γενιά, δεν μπο­ρώ να μιλή­σω. Την αξία και το βάρος της θα το δεί­ξει ο μόνος αξιό­πι­στος κρι­τής- που είναι ο χρό­νος. Πάντως, αυτό το δύσκο­λο κλί­μα βοη­θά την ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή. Άλλω­στε, η πιο σπου­δαία ποί­η­ση και λογο­τε­χνία γρά­φτη­κε στις δύσκο­λες ιστο­ρι­κές στιγμές. »

mara2

Ποι­ή­μα­τα

Απο­κα­θή­λω­ση ή προδοσία;

Και ναι. Έχω κάθε δικαί­ω­μα να σε λέω Έρω­τα. Για­τί πρώ­τος εγώ σκό­τω­σα τον γιγα­ντω­μέ­νο σου μύθο. Κι έφε­ρα της προ­δο­σί­ας τη σφρα­γί­δα. Ναι, φίλε. Έρω­τα σε λέω κι επι­τρέ­πω στο κορ­μί να ανα­ρι­γά από πόθο και μίσος.

Ανά­βω τσι­γά­ρο κάτω από την φωτο­γρα­φία σου. Ανα­το­λί­τι­κο λιβά­νι κάτω από τα γκρι­ζο­πρά­σι­να μάτια σου. Σε ευλα­βού­μαι. Γι’ αυτό το θεσπέ­σιο δώρο που μου χάρι­σες από­ψε. Την ηδο­νή της εκδίκησης.

Σε εκδι­κού­μαι με κάθε τρό­πο. Από το πως τρώω την πίτσα μέχρι τις μετα­με­σο­νύ­χτιες αλκο­ο­λι­κές μου απι­στί­ες. Κλεί­νω τον Μπομπ Ντύ­λαν για να βάλω τέρ­μα το σκυ­λά­δι­κο. Θα κου­νή­σω το κορ­μί μου στον ρυθ­μό της οργής κι έπει­τα καταϊ­δρω­μέ­νος θα κυλι­στώ στο ίδιο κρε­βά­τι με κάποιον που δε σου μοιάζει.

Φίλε. Το ξέρω. Κανέ­νας καλύ­τε­ρος από σένα. Κι όμως, όλοι πάνω από σένα. Σε θέλω τόσο. Που τίπο­τε άλλο πιο δίκιο από την απο­κα­θή­λω­σή σου. Για μένα είσαι πάντα ο ληστής. Για τους άλλους ή τις άλλες απλά ένας νεκρός. Ή καλύ­τε­ρα ο λησμονημένος.

Σου προ­σφέ­ρω ‑όλο γλύ­κα- τα υπο­λείμ­μα­τά σου. Κάτι φιλιά. Μια κου­τσή κιθά­ρα-που πρό­σε­χες να μην ακου­στεί. Και τα δάκρυα του Woodstock πλάι σε κάτι ξεχα­σμέ­να άστρα.

Αντίο μωρό μου. Θέλει θάρ­ρος το αντρι­λί­κι. Θάρ­ρος και από­λυ­το σεβα­σμό σ’ ό, τι σε ξεπερ­νά και σ’ ό, τι σε φοβί­ζει. Αλλιώς… αυτό το αφή­νω να το μάθεις μόνος…

(αδη­μο­σί­ευ­το)

Περι­μέ­νο­ντας

έξι- εφτά λεπτά
υπό σκιάν
σε δρό­μους δίχως
πατρίδα
σκέφτεσαι
με το τσι­γά­ρο στο χέρι
πόσα κορ­μιά σε περιμένουνε
και πόσα φιλιά
πόσα μάτια λαχταρούν
να χαμογελάσουν
έστω και καθυστερημένα.
έξι- εφτά λεπτά
πιο πάνω πιο κάτω
κανέ­ναν δε τον νοιάζουν.
σημα­σία έχει
που πας
και
με τι σκοπό
πόσο αληθές
είναι το πρωτεύον
ψέμα σου:
αλη­θές ή αληθοφανές;
εδώ έγκειται
η
όλη
σημασία.
κοιτάς
και τι βλέπεις;
σιωπάς
με τι
ρυθμό;
εγκαταλείπεις
με τι
προοπτική;
έξι- εφτά λεπτά
υπό σκιάν
με ακρίβεια
θηρευτή
κι εσύ
δεν έχεις
αποφασίσει
ακόμα…

(bibliotheque.gr)


Ex Silentio

Μη θυμώ­νεις· ώρες ώρες σωπαί­νω, για να με ακούω καλύτερα.
*
Σε θέλω, αλλά, με το πιο ακραίο της επιθυμίας.
*
Φίλη­σα τον μενε­ξέ για να γίνει ρόδο και στα χεί­λη μου σκίρ­τη­σε ένα τόσο δα ξυράφι.
*
Μου­τζου­ρώ­νω τα ίχνη σου, να πω πως έζη­σα κάτι.
*
Δε μου πάνε οι καθρέ­φτες. Τόσοι αντι­κα­το­πτρι­σμοί για το τίποτα.
*
Με τέτοιο ανή­με­ρο κορ­μί, τι τον θες τον Έρω­τα καρ­διά μου;
*
Φίλε έχα­σες. Σ’ αγά­πη­σα στα κρυ­φά και σε ξέχασα.
*
Κι αν πάψεις να μ’ αγα­πάς μη με σκο­τώ­σεις. Η τιμω­ρία σου, ένα χάδι στις πλη­γές σου.

Η υπο­γρα­φή ενός αυτόχειρα…
*
Για πάντα: τι να σημαί­νει ‑άρα­γε- η επι­μή­κυν­ση ετού­τη του ήδη τετελεσμένου;
*
Είσαι τόσο αγνή όσο σου επι­τρέ­πει η ώρα.
*
Χρειά­ζε­ται ένας ρηξι­κέ­λευ­θος Έρω­τας, που μαστου­ρώ­νει συνειδήσεις.
*
Φίλα με, όπως ο θάνα­τος τη σκιά.
*
Σε λατρεύω, για­τί τσα­κί­ζεις τις στα­θε­ρό­τη­τές μου!
*
Ναρ­κω­τι­κό γίνε­σαι με την απου­σία σου.
*
Δεν άντε­ξα. Σε έκα­να πλη­γή μου.
*
Αγκά­λια­σέ με και θα σου χαρί­σω μια χού­φτα στιγμή.
*
Τη μέρα φίλος. Τη νύχτα ερα­στής. Κου­ρά­στη­κα. Γίνε, επι­τέ­λους, λησμονημένος.
*
Με την Sarah Kane να σου ξύνει τις υπεκ­φυ­γές και με μένα να σου γλεί­φω τα κατά­σαρ­κα σημάδια.
*
Κάπο­τε- για να μη πονέ­σεις- σου’ πα να με φορέ­σεις ξύλι­νο σταυρό·

τώρα ακου­μπώ το δάχτυ­λό μου εἰς τον τύπον κι αγκα­λιά­ζω μια θάλασ­σα από τα κομ­μά­τια σου.
*
Το μόνο δόγ­μα που ασπά­ζο­μαι: το πρό­σκαι­ρο δόσι­μό μου σε σένα.

(Αλλιώς)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο