Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κ. Βάρναλη: Χριστούγεννα διαρκείας (αθησαύριστο διήγημα)

- Γρή­γο­ρα Λιβά­νιε, φώνα­ξε ο λοχί­ας του απο­σπά­σμα­τος με τη βαριά του φωνή , και με ύφος Ναπολέοντος.

Ο λοχί­ας μας ήτα­νε καλή καρ­διά μα το χε φυσι­κό του να μιλά­ει πάντα θυμω­μέ­να και να τρε­λαί­νε­ται για ελληνικούρες.

Λιβά­νιος ήταν ο υπο­δε­κα­νέ­ας του απο­σπά­σμα­τος – ενός φυλα­κί­ου δηλα­δή από 35 άνδρες που είχε στα­λεί να φυλά­ει την είσο­δο του κόρ­φου του Μού­δρου στον πόλε­μο του 1912–1914.

- Και συ δάσκαλε!

Δάσκα­λος ήταν η άλλη προ­σω­πι­κό­τη­τα του απο­σπά­σμα­τος, γενι­κός γραμ­μα­τεύς του λοχία.

- Και συ, Ψαλ­τί­δη, και συ, Γκέ­κα, και συ, Βλά­χο – και συ Βαγ­γέ­λη… Όλοι πάρ­τε και τα όπλα σας.

- Και τις ψεί­ρες μας, μουρ­μού­ρι­σε ο Βαγγέλης.

- Σιω­πή! Βρυ­χή­θη­κε ο λοχί­ας… Εμπρός μαρς.

***

Πηγαί­να­με στο χωριό. Ητα­νε παρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων κι έπρε­πε να βρε­θεί το αρνί. Και τα ρέστα. Κι ο λοχί­ας είχε καλέ­σει  όλους τους νοι­κο­κυ­ραί­ους και τους κεχα­γιά­δες (κτη­νο­τρό­φους) του χωριού στο καφε­νείο. Και δεν έλει­ψε κανείς τους. Για­τί ο λοχί­ας συνή­θι­ζε να τρο­μο­κρα­τεί τους χωριάτες.

- Είμαι ο στρα­τιω­τι­κός διοι­κη­τής εδώ! Κι έχω το δικαί­ω­μα να κρε­μάω όποιον επι­βου­λεύ­ε­ται την ασφά­λεια του στρατεύματος!…

Όταν οι στρα­τιώ­τες μπή­κα­νε στο καφε­νείο ο λοχί­ας τους διέ­τα­ξε να καθί­σουν γύρω γύρω στους τέσ­σε­ρις τοί­χους με τα «μαλι­χέ­ρια» σφιγ­μέ­να στα γόνα­τα. Κύριοι άρχι­σε ο λοχί­ας. Σας κάλε­σα να σας ρωτή­σω κάτι. Τους βλέ­πε­τε αυτου­νούς (κι έδει­ξε τους στρα­τιώ­τες). Αφή­σαν τα σπί­τια τους διό­τι τους εκά­λε­σε η πατρίς να σας ελευ­θε­ρώ­σουν. Και αφού σας ελευ­θέ­ρω­σαν, τώρα φρου­ρούν εδώ τη ζωή σας, την τιμή σας και την περιου­σία σας. Και ξέρε­τε τι τους δίν’ η πτω­χή πατρίς για δια­τρο­φή τους την ημέ­ρα; Σαρά­ντα λεπτά. Σαρά­ντα λεπτά. Και τώρα σας ερω­τώ: ποιος από εσάς μπο­ρεί να ζήσει με σαρά­ντα λεπτά την ημέρα;

Η ερώ­τη­σή του ήταν βρυχηθμός.

Οι χωριά­τες τους κόπη­κε η μιλιά από το φόβο.

- Εμπρός! Ξεφώ­νη­σε δυνα­τό­τε­ρα ο λοχί­ας. Μιλή­στε… άφοβα!
— Εχε­τε δίκαιο, καπε­τά­νιε, απά­ντη­σε ο δήμαρχος.
— Κι όχι μόνο πρέ­πει να ζήσουν με 40 λεπτά παρά και να πεθά­νουν υπέρ των «αλυ­τρώ­των αδελ­φών»!… Γι’ αυτό θα μας βοη­θή­σε­τε κι εσείς, όπως σας βοη­θού­με κι εμείς. Μεθαύ­ριο είναι Χρι­στού­γεν­να. Πρέ­πει ν’ αμπω­θού­νε κρέ­ας και οι στρα­τιώ­τες. Σεις οι κεχα­γιά­δες έχε­τε κοπά­δια τα’ αρνιά. Κι είναι προ­τι­μό­τε­ρο α μας δίνε­τε κάθε τόσο από ένα αρνί παρά να ξανάρ­θουν οι Τούρ­κοι και να σας τα πάρουν όλα…

Οι χωριά­τες κοι­τα­χτή­κα­νε γύρω γύρω και σκύ­ψα­νε τα κεφάλια.

- Μάλι­στα.
— Και φυσι­κά σκέ­τα τα’ αρνιά δεν τρώ­γο­νται. Θέλου­νε και βού­τυ­ρο… και κρασί.
— Κι αβγά, και τυρί, και καρύ­δια και… καπνό! Διέ­κο­ψε ο δήμαρ­χος θα τάχε­τε όλα…
— Μπρά­βο! Απά­ντη­σε σοβα­ρός ο λοχί­ας. Η πατρίς θα σας ευγνο­μω­νεί και η ιστο­ρία θ’ ανα­γρά­ψει τα ονό­μα­τά σας εις τας χρυ­σάς της δέλ­τους παχέ­σι γραμ­μά­σιν (Ώρα ήταν για ελληνικούρες).

Πραγ­μα­τι­κά την άλλη μέρα το πρωί παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων, το αρνί βρέ­θη­κε δεμέ­νο στην είσο­δο του φυλα­κί­ου. Και δίπλα του μια καλά­θα γεμά­τη με ντα­μι­τζά­νες, τυριά, βού­τυ­ρα, καπνό…

- Ο θεός μας αγα­πά­ει είπε ο λοχίας

- Ο λοχί­ας μας αγα­πά­ει διόρ­θω­σε ο Βαγγέλης.

Αυτός ο Βαγ­γέ­λης ήτα­νε χασά­πης στην Αθή­να. Κι αυτός ανέ­λα­βε να «περι­ποι­η­θεί» το αρνί. Και να το ετοι­μά­σει για τη σού­βλα την άλλη μέρα. Η χαρά του απο­σπά­σμα­τος ήταν ακρά­τη­τη. Αλλά κατά το μεση­μέ­ρι ήρθε από το τάγ­μα ένας στρα­τιώ­της κι έφε­ρε κάποιο φάκε­λο στο λοχία. Ο λοχί­ας το άνοι­ξε ασυ­γκί­νη­τος μπρο­στά σε όλα τα απρό­ο­πτα (όπως αρμό­ζει σ’ έναν στρα­τιω­τι­κό διοι­κη­τή)  κι άρχι­σε να δια­βά­ζει. Αλλ’ όσο διά­βα­ζε η όψη του σκοτείνιαζε.

- Ελα πάνου, δάσκα­λε, είπε… θυμωμένος

Ο δάσκα­λος τον ακολούθησε.

- Διά­βα­σε του λέει ο «ανώ­τε­ρος». Ητα­νε δια­τα­γή του τάγ­μα­τος. Να στα­λεί αμέ­σως εκεί ο στρα­τιώ­της ο επο­νο­μα­ζό­με­νος δάσκα­λος, για να ανα­λά­βει υπη­ρε­σία εις τα γρα­φεία του τάγματος.
— Ωχ! Μάνα μου! Με φάγα­νε οι ελλη­νι­κού­ρες των εγγρά­φων που στέλ­να­με και η καλ­λι­γρα­φεία μου!… Τι θα κάνου­με τώρα… Το αρνί…
— Σιω­πή! Πάρε και γρά­φε: «λαμ­βά­νω την τιμήν να ανα­φέ­ρω, ότι ο στρα­τιώ­της Τάδε, ο επο­νο­μα­ζό­με­νος δάσκα­λος είναι ασθε­νής, αλλά μόλις αναρ­ρώ­σει θέλω εφο­διά­σει αυτόν με φύλ­λον πορεί­ας προς Σεβα­στήν Διοί­κη­σιν κλπ.

Εδω­σε ο λοχί­ας την απά­ντη­ση στον αγγε­λιο­φό­ρο του τάγ­μα­τος. Και γυρί­ζο­ντας προς το δάσκαλο:

- Δε θα σε ξανα­θυ­μη­θούν άλλο. Αυτό ήτανε.

***

Την άλλη μέρα το πρωί, χαρά­μα­τα, πήρε ο δάσκα­λος δύο μου­λά­ρια και πήγε όπως πήγαι­νε κάθε δεύ­τε­ρη μέρα, στην «πρω­τεύ­ου­σα» για να πάρει τις κου­ρα­μά­νες του απο­σπά­σμα­τος. Ητα­νε παρα­μο­νή. Μια από τις ωραιό­τε­ρες χει­μω­νιά­τι­κες ημέ­ρες. Παντού ο κάμπος πρά­σι­νος κι ο αέρας ακί­νη­τος παντού, όπως ακί­νη­τος ο κόρ­φος και η ρόδι­νη άχνα απά­νου στα νερά…

Μέσα στα ρηχά του κόρ­φου πολ­λές γυναί­κες και κοπέ­λες μ’ ανα­ση­κω­μέ­να τα φου­στά­νια μαζεύ­α­νε χάβα­ρα… Όπως τις τύλι­γε η άχνα μοιά­ζα­νε σαν πλά­σμα­τα του ονεί­ρου… Τα μου­λά­ρια από στρα­βο­τι­μο­νιά του δασκά­λου μπή­κα­νε μέσα στα νερά. Οι γυναί­κες σαν τρο­μαγ­μέ­νο κοπά­δι χήνες, πατή­σα­νε τις φωνές:

-Από κει ναι ου δρόμους
— Ποιος δρόμος;
— Του… Θεού!

Ο δάσκα­λος είχε λαθέ­ψει κι είχε πάρει το δρό­μο του διαβόλου.

Όταν φόρ­τω­σε τις κου­ρα­μά­νες ο δάσκα­λος ανέ­βη­κε στα Γρα­φεία να υπο­γρά­ψει την από­δει­ξη παραλαβής.

Ο υπο­λο­χα­γός μόλις διά­βα­σε ποια­νού φυλα­κί­ου ήτα­νε το ψωμί πάτη­σε τις φωνές.

- Αυτόν τον Οικο­νο­μά­κη (το λοχία) θα τον στεί­λω στο στρα­το­δι­κείο. Για­τί δε μού­στει­λε το δάσκαλο;
— Δεν ξέρω, κ. υπολοχαγέ.
— Θα έρθουν μαζί σου δύο στρα­τιώ­τες για να μου φέρουν δεμέ­νο το δάσκα­λο… Σουτ!… Δεν επι­τρέ­πε­ται! Μεταβολή!…

Ο δάσκα­λος πήρε τους δύο «συνα­δέλ­φους» του απά­νου στα μου­λά­ρια και τρα­βή­ξα­νε για το χωριό. Ο ζάβα­λης καθό­τα­νε στα κάρ­βου­να. Πώς θα ξεμπλέ­ξει. Αρχι­σε να κάμνει τον άρρωστο…

- Σιγά ρε παι­διά! Κι έχω πυρε­τό. Προ­σπα­θού­σε να προ­ε­τοι­μά­σει τη λύση… Όταν φτά­σα­νε στο χωριό και φέρα­νε τη δια­τα­γή της… βίαιας προ­σα­γω­γής του δασκά­λου, ο λοχί­ας ξερο­κα­τά­πιε και είπε!
— Πάρ­τε τον. Αυτός είναι!
— Ρε κέρα­το, του είπαν οι άλλοι. Τι μας το κρυ­βες και κάνα­με τόσο δρό­μο να ερθου­με κι άλλον τόσο να γυρίσουμε…
— Δε βλέ­πε­τε που είμαι άρρωστος;
— Θα σε κάνου­με καλά στο τάγμα…

***

Ο δάσκα­λος πέρα­σε τις ημέ­ρες των Χρι­στου­γέν­νων στο πει­θαρ­χείο με μια κου­βέρ­τα κι ένα ξερο­κόμ­μα­το. Και κοι­μι­σμέ­νος και ξύπνιος, οσμι­ζό­τα­νε το αρνί, που τρώ­γαν οι σύντρο­φοί του, του φυλα­κί­ου, κι άκου­γε τα τρα­γού­δια τους… Και ν’ άκου­γε και οσμι­ζό­τα­νε μόνο αυτά! Κάθε στρα­τιώ­της που ερχό­ταν από το φυλά­κιο για να πάρει το ψωμί του έλεγε:

- Και σήμε­ρα είχα­με κρέ­ας! Κάθε Πέμ­πτη και Κυρια­κή μας φέρ­νουν από ένα αρνί οι κεχα­γιά­δες. Και τρώ­με κρέ­ας κάθε μέρα και πίνου­με κρα­σί κάθε μέρα κι έχου­με Χρι­στού­γεν­να κάθε μέρα
— Χρι­στού­γεν­να… διαρκείας.

_______________________________

Τα «Χρι­στού­γεν­να διαρ­κεί­ας» δεν είναι το μόνο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο διή­γη­μα του Κώστα Βάρ­να­λη. Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κες ιστο­ρί­ες είναι «Το κελά­η­δη­μα τα τσί­χλας», «Τα Χρι­στού­γεν­να της Γκρέ­τας» και τα «Τα Χρι­στού­γεν­να του Παπα­δια­μά­ντη» που συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στην έκδο­ση του «Κέδρου» )1959, «Ποι­η­τι­κά. Πεζός Λόγος. Ελεύ­θε­ρος Κόσμος»).

Στα «Χρι­στού­γεν­να διαρ­κεί­ας» ο πρω­τα­γω­νι­στής της ιστο­ρί­ας, ο δάσκα­λος πιθα­νά να είναι ο ίδιος ο Βάρ­να­λης, ο οποί­ος την περί­ο­δο που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται η ιστο­ρία του διη­γή­μα­τος (στο Μού­δρο της Λήμνου)  υπη­ρε­τεί τη θητεία του στη Λήμνο.  Περισ­σό­τε­ρα όμως γι’ αυτό το διή­γη­μα του και άλλα του Κώστα Βάρ­να­λη, σε επό­με­νη εργα­σία μας.

 

(Στο διή­γη­μα υπάρ­χουν κάποιες σκό­πι­μες αλλα­γές λέξε­ων και λάθη για την απο­τρο­πή των αντι­δε­ο­ντο­λο­γι­κών ανα­δη­μο­σιεύ­σε­ων και αναπαραγωγής)

 

Ηρα­κλής Κακαβάνης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο