Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μένουμε ή φεύγουμε;

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Λέγε­ται ‑και, ενδε­χο­μέ­νως, σωστά- ότι η περί­ο­δος της «μετα­πο­λί­τευ­σης» τελεί­ω­σε και, μαζί μ’ αυτήν, τελεί­ω­σε και το κλασ­σι­κό δίπο­λο «δεξιά-αρι­στε­ρά», το οποίο σημά­δε­ψε την χώρα για 90 τόσα χρό­νια, κυρί­ως δε από την περί­ο­δο του εμφυ­λί­ου ίσα­με τις μέρες μας. Τώρα πλέ­ον δια­νύ­ου­με τις απαρ­χές τής μετα-μετα­πο­λι­τευ­κής περιό­δου (αυτήν την οποία απο­κα­λεί ο Λαζό­που­λος με τον αδό­κι­μο νεο­λο­γι­σμό «νεο­πο­λί­τευ­ση», ο οποί­ος είναι βλα­κω­δέ­στα­τος και εύχο­μαι να μην επι­κρα­τή­σει), μιας περιό­δου που ξεκί­νη­σε άσχη­μα καθώς δημιούρ­γη­σε ένα και­νούρ­γιο δίπο­λο: μνη­μό­νιο-αντι­μνη­μό­νιο.

Το και­νούρ­γιο δίπο­λο, όμως, είναι υπερ­βο­λι­κά θολό, ιδιαί­τε­ρα όσον αφο­ρά τον αντι­μνη­μο­νια­κό του πόλο. Υπάρ­χουν στιγ­μές που μου δημιουρ­γεί­ται η εντύ­πω­ση πως όλες οι πολι­τι­κές δυνά­μεις τής χώρας συνω­στί­ζο­νται σ’ αυτόν τον πόλο, είτε στο κέντρο του είτε στις υπώ­ρειές του. Και καλά το ΚΚΕ, το οποίο έχει την πλέ­ον σαφή και κρυ­στάλ­λι­νη τοπο­θέ­τη­ση, όπου δεν χωρούν παρερ­μη­νεί­ες ή παρε­ξη­γή­σεις. Και καλά η Χρυ­σή Αυγή, για την οποία χέστη­καν περί της αντι­μνη­μο­νια­κής της θέσης τόσο εκεί­νοι που την σιχαί­νο­νται όσο κι εκεί­νοι που την συμπα­θούν. Με τους υπό­λοι­πους τί γίνεται;

Νου­Δου και ΠαΣοΚ ανή­κουν στην ομά­δα «μένου­με και βλέ­που­με». Πρώ­τα, μεί­να­με διό­τι δεν μπο­ρού­σα­με και δεν έπρε­πε να φύγου­με (αφού εμείς και το ψηφί­σα­με και δεσμευ­θή­κα­με με τις υπο­γρα­φές των αρχη­γών μας ότι θα το τηρή­σου­με, πώς να μιλού­σα­με ενα­ντί­ον του;) αλλά επει­δή και εξ αιτί­ας και λόγω του ότι ενδε­χο­μέ­νως και πιθα­νόν και ίσως κάπου να κάνα­με και καμ­μιά μαλα­κιού­λα, το ψάχνα­με το θέμα να δού­με αν και μήπως μπο­ρού­σα­με να νοστι­μέ­ψου­με λίγο την συντα­γή. Άσε δε που εμείς τα είχα­με κανο­νί­σει μια χαρά και τώρα θα είχα­με φύγει αλλά ήρθε το κατα­στρο­φι­κό εξά­μη­νο του ΣυΡι­ζΑ και υπο­χρε­ω­νό­μα­στε να μεί­νου­με τρία χρό­νια ακό­μη. Έτσι, τώρα πάμε πάλι από την αρχή και το ξανα­ψά­χνου­με το θέμα… Παπά­ρια μάντο­λες, δηλαδή.

Οι Καμ­μέ­νοι Έλλη­νες συγκρο­τούν μόνοι τους την ομά­δα «φεύ­γου­με μένο­ντας». Δεν γου­στά­ρου­με μνη­μό­νιο ούτε με σφαί­ρες αλλά δεν θέλου­με να φύγου­με από το ευρω­ε­νω­σια­κό μαγα­ζί για­τί μας αρέ­σει. Εδώ είναι που μπερ­δεύ­ο­μαι: πώς γίνε­ται να μ’ αρέ­σει ένα μαγα­ζί όταν δεν μ’ αρέ­σει το προ­ϊ­όν που που­λά­ει; Το λογι­κό είναι να σηκω­θώ να φύγω, όχι να προ­σπα­θώ να πεί­σω την διεύ­θυν­ση του μαγα­ζιού να φτιά­ξει φασόν στα μέτρα μου. Δεν γίνε­ται να μπω στην γκαλ­λε­ρί Μοι­ρα­ρά­κη και να έχω απαί­τη­ση να φτιά­ξουν για πάρ­τη μου μια κου­ρε­λού για μπρο­στά στο τζά­κι ή να πάω στο Βυζα­ντι­νό τού Χίλ­τον με τσα­μπου­κά για πατσά. Αυτό το «εγώ θα μεί­νω αλλά με τους δικούς μου όρους» δεν το κατα­λα­βαί­νω. Δηλα­δή «ήξεις, αφή­ξεις ουκ εν πολέ­μω θνή­ξεις» κι εγώ πρέ­πει να ψάξω αν το κόμ­μα θα μπει πριν ή μετά το «ουκ»…

Το Ποτά­μι του Σταύ­ρα­κα, μαζί με ό,τι έχει ξεμεί­νει από ΔημΑρ (η οποία έχει πλέ­ον απο­στα­σιο­ποι­η­θεί από τις αγκυ­λώ­σεις του κυρ-Φώτη περί απα­γκί­στρω­σης), παί­ζουν κόντρα στους ΑνΕλ ως «μένου­με φεύ­γο­ντας, καθ’ όσον μένου­με Ευρώ­πη. Μένου­με διό­τι δεν μπο­ρού­με και δεν πρέ­πει τώρα να κάνου­με αλλοιώς αλλά η παρα­μο­νή μας θα μας βοη­θή­σει να εκσυγ­χρο­νι­στού­με και να γίνου­με μια σωστή χώρα, όπως όλες οι χώρες του πολι­τι­σμέ­νου δημο­κρα­τι­κού δυτι­κού κόσμου. Κι όταν με το καλό τα κατα­φέ­ρου­με, φεύ­γου­με από τα μνη­μό­νια αλλά συνε­χί­ζου­με να μένου­με Ευρώ­πη με την αξία μας και το φιλό­τι­μό μας κι όχι με ξένες πλά­τες. Έτσι κι αλλοιώς, τότε δεν θα έχου­με ανά­γκη τα μνη­μό­νια. Τώρα, το πότε θα έρθει εκεί­νη η ώρα «με το καλό», παρα­μέ­νει μυστή­ριο και ζήτη­μα προς διερεύνηση.

cogito21bΟ ΣυΡι­ζΑ, τέλος, έχει το δικό του βιο­λί, το «φεύ­γου­με αλλά μένου­με». Ξεκι­νή­σα­με ακυ­ρώ­νο­ντας το μνη­μό­νιο αλλά ξεκα­θα­ρί­σα­με ότι δεν θα προ­βού­με σε μονο­με­ρείς ενέρ­γειες, δηλα­δή θα απο­φα­σί­σου­με από κοι­νού και δεν θα κάνου­με του κεφα­λιού μας. Στην συνέ­χεια αφή­σα­με κατά μέρος τις ακυ­ρώ­σεις και κάνα­με λόγο για καταγ­γε­λία των μνη­μο­νί­ων. Βέβαια, όλες οι καταγ­γε­λί­ες γίνο­νταν μονο­με­ρώς, οπό­τε εκεί­νο το περί μη μονο­με­ρών ενερ­γειών πάει περί­πα­το αλλά σπεύ­σα­με να εξη­γή­σου­με (θενκς και μερ­σί κυρ-Δρα­γα­σά­κη!) ότι μιλά­με μόνο για «πολι­τι­κή καταγ­γε­λία». Το οποί­ον, βάλα­με τον λαό να απορ­ρί­ψει με τον πλέ­ον επί­ση­μο τρό­πο την απο­δο­χή μνη­μο­νί­ων και μετά πήγα­με και παραγ­γεί­λα­με και­νούρ­γιο μνη­μό­νιο, πιο περι­ποι­η­μέ­νο από τα προηγούμενα.

Είναι προ­φα­νές ότι η κυβερ­νώ­σα αρι­στε­ρά ολο­κλή­ρω­σε την αντι­μνη­μο­νια­κή της παρά­στα­ση ανή­με­ρα των εκλο­γών του Γενά­ρη. Θυμη­θεί­τε εκεί­να τα ωραία περί ντα­ου­λιών που θα παί­ζα­με και θα χόρευαν οι ξένοι, περί μνη­μο­νια­κών νόμων που θα καταρ­γού­νταν με έναν νόμο κι ένα άρθρο (σχή­μα λόγου), περί σκι­σι­μά­των μνη­μο­νί­ων κλπ. Πολύ θα ήθε­λε να τα εφαρ­μό­σει όλα αυτά η κυβέρ­νη­ση αλλά δεν την άφη­σαν. Έγι­νε πρα­ξι­κό­πη­μα, λένε με έκπλη­ξη τάχα­τες και θυμό, σαν να μη το περί­με­ναν πως οι πιστω­τές θα αντι­δρού­σαν. Και κάπως έτσι κατα­λή­ξα­με στο σουρ­ρε­α­λι­στι­κό «εμείς θέλα­με να φύγου­με αλλά δεν μας άφη­σαν, οπό­τε μένου­με». Κι έχου­με και την Αρι­στε­ρή Πλατ­φόρ­μα από δίπλα να χτυ­πιέ­ται πως ο αγώ­νας συνε­χί­ζε­ται. Φέξε μου και γλί­στρη­σα, δηλαδή.

Τελι­κά, αν το ζήτη­μα δεν ήταν τόσο δρα­μα­τι­κό, θα είχε πολ­λή πλά­κα. Πώς διά­βο­λο γίνε­ται όλοι να σκού­ζουν με τα μνη­μό­νια και, ταυ­τό­χρο­να, όλοι (πλην λακε­δαι­μο­νί­ων κου­κου­έ­δων) να έχουν ως κύριο μέλη­μα να μη δυσα­ρε­στή­σουν τους εμπνευ­στές των μνη­μο­νί­ων; Και, για να μη μουρ­λα­θώ σαν τον Παπα­γιαν­νό­που­λο στο «Για ποιον χτυ­πά­ει η κου­δού­να», ας μου εξη­γή­σει κάποιος στα­ρά­τα και ξάστε­ρα: μένου­με ή φεύγουμε;

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο