Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν (Α) – Τρίτο μέρος (τελευταίο): Κόκκινα συντριβάνια στο χιόνι

Γρά­φει η ofisofi //

Ο Γράμ­μος και η Μουρ­γκά­να είναι τα δυο βου­νά που σημά­δε­ψαν για πάντα τη ζωή του. «Ακό­μα τα πόδια μου σαν να περ­πα­τούν εκεί πάνω» και «Αν σήμε­ρα ο δια­βά­της, σκαρ­φα­λώ­νο­ντας εκεί πάνω, αισθαν­θεί κάπου να κρέ­με­ται ακό­μα κανέ­να αγκο­μα­χη­τό, κανέ­να χαμό­γε­λο, σίγου­ρα είναι τα δικά μου – πάντα, περ­νώ­ντας από κει, θυμό­μουν τον πολυ­μή­χα­νο Κολοκοτρώνη:

«Στον ανή­φο­ρο να γελάς, σκέ­ψου την άλλη μεριά τον κατή­φο­ρο» γρά­φει για το Γράμ­μο ένα βου­νό πάνω στο οποίο παί­χτη­καν ηρω­ι­κές αλλά και τρα­γι­κές πρά­ξεις που οδή­γη­σαν σε ανώ­μα­λες και οδυ­νη­ρές προ­σγειώ­σεις στην πραγματικότητα.

Από την μια μεριά η Μουρ­γκά­να. Ο δρό­μος προς αυτό το βου­νό είχε τη δική του οδύσ­σεια και συν­δέ­ε­ται με άλλες τρα­γι­κές πρά­ξεις. Ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος κατα­φεύ­γει στη Μουρ­γκά­να αυτο­μο­λώ­ντας από τον εθνι­κό στρα­τό. Η ιστο­ρία αυτή φέρ­νει στην επι­φά­νεια τον τρί­το Νίκο, τον Πλου­μπί­δη, «ο ήπιος, συζη­τη­τι­κός, γλυ­κύ­τα­τος Πλου­μπί­δης». Η μορ­φή του Νίκου Πλου­μπί­δη από τις πιο τυπι­κές μιας επο­χής με δυο πρό­σω­πα. Σκλη­ρό­τη­τα, αυταρ­χι­κό­τη­τα, απαν­θρω­πιά η μία όψη, καρ­τε­ρι­κό­τη­τα, ψυχι­κή γαλή­νη, υπα­κοή , πίστη και αφο­σί­ω­ση μέχρι θανά­του η άλλη. Ανά­με­σα τους ο χώρος μέσα στον οποίο έδρα­σαν άνθρω­ποι με όνει­ρα και ελπί­δες που ταλαι­πω­ρή­θη­καν και ταλαι­πώ­ρη­σαν. Για τον Αλε­ξαν­δρό­που­λο ο Πλου­μπί­δης ήταν η τελειό­τε­ρη ενσάρ­κω­ση της σύγ­χυ­σης της ηγε­σί­ας για τις επερ­χό­με­νες εξελίξεις.

«Να πάτε, για­τί έτσι θ’ αλλοιω­θεί η σύν­θε­ση του στρα­τεύ­μα­τος» αυτά τα λόγια του Πλου­μπί­δη «λει­τούρ­γη­σαν στο μυα­λό μας σαν μια απο­κά­λυ­ψη, τόσο έγκυ­ρη, τόσο δια­φω­τι­στι­κή, που με μιας λύθη­καν οι απο­ρί­ες και τα ταραγ­μέ­να πράγ­μα­τα εμπή­καν όλα στη θέση τους..»

Υπήρ­χε ενθου­σια­σμός και πίστευαν ότι η κατά­τα­ξη στον εθνι­κό στρα­τό μπο­ρού­σε αλη­θι­νά να αλλά­ξει τα πράγ­μα­τα. Και όταν είναι νέος κανείς αισθά­νε­ται ότι έτσι πρέ­πει να κάνει, διό­τι το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος των νέων που εντά­χθη­καν και αγω­νί­στη­καν μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΚΚΕ και του ΔΣΕ συνέ­χι­ζαν μια στά­ση ζωής και όλα τα άλλα ακολουθούσαν.

Έτσι λοι­πόν βρέ­θη­καν αντι­μέ­τω­ποι με το δίλημ­μα να πάνε ή να μην πάνε στο στρα­τό. Η από­φα­ση ήταν να πάνε και σε αυτή οδή­γη­σε η τρα­γι­κή άγνοια που στη συνέ­χεια μορ­φο­ποι­ή­θη­κε σε ακό­μα πιο τρα­γι­κή γνώση.

Η στρά­τευ­ση ήταν μία παγί­δα και πολύ γρή­γο­ρα έγι­νε αντι­λη­πτό ότι όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να αλλοιώ­σουν το στρά­τευ­μα αλλά το στρά­τευ­μα είχε όλες τις δυνά­μεις όχι απλά να τους αλλοιώ­σει αλλά να τους λιώ­σει. Αιχ­μα­λω­τι­σμέ­νοι προ­σπα­θούν να βρουν μια τρύ­πα να ξεφύ­γουν. Από μια εύνοια της τύχης που το χέρι της καθο­δη­γού­σε κυρί­ως η ικα­νό­τη­τα στο γρά­ψι­μο γλυ­τώ­νει τη Μακρό­νη­σο και κάποια στιγ­μή βρί­σκε­ται στα Γιάννενα.

Από εκεί αυτο­μό­λη­σε για τη Μουρ­γκά­να, για το Δημο­κρα­τι­κό Στρατό.

Σκέ­ψεις και εκτι­μή­σεις για τους στρα­τιώ­τες του εθνι­κού στρα­τού, για την ψυχι­κή τους κατά­στα­ση και την περί­ο­δο ανα­μο­νής και για το πώς θα μπο­ρού­σε να την αξιο­ποι­ή­σει το αντάρ­τι­κο ανα­πτύσ­σο­νται. Και από εκεί ο προ­βλη­μα­τι­σμός πηγαί­νει στην ηγε­σία, στις ατε­λεί­ω­τες συζη­τή­σεις, στις κακές επι­λο­γές, στην ανα­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, στη σύγ­χυ­ση, στην αβε­βαιό­τη­τα που οδή­γη­σαν σε αδια­νό­η­τους χει­ρι­σμούς. « Τα πιο παλα­βά πράγ­μα­τα έγι­ναν τότε.»

DSE

Και ο Δημο­κρα­τι­κός Στρατός;

« …υπήρ­ξε μια στιγ­μή πολύ υψη­λή με το ακα­τά­βλη­το πεί­σμα του, με την απί­στευ­τη πολε­μι­κή του αντο­χή, αλλά ήταν και μία πλά­νη από τις μεγα­λύ­τε­ρες, ιδέα και εκτέ­λε­ση. Οι άνθρω­ποι πολέ­μη­σαν, όπως πολε­μούν μόνο οι μεγά­λοι απελ­πι­σμέ­νοι. Και το κατα­πλη­κτι­κό ήταν ότι μέσα σε κάθε προ­σπά­θεια, σε κάθε πρά­ξη, επί τρία σκλη­ρό­τα­τα χρό­νια, ήταν παρού­σα αυτή ακρι­βώς η υπε­ρέ­ντα­ση, η ψυχο­λο­γία του παι­χνι­διού με τον θάνα­το, που συνή­θως ο άνθρω­πος το ζει και το παί­ζει μόνο σε κάποιες στιγ­μές, σε κάποιες ώρες, περισ­σό­τε­ρο δεν αντέ­χει. Κι όμως εδώ τρία χρό­νια κρα­τού­σε χωρίς το ηθι­κό των ανθρώ­πων να σπά­ει κι οι δυνά­μεις να τους εγκα­τα­λεί­πουν. Μα τα μέτρη­σε όλα ο χρό­νος. Εκεί­νος έδω­σε τη λύση – το 1949 άλλα­ξαν πολλά…»

Οι δια­πι­στώ­σεις του πικρές και οδυ­νη­ρές για­τί μεγα­λύ­τε­ρη σημα­σία και από την ήττα είχαν «οι αλλα­γές που φέρ­νει μέσα στους ανθρώ­πους το αίσθη­μα του τέλους – και το ίδιο το γεγο­νός του τέλους. Ενός τέλους που ήρθε να δικαιώ­σει όλους τους άλλους, όχι όμως κι εσένα…»

«Με την ήττα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού τελεί­ω­σε ο κύκλος. Ό,τι ανθρώ­πι­να σπου­δαίο κι αλη­θι­νό έπε­σε στη δική μας μοί­ρα ν’ αγγί­ξου­με, έφευ­γε τώρα από τα χέρια μας κι ό,τι μπο­ρού­σες να κρα­τή­σεις ήταν η ανά­μνη­σή του. Η λει­τουρ­γία έλη­ξε, αλλά θα χρεια­ζό­ταν να περά­σει ακό­μη πολύς και­ρός για να το κατανοήσουμε…»

Η Μουρ­γκά­να λοι­πόν και ο εμφύ­λιος. Μια ιστο­ρία δύσκο­λη να λησμο­νη­θεί, να την αφη­γη­θεί «με ηρε­μία ψυχής» καθώς «οι ουλές» είναι πολ­λές και οι στιγ­μές που επα­νέρ­χο­νται μεγά­λες και αναρίθμητες.

Η μνή­μη ζωντα­νεύ­ει εκεί­νη τη νύχτα που δρα­πε­τεύ­ει από τον ένα στρα­τό και ο σκο­πός του είναι να περά­σει στον άλλο, το δημο­κρα­τι­κό, στη Μουρ­γκά­να. Τα επει­σό­δια της δια­δρο­μής, οι κίν­δυ­νοι, η άγνοια τους, το άγνω­στο, η περι­πέ­τεια έρχο­νται και σμί­γουν με τις υστε­ρό­τε­ρες σκέ­ψεις για την αίσθη­ση όλων αυτών των περι­στα­τι­κών πάνω του.

DSE1

Ο εμφύ­λιος πόλε­μος – γρά­φει – δεν είναι κάτι που γίνε­ται κάθε μέρα και σκια­γρα­φεί ανά­με­σα στα άλλα και τις ψυχο­λο­γι­κές κατα­βο­λές του. Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση οι μάχι­μοι αντί­πα­λοι του ΕΑΜ δεν υπήρ­χαν ή ήταν ασή­μα­ντοι. Όμως η αντι­πα­λό­τη­τα ανά­με­σα στους ηγέ­τες των δεξιών δυνά­με­ων που έτρε­μαν στην ιδέα της επι­κρά­τη­σης του ΕΑΜ–ΕΛΑΣ και προ­σέ­τρε­ξαν για βοή­θεια στις ξένες δυνά­μεις και στους ΕΑΜί­τες που ωθού­νταν από την τακτι­κή των άλλων να ξανα­πά­ρουν τα όπλα προ­ε­τοί­μα­σε το έδα­φος για τον πόλε­μο που «εμείς τον λέμε εμφύ­λιο, οι άλλοι συμ­μο­ρι­το­πό­λε­μο και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν η συνέ­χεια και η τρα­γι­κή κατά­λη­ξη του εθνι­κού απε­λευ­θε­ρω­τι­κού πολέ­μου στα χρό­νια της κατο­χής. Ένα δεύ­τε­ρο αντάρ­τι­κο ακρι­βώς έτσι που το είπαν.»

Ο εμφύ­λιος πόλε­μος ή καλύ­τε­ρα το δεύ­τε­ρο αντάρ­τι­κο κατα­λαμ­βά­νει σημα­ντι­κό κομ­μά­τι στη μνή­μη του.

Η εμφύ­λια δια­μά­χη είχε δια­φο­ρε­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά από την αντί­στα­ση ενα­ντί­ον των Γερ­μα­νών. Ήταν οι ιδέ­ες που έμε­ναν «αρρα­γείς, άτρω­τες». Οι ιδέ­ες έβγαι­ναν δυνα­τό­τε­ρες μέσα από τις πιέ­σεις και τις δυσκο­λί­ες. Φορέ­ας τους ήταν ο τύπος του ιδε­ο­λό­γου αγω­νι­στή που πρω­τα­γω­νι­στού­σε σε όλα τα γεγο­νό­τα. Πολ­λές ιδε­ο­λο­γι­κές γνώ­σεις δεν είχε αλλά είχε ζήλο και ψυχή. Η ιδε­ο­λο­γία ήταν στην καλύ­τε­ρή της ώρα και συνέ­βαι­νε να ανα­γνω­ρί­ζε­ται όχι ο βαθ­μός των γνώ­σε­ων αλλά ο ρόλος που έπαι­ξε το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα και τα παλιά στε­λέ­χη του στην Αντί­στα­ση. «Η συνει­σφο­ρά των κομ­μου­νι­στών ήταν αναμ­φι­σβή­τη­τη, παρό­λο που καλ­λιερ­γή­θη­καν του κόσμου οι υπερ­βο­λές». Η αντί­στα­ση θα γινό­ταν και χωρίς τους κομ­μου­νι­στές, αλλά αυτοί έφε­ραν πολ­λά και­νού­ρια πράγ­μα­τα όπως φρέ­σκιες δυνά­μεις, πολύ καλύ­τε­ρη οργά­νω­ση, συνο­χή και απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα και κυρί­ως νέες ιδέ­ες. Κυρί­αρ­χη ήταν η ιδέα της κοι­νω­νι­κής δικαιο­σύ­νης και της λαϊ­κής κυριαρ­χί­ας. Αυτές μαζί με άλλες ένω­σαν τις όποιες δια­μοι­ρα­σμέ­νες δυνά­μεις σε ενιαίο μέτω­πο και δημιούρ­γη­σε το έπος της εθνι­κής αντί­στα­σης. Σημα­ντι­κό­τα­το ρόλο έπαι­ξαν σε αυτό τα μέλη και τα στε­λέ­χη του κόμ­μα­τος που γύρι­σαν από τις φυλα­κές και τις εξο­ρί­ες με εμπει­ρί­ες και γνώ­σεις θεω­ρη­τι­κές. Έτσι ανέ­λα­βαν ηγε­τι­κές θέσεις και καθο­δή­γη­σαν τον αγώ­να με επι­τυ­χία μέχρι λίγο πριν από την ολο­κλή­ρω­σή του.

Στο Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό όμως η κατά­στα­ση ήταν δια­φο­ρε­τι­κή, για­τί ακο­λου­θή­θη­κε μια δια­φο­ρε­τι­κή γραμ­μή που οδή­γη­σε τους ιδε­ο­λό­γους στο περι­θώ­ριο, «γκρε­μί­σμα­τα ανα­πά­ντε­χα, ορμη­τι­κά και οδυ­νη­ρά, καθώς από την προη­γού­με­νη περί­ο­δο είχε καλ­λιερ­γη­θεί και μια έπαρ­ση που πρό­λα­βε να ριζώ­σει αρκε­τά βαθιά στην ψυχο­λο­γία του παλιού, του προ­πο­λε­μι­κού του δικού μας κομμουνιστή».

Ο εμφύ­λιος πόλε­μος ήταν σκλη­ρός, μακρό­χρο­νος και κατά τη διάρ­κειά του δοκι­μά­στη­καν όχι μόνο οι αντο­χές των ανθρώ­πων αλλά και των ιδε­ών. Μέσα στον πόλε­μο άρχι­ζε ένας άλλος πόλε­μος, αυτός των ιδε­ών, ένας εμφύ­λιος μέσα στον εμφύ­λιο με εσω­κομ­μα­τι­κές συγκρού­σεις και συντρο­φι­κούς δια­πλη­κτι­σμούς που προ­ε­τοί­μα­ζαν το έδα­φος για ό,τι ακο­λού­θη­σε, από την ήττα μέχρι τη διά­σπα­ση με τις ανά­λο­γες συνέ­πειες. Σημα­ντι­κή συμ­βο­λή σε όλα αυτά είχε η φθο­ρά, «η κρυ­φή εσω­τε­ρι­κή φθο­ρά και πολ­λές φορές η κατα­στρο­φή όλων εκεί­νων με τα οποία κάπο­τε αρχί­ζα­με» και κυρί­ως «η φθο­ρά που παθαί­νει μια προ­σπά­θεια όχι όταν ο αγώ­νας έχει κρι­θεί έτσι ή αλλιώς, αλλά όσο ακό­μα γίνεται».

Δια­φω­νεί λοι­πόν με την άπο­ψη που έχει καλ­λιερ­γη­θεί ότι οι δύο υπερ­δυ­νά­μεις έσπρω­ξαν τους Έλλη­νες στον εμφύ­λιο. Αυτή η άπο­ψη ται­ριά­ζει πολύ στο καλ­λιερ­γού­με­νο πνεύ­μα της εθνι­κής αλλη­λεγ­γύ­ης καθώς μετα­θέ­τει τις ευθύ­νες από τους εμπλε­κό­με­νους στους άλλους, τους ξένους, στους Ρώσους και στους Αμε­ρι­κά­νους. Μόνο που τα πράγ­μα­τα δεν έγι­ναν έτσι.

Λίγο πολύ η πολι­τι­κή των Άγγλων και των Αμε­ρι­κά­νων με τις επεμ­βά­σεις τους είναι γνω­στή τόσο το Δεκέμ­βρη του 1944 όσο και στον εμφύ­λιο. Εκεί­νο που έχει ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον είναι η πολι­τι­κή της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης και του Στάλιν.

Ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος επι­κα­λού­με­νος τόσο την εμπει­ρία του και τη συμ­με­το­χή του στο κίνη­μα όσο και την παρα­μο­νή του στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση για πάνω από τριά­ντα χρό­νια καθώς και τις επα­φές και συζη­τή­σεις με σοβιε­τι­κούς διπλω­μά­τες υπο­στη­ρί­ζει ότι δεν υπήρ­χε καμία βοή­θεια από τη σοβιε­τι­κή πλευ­ρά. Θα πρέ­πει πρώ­τα πρώ­τα να λάβει κανείς υπό­ψη του τις τρα­γι­κές οικο­νο­μι­κές συν­θή­κες και τα τερά­στια προ­βλή­μα­τα της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης για να μπο­ρέ­σει να εξη­γή­σει κάποια γεγο­νό­τα που δια­φο­ρε­τι­κά θεω­ρού­νται αδια­νό­η­τα. Οι Σοβιε­τι­κοί δεν επι­κρο­τού­σαν τον εμφύ­λιο, η συμπα­ρά­στα­σή τους ήταν υπο­το­νι­κή και εκδή­λω­ναν απρο­θυ­μία να βοη­θή­σουν. «Και ούτε κανό­νια ούτε αεροπλάνα…και ούτε ένα καΐ­κι», «Του Στά­λιν ο εμφύ­λιος τότε στην Ελλά­δα του χρεια­ζό­ταν όσο κι ένας πονόδοντος».

Σε μια προ­σπά­θεια ερμη­νεί­ας της πολι­τι­κής του Στά­λιν ανα­φέ­ρει ότι υπήρ­χε μια στα­θε­ρά δια­μορ­φω­μέ­νη αντί­λη­ψη του Στά­λιν πριν από τον πόλε­μο ακό­μη σύμ­φω­να με την οποία δεν τον ενδιέ­φε­ρε τίπο­τε έξω από τα σύνο­ρα της χώρας του. Ήταν μια αρχή πάνω στην οποία στή­ρι­ξε την εξω­τε­ρι­κή του πολι­τι­κή και ειδι­κά η Ελλά­δα δεν τον απα­σχό­λη­σε ποτέ στα σοβα­ρά. Ανά­γο­ντας ιστο­ρι­κά το θέμα δια­τυ­πώ­νει την άπο­ψη ότι εκτός από την Αικα­τε­ρί­νη κανείς ποτέ στην επί­ση­μη Ρωσία δεν έδει­ξε ενδια­φέ­ρον για την Ελλά­δα. Αυτή η αδια­φο­ρία δεν άλλα­ξε ούτε από τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση «σε μια τέλεια παρα­φω­νία με το ζεστό αίσθη­μα του ρωσι­κού λαού».

«Αυτά το δικό μας κίνη­μα, με την άγνοια του και τις πολ­λές του ψευ­δαι­σθή­σεις, θα τα πλή­ρω­νε πανά­κρι­βα. Δεν ήταν σε θέση να σκε­φτεί, να σταθ­μί­σει, όταν μάλι­στα απο­πά­νω είχε τελεί­ως λεί­ψει η ικα­νή λαϊ­κή ηγεσία.»

Μπρο­στά σε αυτήν την απο­κά­λυ­ψη ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος νιώ­θει σπα­ραγ­μό και ομο­λο­γεί ότι του ήταν δύσκο­λο να κατα­λά­βει κάτι που μέσα του το είχε πλέ­ξει με μια βαθιά πεποίθηση.

Φτά­νο­ντας προς το τέλος του πρώ­του βιβλί­ου ανα­ρω­τιέ­ται τι χρειά­ζο­νται αυτά και αν χρειά­ζο­νται σε κάποιον σήμε­ρα, αν κάτι έχουν να του πουν. Ένα βιβλίο που «γρά­φε­ται με παύ­λες και στιγ­μές όπως ο τηλέγραφος».

Η μνή­μη είναι ένας από τους όρους της ζωής και στη­ρί­ζει το παρόν και το μέλ­λον . Με αυτήν ανα­σύ­ρε­ται ό,τι έχει μεί­νει ζωντα­νό και πάνω σε αυτό μπο­ρεί να στη­ρι­χτεί κανείς για να ξεπε­ρά­σει μια κρί­ση, να μπο­ρέ­σει να επιβιώσει.

«Ιδιαί­τε­ρα σήμε­ρα, αυτούς τους και­ρούς, όπου κι όταν δεν στο πετάν στο πρό­σω­πο, νιώ­θεις ν’ ακο­λου­θεί το κάθε σου βήμα η επι­βε­βαί­ω­ση, άλλο­τε τρα­γι­κή κι άλλο­τε κωμι­κή της διά­ψευ­σης, που έχει γίνει ιστο­ρι­κό γεγο­νός πια. Της διά­ψευ­σης εκεί­νου του κόσμου που θελή­σα­με τότε να φτιά­ξου­με, παίρ­νο­ντας τα βου­νά και κάνο­ντας όλα εκεί­να, τα οποία κάνα­με – και παθαί­νο­ντας τα όσα πάθα­με. Ευτυ­χώς , σου λένε τώρα, που δεν φτιά­ξα­τε εκεί­να που λέγα­τε, που δεν μπο­ρέ­σα­τε. Ευτυ­χώς για τον τόπο, γι’ αυτόν τον λαό.

Αυτά αναμ­φι­σβή­τη­τα έχουν μια λογι­κή δική τους και βρί­σκουν αντα­πό­κρι­ση στο σημε­ρι­νό πραγ­μα­τι­κό κόσμο, η πικρή αλή­θεια είναι αυτή. Κι όταν τη σκέ­φτε­σαι, όσο τη σκέ­φτε­σαι, τόσο βλέ­πεις να σου γλι­στράν κι εκεί­νες οι δικές σου λεπτο­μέ­ρειες, χάνε­ται από πάνω τους κάτι που έπρε­πε να έχει αξία, ένα άλλο νόη­μα, χάνε­ται η σημα­σία, η μαγεία ακό­μα – η αντο­χή στο χρόνο…

Όμως είναι αδύ­να­το μια τέτοια αλή­θεια να τη συλ­λά­βου­με με την καρ­διά μας. Με το νου μπο­ρεί. Και πρέ­πει. Στο κάτω κάτω δικά του – του νου – ήταν τα σφάλ­μα­τα και οι ενο­χές. Ενώ η καρ­διά δεν μπο­ρεί να νιώ­σει ένο­χη , για­τί δεν είναι.

Κι αν πράγ­μα­τι είναι έτσι, έχου­με ήδη κρα­τή­σει μια μεγά­λη ελπίδα.

Ίσως αυτός είναι ο λόγος που κάνει και τη μνή­μη να δεί­χνει μια δική της επιμονή».

alex3Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Αυτά που μένουν. Α. Η γραμ­μή της ζωής, Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Αθή­να 2000

 

Το πρώ­το μέρος ΕΔΩ
Το δεύ­τε­ρο μέρος ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο