Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν (Β) – Πρώτο μέρος: Η πτώση του Ίκαρου

Γρά­φει η ofisofi //

Στην οθό­νη της τηλε­ό­ρα­σης δύο πρό­σω­πα, ο Γκορ­μπα­τσώφ και ο Γέλ­τσιν, αναγ­γέλ­λουν την νέα ονο­μα­σία του κρά­τους, Ένω­ση κυρί­αρ­χων κρα­τών. Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση δεν υπάρ­χει πια.

Η μνή­μη πίσω στο 1949. «Καρα­βο­τσα­κι­σμέ­νοι» μετά την ήττα στο μακρι­νό ταξί­δι της προ­σφυ­γιάς στις εσχα­τιές της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης. Η μορ­φή και η προ­σω­πι­κό­τη­τα του Στά­λιν κυρί­αρ­χη και παντο­δύ­να­μη. «Το όνο­μά του, η δόξα και η δύνα­μη» δεν μπο­ρού­σε να μετρη­θεί ούτε να συγκρι­θεί με τίπο­τε άλλο. Ο Στά­λιν ένω­σε κάτω από το όνο­μά του εκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πους και σε στιγ­μές ιστο­ρι­κές δημιούρ­γη­σε μεγά­λους πόθους στην ψυχή τους. «Αναμ­φι­σβή­τη­τα υπήρ­ξαν δια­στά­σεις κοσμοϊ­στο­ρι­κές σ’ αυτό το αίσθη­μα κι έτσι μετα­ξύ των άλλων πρέ­πει να εξη­γη­θεί και η μεγά­λη του αγνό­τη­τα και αφέλεια».

Άρα­γε ο Στά­λιν είχε ανη­συ­χή­σει για το μέλλον;

Ο Στά­λιν τα γνώ­ρι­ζε όλα και τι ακρι­βώς συμ­βαί­νει με τα καθε­στώ­τα και τις ανα­τρο­πές τους . Φαι­νό­ταν παντο­δύ­να­μος, αλλά η προ­σω­πι­κή του ανα­σφά­λεια επη­ρέ­α­ζε τις απο­φά­σεις του. Μέσα του είχε την αίσθη­ση κιν­δύ­νων που μπο­ρού­σαν να τον οδη­γή­σουν στην κατα­στρο­φή και αυτό υπήρ­ξε καθο­ρι­στι­κός παρά­γο­ντας στη συμπε­ρι­φο­ρά του, τόσο μεγά­λος που ούτε το νικη­φό­ρο απο­τέ­λε­σμα του πολέ­μου μπό­ρε­σε να καθησυχάσει.

Ένας πίνα­κας του Μπρέι­γκελ, Η πτώ­ση του Ίκα­ρου, οδη­γεί σε σκέ­ψεις και δια­πι­στώ­σεις για ό,τι μένει από στιγ­μές στην ιστο­ρία «που μόνες τους μας βάζουν σε σκέ­ψη με τον ιδιαί­τε­ρο πυρε­τό τους, την ιδιαί­τε­ρη δική τους έξα­ψη που μας την μετα­δί­νουν κι εμάς και αρκε­τά πράγ­μα­τα τότε μπο­ρού­με να δού­με κι εμείς με τα μάτια μας καθώς το δρά­μα παί­ζε­ται από την πρώ­τη ως την τελευ­ταία στιγ­μή, από την ελπί­δα στη διά­ψευ­ση. Η επο­χή που ζήσα­με εμείς τέτοια ήταν, τα είχε μέσα όλα και τώρα όλες οι λέξεις της είναι βαμ­μέ­νες στο πικρό σύνολο».

​Pieter Bruegel, Η πτώση του Ίκαρου (1558) Royal Museums of Fine Art of Belgium

​Pieter Bruegel, Η πτώ­ση του Ίκα­ρου (1558) Royal Museums of Fine Art of Belgium

Οι παι­δι­κές ανα­μνή­σεις του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου «φωτί­ζο­νται» από τις φωτιές που έκαι­γαν τα σπί­τια και τα μαγα­ζιά στην γενέ­τει­ρά του την Αμα­λιά­δα, οι αυτο­κτο­νί­ες εμπό­ρων της πόλης συν­δέ­ο­νται με την οικο­νο­μι­κή κρί­ση των χρό­νων πριν τον δεύ­τε­ρο μεγά­λο πόλε­μο και αυτή με τη σει­ρά της οδη­γεί στην ανα­ζή­τη­ση του ενό­χου, στο άρρω­στο καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα. Τότε είναι που νέοι αυτοί είδαν το σοσια­λι­σμό σαν τη θερα­πεία κάθε οικο­νο­μι­κής, πολι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής παθο­γέ­νειας, στρα­τεύ­τη­καν σ’ αυτό το όρα­μα και πορεύ­τη­καν σ΄ένα δρό­μο που το περ­πά­τη­μά του κρά­τη­σε μια ολό­κλη­ρη ζωή και τώρα βλέ­πει τη δια­δρο­μή σε αντί­στρο­φη πορεία από τον σοσια­λι­σμό στον καπι­τα­λι­σμό. Είναι η επο­χή που η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση μοιά­ζει σαν τα κλει­στά σπί­τια της Αμαλιάδας.

«Υπάρ­χει στο βάθος μια μεγά­λη ομοιό­τη­τα, για­τί τι άλλο ήταν ο σοσια­λι­σμός ο δικός μας από μια παρά­τα­ση της παι­δι­κής μας ηλι­κί­ας, και τόσο κρά­τη­σε χωρίς να μπο­ρέ­σει τελι­κά να εκθρέ­ψει γερές βιώ­σι­μες μορ­φές και οργα­νι­σμούς, ικα­νούς ν’ αντέ­ξουν στην αμεί­λι­κτη δοκι­μα­σία της ωρι­μό­τη­τας, στις ζώνες της ζωής από κει και πέρα… Παρά­ξε­να πράγ­μα­τα, αν το σκε­φτείς φυσιο­λο­γι­κά: γερ­νά κανείς δίχως να ενη­λι­κιω­θεί, επει­δή φορ­τώ­θη­κε πολ­λά η παι­δι­κό­τη­τά του. Επει­δή τη ζού­λι­ξαν και στρά­βω­σε, όπως στο κλή­μα πάνω στρα­βώ­νει και ακι­νη­το­ποιεί­ται το και­νούρ­γιο μάτι. Κρα­τή­σα­με για τον εαυ­τό μας αυτό το προ­νό­μιο. Και συνε­χί­σα­με να παί­ζου­με κάπο­τε τα πιο σκλη­ρά παι­χνί­δια. Τόσο σκλη­ρά, που έξω από τη χώρα της παι­δι­κό­τη­τας, όπου όλα μπο­ρούν και γίνο­νται κι όλα πιστεύ­ο­νται, έξω από εκεί­νη την περιο­χή μένουν αδια­νό­η­τα κι απί­στευ­τα, για­τί είναι ανθρω­πί­νως αδύ­να­τα. …Και να δώσει ο θεός να μην αρχί­σουν τώρα εκεί πάνω να παί­ζουν και τις πυρκαγιές…» 

Μετά την ήττα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού μεγά­λος αριθ­μός μαχη­τών από αυτούς που πέρα­σαν στις Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες, ανά­με­σά τους και ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, οδη­γή­θη­καν στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Η προ­σω­πο­λα­τρία είχε δια­πο­τί­σει τους πάντες και τα πάντα και το πρό­σω­πο που λατρευό­ταν ήταν ο Στά­λιν. Όσοι δια­φω­νού­σαν, αμφι­σβη­τού­σαν, αντι­τέ­θη­καν στην προ­σω­πο­λα­τρία, στον Στά­λιν, θεω­ρού­νταν αντί­θε­τοι με τον σοσια­λι­σμό, τις ιδέ­ες, τα ιδα­νι­κά του, αλλά και την ίδια την πατρί­δα τους. Αυτοί οι άνθρω­ποι «Φοβού­νταν βέβαια, αλλά δεν ήταν μόνο ο φόβος. Έξω από αυτούς, εχθρι­κά απέ­να­ντί τους είχε σχη­μα­τι­σθεί ένα γενι­κό αίσθη­μα που ένω­νε όλους τους άλλους κι ήταν παντοδύναμο».

Για να κατα­λά­βει κανείς τι συνέ­βαι­νε εκεί­νη την επο­χή θα πρέ­πει να το δει σε συν­δυα­σμό με το πνεύ­μα της νίκης που επι­κρα­τού­σε μετά τον πόλε­μο και την προ­βο­λή όλων των θετι­κών πλευ­ρών της. Επι­πλέ­ον εκεί­νη την επο­χή, το 1949, η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση ξεπερ­νού­σε πολύ σημα­ντι­κά οικο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα και μια νέα επο­χή φαι­νό­ταν να ανα­τέλ­λει μέσα από τα ερεί­πια του πολέ­μου. Ο Στά­λιν ήταν εκεί­νος που δια­χει­ρί­στη­κε όλη αυτή την πραγματικότητα.

ALEXB2Η άφι­ξη των μαχη­τών του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, στο Ουζ­μπε­κι­στάν συγκε­κρι­μέ­να, συνέ­πε­σε με τις γιορ­τές για την επα­νά­στα­ση και τα εβδο­μή­ντα χρό­νια του Στά­λιν. Οι μαχη­τές, πρό­σφυ­γες τώρα πια, παρα­κο­λου­θού­σαν κατα­νυ­κτι­κά ό,τι συνέ­βαι­νε γύρω τους, μπρο­στά τους. Τα συναι­σθή­μα­τα ήταν πρω­τό­γνω­ρα «όλοι οι ζώντες ήρω­ες της μυθο­λο­γί­ας μας». Εντυ­πω­σια­σμέ­νοι και χωρίς να απο­ρούν, αντι­με­τώ­πι­ζαν τις διά­φο­ρες εκδη­λώ­σεις με κατα­νό­η­ση και συμπά­θεια «ήταν ένα άλλο κλί­μα πολι­τι­σμού, ψυχο­λο­γί­ας και σκέ­ψης». Ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος σκε­πτό­με­νος αργό­τε­ρα εκεί­νες τις κατα­στά­σεις υπο­στη­ρί­ζει ότι ήταν αδύ­να­το να κατα­λά­βει κάποιος όλα εκεί­να που είχαν αρχί­σει να σχη­μα­το­ποιού­νται και που ενσω­μά­τω­ναν και αυτούς τους ίδιους τους πολι­τι­κούς πρό­σφυ­γες . «Κι εμεί­να­με για χρό­νια περι­χα­ρα­κω­μέ­νοι. Απο­στα­σιο­ποι­η­θή­κα­με από τ’ άλλα, τα πραγ­μα­τι­κά δικά τους προ­βλή­μα­τα, εκεί­να ακρι­βώς που μπο­ρού­σαν να θέτουν ερω­τή­μα­τα, να προ­κα­λούν δικές σου απο­ρί­ες. Εμείς καλά καλά, για ένα μεγά­λο διά­στη­μα, δεν ξέρα­με τι ακρι­βώς γίνε­ται έξω από τα όρια της κλει­στής ζωής μας. Οι πολι­τι­κοί πρό­σφυ­γες κου­βα­λούν εκεί που πάνε τα δικά τους. Μόνο τα δικά τους‘ κι όλα τα δικά τους – omnia mea…»

Η περι­χα­ρά­κω­ση συνο­δευό­ταν και από το αίσθη­μα της ήττας και αυτό τρο­φο­δο­τού­σε άλλα προ­βλή­μα­τα ενώ συγ­χρό­νως δεν τους άφη­νε να δουν τι πραγ­μα­τι­κά συνέ­βαι­νε γύρω τους. «Και σκέ­φτο­μαι τώρα ότι το έτος εκεί­νο, το 1949, ήταν ένα από τα πιο σκλη­ρά ορό­ση­μα ενός αλη­θι­νά συντα­ρα­κτι­κού χρο­νι­κού. Ήταν η επο­χή που θα έμε­νε στη μνή­μη των ανθρώ­πων με τα έκτα­κτα μέτρα κατά του κοσμο­πο­λι­τι­σμού κι εμείς δεν αντι­λη­φθή­κα­με απευ­θεί­ας τίπο­τα, θα τα μαθαί­να­με μετά – θα τα έλε­γε όλα μαζί ο Χρουσώφ.»

Με τον Χρου­σώφ πολ­λά γεγο­νό­τα πήραν δια­φο­ρε­τι­κή όψη, δόθη­καν άλλες ερμη­νεί­ες, γνω­στά γεγο­νό­τα φωτί­στη­καν με άλλο φωτι­σμό. Η προ­σω­πι­κό­τη­τα και η πολι­τι­κή του Στά­λιν αντι­με­τω­πί­στη­καν από άλλη οπτι­κή γωνία. Ο καθέ­νας έλε­γε διά­φο­ρα είτε για να απο­λο­γη­θεί είτε για να δικαιω­θεί. Όμως τα πράγ­μα­τα ήταν δια­φο­ρε­τι­κά. Ο Στά­λιν έζη­σε και έδρα­σε σε μια «επο­χή με τελεί­ως άγνω­στους, ανε­ξε­ρεύ­νη­τους κι απερ­πά­τη­τους τους δρό­μους της». Χρεια­ζό­ταν ένας άνθρω­πος τολ­μη­ρός, γεν­ναί­ος, με πρα­κτι­κό μυα­λό, με δυνα­μι­σμό, θετι­κό πνεύ­μα και στα­θε­ρό­τη­τα για να μπο­ρέ­σει να περ­πα­τή­σει αυτούς τους δρό­μους. Με αυτά τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά και τη γνω­στή του φυσιο­γνω­μία μπή­κε στις καρ­διές εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων. Επο­μέ­νως οι άνθρω­ποι δημιούρ­γη­σαν την εικό­να του Στά­λιν και λιγό­τε­ρο εκεί­νος τη δική του. Και το πιο σπου­δαίο ήταν

«η προ­σω­πι­κή συμ­με­το­χή σ’ όλη εκεί­νη την προ­σπά­θεια, για την οποία είχες κάνει κι ο ίδιος πολ­λά. Είχες συν­δέ­σει μ’ αυτήν τα πάντα, όλα τα όνει­ρα και τις ελπί­δες. Και βέβαια, απέ­να­ντι σ’ αυτή την υπό­θε­ση ήταν ακέ­ραιο το αίσθη­μά σου, χωρίς κενά, ραγί­σμα­τα, χωρίς δεύ­τε­ρες και τρί­τες σκέ­ψεις. Εκεί, σ’ αυτό το αίσθη­μα, ανα­κά­λυ­πτες κι εσύ ο ίδιος τον εαυ­τό σου, δενό­ταν μ’ αυτό όλο σου το νόη­μα. Και δεν μπο­ρού­σε παρά να είσαι απο­λύ­τως βέβαιος για τη γνη­σιό­τη­τα των αισθη­μά­των σου, για την ίδια την προ­σω­πι­κή σου εντι­μό­τη­τα – αυτά προ­βάλ­λο­νταν στο είδω­λο του Στά­λιν. Για έναν άνθρω­πο, που μπο­ρού­σε λιγά­κι να σκέ­φτε­ται μόνος του, ο Στά­λιν ήταν μια σύμ­βα­ση, απα­ραί­τη­τη σ’ εκεί­νον τον αγώ­να, που θα ήταν αδια­νό­η­τος, τελεί­ως αδύ­να­τος, χωρίς μια τέτοια πεποί­θη­ση και συσπεί­ρω­ση. Πιστέ­ψα­με λοι­πόν στον εαυ­τό μας, στην ίδια τη δική μας τιμιό­τη­τα και ειλι­κρί­νεια κι ο Στά­λιν έγι­νε ο κοι­νός απο­δέ­κτης του συλ­λο­γι­κού μας αισθήματος».

Ήταν λοι­πόν πολύ δύσκο­λο να δουν δια­φο­ρε­τι­κά όλα όσα διέ­ψευ­δαν αυτό με το οποίο είχαν ταυ­τι­στεί, ακρι­βώς επει­δή είχαν ταυτιστεί.

Ο ίδιος ο Στά­λιν όμως γνώ­ρι­ζε τι συνέ­βαι­νε και γνώ­ρι­ζε πώς αυτό το γνώ­ρι­ζαν και οι άλλοι. Ήταν ένας άνθρω­πος που τον ενδιέ­φε­ρε το απο­τέ­λε­σμα. Δεν έμε­νε στη λεπτο­μέ­ρεια, δεν είχε μερά­κι, δεν ήταν καλός δια­νοη­τής . Ήταν όμως πολι­τι­κός εκλαϊ­κευ­τής «που ήξε­ρε, είχε ασκη­θεί το χέρι του, να παίρ­νει μια σκέ­ψη, να τη στρί­βει και να τη μυτώ­νει, περ­νώ­ντας από πάνω και την απα­ραί­τη­τη μαντέ­κα να δέσει και να στιλ­βώ­σει.» Κάπως έτσι λοι­πόν μετα­χει­ρί­στη­κε τη μαρ­ξι­στι­κή φιλο­σο­φία, μια φιλο­σο­φία που ταυ­τί­ζε­ται με τη σκέ­ψη και τη μετέ­τρε­ψε σε «έτοι­μα χαπά­κια, με όλα τα συμπε­ρά­σμα­τα προς ανά­γνω­ση και εκτέ­λε­ση» και μετά τη μοί­ρα­σε σε εκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πους έτοι­μους για όλα. Η τακτι­κή του ήταν δημιουρ­γι­κή και κατα­στρο­φι­κή συγχρόνως.

Ανά­λο­γα χρη­σι­μο­ποί­η­σε και τις λέξεις με τις οποί­ες εφάρ­μο­ζε την πολι­τι­κή του . Μέσα από το περιε­χό­με­νό τους συνάρ­πα­ζε και δια­μόρ­φω­νε ανθρώ­πους. Τους ανθρώ­πους τους θεω­ρού­σε πολύ σημα­ντι­κούς αλλά όταν θα τους έφτια­χνε όπως ήθε­λε αυτός «εδώ ήταν όλη η δική του σύλ­λη­ψη, η απα­ρέ­γκλι­τη εμμο­νή του…»

Κρί­νο­ντας όμως κανείς σήμε­ρα την προ­σω­πι­κό­τη­τα, την πολι­τι­κή και τις πρά­ξεις του Στά­λιν αλλά και τη συμπε­ρι­φο­ρά των ανθρώ­πων καθώς και την ποιό­τη­τά τους θα πρέ­πει να τους εντά­ξει στο περι­βάλ­λον της επο­χής τους. Οι άνθρω­ποι πίστευαν τότε ότι όλα ξαναρχίζουν.

«Και ήταν μια επο­χή με κυρί­αρ­χη τη συνεί­δη­ση ότι ο κόσμος αρχί­ζει από την αρχή, όλη η ιστο­ρία. Πως ό,τι έγι­νε ως τώρα ήταν μόνο η προϊ­στο­ρία κι όσα ειπώ­θη­καν μια πλά­νη που κρά­τη­σε τον άνθρω­πο αιχ­μά­λω­το και ήρθε τώρα η απελευθέρωση.»

Καλ­λιερ­γή­θη­κε μια άρνη­ση στο παλιό που επε­κτά­θη­κε και στην πνευ­μα­τι­κή δημιουρ­γία και σκέ­ψη «με δυο λόγια η αντί­λη­ψη που κυριάρ­χη­σε έλε­γε πως η δημιουρ­γι­κή σύν­θε­ση με όσα άξι­ζαν να ζήσουν από τα παλιά, είχε ήδη γίνει μες στον μαρ­ξι­σμό και με το σχή­μα αυτό, μέσα από μια τέτοια αλα­ζο­νεία, ο μαρ­ξι­σμός έπαυε να είναι ζωντα­νή δύνα­μη έρευ­νας, ανα­ζή­τη­σης και δια­λό­γου.» Αυτή η αντί­λη­ψη οδή­γη­σε με τη σει­ρά της στην υιο­θέ­τη­ση κάθε νέου και στην απόρ­ρι­ψη κάθε τι που ερχό­ταν από το παρελ­θόν. Επι­κρά­τη­σε η απλού­στευ­ση και η εντυ­πω­σια­κή επι­φά­νεια των πραγ­μά­των και οι λέξεις χρη­σι­μο­ποιού­νταν με την κυριο­λε­κτι­κή τους σημα­σία. Κάπως έτσι συνέ­βη με τον μαρ­ξι­σμό και τον Στά­λιν και τη σχέ­ση της απλό­τη­τας που ανα­πτύ­χθη­κε ανά­με­σά τους και υπήρ­ξαν πάρα πολ­λοί – είτε απλοί άνθρω­ποι είτε δια­νο­ού­με­νοι – που ενστερ­νί­στη­καν αυτή την απλό­τη­τα. Όμως στην πορεία το πραγ­μα­τι­κό, αυτό που φαι­νό­ταν, γινό­ταν εικο­νι­κό και τα πράγ­μα­τα από μέσα άλλα­ζαν, αλλοιώ­νο­νταν και σχη­μα­τί­ζο­νταν πλά­νες, δύσκο­λα αντιληπτές.

Ο Στά­λιν δια­μόρ­φω­σε ο ίδιος και παρέ­δω­σε τον τύπο του ηγέ­τη που περ­πα­τού­σε με το ένα πόδι αν έτσι μπο­ρεί να απο­δο­θεί η μονο­μέ­ρεια και μονο­λι­θι­κό­τη­τά του.

«Εκεί μέσα, σ’ αυτόν τον τύπο, είχε τοπο­θε­τη­θεί η βόμ­βα, που στο τέλος τα τίνα­ξε όλα στον αέρα, πράγ­μα για το οποίο, όπως είπα από την αρχή, ο Στά­λιν πρέ­πει να είχε μια δική του βαθιά, κρυ­φή απ’ όλους τους άλλους, επί­γνω­ση. Ναι, ο Στά­λιν σήμε­ρα, αν μπο­ρού­σε – δεμέ­νος σε κανέ­να κατάρ­τι – να δει από κάπου τι απέ­γι­νε, μπο­ρεί να μην ξαφ­νια­ζό­ταν. Μπο­ρεί να ένιω­θε, μετα­ξύ των άλλων, και την προ­σω­πι­κή ικα­νο­ποί­η­ση μιας επιβεβαίωσης.

Όλοι περ­πά­τη­σαν με τον ίδιο τρό­πο. Αλί­μο­νο. Τώρα η σοβιε­τι­κή ιστο­ρία από πλευ­ράς ηγε­σί­ας μετά τον Στά­λιν δίνει μια πολύ τυπι­κή εικό­να πώς η τρα­γω­δία εξε­λίσ­σε­ται σε φάρ­σα. Ό,τι και να’ παν αυτοί οι άνθρω­ποι, ακό­μα κι όταν ανα­θε­μά­τι­ζαν, τρο­με­ρά συγ­χι­σμέ­νοι, τον Στά­λιν, ό,τι και να θέλη­σαν να πουν, η περ­πα­τη­σιά ήταν ίδια κι απα­ράλ­λα­χτη – επή­γαι­ναν στα τυφλά και με το ένα πόδι. Κι από το ‘85 με λύπη ψυχής παρα­κο­λου­θού­σα και τον Γκορ­μπα­τσώφ να τρε­κλί­ζει, όπως ο άνθρω­πος που κατα­λα­βαί­νει, αισθά­νε­ται την ανά­γκη να πατή­σει και με το άλλο πόδι, αλλά δεν ξέρει πώς γίνε­ται αυτό, πού είναι το άλλο πόδι και αν είναι, αν πράγ­μα­τι το έχει ένα δεύ­τε­ρο πόδι.

Σ’ αυτόν τον άνθρω­πο μαζεύ­τη­καν όλα. Μ’ εκεί­νον έσκα­σε η βόμ­βα, αφη­μέ­νη εκεί από τα χρό­νια τότε που τους ανθρώ­πους τους μάθαι­ναν να βλέ­πουν εκεί­νο μόνο που τους έδει­χναν. Δεν μπο­ρεί όλη εκεί­νη η ιστο­ρία να κλει­στεί σ’ έναν ορι­σμό, όμως, ως προς τη βιο­λο­γι­κή της μοί­ρα, ήταν τελι­κά ένα παρά­ξε­νο παι­δί – γέρα­σε και πέθα­νε χωρίς να ενηλικιωθεί».

Ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος επι­κα­λεί­ται τα λόγια του Λένιν για τη σκλη­ρό­τη­τα του Στά­λιν και υπο­στη­ρί­ζει ότι αυτή τη σκλη­ρό­τη­τα την φρό­ντι­σε περισ­σό­τε­ρο απ’ όλα για­τί ήταν το μεγά­λο του όπλο στην ψυχι­κή χει­ρα­γώ­γη­ση των ανθρώπων.

« Σκλη­ρή ψυχή. Και πιο σκλη­ρή από κεί­νον η Επο­χή. Για να ξεπε­ρά­σει κανείς τον Στά­λιν, να τον βγά­λει από μέσα του, έπρε­πε να κάνει μια δική του προ­σπά­θεια με την Επο­χή. Αλλιώς δεν γινό­ταν τίπο­τα. Και ήταν κάτι που δεν αφο­ρού­σε μόνο εκεί­νον, δεν αφο­ρού­σε μόνο εμάς. Έπρε­πε ν’ άλλα­ζε η Επο­χή. Ν’ άλλα­ζαν κι οι άλλοι. Πολ­λά έπρε­πε ν’ άλλα­ζαν. Περ­πα­τά­με πάνω σε κύκλους και όσο απο­μα­κρυ­νό­μα­στε, τόσο πλη­σιά­ζου­με – κάπου μας περι­μέ­νει η αρχή του άλλου κύκλου. Έπρε­πε μόνοι μας να μιλή­σου­με με την Εποχή.»

ALEXB3Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και η πραγ­μα­το­ποί­η­ση του ονεί­ρου. Τι έγι­νε και ανα­πο­δο­γύ­ρι­σαν όλα σε μια στιγ­μή; Αν ψάξει κάποιος την παγκό­σμια ιστο­ρία ίσως να μην βρει άλλον λαό σαν το ρωσι­κό, τόσο πολύ έτοι­μο ψυχι­κά «να δεχτεί τον κομ­μου­νι­σμό, στην πλέ­ον ριζι­κή και ορθό­δο­ξη έννοια.» Εκεί­να τα χρό­νια μέσα στη δίνη του πρώ­του παγκο­σμί­ου πολέ­μου μέσα στην κατα­στρο­φή ο ρωσι­κός λαός πίστε­ψε ότι είχε έρθει η ώρα να ξερι­ζώ­σουν το κακό και να φυτέ­ψουν κάτι νέο και επα­να­στα­τι­κό που όμοιό του δεν είχε ξανα­συμ­βεί στην ανθρω­πό­τη­τα. Όλα ήταν έτοι­μα για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση του Ονεί­ρου, όμως η Ρωσία ήταν απρο­ε­τοί­μα­στη σε βασι­κούς άξο­νες της οργά­νω­σης της ζωής όπως η οικο­νο­μία, η παι­δεία, ο πολι­τι­σμός και κυρί­ως ως προς την κατα­νό­η­ση της έννοιας της πολι­τι­κής και ατο­μι­κής ελευ­θε­ρί­ας που θα της επέ­τρε­παν να κάνει πρά­ξη αυτό το Όνει­ρο. Παρ’ όλα αυτά όμως ο ρωσι­κός λαός κατόρ­θω­σε και ανέ­βη­κε πολύ ψηλά και σε αυτό συνε­τέ­λε­σε η λογο­τε­χνι­κή του παρά­δο­ση και η επα­νά­στα­ση «μια μέγι­στη επα­νά­στα­ση.» Αυτό δεν ήταν μικρή υπό­θε­ση, είναι αυτό που μένει από την προ­σπά­θεια αυτού του λαού. Ό,τι και να λέγε­ται τώρα ή θα λεχθεί στο μέλ­λον ή ειπώ­θη­κε στο παρελ­θόν δεν πρέ­πει να ξεχνά­με ότι:

«Εβδο­μή­ντα χρό­νια στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση γινό­ταν μια γιγα­ντο­μα­χία. Μόνο το ότι κρά­τη­σε εβδο­μή­ντα χρό­νια δεί­χνει τι θηρία πάλευαν…Εβδομήντα χρό­νια! Την πάσα μέρα, την πάσαν ώρα! Η πιο σκλη­ρή γιγα­ντο­μα­χία. Ιδέα και Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, το Όνει­ρο με την Παλιο­ζωή… Κάποιος στο τέλος θα νίκα­γε. Κάθε­τα, ολο­κλη­ρω­τι­κά, αφού συγκρού­στη­καν όπως συγκρούστηκαν».

Στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση όλα έδει­χναν ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι ερχό­ταν η μοι­ραία κατά­λη­ξη. Η διά­βρω­ση είχε αρχί­σει από μέσα και ωρί­μα­ζε σιγά σιγά συμπα­ρα­σέρ­νο­ντας τα πάντα. Ψυχορ­ρα­γού­σε και όσοι δια­δέ­χθη­καν τον Στά­λιν τα ήξε­ραν όλα από πρώ­το χέρι. Και ο Χρου­σώφ και ο Μπρέζ­νιεφ και οι άλλοι. Ο Χρου­σώφ γνώ­ρι­ζε τα πάντα αλλά τ’ άφη­σε να εξε­λι­χθούν. Έπε­σε οικειο­θε­λώς, αλλά και να παρέ­με­νε δεν θα άλλα­ζε τίπο­τε. Ο Μπρέζ­νιεφ πάλιν ξεκί­νη­σε δυνα­μι­κά αλλά «τελεί­ω­σε όπως τελεί­ω­σε, ένας μπό­γος ρού­χα. Όταν το πράγ­μα φτά­νει εκεί, έχει καμιά σημα­σία τι ονό­μα­τα είναι στο μπόγο;»

alexb4Στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση είχε δημιουρ­γη­θεί ένα αδιέ­ξο­δο γέν­νη­μα όλων εκεί­νων των κατα­στά­σε­ων και των σχέ­σε­ων που στη­ρί­ζο­νταν στο ψέμα και στην προ­σπά­θεια που γινό­ταν για να δια­τη­ρη­θεί αυτό το ψέμα. Πίστε­ψαν ότι η διέ­ξο­δος βρι­σκό­ταν στο πρό­σω­πο του Γκορ­μπα­τσώφ, αλλά η ζωή απέ­δει­ξε με τρα­γι­κό τρό­πο ότι και αυτός ξεπή­δη­σε μέσα από τα σπλά­χνα του άρρω­στου από και­ρό συστή­μα­τος, άρρω­στος και αυτός. «Έτσι απο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε στο τέλος η παρά­δο­ση που άφη­σε ο Στά­λιν με τους λει­ψούς ανθρώ­πους που τόσο στα­νι­κά έφτια­ξε. Εκεί ήταν οι ρίζες και μέσα απ’ όλα αυτά περ­νού­σε ο θάνατος.»

(συνε­χί­ζε­ται)
Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Αυτά που μένουν. Β. Οι άλλοι πόλε­μοι. Ο αδελ­φός μου ο Βάσια με λου­λού­δια, εκδό­σεις Δελ­φί­νι, Αθή­να 1994

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο