Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος — Η Ρωσική εμπειρία

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Το διπλό τεύ­χος του περιο­δι­κού Ελί – τρο­χος,  που εκδό­θη­κε Άνοι­ξη — Καλο­καί­ρι 1996 από τις Αχαϊ­κές Εκδό­σεις στην Πάτρα, ήταν αφιε­ρω­μέ­νο σε δύο σημα­ντι­κούς Έλλη­νες συγ­γρα­φείς της μετα­πο­λε­μι­κής λογο­τε­χνί­ας, στον ποι­η­τή Γιάν­νη Δάλ­λα και στον πεζο­γρά­φο Μήτσο Αλεξανδρόπουλο.

Επι­λέ­ξα­με  από το αφιέ­ρω­μα στον Μήτσο Αλε­ξαν­δρό­που­λο το άρθρο του Χρι­στό­φο­ρου Μηλιώ­νη το οποίο ανα­φέ­ρε­ται στον τρό­πο που ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος  αξιο­ποί­η­σε  την επα­φή, τη μελέ­τη και την εμπει­ρία της ρωσι­κής λογοτεχνίας.

Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος- Η Ρωσι­κή εμπειρία

Δεν ξέρω σε ποιο βαθ­μό αλη­θεύ­ει η αντί­λη­ψη πως η καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία είναι η πιο ελεύ­θε­ρη πρά­ξη, ή η αντί­θε­τή της, πως είναι και αυτή προ­ϊ­όν των ιστο­ρι­κών συν­θη­κών. Συνή­θως σε τέτοιες ακραί­ες – και στη γενι­κό­τη­τά τους άκρι­τες – θέσεις η αλή­θεια βρί­σκε­ται κάπου στη μέση, οπό­τε ο από­λυ­τος τρό­πος της δια­τύ­πω­σης έχει νόη­μα μονά­χα όταν θέλει να υπο­γραμ­μί­σει απλώς το ρόλο των μεν ή των δε. Πάντως στη λογο­τε­χνία υπάρ­χουν συγ­γρα­φείς που θα μπο­ρού­σε να τους κορ­νι­ζά­ρει κανείς με οποιο­δή­πο­τε πλαί­σιο. Λόγου χάρη τον πεζο­γρά­φο Νίκο Καζαν­τζά­κη θα μπο­ρού­σε να τον φαντα­στεί να γρά­φει τα μυθι­στο­ρή­μα­τά του, όχι στη δεκα­ε­τία του ’40 ή στις αρχές του ΄50, αλλά στις αρχές του αιώ­να μας ή έστω, στη δεκα­ε­τία του ΄30. Υπάρ­χουν όμως άλλοι που είναι αδύ­να­το να τους σκε­φτείς με δια­φο­ρε­τι­κούς ιστο­ρι­κούς όρους. Είναι ζυμω­μέ­νοι με τα υλι­κά της επο­χής τους, είναι κάτι περισ­σό­τε­ρο: δημιουρ­γοί και δημιούρ­γη­μά της. Είναι οι μάρ­τυ­ρές της, με τη διπλή σημα­σία αυτής της αμφί­ση­μης λέξης που φορ­τί­στη­κε με όλο το ιστο­ρι­κό βάρος των συνα­ξα­ρι­στών, εκεί­νων δηλα­δή που απο­τύ­πω­σαν  τη μεγά­λη στρο­φή της Ιστο­ρί­ας, έστω κι αν η στρο­φή αυτή ήταν τελι­κά μια στρο­φή επί τόπου. Έστω και αν άνθρω­ποι παρα­δέρ­νουν πάλι στην απι­στία ή στην κοι­νω­νι­κή ανι­σό­τη­τα. Οι συγ­γρα­φείς της παρα­μέ­νουν οι πιο αυθεντικοί.

Ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος είναι από τους πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κούς συγ­γρα­φείς, απ’ αυτή την άπο­ψη. Βρέ­θη­κε στην εφη­βεία του στην Κατο­χή, σε μια ηλι­κία δηλα­δή που κάθε άνθρω­πος καλεί­ται να κάνει τις επι­λο­γές του – ποτέ­ραν των οδών τρά­ποι­το – και σε μια επο­χή όπου δεν υπήρ­χε πιο τίμια επι­λο­γή από την έντα­ξη και την αντί­στα­ση. Από κει και πέρα τα πράγ­μα­τα πήρα­νε το δρό­μο τους. Οι άνθρω­ποι δοκί­μα­σαν πάνω στο κορ­μί τους και πάνω στην ψυχή τους, σε όλη τους δηλα­δή την υπό­στα­ση, τις συνέ­πειες των επι­λο­γών τους. Ιδιαί­τε­ρα ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος ήπιε το ποτή­ρι ως την τελευ­ταία στα­γό­να και έφα­γε στην εξο­ρία τα ραδί­κια της τα πικρά – για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω μια δική του έκφρα­ση – με αξιο­πρέ­πεια και λεβε­ντιά κολο­κο­τρω­ναί­ι­κη, θα έλε­γα, όχι μόνο για να υπο­γραμ­μί­σω τα πάθη του, αλλά και για να δηλώ­σω τη γνή­σια μωρα­ΐ­τι­κη ρίζα του, που είναι βυθι­σμέ­νη σ’ αυτά τα βαθιά στρώ­μα­τα του τόπου του.

Σ’ αυτές τις εμπει­ρί­ες οφεί­λει ένα μέρος από το πολύ­το­μο έργο του.

1967: Νίζνι Νόβγκοροντ, στο σπίτι του Γκόρκι, μπροστά στο βαφείο του γερο - Κασίριν

1967: Νίζ­νι Νόβγκο­ροντ, στο σπί­τι του Γκόρ­κι, μπρο­στά στο βαφείο του γερο — Κασίριν

Αλλά φαί­νε­ται ότι αυτός ο ασί­γα­στος άνθρω­πος και χαλ­κέ­ντε­ρος συγ­γρα­φέ­ας δεν αφέ­θη­κε να τον αλέ­σουν ούτε οι μυλό­πε­τρες της προ­σφυ­γιάς ούτε οι πολι­τι­κές ίντρι­γκες. Και για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω, ως πιο έγκυ­ρη, τη μαρ­τυ­ρία της Έλλης Αλε­ξί­ου που παρα­κο­λού­θη­σε από κοντά την πορεία του, εκεί, ( στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση), πια οπλι­σμέ­νος με το έμφυ­το ταλέ­ντο του και τον ώρι­μο στο­χα­σμό, μυη­μέ­νος ήδη στα μυστι­κά της Τέχνης, επι­δό­θη­κε στην πλή­ρη κατά­κτη­ση των θεμά­των, του υλι­κού που απο­τε­λού­σε πάντα τα πρω­ταρ­χι­κά του ενδια­φέ­ρο­ντα. Μέσα του κυριαρ­χού­σε η δίψα να μελε­τή­σει και να γνω­ρί­σει κατά βάθος συγ­γρα­φείς, επο­χές, επι­δρά­σεις, ρεύ­μα­τα, τους παγκό­σμιους κορυ­φαί­ους της δια­νό­η­σης, και κατ’εξοχήν να εισ­δύ­σει στα ιδιαί­τε­ρα συστα­τι­κά που απαρ­τί­ζουν και καθο­ρί­ζουν την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του καθε­νός (βλ. Η Μετα­πο­λε­μι­κή Πεζο­γρα­φία, εκδ. Σοκό­λη, τ.Β΄, σελ.108). Βάλ­θη­κε κυρί­ως να γνω­ρί­σει από κοντά και μέσα από την ίδια τη ρωσι­κή γλώσ­σα, δηλα­δή με τον πιο αυθε­ντι­κό τρό­πο, το ρωσι­κό λαό και την πνευ­μα­τι­κή του παρά­δο­ση, μια παρά­δο­ση που έχει δια­πο­τί­σει την ευρω­παϊ­κή σκέ­ψη. Και συνά­μα, έμμε­σα ή άμε­σα, και την ελληνική.

Ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος βυθί­στη­κε σ’ αυτή τη συγκλο­νι­στι­κή εμπει­ρία όχι απλώς σαν μελε­τη­τής, αλλά σαν συγ­γρα­φέ­ας, με εξαι­ρε­τι­κή δηλα­δή ευαι­σθη­σία και δεκτι­κό­τη­τα και φλο­γε­ρό ενδια­φέ­ρον για τους μηχα­νι­σμούς που διέ­πουν τη λογο­τε­χνι­κή δημιουρ­γία, και μάλι­στα σε μια χώρα όπου ο λαός της πάλ­λε­ται από πάθος και ορια­κές ανη­συ­χί­ες. Με άλλα λόγια ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος μπή­κε σε μια νέα περι­πέ­τεια, της συνεί­δη­σης και του νου αυτή τη φορά, ωστό­σο το ίδιο βαθειά και επώ­δυ­νη, όπως και η προη­γού­με­νη – και εξί­σου γόνιμη.

Καρ­πός αυτής της ρωσι­κής εμπει­ρί­ας είναι (για να παρα­κάμ­ψω την τρί­το­μη Ιστο­ρία της Ρωσι­κής Λογο­τε­χνί­ας,  που ακύ­ρω­σε την ελλι­πέ­στα­τη και απαρ­χαιω­μέ­νη του Ν.Καζαντζάκη) οι ιδιό­τυ­πες βιο­γρα­φί­ες του για τις εξέ­χου­σες μορ­φές της Ρωσι­κής Λογο­τε­χνί­ας: τον Γκόρ­κι, τον Ντο­στο­γιέφ­σκι, τον Τσέ­χοφ, τον Γκέρ­τσεν. Πρό­κει­ται για συγ­γρα­φι­κά επι­τεύγ­μα­τα, πρω­τό­τυ­πα στη σύλ­λη­ψή τους, όπου ο δοκι­μια­κός και ο αφη­γη­μα­τι­κός λόγος συγ­χω­νεύ­ο­νται σ’ ένα γοη­τευ­τι­κό αμάλ­γα­μα. Πολύ περισ­σό­τε­ρο που ο συγ­γρα­φέ­ας τους είχε τη σπά­νια τόλ­μη να διεισ­δύ­σει στους ερε­βώ­δεις λαβύ­ριν­θους της ζωής, της ψυχής και του έργου αυτών των δαι­μο­νι­κών συγ­γρα­φέ­ων και να ανι­χνεύ­σει τις εσω­τε­ρι­κές λει­τουρ­γί­ες της δημιουρ­γί­ας τους.

Απ’ αυτές τις βιο­γρα­φι­κές μυθι­στο­ρί­ες, όπως τις απο­κα­λεί, ανα­δύ­ε­ται ο αγώ­νας του Γκόρ­κι για τη ζωή, ο αγώ­νας του Τσέ­χοφ, για ν’ απαλ­λα­γεί από τη βαρειά σκιά των μεγά­λων κλα­σι­κών και ιδιαί­τε­ρα του Τολ­στόι, ο αγώ­νας του Ντο­στο­γιέφ­σκι με τα αβυσ­σα­λέα του πάθη, και τέλος ο αγώ­νας του Γκέρ­τσεν κατά του τσα­ρι­σμού. Σ’ αυτά να προ­σθέ­σου­με ακό­μη τη μελέ­τη του Πέντε Ρώσοι Κλα­σι­κοί  που ο Άγγε­λος Τερ­ζά­κης της είχε αφιε­ρώ­σει δυο Επι­φυλ­λί­δες  του στο «Βήμα». Κι ακό­μη: τα ταξι­διω­τι­κά του Από τη Μόσχα στη Μόσχα και οι Αρμέ­νη­δες, όπου βιο­γρα­φεί­ται ένας ολό­κλη­ρος λαός – έργο που βρα­βεύ­τη­κε από την Πολι­τεία της Αρμενίας.

Οφεί­λω να εξο­μο­λο­γη­θώ την υπο­ψία μου: Ότι αυτός είναι ο βασι­κό­τε­ρος λόγος που οι κρι­τι­κοί μας, με ελά­χι­στες εξαι­ρέ­σεις, προ­τί­μη­σαν να περι­βά­λουν με τη σιω­πή τους την τερά­στια παρα­γω­γή του: Επει­δή, δηλα­δή, η κρι­τι­κή της απαι­τού­σε, με τη σει­ρά της, σκευή ανά­λο­γη με του συγγραφέα.

Φυσι­κά και δεν πρό­κει­ται να το απο­τολ­μή­σω εγώ σήμε­ρα, στο λίγο χρό­νο που μου ανα­λο­γεί. Άλλω­στε, τα μίζε­ρα χρό­νια που μας έτυ­χαν, μας στέ­ρη­σαν ακρι­βώς αυτές τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις που απαι­τού­νται. Γι’ αυτό και θα σας παρου­σιά­σω σύντο­μα ορι­σμέ­να βασι­κά βιβλία της ρωσι­κής παρά­δο­σης, που ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος έχει μετα­γρά­ψει στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα – καρ­πός κι αυτά της ρωσι­κής εμπει­ρί­ας – όπως προανέφερα.

Επι­θυ­μώ, μιλώ­ντας ειδι­κό­τε­ρα γι’ αυτά, να υπο­γραμ­μί­σω κάποιες ειδι­κές αρε­τές του, σπά­νιες σήμε­ρα. Εννοώ τη συγ­γρα­φι­κή του ευσυ­νει­δη­σία, που δε δια­πι­στώ­νε­ται μονά­χα στη λεπτο­με­ρή διε­ρεύ­νη­ση των πηγών, αλλά και στην επί­γνω­ση των ειδι­κών προ­βλη­μά­των της δου­λειάς που ανα­λαμ­βά­νει, και, προ­πά­ντων, στον αγώ­να του να βρει τις ουσια­στι­κές λύσεις που δεν είναι οι ευκο­λό­τε­ρες. Εννοώ ακό­μη την ικα­νό­τη­τά του να χει­ρί­ζε­ται ένα λόγο χυμώ­δη και δρα­στι­κό που καλύ­πτει μια μεγά­λη κλί­μα­κα, από το λαϊ­κό λόγο του Πρω­τό­πα­πα Αββα­κούμ ως τον εκλε­πτυ­σμέ­νο του Πούσκιν.

Το 1976 λοι­πόν εκδί­δει τις μετα­φρά­σεις των παλαιο­ρω­σι­κών κει­μέ­νων Ο Βίος του Πρω­τό­πα­πα Αββα­κούμ και Η εκστρα­τεία του Ίγκορ. Τα βιβλία αυτά είναι τα πρώ­τα που μ’ έφε­ραν σ’ επα­φή με το έργο του – ενώ ως τότε δεν είχα παρά μιαν αόρι­στη γνώ­ση για το συγ­γρα­φέα – κι ήταν τόσος ο ενθου­σια­σμός μου, ώστε – μολο­νό­τι δεν είμαι κρι­τι­κός – τα παρου­σί­α­σα, πρώ­τος εγώ, αν δεν κάνω λάθος, με δυο κρι­τι­κά μου κεί­με­να: Το ένα στη «Φιλο­λο­γι­κή Καθη­με­ρι­νή» και το άλλο στο περιο­δι­κό «Αντί». Θεω­ρώ ότι αυτά τα κεί­με­νά μου, τόσο αυθόρ­μη­τα γραμ­μέ­να, αν μη τι άλλο, του­λά­χι­στον με κάνουν να έχω κάποια εμπι­στο­σύ­νη στο ένστι­κτό μου ( Βλ. Χρ. Μηλιώ­νης, Υπο­θέ­σεις (δοκί­μια), εκδ. Καστα­νιώ­της, 1983).

Και πρώ­τα ο θαυ­μα­στός Βίος του Πρω­τό­πα­πα Αββα­κούμ, έργο θεμε­λιώ­δες για τη Ρωσι­κή Λογο­τε­χνία. Είναι μια αυτο­βιο­γρα­φία, γραμ­μέ­νη από Ρώσο κλη­ρι­κό, ανά­με­σα στα 1672 – 1676. Τα χρό­νια εκεί­να ο Τσά­ρος Αλέ­ξιος κάνει την πρώ­τη από­πει­ρα να προ­σαρ­μό­σει στο τυπι­κό του Πατριαρ­χεί­ου της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης το τυπι­κό της Ρωσι­κής Εκκλη­σί­ας – μέτρα που υπη­ρε­τού­σαν τις πολι­τι­κές σκο­πι­μό­τη­τες – καθώς η Ρωσία ετοι­μα­ζό­ταν ν’ ανα­λά­βει ηγε­τι­κό ρόλο ανά­με­σα στους ορθό­δο­ξους λαούς. Οι ασή­μα­ντες μεταρ­ρυθ­μί­σεις προ­κά­λε­σαν περι­πλο­κές και φανα­τι­σμέ­νη αντί­δρα­ση, που αντι­με­τω­πί­στη­κε με συλ­λή­ψεις, βασα­νι­στή­ρια, ακρω­τη­ρια­σμούς και θανα­τώ­σεις. Ένας απ’ αυτούς και ο Πρω­τό­πα­πας Αββακούμ.

1959. Μπασκιρία της Σοβιετικής Ένωσης

1959. Μπα­σκι­ρία της Σοβιε­τι­κής Ένωσης

Η μορ­φή του ανα­δύ­ε­ται μέσα από την αφή­γη­ση γεμά­τη δυνα­μι­σμό και αντι­φά­σεις. Τέρας αντο­χής, σωμα­τι­κής και ψυχι­κής, με τρο­με­ρό καλο­γε­ρί­στι­κο πεί­σμα και εμπά­θεια: Έχω στο Χρι­στό την ελπί­δα – γρά­φει στους εχθρούς του – ότι θα πέσε­τε στα χέρια μου. Ε, τότε θα σας βγά­λω το ζου­μί!  Γεμά­τος από δει­σι­δαι­μο­νί­ες και πανουρ­γία, και άλλο­τε τρυ­φε­ρός και όλος ταπεί­νω­ση. Έξο­χος αφη­γη­τής, είτε πρό­κει­ται να μιλή­σει για τη μαυ­ρι­δε­ρή κοτού­λα του, είτε πρό­κει­ται να περι­γρά­ψει εκεί­νη την εφιαλ­τι­κή σκη­νή, όπου οι λιμα­σμέ­νοι εξό­ρι­στοι τρα­βούν πρό­ω­ρα από την κοι­λιά της μάνας του το αλο­γά­κι, για να το καταβροχθίσουν.

Ο Αββα­κούμ έχει συνει­δη­τή προ­σή­λω­ση στη μητρι­κή του γλώσ­σα, που δηλώ­νε­ται ρητά και με πάθος: Μιχα­ή­λο­βιτς, γρά­φει στον Τσά­ρο, Ρού­σος είσαι και όχι Γραι­κός, μίλα τη γλώσ­σα της μάνας σου!  Κι αλλού: Μη κατα­φρο­νέ­σε­τε, για όνο­μα του Θεού, τον απλό μας λόγο, εγώ αγα­πώ τη γλώσ­σα που γεν­νή­θη­κα, τη ρωσι­κή! Με τέτοιες εκλάμ­ψεις που δια­σπα­θί­ζουν συχνά το ρόλο του, η στά­ση του Αββα­κούμ υπερ­βαί­νει τα στε­νά όρια της τυπο­λα­τρί­ας και ανά­γε­ται σε πνευ­μα­τι­κό­τε­ρα επί­πε­δα που αφο­ρούν τη βαθύ­τε­ρη υπό­στα­ση του λαού του. Γι’ αυτό, παραλ­λάσ­σο­ντας το λόγο – του Ντο­στο­γιέφ­σκι, νομί­ζω – για το Παλ­τό του Γκό­γκολ, θα έλε­γα πως όλοι αυτοί οι μεγά­λοι Ρώσοι συγ­γρα­φείς βγή­καν από το ράσο του Πρω­τό­πα­πα Αββα­κούμ. Θα έλε­γα ακό­μη πως το ήθος του κρα­τά­ει από την ίδια φλέ­βα του Μακρυ­γιάν­νη κι έχει την ίδια σημα­σία μ’ αυτόν για τον Έλλη­να αναγνώστη.

Και ακρι­βώς, τα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του Μακρυ­γιάν­νη χρη­σι­μο­ποί­η­σε στη μετά­φρα­σή του ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος ως ελλη­νι­κό ανά­λο­γο. Το χρη­σι­μο­ποί­η­σε ως οδη­γό, ωστό­σο ο λόγος του παρέ­μει­νε ιδιό­τυ­πα λαϊ­κός, δηλα­δή χωρίς τα φρα­στι­κά κλι­σέ του Μακρυ­γιάν­νη. Δια­τή­ρη­σε το έντο­νο πάθος, τον ιδιαί­τε­ρο κυμα­τι­σμό και την καυ­τή ανά­σα του πρω­τό­τυ­που. Αυτό σημαί­νει πως ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος στη­ρί­χθη­κε σ’ έναν δικό του αξιο­θαύ­μα­στο γλωσ­σι­κό θησαυ­ρό και κυρί­ως στο δικό του γλωσ­σι­κό αίσθημα.

Με την Εκστρα­τεία του Ίγκορ, που η μετά­φρα­σή της εκδό­θη­κε την ίδια χρο­νιά, τα πράγ­μα­τα ήταν ακό­μα πιο περί­πλο­κα. Πρό­κει­ται για ένα ιδιό­τυ­πο κεί­με­νο του 12ου αιώ­να που χρη­σι­μο­ποιεί ποι­κί­λους ποι­η­τι­κούς και αφη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους. Ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος χρη­σι­μο­ποιώ­ντας με εξαι­ρε­τι­κή ευλυ­γι­σία τη νεο­ελ­λη­νι­κή ποι­η­τι­κή παρά­δο­ση κατόρ­θω­σε να μας δώσει μια θαυ­μά­σια μετά­φρα­ση και μονα­δι­κή αυτού του εθνι­κού έπους της Ρωσί­ας, που κατέ­χει στην παρά­δο­σή της την ίδια θέση που έχει σ’ εμάς το Έπος του Διγε­νή Ακρίτα.

Μονα­δι­κή είναι και η μετά­φρα­ση του χρο­νι­κού Η Πολιορ­κία και ή Άλω­ση της Πόλης του Νέστο­ρα Ισκε­ντέ­ρη. Ο συγ­γρα­φέ­ας του, αμφί­βο­λης κατα­γω­γής, βρέ­θη­κε ως κρυ­πτο­χρι­στια­νός στο στρα­τό του Μωά­μεθ του Πορ­θη­τή, πήρε μέρος στην πολιορ­κία και μπή­κε στην Πόλη με τους νικη­τές. Το χρο­νι­κό αυτό, μαζί με τα τρία άλλα γνω­στά (του Φραν­τζή, του Δού­κα και του Κρι­τό­βου­λου) ολο­κλη­ρώ­νουν την εικό­να του ζοφε­ρού εκεί­νου ιστο­ρι­κού συμ­βά­ντος, φωτί­ζο­ντάς το από μια ιδιό­τυ­πη οπτι­κή γωνία. Πρό­κει­ται για ένα βιβλίο που δε θα έπρε­πε – όπως άλλω­στε και τα προη­γού­με­να – να λεί­πει από καμιά σχο­λι­κή, του­λά­χι­στον, βιβλιο­θή­κη, όχι μόνο για την απο­λαυ­στι­κή του αφή­γη­ση, αλλά και για την ιστο­ρι­κή του σημασία.

Ακο­λού­θη­σε η παρου­σί­α­ση μιας άλλης ομά­δας μικρών αρι­στουρ­γη­μά­των της Ρωσι­κής Λογο­τε­χνί­ας του περα­σμέ­νου αιώ­να: Η Ντά­μα Πίκα  του Αλέ­ξαν­δρου Πού­σκιν, οι Μικρές Τρα­γω­δί­ες  του ίδιου και το θεα­τρι­κό έργο του Γκρι­μπο­γιέ­ντοφ Συμ­φο­ρά από το πολύ μυα­λό,  που δοκι­μά­στη­κε με πολ­λή επι­τυ­χία πάνω στη σκη­νή. (Από το θία­σο «Σκη­νή», της οδού Κυκλά­δων, με το Λευ­τέ­ρη Βογιατζή).

Εδώ θα ήθε­λα να στα­θώ ιδιαί­τε­ρα στη  περί­φη­μη νου­βέ­λα Ντά­μα Πίκα  του μεγά­λου Ρώσου ποι­η­τή, ένα αφή­γη­μα που κινεί­ται στα όρια του φαντα­στι­κού και της ίντρι­γκας. Η υπό­θε­σή της ξετυ­λί­γε­ται με εκπλη­κτι­κό ρυθ­μό και ταχύ­τη­τα, για να κατα­κρη­μνι­σθεί ξαφ­νι­κά σε μια μετα­φυ­σι­κή άβυσ­σο. Ο ανα­γνώ­στης θα βρει κι εδώ όχι μονά­χα τον χυμώ­δη μετα­φρα­στι­κό λόγο του Αλε­ξαν­δρό­που­λου, αλλά και μια ουσια­στι­κή Εισα­γω­γή, όπου, μετα­ξύ των άλλων, επι­ση­μαί­νε­ται δια­κρι­τι­κά η σχέ­ση της νου­βέ­λας με το πασί­γνω­στο μυθι­στό­ρη­μα Έγκλη­μα και Τιμω­ρία του Ντοστογιέφσκι.

Ο μετα­φρα­στής κλεί­νει την Εισα­γω­γή του με μια πολύ διδα­κτι­κή παρα­τή­ρη­ση: Στον Πού­σκιν, γρά­φει, χρω­στά­νε τα πάντα οι μεγά­λοι Ρώσοι του 19ου αιώ­να, αλλά κι εκεί­νος δεν τους χρω­στά­ει λιγό­τε­ρα. Οι Ρώσοι δεν άφη­σαν τα μεγά­λα τους πνεύ­μα­τα να τα θάψουν ούτε μια μέρα.

Όπως εμείς  — θα πρό­σθε­τα εγώ – και θα τελειώ­σω μ’ αυτό το πικρό σχόλιο.

                                                                                     Χρι­στό­φο­ρος Μηλιώνης

(Οι φωτο­γρα­φί­ες από το περιοδικό)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο