Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μανόλης Αναγνωστάκης

Ο Μανώ­λης Ανα­γνω­στά­κης, γενή­θη­κε σαν σήμε­ρα 9 Μαρ­τί­ου 1925, είναι από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους ποι­η­τές της μετα­πο­λε­μι­κής γενιάς, αν και η πρώ­τη λογο­τε­χνι­κή εμφά­νι­σή του έγι­νε την περί­ο­δο της κατο­χής, σε ηλι­κία 17 χρό­νων. Γεν­νή­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη από γονείς Κρη­τι­κούς. Μαθη­τής, ακό­μα, του Γυμνα­σί­ου, το 1942, εμφα­νί­στη­κε στο περιο­δι­κό «Πει­ραϊ­κά Γράμ­μα­τα», που εξέ­δι­δαν ΕΑΜί­τες και άλλοι προ­ο­δευ­τι­κοί λογο­τέ­χνες του Πει­ραιά, και το 1944 στο ΕΠΟ­Νί­τι­κο φοι­τη­τι­κό περιο­δι­κό «Ξεκί­νη­μα», του οποί­ου ήταν αρχισυντάκτης.

Μετά τη δημιουρ­γία της ΕΠΟΝ , εντά­χθη­κε στην Οργά­νω­ση της Θεσ­σα­λο­νί­κης και στο ΚΚΕ, ενώ με τη διά­σπα­ση του ΚΚΕ, το 1968, εντά­χθη­κε στο ΚΚΕ «Εσω­τε­ρι­κού».

Για τη δρά­ση του στο χώρο του πανε­πι­στη­μί­ου όπου σπού­δα­ζε Ιατρι­κή συνε­λή­φθη το 1948, βασα­νί­στη­κε, κατα­δι­κά­στη­κε για παρά­νο­μη δρά­ση από έκτα­κτο στρα­το­δι­κείο σε θάνα­το και φυλα­κί­στη­κε στο Επτα­πύρ­γιο, έως το 1951 που δόθη­κε αμνη­στία. Μετά την απο­φυ­λά­κι­σή του εργά­στη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη σαν ακτινολόγος.

Έγρα­ψε συνο­λι­κά 88 ποι­ή­μα­τα από το 1941 έως το 1971. Το 1979 κυκλο­φό­ρη­σε ο συγκε­ντρω­τι­κός τόμος των ποι­η­μά­των του και το 1983 κυκλο­φό­ρη­σε ιδιω­τι­κά η αυτο­βιο­γρα­φία του, το Υ.Γ. Από εκεί­νη τη χρο­νο­λο­γία και έπει­τα σιώ­πη­σε ορι­στι­κά και δεν εμφα­νί­στη­κε ξανά.

Παράλ­λη­λα με την ποί­η­σή του, που μετα­φρά­στη­κε στα αγγλι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά και ιτα­λι­κά, και μελο­ποι­ή­θη­κε από συν­θέ­τες, όπως οι Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, Θάνος Μικρού­τσι­κος, Αγγε­λι­κή Ιονά­του, Μιχά­λης Γρη­γο­ρί­ου, Δημή­τρης Παπα­δη­μη­τρί­ου κ.ά., ασχο­λή­θη­κε και με τη μελέ­τη και την κρι­τι­κή της λογο­τε­χνί­ας, συνερ­γα­ζό­με­νος με διά­φο­ρα περιο­δι­κά (Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης) και με την εφη­με­ρί­δα «Αυγή».

Πέθα­νε στις 23/6/2005.

 

[Στο παι­δί μου…]

Στο παι­δί μου δεν άρε­σαν ποτέ τα παραμύθια

Και του μιλού­σα­νε για Δρά­κους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξί­δια της Πεντά­μορ­φης και για τον άγριο λύκο

Μα στο παι­δί δεν άρε­σαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βρά­δια, κάθο­μαι και του μιλώ
Λέω το σκύ­λο σκύ­λο, το λύκο λύκο, το σκο­τά­δι σκοτάδι,
Του δεί­χνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονό­μα­τα σαν προ­σευ­χές, του τρα­γου­δώ τους νεκρούς μας.

Α, φτά­νει πια! Πρέ­πει να λέμε την αλή­θεια στα παιδιά

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο