Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρασλειακά

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα οι παι­δα­γω­γοί Δημή­τριος Γλη­νός και Αλέ­ξαν­δρος Δελ­μού­ζος παύ­ο­νται από τη Μαρά­σλειο Παι­δα­γω­γι­κή Ακα­δη­μία, καθώς το έργο που επι­τε­λεί­ται εκεί κρί­νε­ται εθνι­κά επι­βλα­βές – Μαρασλειακά.

Με αυτό το χαρα­κτη­ρι­σμό έμει­ναν στην ιστο­ρία τα γεγο­νό­τα που δια­δρα­μα­τί­στη­καν την περί­ο­δο 1924 — 1926, με αφορ­μή το «Φως που καί­ει» του Βάρ­να­λη και τον υλι­στι­κό τρό­πο διδα­σκα­λί­ας του μαθή­μα­τος της Ιστο­ρί­ας από την Ρόζα Ιμβριώ­τη στο Μαρά­σλειο Διδα­σκα­λείο, και δη της Επα­νά­στα­σης του 1821.

Νέα επι­στρά­τευ­ση της «ηθο­φυ­λα­κής» του τόπου. Νέες ανα­κρί­σεις. Διε­ξά­γουν ανα­κρί­σεις υπουρ­γοί, υφυ­πουρ­γοί, μητρο­πο­λί­τες, εισαγ­γε­λείς, αντει­σαγ­γε­λείς, πρό­ε­δροι Εκπαι­δευ­τι­κών Συμ­βου­λί­ων, Εκπαι­δευ­τι­κοί  Σύμ­βου­λοι και λοι­ποί υπε­ρα­σπι­στές τη έννο­μης τάξης.

Το επει­σό­διο ήταν σκη­νο­θε­τη­μέ­νο και με προ­ε­κτά­σεις. Στό­χος του το γλωσ­σο­εκ­παι­δευ­τι­κό έργο που γινό­ταν εκεί και στην Παι­δα­γω­γι­κή Ακα­δη­μία. Η Παι­δα­γω­γι­κή Ακα­δη­μία, με διευ­θυ­ντή τον Δημ. Γλη­νό, προ­ε­τοί­μα­ζε τους καθη­γη­τές της Μέσης Εκπαί­δευ­σης, και το Μαρά­σλειο (διευ­θυ­ντής του οποί­ου ήταν ο Αλ. Δελ­μού­ζος) τους δασκά­λους, επι­δί­ω­καν τόσο τον εκδη­μο­τι­κι­σμό των εκπαι­δευ­τι­κών όσο και τον εκσυγ­χρο­νι­σμό της εκπαίδευσης..

«Μια μεγά­λη και­νο­το­μία της Ακα­δη­μί­ας πρέ­πει να λογα­ρια­στεί, πως η διδα­σκα­λία όλων των μαθη­μά­των γινό­τα­νε στη δημο­τι­κή γλώσ­σα και πως σ’ αυτήν τη γλώσ­σα κάμνα­νε όλες τις φρο­ντι­στη­ρια­κές τους εργα­σί­ες οι «μαθη­τές». Ετσι κατα­λά­βαι­νε κανείς εύκο­λα πόσο συστη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια γινό­τα­νε στο Ιδρυ­μα αυτό για το θεω­ρη­τι­κό και τον πρα­χτι­κό «εκδη­μο­τι­κι­σμό» των καλύ­τε­ρων στοι­χεί­ων της Μέσης Εκπαί­δευ­σης δίπλα στην άλλη προ­σπά­θεια για το συγ­χρο­νι­σμό και τον εξευ­ρω­παϊ­σμό τους».

«Η αρχή ήμου­να εγώ! (…) Την επί­θε­σή της η «Εστία» την άρχι­σε μ’ ένα κύριο άρθρο. Κοι­νω­νι­κό σκάν­δα­λο!».  Η «Εστία», όταν έγρα­φε, πως στην Παι­δα­γω­γι­κή Ακα­δη­μία και το Μαρά­σλειο «υπο­νο­μεύ­ε­ται η πατρί­δα, βρί­ζε­ται η σημαία και η Πανα­γία, έφερ­νε για από­δει­ξη (τίμια πράγ­μα­τα!) ένα από­σπα­σμα από το έργο μου το «Φως, που καί­ει» (α’ έκδο­ση). Και το δημο­σί­ε­ψε αυτό το από­σπα­σμα μέσα στο κύριο άρθρο της! Είναι λίγοι στί­χοι από το ποί­η­μα της «Πόρ­νης».

Τη σκυ­τά­λη  παρα­λαμ­βά­νει ο «Ταχυ­δρό­μος» της Αλε­ξάν­δρειας περ­νώ­ντας από την επί­κρι­ση στην παρω­δία: «Από τα βαρ­νά­λεια στα καρ­να­βά­λεια». Πλή­θος και οι ανώ­νυ­μες και επώ­νυ­μες καταγ­γε­λί­ες. Ενδει­κτι­κή αυτών είναι η απο­στο­λή ενός ανα­τύ­που της συλ­λο­γής για να τεθεί υπό­ψη του πρω­θυ­πουρ­γού Μιχα­λό­που­λου, κατά­στι­κτου από υπο­γραμ­μί­σεις και σχο­λια­σμούς στα περι­θώ­ρια. Π.χ., αηδία, ασυ­ναρ­τη­σία, κακο­ή­θης πεσι­μι­σμός εκ του στό­μα­τος του Ιησού, ώστε ο Ιησούς είναι αηδής σοφι­στής; Μωρό­τα­τη αντί­λη­ψις της χρι­στια­νι­κής ηθι­κής, αρνη­σις αναρ­χι­κού και, τέλος, η σύστα­ση και υπό­δει­ξη στο εξώφυλλο:

Βάρ­να­λης, καθη­γη­τής εις την Παι­δα­γω­γι­κήν Ακα­δη­μί­αν, δηλα­δή την αυθαί­ρε­τον Σχο­λήν του Γληνού.

Εάν επι­θυ­μεί­τε και έχε­τε και­ρόν ανα­γνώ­σα­τέ το όλον, αλλά πάντως ανα­γνώ­σα­τε τας σελί­δας 40 (τελευ­ταί­ον στί­χον) 53 όπου υβρί­ζει την Πανα­γί­αν, τέλος δε από της σελί­δος 61 μέχρι τέλους. 

Το κτή­νος αυτό είναι Βουλ­γα­ρι­κόν. Είναι και κωφόν. Εν τού­τοις, επει­δή είναι μαλ­λια­ρόν, εν γνώ­σει των πίστε­ών του, το απέ­στει­λαν δις ή τρις υπότροφον!

     Γρά­φει η «Εστία» στις 10 Νοέμ­βρη 1924 (αφού πρώ­τα καταγ­γέλ­λει το Εκπαι­δευ­τι­κό Συμ­βού­λιο για τρο­μο­κρα­τία): «Αλλά δεν προ­έ­βη εις καμ­μί­αν ενέρ­γειαν το Εκπαι­δευ­τι­κόν Συμ­βού­λιον ενα­ντί­ον ενός καθη­γη­τού της Παι­δα­γω­γι­κής Ακα­δη­μί­ας διο­ρι­σθέ­ντος διά να καταρ­τί­ση καλ­λί­τε­ρον τους δημο­δι­δα­σκά­λους, που θα διδά­ξουν τα Ελλη­νό­παι­δα, και ο οποί­ος εις ένα ποί­η­μά του υβρί­ζει με την μεγα­λυ­τέ­ραν δρι­μύ­τη­τα την Ελλη­νι­κήν πατρί­δα και την σημαί­αν μας.

Ιδού μερι­κοί στί­χοι από το ποί­η­μα αυτό.

εγώ ‘μια η ιερή Πατρί­δα / που με την ειρή­νη θανατώνω/ την ψυχή και το πνεύ­μα των ανθρώπων,/ σκε­πά­ζο­ντάς τους με σκο­τά­δια και κου­ρέ­λια και δίνο­ντας τους λίγες λέξεις,/ και να πεθαί­νου­νε για λέξεις./ Είμαι η ιερή Πατρί­δα, που διδάχνω,

το μίσος, την κλο­πή, το φόνο,/ σειώ­ντας ένα πανί χρωματιστό/ μπρο­στά στα μάτια που τα τυφλώ­νω με χίλιους τρόπους

Αλλ’ όπως ανω­τέ­ρω ανα­φέ­ρο­μεν, αι κατα­διώ­ξεις του Εκπαι­δευ­τι­κού Συμ­βου­λί­ου δεν στρέ­φο­νται κατά των αρνού­με­νων και περι­φρο­νού­ντων τα εθνι­κά ιδε­ώ­δη, αλλ’ ενα­ντί­ον εκεί­νων ακρι­βώς που τα σέβονται.

Οι απο­τε­λού­ντες την κλί­καν έχουν πει­σθή ότι δύνα­νται διά της βίας να επι­βάλ­λουν τας από­ψεις των εις τον Ελλη­νι­κόν Λαόν. Τονί­ζε­ται αυτό και εις μιαν αρκε­τά απει­λη­τι­κήν επι­στο­λήν, την οποί­αν ελά­βο­μεν επί του προκειμένου…».

Ολες οι άλλες εφη­με­ρί­δες τρέ­ξα­νε να κρα­τή­σου­νε το «ίσο» στην «Εστία». Ητα­νε μια πρώ­της γραμ­μής ευκαι­ρία για δημο­κο­πία και μεγά­λω­μα της κυκλο­φο­ρί­ας.  Αγα­να­χτι­σμέ­νοι από τους κομ­μου­νι­στι­κούς στί­χους σπεύ­σαν με επι­στο­λές στον Τύπο και οι εκπρό­σω­ποι του πνευ­μα­τι­κού κατεστημένου.

Η απά­ντη­ση του Δελ­μού­ζου στην «Εστία» δυνα­μώ­νει την αγα­νά­χτη­ση: «’’Ο καθέ­νας μας μπο­ρεί ατο­μι­κά να έχη οποια­δή­πο­τε πολι­τι­κή πίστη θέλει, ακό­μα και αναρ­χι­κός να είνε και σε σύλ­λο­γο αναρ­χι­κό να ανή­κη και θεω­ρη­τι­κά στην εξω­σχο­λι­κή του δρά­ση να γρά­φη ακό­μα υπέρ του αναρ­χι­σμού. Πώς μπο­ρεί συμ­βι­βά­ση σε τέτοια περί­πτω­ση τη δική του πίστη με το έργο του διδα­σκα­λεί­ου, αυτό είναι ζήτη­μα δικής του συνει­δή­σε­ως. Σε αυτό δεν είμα­στε εμείς που θα ελέγξωμεν’’

Τοιού­τους καθη­γη­τάς με σαφώς αναρ­χι­κάς και κομ­μου­νι­στι­κάς ιδε­ο­λο­γί­ας έχει σήμε­ρον το μαρά­σλειον Διδα­σκα­λεί­ον, όπως φευ! Τους έχει όλος ο επί­ση­μος εκπαι­δευ­τι­κός κλοιός. Και οι καθη­γη­ταί ούτοι δεν παύ­ουν να εκφρά­ζουν δημο­σία κατά τρό­πον προ­κα­λού­ντα κοι­νόν σκάν­δα­λον τας ιδε­ο­λο­γί­ας των αυτάς.

Τοιού­τοι διδά­σκα­λοι όμως είνε αδύ­να­τον να ανα­πτύ­ξουν εις τα παδιά όχι μόνον εθνι­κήν, αλλ’ ούδε καν την Ελλη­νι­κήν απλώς αντί­λη­ψιν. Δεν δύνα­ται να ομι­λή­ση εις τα παι­διά περί Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σε­ως ο διδά­σκα­λος ο οποί­ος συνειρ­γά­σθη με τον κ. Κορ­δά­τον εις την σύντα­ξιν του βιβλί­ου του περί της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σε­ως… Δεν δίνα­ται παρά να κλο­νί­σει εκ βάθρων κάθε ηθι­κήν αρχήν του μαθη­τού ο δάσκα­λος, ο οποί­ος εις τα ποι­ή­μα­τά του χαρα­κτη­ρί­ζει ως απάν­θρω­πων δόγ­μα την θρη­σκεί­αν μας…».

Οι εφη­με­ρί­δες ανέ­λα­βαν να ερμη­νεύ­σουν στί­χο στί­χο το «βλά­σφη­μον έργον» του Βάρ­να­λη» που υπο­τί­θε­ται ότι εκφρά­ζε­ται ανευ­λα­βώς για τον Χρι­στό, τον σαρ­κά­ζει και τον παρου­σιά­ζει ως αίτιο της δυστυ­χί­ας του λαού. Ευτε­λί­ζει τον χρι­στια­νι­σμό, «ουδέν δεν αφί­νει εκ των θεμε­λί­ων της πίστε­ως δογ­μά­των το οποί­ον να μη ανα­φέ­ρη ινα το σαρ­κά­ση και το παρα­στή­ση ως μωρο­λό­γη­μα ή μυθό­πλα­σμα» (δες «Σκριπ»16/10/1924).

Στις 22 Μάρ­τη 1925 στη συνε­δρί­α­ση του προ­σω­πι­κού η Ρ. Ιμβριώ­τη — δίδα­σκε φιλο­σο­φία της Ιστο­ρί­ας — εξη­γεί πώς διδά­σκει την Ιστο­ρία: «Στην τελευ­ταία τάξη του Διδα­σκα­λεί­ου την ιστο­ρία της επα­να­στά­σε­ως του ’21, την εξε­τά­ζω υπό το βασι­κό πρό­βλη­μα ότι η επα­νά­στα­σις του ’21 είνε σκέ­ψη και εκτέ­λε­ση και απο­τέ­λε­σμα της εξε­γέρ­σε­ως της Αστι­κής τάξε­ως, επη­ρε­α­σθεί­σης από την εξέ­γερ­ση ομοί­ων τάξε­ων της Δύσε­ως». «Μα πώς κυρία Ιμβριώ­του τα διά­φο­ρα στρα­τιω­τι­κά γεγο­νό­τα π.χ. τις στρα­τιω­τι­κές μάχες — το Μεσο­λόγ­γι — τους ελεύ­θε­ρους πολιορ­κη­μέ­νους του Μεσο­λογ­γί­ου θα τα παρέλ­θε­τε; Κάτι τέτοια γεγο­νό­τα, όπως το στρα­τη­γι­κό σχέ­διο των Τούρ­κων κλπ, θα τα παρα­σιω­πή­σε­τε;» ρωτά ο Δελ­μού­ζος. «Οχι βέβαια τη μάχη της Τρι­πο­λι­τσιάς, το Μεσο­λόγ­γι… αλλά όλα τα διά­φο­ρα πολι­τι­κο­στρα­τιω­τι­κά γεγο­νό­τα εξε­τά­ζο­νται υπό το βασι­κό πρό­βλη­μα…». Στη συνέ­χεια τρεις καθη­γη­τές την κατη­γο­ρούν για παρα­ποί­η­ση της ελλη­νι­κής Ιστο­ρί­ας. Το ζήτη­μα πέρα­σε πάλι στις εφη­με­ρί­δες στο γνω­στό μοτί­βο περί άθε­ων, μαλ­λια­ρών και κομ­μου­νι­στών που υπο­νο­μεύ­ουν τα θεμέ­λια της πατρί­δας, της θρη­σκεί­ας και της οικογένειας…

Οταν τέτοια πρά­μα­τα λέγο­νται σ’ ένα λαό καθυ­στε­ρη­μέ­νον, αμόρ­φω­το και μυθο­μα­νή, «πιά­νου­νε» πολύ εύκο­λα. Τα μάτια γουρ­λώ­νου­νε, οι τρί­χες της κεφα­λής ορθώ­νο­νται και τα σταυ­ρο­κο­πή­μα­τα… ισκιώ­νου­νε τον ήλιο! (…)

«Στην περί­πτω­ση όμως των «οργί­ων του Μαρα­σλεί­ου» ή απλού­στε­ρα των «Μαρα­σλεια­κών» ο λαός, ο εξα­θλιω­μέ­νος οικο­νο­μι­κά και ηθι­κά από τις απα­νω­τές εκστρα­τεί­ες για τα συμ­φέ­ρο­ντα της ντό­πιας και της ξένης κεφα­λαιο­κρα­τί­ας και προ­πά­ντων από τη μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή, έδει­ξε μια περί­ερ­γη απά­θεια σ’ όλες τις φωνές των πατρι­δο­κα­πή­λων. Εδει­ξε λιγό­τε­ρη αντι­δρα­στι­κή ζωτι­κό­τη­τα απ’ όσην στα Αθεϊ­κά του Βόλου, στην επο­χή της «Ανόρ­θω­σης» (1910–1914). Σ’ αυτό ίσως να… φταί­ει και το ότι «πεδί­ον της μάχης» ήτα­νε η πρω­τεύ­ου­σα, η «νικη­μέ­νη» πρω­τεύ­ου­σα με την απέ­ρα­ντη έχτα­σή της και τις χιλιά­δες τους πρό­σφυ­γες, που δεν ήτα­νε και τόσο μαθη­μέ­νοι να παίρ­νου­νε τα τέτοια ζητή­μα­τα πιο κατά­καρ­δα από την ατο­μι­κή τους και οικο­γε­νεια­κή τους συμφορά.

Όμως το κρά­τος «συγκι­νή­θη­κε!». Και διά­τα­ξε διοι­κη­τι­κές και δικα­στι­κές ανα­κρί­σεις. Και τότες όσοι εξε­τα­στή­κα­νε για μάρ­τυ­ρες στα­θή­κα­νε στο ύψος του νεο­ελ­λη­νι­κού πολι­τι­σμού και των «υγιών αρχών του(…)

Οι Δελ­μού­ζος, Γλη­νός απο­λύ­θη­καν για «λόγους οικο­νο­μί­ας», η Ιμβριώ­τη, ο Ιορ­δα­νί­δης και ο Παπα­μαύ­ρου απο­λύ­θη­καν στο πλαί­σιο των πει­θαρ­χι­κών διώ­ξε­ων, και ο Βάρ­να­λης, που …τόλ­μη­σε να «βρί­σει» την πατρί­δα τιμω­ρή­θη­κε  με εξά­μη­νη από­λυ­ση και μετά­θε­ση. Ο Κ. Βάρ­να­λης δεν απο­δέ­χτη­κε τη μετά­θε­ση στα Χανιά και απο­λύ­θη­κε. «Δικαιο­σύ­νη εδόθη…».

Η υπό­θε­ση όμως δε στα­μά­τη­σε εκεί.. Συνε­χί­στη­κε με τη συγκρό­τη­ση επι­τρο­πών από το υπουρ­γείο, έγγρα­φο της Ιεράς Συνό­δου στο υπουρ­γείο και διε­νέρ­γεια έρευ­νας, δημό­σιες συγκε­ντρώ­σεις και η Γενι­κή Ασφά­λεια ανα­θέ­τει στον αντει­σαγ­γε­λέα να ερευ­νή­σει την υπό­θε­ση από «κομ­μου­νι­στι­κής από­ψε­ως». Ακο­λου­θούν ανα­κρί­σεις που ολο­κλη­ρώ­θη­καν το Νοέμ­βρη του 1926 με το απαλ­λα­κτι­κό πόρι­σμα του αρε­ο­πα­γί­τη Γ. Αντω­να­κά­κη, ο οποί­ος μετά από διε­ξο­δι­κές ανα­κρί­σεις κονιορ­το­ποιεί τις κατηγορίες.

Πρώ­τη κατη­γο­ρία, η «αντε­θνι­κή διδα­σκα­λία»: Η διδα­σκα­λία των «Ελεύ­θε­ρων Πολιορ­κη­μέ­νων» του Σολω­μού γινό­ταν «σύμ­φω­να με το δόγ­μα του κομ­μου­νι­σμού»… Γρά­φει ο Αντω­να­κά­κης στην έκθε­σή του γι’ αυτή την κατη­γο­ρία: «πολύ περί­ερ­γος και εντε­λώς πρω­τό­τυ­πος κομ­μου­νι­σμός». Δεύ­τε­ρη κατη­γο­ρία: «καλ­λιέρ­γεια ηθι­κής εκλύ­σε­ως»… Εξαι­τί­ας της διδα­σκα­λί­ας στο Μαρά­σλειο τα κορί­τσια απέ­βα­λαν την ντρο­πή ώστε μάρ­τυ­ρας είδε γνω­στή του μαθή­τρια «κυνι­κό­τα­τα και αναι­σχυ­ντό­τα­τα εκπλη­ρού­σαν φυσι­κήν της ανά­γκην (ουρού­σαν) ενώ­πιον και απέ­να­ντί μου κατά τρό­πον προ­κλη­τι­κόν». Δια­πι­στώ­νει στην έκθε­σή του για αυτή την κατη­γο­ρία ο κ. Αντω­να­κά­κης: «Η ουρού­σα μαθή­τρια του κ. Ι. Σ. ή Α. δεν είναι πρό­σω­πον ιστο­ρι­κόν. Είναι δημιούρ­γη­μα ανο­ή­του, μικρο­ρα­διούρ­γου κομπορ­ρή­μο­νος φαντα­σιο­πλη­ξί­ας». Τρί­τη κατη­γο­ρία, «κατάρ­γη­ση ή περι­φρό­νη­ση του μαθή­μα­τος των θρη­σκευ­τι­κών»: Το σχο­λείο καλ­λιερ­γού­σε πνεύ­μα αθε­ΐ­ας και ανη­θι­κό­τη­τας και «αι τοιαύ­ται σχέ­σεις υπε­θάλ­πο­ντο παρά της διευ­θύν­σε­ως δου­λευού­σης εις κομ­μου­νι­στι­κάς ροπάς ακο­λα­σί­ας εξο­μα­λι­ζού­σας την εις τον μπολ­σε­βι­κι­κόν παρά­δει­σον είσο­δον». Σύμ­φω­να με τον Αντω­να­κά­κη, «Το συμπέ­ρα­σμα τού­το είναι όλως αυθαί­ρε­τον δημιούργημα»…

Το πόρι­σμα Αντω­να­κά­κη δεν ικα­νο­ποί­η­σε την αντί­δρα­ση η οποία προ­σπα­θεί επί δεκα­πέ­ντε ημέ­ρες μα συνε­χή δημο­σιεύ­μα­τα να το αναι­ρέ­σει και να απο­δεί­ξει «πώς επε­διώ­κε­το η δια­φθο­ρά εις το Μαρά­σλειον υπό της σπεί­ρας των θεο­κομ­μου­νι­στών». Από το 1924 είχε υπο­βλη­θεί στην Ιερά Σύνο­δο κατη­γο­ρία από τον Α.Π. Κου­του­ρέ­λη, προ­ε­δρεύ­ο­ντα των οργα­νώ­σε­ων Χρι­στια­νι­κή Ενω­ση Σωμα­τεί­ων, Εκτε­λε­στι­κή κατά Αθε­ων και Μαλ­λια­ρών Επι­τρο­πή Πει­ραιά και Αντι­κομ­μου­νι­στι­κή Πανελ­λή­νια Ενωση.

Στις 30 Μάρ­τη 1928 οι Δελ­μού­ζος, Γλη­νός, Βάρ­να­λης, Ιμβριώ­τη, Καζαν­τζά­κης λαμ­βά­νουν πρό­σκλη­ση να απο­λο­γη­θούν για την κατη­γο­ρία της υπο­νό­μευ­σης «της ορθο­δό­ξου ημών πίστε­ως και δια­δό­σε­ως αθεϊ­στι­κών θεω­ριών και δοξα­σιών εν γένει». Φυσι­κά κανείς τους δεν παρου­σιά­στη­κε, ούτε για απο­λο­γία ούτε στη δίκη που έγινε.

Το Δεκέμ­βρη του 1929 στο επί­ση­μο Δελ­τίο της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος «Εκκλη­σία» δημο­σιεύ­τη­κε η υπ. Αριθμ. 743/1348 εγκύ­κλιος της Ιεράς Συνό­δου «περί κατα­δί­κης των αντι­χρι­στια­νι­κών και ανή­θι­κων διδα­σκα­λιών του ονο­μα­ζό­με­νου Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου» με την οποία κατα­δι­κά­ζο­νται οι δάσκα­λοι και στιγ­μα­τί­ζε­ται το έργο των Βάρ­να­λη, Γλη­νού κλπ. αλλά απο­σιω­πά­ται το όνο­μα του Δελμούζου.

 

Ανα­λυ­τι­κά στα Μαρα­σλεια­κά ανα­φέ­ρο­μαι στο βιβλίο μου «Ο άγνω­στος Βάρ­να­λης και 19 αδη­μο­σί­ευ­τα ποι­ή­μα­τά του», στο περιο­δι­κό «Θέμα­τα Παι­δεί­ας» (τευχ.  41–42), στον «Ριζο­σπά­στη» και σε εκτε­νή μελέ­τη στην εφη­με­ρί­δα ΠΡΙΝ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο