Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαριάννα Γιαννουράκου: «Έφτασε η ώρα να απλώσουμε τα χέρια μας στον ήλιο»

Τίπο­τα δεν αλλά­ζει / αν δεν αλλά­ξουν όλα!” να ποια είναι η κεντρι­κή ιδέα πίσω από τις ποι­η­τι­κές δημιουρ­γί­ες της Μαριάν­νας Γιαν­νου­ρά­κου, την οποία παρου­σιά­ζει σήμε­ρα το Ατέ­χνως. Δημιουρ­γί­ες που αγγί­ζουν τον σκλη­ρό πυρή­να της κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, χωρίς να διδά­σκουν την ανα­γκαιό­τη­τα μιας άλλης κοι­νω­νι­κής και για­τί όχι, αισθη­τι­κής προ­ο­πτι­κής στον ανα­γνώ­στη αλλά βοη­θώ­ντας τον να αντι­λη­φθεί ότι ο ίδιος μπο­ρεί να είναι ο φορέ­ας αυτής της αλλαγής.

Τα ποι­ή­μα­τα της, γραμ­μέ­να σε απλή γλώσ­σα, απο­τε­λούν ένα εύστο­χο σχό­λιο ή σκέ­ψη πάνω στην επι­και­ρό­τη­τα. Υπε­ρα­σπί­ζε­ται ότι ο αγώ­νας είναι το μόνο όπλο μας για να αντι­με­τω­πί­σου­με τα προ­βλή­μα­τα κι όχι η παραί­τη­ση. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά: Στο δρό­μο οι σημαί­ες γίνο­νται ήλιος. / Στο σπί­τι, είναι μονά­χα πανιά, κου­ρέ­λια.

Η ποι­ή­τρια γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε στην Αθή­να. Έμα­θε να δια­βά­ζει, να γρά­φει, να σκέ­φτε­ται, να μιλά και με αυτά τα όπλα πορεύ­ε­ται στη ζωή της. Το βιβλίο Για­τί η ποί­η­ση δεν είναι νανού­ρι­σμα, η ποί­η­ση είναι σάλ­πι­σμα! ” (εκδό­σεις Βακ­χι­κόν, 2014), με ποι­ή­μα­τα που γρά­φτη­καν, στην πλειο­ψη­φία τους, στο Παρί­σι, μέσα στα χρό­νια της τελευ­ταί­ας οικο­νο­μι­κής κρί­σης, είναι η πρώ­τη της ποι­η­τι­κή συλλογή.

Ειρη­ναί­ος Μαράκης

 

Υετός

Τα ρολό­για στα­μά­τη­σαν να μετρά­νε τους φόβους μας,
πώς να κάμουν δου­λειά με δυο μόνο δεί­χτες μέσα σε τέτοιο έρεβος…

Έβρε­ξε τόσο τού­τες τις ώρες,
τις μέρες,
τις εβδομάδες,
τα χρόνια,
που μέρος στε­γνό δεν έμεινε,
να κάτσεις δυο λεπτά να σκεφτείς,
να ξαποστάσεις.

Μα η βροχή,
— όπως κι ο φόβος -
σώνε­ται κάποτε.
Όπως τα δάκρυά μας,
που τα ξοδέ­ψα­με δίχως ακό­μη να ξέρου­με γιατί.

Πετού­σε ένα που­λί και κλαίγαμε
σαν να χάνα­με δικό μας άνθρωπο.
Κλαί­γα­με πρωί, μεση­μέ­ρι, βράδυ,
σε δια­κο­πές κι αργίες.
Στα όνει­ρά μας κλαίγαμε.
Φοβό­μα­σταν να κοι­μη­θού­με το βράδυ,
να ξυπνή­σου­με το πρωί,
να ονειρευτούμε,
να ελπίσουμε,
να ερωτευτούμε,
φοβό­μα­σταν να κοι­τα­χτού­με στα μάτια,
να μιλήσουμε,
να φωνάξουμε,
να παλέ­ψου­με φοβόμασταν.
Μού­σκε­ψε η ψυχή μας.

Άλλα δάκρυα δεν έχου­με να δώσουμε,
άλλους φόβους δεν πρό­κει­ται να θρέψουμε,
τα ρολό­για τα ξεκρε­μά­σα­με από τους τοίχους,
σώθη­καν οι αναβολές.

Έφτα­σε η ώρα να απλώ­σου­με τα χέρια μας στον ήλιο,
να γεμί­σου­με τις μέρες μας με ουρανό,
που κάθε μέρα τον υφαί­να­με και τον ξηλώ­να­με τα βράδια
— να μην τον αρπά­ξουν κι αυτόν οι μνηστήρες.

Ένα πράγ­μα γνω­ρί­ζου­με καλά.
Τίπο­τα δεν αλλάζει
αν δεν αλλά­ξουν όλα!

 

Η στή­λη «Νέοι Δημιουρ­γοί» θα φιλο­ξε­νεί μία φορά τη βδο­μά­δα ποι­ή­μα­τα ή διη­γή­μα­τα νέων δημιουρ­γών και όχι μόνο. Προ­ϋ­πό­θε­ση, να μην έχουν δημο­σιευ­τεί σε έντυ­πο ή ηλε­κτρο­νι­κό μέσο και φυσι­κά σε βιβλίο. Τη στή­λη επι­με­λεί­ται ο Ειρη­ναί­ος Μαράκης.

Φιλο­δο­ξία μας είναι, στις αρχές του 2016 να εκδο­θεί μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των (και αντί­στοι­χη διη­γη­μά­των) που θα ανθο­λο­γη­θούν από αυτά που θα φιλοξενήσουμε.

Μπο­ρεί­τε να στέλ­νε­τε τη συμ­με­το­χή σας, μαζί με ένα μικρό βιο­γρα­φι­κό, στο e‑mail του περιο­δι­κού: [email protected]

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο