Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μα κάτι άλλαξε από χτες

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Η ελλη­νι­κή Σού­περ Λιγκ με το εισα­γό­με­νο όνο­μα συνε­χί­ζε­ται με αμεί­ω­το ενδια­φέ­ρον, αφού κάτω από το μηδέν (μη)δεν έχει, κι ας ανα­κα­λύ­πτου­με συνε­χώς και άλλο πάτο. Η ΑΕΚ έσπα­σε το φετι­νό αήτ­τη­το του Ολυ­μπια­κού, που έμει­νε με εννιά παί­κτες και είχε μετά από πολ­λά χρό­νια σερί δύο αγω­νι­στι­κών με απο­βο­λές εις βάρος του. Μια φίλη λέει πως η σημε­ρι­νή Αυγή θα μπο­ρού­σε να κυκλο­φο­ρή­σει με πρω­το­σέ­λι­δο για το κλί­μα που αλλά­ζει και αυτό φαί­νε­ται ακό­μα και στις διαι­τη­σί­ες του ελλη­νι­κού πρω­τα­θλή­μα­τος. Κι ένας άλλος φίλος προ­σθέ­τει πως αν η Δεύ­τε­ρη Φορά Αρι­στε­ρά πέσει μες στο 16′ κι οδη­γη­θού­με σε εκλο­γές, μπο­ρεί να το χρη­σι­μο­ποι­ή­σει στο σπο­τά­κι με τα μεγά­λα επι­τεύγ­μα­τα της δια­κυ­βέρ­νη­σής της: τηλε­ο­πτι­κές άδειες, σύμ­φω­νο συμ­βί­ω­σης και επα­να­φο­ρά της κόκ­κι­νης κάρ­τας για τον Ολυ­μπια­κό και τους παί­κτες του.

Τι αλλά­ζει όμως στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Το ντέρ­μπυ του Σαβ­βά­του, που ξεκί­νη­σε και με καθυ­στέ­ρη­ση για το φόβο επει­σο­δί­ων κατά της απο­στο­λής των φιλο­ξε­νού­με­νων, ήταν μια άνο­στη σού­πα, από αυτές που περι­μέ­νουν πώς και πώς ΜΜΕ και οπα­δοί, για να σχο­λιά­σουν τη διαι­τη­σία, τις επί­μα­χες φάσεις, τις δηλώ­σεις, τους παρά­γο­ντες, τη γκρί­νια, την περιρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα και οτι­δή­πο­τε δεν έχει σχέ­ση με το παι­χνί­δι αυτό καθαυ­τό. Κι όλα αυτά σε έναν αγώ­να, όπου οι περισ­σό­τε­ρες διαι­τη­τι­κές απο­φά­σεις ήταν βασι­κά σωστές (φαντά­σου δηλα­δή και να μην ήταν), αλλά ήταν το μόνο στοι­χείο που μπο­ρού­σε να προ­κα­λέ­σει λίγο ενδια­φέ­ρον, κυρί­ως για­τί δε βλέ­πει κάθε μέρα κανείς τον Ολυ­μπια­κό να παί­ζει με δύο παί­κτες λιγότερους.

Αν κάπο­τε το πρό­βλη­μα ήταν ότι ο κόσμος αφιο­νί­ζε­ται με το απο­τέ­λε­σμα μιας αθλη­τι­κής ανα­μέ­τρη­σης που ελά­χι­στα μπο­ρεί να επη­ρε­ά­σει τη ζωή του προς το καλύ­τε­ρο ή το χει­ρό­τε­ρο, σήμε­ρα δε συμ­βαί­νει καν αυτό. Το πρό­βλη­μα είναι πολύ βαθύ­τε­ρο. Ο οπα­δός δεν ανα­ζη­τά απλώς μικρές νίκες κι εφή­με­ρες χαρές, για να ισο­φα­ρί­ζει τη μιζέ­ρια της καθη­με­ρι­νής του ζωής, αλλά μια πάση θυσία επι­κρά­τη­ση, σαν ναρ­κω­τι­κό, ακό­μα και με 1–0, ή με πέτσι­νο πέναλ­τι (καλύ­τε­ρα έτσι, για να πονέ­σει περισ­σό­τε­ρο, λεν κάποιοι), για να μπο­ρούν να φωνά­ζουν στους απέ­να­ντι (αν και τώρα πια ούτε καν απέ­να­ντι κερ­κί­δα δεν υπάρ­χει στα ελλη­νι­κά γήπε­δα) “σας πηδή­ξα­με”. Κι ας μοιά­ζει όλο αυτό στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πιο πολύ με “αγχω­μέ­νη μαλα­κία — Διδυ­μό­τει­χο Blues” κι όχι (ερω­τι­κό) παι­χνί­δι, που θα το απο­λαύ­σουν κι οι δυο, χωρίς νικη­τές και ηττημένους.

Οι αγώ­νες γίνο­νται πλέ­ον από συμ­βα­τι­κή υπο­χρέ­ω­ση, για να έχει κάτι να ασχο­λεί­ται ο κόσμος και το τουί­τερ, όπου μπο­ρεί να σχο­λιά­ζει κανείς, χωρίς να βλέ­πει καν το ντέρ­μπι ‑έτσι κι αλλιώς δε χάνει κάποιο σπου­δαίο θέαμα.

Ο οπα­δι­κός τύπος συνε­χί­ζει να προ­ά­γει το ευ αγω­νί­ζε­σθαι (πόνε­σε πολύ, χει­ρουρ­γείο, κοκ) αλλά οι χει­ρό­τε­ροι χού­λι­γκαν βρί­σκο­νται στα επί­ση­μα, επι­τί­θε­νται φρα­στι­κά πχ στον παρα­τη­ρη­τή διαι­τη­σί­ας, απει­λούν θεούς και δαί­μο­νες (θα σε λιώ­σω, ξέρω πού μένεις), ανταλ­λά­ζουν ανα­κοι­νώ­σεις υψη­λού επι­πέ­δου και φιλο­φρο­νή­σεις (όπως γκαν­γκ­στε­ρά­κος, συμ­μο­ρία, ο Αλή Μπα­μπά και οι 40 κλέ­φτες)! Πλα­κώ­νο­νται μετα­ξύ τους σαν τις συμ­μο­ρί­ες της Νέας Υόρ­κης, στή­νουν δίκτυα, παρά­γκες, φτιά­χνουν λυκο­συμ­μα­χί­ες που θα δια­λυ­θούν στο επό­με­νο σφύ­ριγ­μα, πλη­ρώ­νουν δημο­σιο­γρά­φους, συν­δε­σμί­τες και πορώ­νουν τους ιδιω­τι­κούς τους στρα­τούς για το καλό και συμ­φέ­ρον της επιχείρησης.

Αν έτσι αλλά­ζει το ποδό­σφαι­ρο, απλώς επει­δή μπο­ρεί να αλλά­ζουν τα κόζια στη διαι­τη­σία, επει­δή θα αρχί­σει να χάνει κι ο Ολυ­μπια­κός και μπο­ρεί να γίνει κάποιος άλλος χαλί­φης στη θέση του χαλί­φη, τότε μιλά­με για μια αλλα­γή πιο ψευ­δε­πί­γρα­φη κι από αυτήν του Ανδρέα στη δεκα­ε­τία με τις βάτες ή το σημε­ρι­νό της κακέκτυπο.
Τα πρό­σω­πα αλλά­ζου­νε, μα η σαπί­λα μένει.

Το παι­χνί­δι έχει πάψει να δίνει χαρά, για­τί δεν είναι πια τέτοιο κι έχει γίνει κάτι παρα­πά­νω από ένας αγώ­νας, σαν ζήτη­μα ζωής και θανά­του. Το ζήτη­μα είναι να επι­στρέ­ψει στην πραγ­μα­τι­κή του διά­στα­ση, και ο μόνος τρό­πος για να συμ­βεί αυτό, είναι να απε­γκλω­βι­στεί πρώ­τα από τα επι­χει­ρη­μα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα που το λυμαίνονται.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο