Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μενέλαος Λουντέμης: Συγγραφέας, Αγωνιστής, Άνθρωπος — Σαράντα χρόνια από τον θάνατό του

Γρά­φει η Γιώ­τα Κοτσαύ­τη* //

«Έζη­σα με τους ταπει­νούς και τους καταφρονεμένους.
Γι’ αυτούς έγρα­ψα, γι’ αυτούς αγωνίστηκα
με αγά­πη και για την πνευ­μα­τι­κή τους άνοδο…»
Μ.Λ.

22 Ιανουα­ρί­ου 1977. Στη λεω­φό­ρο Βου­λιαγ­μέ­νης ένας οδη­γός χάνει στιγ­μιαία τον έλεγ­χο του αυτο­κι­νή­του του. Προ­λα­βαί­νει να απο­μα­κρυν­θεί και να το ακι­νη­το­ποι­ή­σει πριν ξεψυ­χή­σει. Ο οδη­γός αυτός είναι ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης. Λίγους μήνες μετά την επι­στρο­φή του στην Ελλά­δα, η καρ­διά του ‑αυτή η καρ­διά που άντε­ξε τόσες και τόσες συγκι­νή­σεις- στα­μά­τη­σε να χτυπά…

lountemis

Συγ­γρα­φέ­ας αυτο­δί­δα­κτος, πολυ­γρα­φό­τα­τος, με λογο­τε­χνι­κό ταλέ­ντο μονα­δι­κό, κατόρ­θω­σε από τα πρώ­τα του βιβλία να αγκα­λια­στεί και να αγα­πη­θεί από το ανα­γνω­στι­κό κοι­νό. Κατα­πιά­στη­κε με όλα σχε­δόν τα είδη λόγου και κέρ­δι­σε επά­ξια μία θέση στα νεο­ελ­λη­νι­κά γράμματα.

Τα σκλη­ρά του βιώ­μα­τα ‑προ­σφυ­γιά, φτώ­χεια, εξο­ρί­ες, αρρώ­στιες- επη­ρέ­α­σαν το έργο του, όχι όμως και την ευαι­σθη­σία με την οποία αντι­με­τώ­πι­ζε τους ανθρώπους.

«…Είναι ένα κου­τσό παλι­κά­ρι, που τρα­γου­δά­ει με μια κιθά­ρα τα βάσα­να του κόσμου και σαν κου­ρα­στεί, παίρ­νει ένα καλέ­μι και σμι­λεύ­ει τα τρα­γού­δια του και τους καη­μούς του στα ξερό­βρα­χα της πατρί­δας μας και στα λιγο­στά καμπο­χώ­ρα­φα του τόπου μας. Στις ακρο­για­λιές σκι­τσά­ρει τις χαρές και τα όνει­ρά μας. Τότε τα κύμα­τα παίρ­νουν τους στί­χους του και τους μετα­φέ­ρουν στα πέλα­γα του κόσμου. Στους κορ­μούς των δέντρων χαρά­ζει τις ελπί­δες μας για να τις πάρουν τα που­λιά και να τις τρα­γου­δή­σουν τα πρω­ι­νά στο Λαζαρέτο…»*

Με αυτά τα συγκι­νη­τι­κά λυρι­κά λόγια τον περιέ­γρα­φε ένας νεα­ρός πολι­τι­κός κρατούμενος.

Τα κεί­με­νά του υπήρ­ξαν παρη­γο­ριά για πολ­λούς φυλα­κι­σμέ­νους και εξό­ρι­στους αγω­νι­στές. Καθώς και για πολ­λούς λαϊ­κούς ανθρώ­πους, του μόχθου και της βιο­πά­λης. Ήταν η φωνή τους, το σύμ­βο­λο της ελπί­δας και της αισιο­δο­ξί­ας. Ένας από αυτούς. Που, παρ’ όλες τις αντι­ξο­ό­τη­τες και  τα εμπό­δια, τα κατάφερε.

«Προ­σφέ­ρει μία κραυ­γή γνη­σιό­τη­τας, έχει τη δυνα­μι­κό­τη­τα και τη δαι­μο­νι­σμέ­νη ικα­νό­τη­τα να στή­νει ανά­με­σά μας ανθρώ­πους. Τους κου­βα­λά­ει πάντα από το ακέ­νω­το απο­θη­σαύ­ρι­σμα της ζωής και των προ­σω­πι­κών του εντυ­πώ­σε­ων»** γρά­φει ο ποι­η­τής Νίκος Παπ­πάς. Και, πράγ­μα­τι, οι ήρω­ες του Λου­ντέ­μη είναι ζωντα­νοί, αλη­θι­νοί, μιλούν την αυθε­ντι­κή τους γλώσ­σα, κινού­νται στους φυσι­κούς τους χώρους. Είναι ένας από τους ελά­χι­στους συγ­γρα­φείς που χει­ρί­ζε­ται με τόση ευκο­λία και επι­τυ­χία τους ιδιω­μα­τι­σμούς και τις τοπι­κές διαλέκτους.

Στις δύσκο­λες στιγ­μές της ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας, αλλά και της ανθρω­πό­τη­τας, κάποιοι το έβα­λαν στα πόδια, κάποιοι ήταν από­ντες, κάποιοι πολέ­μη­σαν με όσα μέσα διέ­θε­ταν. Το «όπλο» του Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη ήταν η πένα του. Μ’ αυτήν  αγω­νί­στη­κε ως το τέλος της ζωής του για την ελευ­θε­ρία, την αγά­πη, τη δικαιο­σύ­νη ‑για μία κοι­νω­νία ισό­τη­τας, αλλη­λεγ­γύ­ης και ανθρωπιάς.

Φέτος συμπλη­ρώ­νο­νται σαρά­ντα χρό­νια από τον θάνα­τό του κι όμως ο λόγος του, αντι­πο­λε­μι­κός, αντι­ρα­τσι­στι­κός, παρα­μέ­νει επί­και­ρος. Κι όσο θα υπάρ­χουν άνθρω­ποι που ονει­ρεύ­ο­νται έναν καλύ­τε­ρο κόσμο, τα βιβλία του θα είναι μία αχτί­δα φωτός στο σκο­τά­δι, ένα κίνη­τρο για να μην εγκα­τα­λεί­ψουν τον αγώνα…

 

 

*Φώτης Σιού­μπου­ρας, Ο δικός μας Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, εκδό­σεις Δωρι­κός, σ.152.

**Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, Το τρα­γού­δι των διψα­σμέ­νων, εκδό­σεις Δωρι­κός, σ.6.

Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: Φώτης Σιού­μπου­ρας, Ο δικός μας Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, εκδό­σεις Δωρι­κός, σ.156.

 

Η Γιώ­τα Κοτσαύ­τη είναι δια­χει­ρί­στρια της ομά­δας Μενέ­λα­ος Λουντέμης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο