Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ: Συννεφιάζει

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Επί­και­ρο όσο ποτέ 

Ξένιος Δίας», στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης, νομο­σχέ­διο για την ιθα­γέ­νεια, Μανω­λά­δες, Χρυ­σή Αυγή, δια­στρέ­βλω­ση της Ιστο­ρί­ας. Αξιο­ποιώ­ντας την καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση και τη μετα­νά­στευ­ση οι αστοί ταΐ­ζουν και ανδρώ­νουν και πάλι το ρατσι­στι­κό, φασι­στι­κό φίδι, που βγαί­νει από τη μήτρα του εκμε­ταλ­λευ­τι­κού τους συστήματος.

Η έκκλη­ση ενός παι­διού μετα­να­στών μας θύμι­σε την εξαι­ρε­τι­κή επι­και­ρό­τη­τα του μυθι­στο­ρή­μα­τος του Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη «Συν­νε­φιά­ζει». Και την ανά­γκη τέτοια κεί­με­να να υπάρ­χουν στα σχο­λι­κά βιβλία, στη βιβλιο­θή­κη του κάθε λαϊ­κού σπιτιού.

«Είμαι 17 χρο­νών. Γεν­νή­θη­κα στην Ελλά­δα. Μιλώ μόνο ελλη­νι­κά. Παρα­κα­λώ μη με απε­λά­σε­τε σε ξένη χώρα». Ηταν η λεζά­ντα που συνό­δευε στο δια­δί­κτυο και ρεπορ­τάζ του Τύπου τη φωτο­γρα­φία ενός μαύ­ρου εφή­βου. Δεν έλε­γε το όνο­μά του. Ας τον ονο­μά­σου­με Χρι­στό­φο­ρο. Προ­φα­νώς, παι­δί μετα­να­στών ο Χρι­στό­φο­ρος δεν μπο­ρεί να πάρει την ελλη­νι­κή ιθα­γέ­νεια. Οπως και ο Σοφο­κλής, ο Μανό­λης, ο Χασάν, ο Αχμέτ κλπ. Ολα, όταν δε δια­βά­ζουν, παί­ζουν στην πλα­τεία και όταν κου­ρά­ζο­νται ξαπο­σταί­νουν στα παγκά­κια της πλατείας.

Δεν είναι λίγα. Οι γονείς τους δεν ήρθαν στην Ελλά­δα για του­ρι­σμό. Οι ιμπε­ρια­λι­στι­κοί πόλε­μοι τους ξερί­ζω­σαν. Μετα­νά­στευ­ση και προ­σφυ­γιά, ήταν, είναι και θα είναι συνυ­φα­σμέ­να με τον πόλε­μο και τη φτώχεια.

Κι όμως, είναι τυχε­ρά παι­διά. Κάποια άλλα ήταν απλά παρά­πλευ­ρες απώ­λειες, σφαγ­μέ­να ως μια τρα­γι­κή επι­βε­βαί­ω­ση της απα­ξί­ας της ανθρώ­πι­νης ζωής σε έναν κόσμο εκμε­τάλ­λευ­σης, που γεν­νά πολέ­μους. Αυτός ο κόσμος ο καπι­τα­λι­στι­κός δολο­φο­νεί και στον πόλε­μο και στην …ειρή­νη. Αμέ­τρη­τα τα παι­διά θυσία στο βωμό του καπι­τα­λι­στι­κού κέρ­δους. Ετσι χτί­ζε­ται το κεφά­λαιο. Αυτά συμ­βαί­νουν σήμε­ρα στη Συρία, στο Μπα­γκλα­ντές… Χτες στη Σερ­βία… Προ­χτές στην Αφρι­κή… «Χιλιά­δες μίλια πέρα, αιώ­νες πίσω,/ φτη­νά το κρέ­ας που­λιέ­ται τ’ ανθρωπίσιο».

Ο Μ. Λουντέμης με τη γυναίκα του και την κόρη του

Ο Μ. Λου­ντέ­μης με τη γυναί­κα του και την κόρη του

 

Ο Σου­κρής του «Συν­νε­φιά­ζει»

Σε μια ξένη χώρα; Για­τί; Αυτό είναι το ερώ­τη­μα του Χρι­στό­φο­ρου. Το ίδιο ένιω­σε και το δεκά­χρο­νο τουρ­κό­που­λο ο Σου­κρής, όταν έμα­θε ότι πρέ­πει να φύγει από τον τόπο που γεν­νή­θη­κε. «Τ’ ακού­ει κι ο Σου­κρής κι ένα τινγκ! Κάνει μες στα μικρά του τούρ­κι­κα σωθι­κά, σαν κόρ­δα που σπά­ει. Για­τί; Ναι, για­τί;». Σε μια ξένη χώρα κι αυτός.«Πού; Σ’ έναν τόπο που ούτε ξέρεις αν έχει τέτοιο χώμα (κόκ­κι­νο) ή τίπο­τα αλα­τί­σιο. Αν τα νερά είναι άσπρα… αν οι πετα­λού­δες είναι χρω­μα­τι­στές… Αν ο αέρας δεν είναι βαρύς σα σίδε­ρο ‑καθώς έχου­νε να λένε- που δίνει μια στα παι­διά και πάρτ’ κάτου! Ποιος σε βεβαιώ­νει πως έχει καλια­κού­δες εκεί… πως τ’ απί­δια δεν είναι άνο­στα σαν τις άβρα­στες πατά­τες της Κατε­ρι­νιώς… και πως τ’ άλο­γα ‑σώνει και καλά- δεν έχου­νε κέρα­τα που ξεκοι­λιά­ζουν τα παι­διά; Ας έρτει ένας να μας τα πει και να του πού­με και μπρά­βο! Μα τώρα ποιος λογά­ρια­ζε τα φίδια που ζώσα­νε τα μικρά σπλά­χνα του Σουκρή…».

Ο Σου­κρής είναι φίλος του Μέλιου Κάδρα, «που μια φορά του ‘δωσα δυο ψίχου­λα και κεί­νος μου ‘δωσε ολά­κε­ρη ψυχή». Ο Μέλιος είναι ένα ορφα­νό προ­σφυ­γά­κι από την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, που κατα­φθά­νει μονά­χο στην Κεντρι­κή Μακε­δο­νία με το κύμα της προ­σφυ­γιάς, μικρός, φτω­χός κι έρη­μος, προ­σπα­θεί να επι­βιώ­σει και να βρει το δρό­μο του, που τελι­κά απο­δει­κνύ­ε­ται μακρύς, τρα­χύς και μονα­χι­κός. Ανα­κα­τε­μέ­νος στο πλή­θος της προ­σφυ­γιάς κατά την ανταλ­λα­γή των πλη­θυ­σμών, όπου Τούρ­κοι κι Ελλη­νες αφή­νουν τα σπί­τια τους, εδώ κι εκεί, για να πάνε όπου ορί­ζουν οι συμ­φω­νί­ες των κρα­τών, και ο φίλος του, ο Σου­κρής, ο Τούρ­κος, που ανα­γκά­ζε­ται να φύγει από τον τόπο που γεν­νή­θη­κε… Ενας μεγά­λος ξερι­ζω­μός λαών και στη μέση μια παι­δι­κή φιλία που δε γνω­ρί­ζει από σύνο­ρα, πόλε­μο, πολιτική…

Σου­κρής και Μέλιος είναι οι ήρω­ες του Μ. Λου­ντέ­μη στο «Συν­νε­φιά­ζει», τοπο­θε­τη­μέ­νο στην επο­χή της ανταλ­λα­γής των πλη­θυ­σμών, μετά τη Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή. Ενα μυθι­στό­ρη­μα που θέτει πάνω από όλα το ζήτη­μα του σεβα­σμού στον «άλλον», προ­βάλ­λει την παι­δι­κή αθω­ό­τη­τα, υμνεί την ανθρω­πιά, την αγά­πη, την ευαι­σθη­σία και τη φιλία, πέρα από οποιεσ­δή­πο­τε πολι­τι­κές σκο­πι­μό­τη­τες. Ολα αυτά που περι­γρά­φουν την ενό­τη­τα του ανθρώ­πι­νου γένους, πέρα και έξω από πολι­τι­σμι­κές, θρη­σκευ­τι­κές και εθνι­κές διαφορές.

Ο Λου­ντέ­μης με τη βιω­μα­τι­κή, συγκι­νη­τι­κή γρα­φή, γρά­φει από καρ­διάς, χωρίς μελο­δρα­μα­τι­σμούς και φλυα­ρί­ες. Παρα­τη­ρεί και συλ­λαμ­βά­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με τρό­πο μονα­δι­κό και γι’ αυτό γλα­φυ­ρό στην περι­γρα­φή. Δίνει με δεξιο­τε­χνία και εκφρα­στι­κή πλα­στι­κό­τη­τα τη φιλία των δύο παι­διών, το τέλος του Σουκρή.

«Θα με θυμά­σαι;», ρωτά ο Μέλιος το Σου­κρή. «Βάι­ιι… μα τον Αλάχ, δεν είναι για να σε ξεχά­σω». Ομως το τρέ­νο που θα έπαιρ­νε το Σου­κρή και τους δικούς του για μια άλλη πατρί­δα συν­θλί­βει στις ράγες του το μικρό μουσουλμάνο.

«Χύθη­κε ο Σου­κρής ξοπί­σω στο τρέ­νο, σαν χηνά­ρι που τρέ­χει να προ­φτά­σει την αρμα­θιά τ’ αδερ­φά­κια του. Μα ο “χαμά­λης” είναι τόσο άπο­νος… “Πουφ!… πουφ!” κεί­νος, τη δου­λειά του. Ο Σου­κρής τσι­ρί­ζει σπαραχτικά.

– Ανά­αα… ντουρ! Ανα­τζί­ι­ικ… ντουρ… ντουρ! (Μάναα… Μανού­λα… Σταμάτα!).

Αρχι­σε το κυνηγητό.

– Α! Σου­κρή! φώνα­ζαν απ’ όλα τα βαγό­νια… όλος ο κόσμος κρε­μα­σμέ­νος. Η μάνα άπλω­νε τα χέρια της σαν κλα­διά που τα δέρ­νει ο αέρας.

– Α, για­βρούμ… Α, τζε­ρίμ!… (Α, λατρεία μου… Α, σπλά­χνο μου!).

Ολοι χτυ­πού­σα­νε τα κάγκελα.

-Χ‑α!… Χ‑α!…

-Α, Σου­κρή! Α! καπλάν!… Χ‑α!

Γέροι και νιοι απλώ­να­νε τα χέρια, απλώ­να­νε ζου­νά­ρια. Η βάβω του, τρα­βού­σε τους χαλ­κά­δες του τρέ­νου, για να το στα­μα­τή­σει και το περι­κα­λού­σε και το μάλωνε:

-Ντουρ μπρε! Ντουρ μπρε! (Στά­σου βρε! Στάσου!).

Σπα­ραγ­μός…

Μα ήθε­λε δεν ήθε­λε ο “χαμά­λης” έκο­ψε για μια στιγ­μή τη φόρα του όχι από καλο­σύ­νη του, μα να, για­τί είχε φτά­σει στα ψαλί­δια, χρειά­ζε­ται προ­σο­χή εκεί. Ο Σου­κρής τον έφτα­σε. Απλω­σε κιό­λας τα μαύ­ρα του χερά­κια να γαν­τζώ­σει. Μα δεν τ’ αξιώ­θη­κε. Σφυ­ριγ­μα­τιές πολ­λές ακού­στη­καν με μιας. Κι ένα στρί­γκλι­σμα φοβε­ρό, φοβε­ρό… από χίλιες φωνές μαζί.

-Ααα­α­αα!!!

… Ο “χαμά­λης” έφυ­γε μακριά. Κι ένα άλλο τρέ­νο έμπαι­νε στο σταθ­μό, με ματω­μέ­νες ρόδες… ματω­μέ­νες απ’ τα κρε­α­τά­κια ενός παι­διού, ενός δεκά­χρο­νου τουρ­κό­που­λου, που δεν ήταν πια τουρ­κό­που­λο, δεν ήταν πια παι­δί… παρά λίγο αίμα στις ρόδες ενός περα­στι­κού τρένου».

Και απο­μέ­νει ο μικρός χρι­στια­νός, κρε­μα­σμέ­νος στα κάγκε­λα του σταθ­μού, γεμά­τος πίκρα και οδύ­νη να προ­σεύ­χε­ται για το φίλο του.

«Κι εγώ ( αχ…) εγώ που ζύμω­σα τα πικρά μικρά­τα μου, τ’ αδύ­να­μα αλα­φρά όνει­ρά μου μ’ ένα τουρ­κά­κι της Καρά­τζο­βας, κάθο­μαι, ώρες τώρα ‑κρε­μα­σμέ­νο κου­ρε­λά­κι- πάνω στα κάγκε­λα του σταθ­μού και δε βλέ­πω τίπο­τα μπρο­στά μου, τίπο­τα, για­τί όλα είναι κλάμα…

Λένε πως τα παι­διά, σαν είναι άκα­κα εδώ στη γης και καλό­γνω­μα, σαν φτά­σου­νε στον ουρα­νό γίνο­νται άγγε­λοι. Μα ο θεός τους ο Τούρ­κος, τώρα έφυ­γε και ποιος θα του ανοί­ξει του Σου­κρή που δεν ξέρει και τη γλώσσα;

Σε περι­κα­λώ, παπ­πού Θεέ…, αν δεις να τρι­γυρ­νά­ει όξω απ’ το παλά­τι σου ένα μαυ­ρι­δε­ρό τουρ­κά­κι, είναι ο φίλος μου ο Σου­κρής. Πάρ’ το μέσα. Σε περι­κα­λώ και να το συγ­χω­ρέ­σεις που έχει λίγο άσκη­μα χεί­λια και μην το κακο­καρ­δί­σεις γι’ αυτό. Σε περι­κα­λά­ει ένας φτω­χός μικρο­που­λη­τής του σταθ­μού που δρό­σι­ζε τον κόσμο. Αν ήσου­να καμιά φορά περα­στι­κός από κει, θα τον θυμά­σαι. Ηταν ένα κου­τσό αγό­ρι. Σ’ ευχαριστώ…».

Κι όμως το κεί­με­νο αυτό δεν υπάρ­χει στα σχο­λι­κά βιβλία. Υπήρ­χε στο βιβλίο λογο­τε­χνί­ας της Α’ Γυμνα­σί­ου. Η διδα­κτι­κή πρά­ξη έδει­χνε ότι άρε­σε στα παι­διά και οι καθη­γη­τές το επέ­λε­γαν. Δεν ανα­πλη­ρώ­νε­ται η οπτι­κή και η αισθη­τι­κή του κει­μέ­νου που αφαιρέθηκε.

lountemis2

Εργο βιω­μα­τι­κό

Με την ιστο­ρία του Σου­κρή ξεκι­νά το μυθι­στό­ρη­μα. Η ζωή στο του­βλά­δι­κο είναι το θέμα του. Εργο βιω­μα­τι­κό, που φιλο­τε­χνεί μια μικρή αλλά πυκνή τοι­χο­γρα­φία του κόσμου των χει­ρω­να­κτών. Με γλα­φυ­ρό­τη­τα περι­γρά­φει την Εδεσ­σα, τους κατοί­κους της και κατα­θέ­τει τις ανα­μνή­σεις του από τα χρό­νια που έζη­σε εκεί.

Το μυθι­στό­ρη­μα πρω­το­κυ­κλο­φό­ρη­σε στα 1947 και επα­νεκ­δό­θη­κε στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1950, οπό­τε γνώ­ρι­σε μεγά­λη επι­τυ­χία. Σχε­τι­κή είναι μια στι­χο­μυ­θία του Λου­ντέ­μη με τον ηθο­ποιό Τζα­βα­λά Καρού­σο, που δια­σώ­ζει ο συνε­ξό­ρι­στός τους Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης. Ενα σχό­λιο του Καρού­σου που εύστο­χα χαρα­κτη­ρί­ζει τη γρα­φή του Λουντέμη.

Στο καφε­νείο του Αϊ — Στρά­τη ο Καρού­σος και ο Λου­ντέ­μης πίνουν καφέ. Ο Καρού­ζος απο­λαμ­βά­νει τη χαρά από το πετυ­χη­μέ­νο ανέ­βα­σμα της παρά­στα­σης «Οι Πέρ­σες» του Αισχύ­λου. Ανά­με­σα τους όμως υπάρ­χει ένας φιλι­κός «αντα­γω­νι­σμός», ένα συνε­χές πεί­ραγ­μα. Ερχε­ται το πλοίο και φέρ­νει το νέο της μεγά­λης επι­τυ­χί­ας που έχει η επα­νέκ­δο­ση του μυθι­στο­ρή­μα­τος του Λου­ντέ­μη «Συν­νε­φιά­ζει». Λέει ο Λου­ντέ­μης: «Καρού­σο, το ανέ­βα­σμα μιας παρά­στα­σης είναι σαν πυρο­τέ­χνη­μα που φωτί­ζει τον ουρα­νό και καθώς πέφτει σιγά σιγά σβή­νει. Ενώ το βιβλίο μένει για πάντα». Και του απα­ντά ο Καρού­ζος: «Γρά­φε, γρά­φε Λου­ντέ­μη με την καρ­διά σου, για να εντυ­πω­σιά­ζεις τους ανα­γνώ­στες σου. Αλί­μο­νό τους, όμως, αν χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις και το μυα­λό σου».

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το Ριζο­σπά­στη

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο