Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Μονόλογοι στο λυκαυγές», το καινούριο βιβλίο του Μίκη Θεοδωράκη

 

«Μονό­λο­γοι στο λυκαυ­γές» είναι ο τίτλος του και­νού­ριου βιβλί­ου του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, που μόλις κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις Ιανός. Το βιβλίο απο­τε­λεί τη συνέ­χεια και ολο­κλή­ρω­ση του προη­γού­με­νου βιβλί­ου του «Διά­λο­γοι στο λυκό­φως. 90 συνεντεύξεις».

   Η έκδο­ση περι­λαμ­βά­νει κεί­με­να τα οποία έγρα­ψε ο μου­σι­κο­συν­θέ­της τα τελευ­ταία είκο­σι χρό­νια (μετα­ξύ 1996 και 2016). Στο πρώ­το μέρος εντάσ­σο­νται κεί­με­να που εισά­γουν τον ανα­γνώ­στη στη βαθύ­τε­ρη ουσία της σκέ­ψης του, σε εκεί­νες ακρι­βώς τις ιδέ­ες που επα­νέρ­χο­νται τακτι­κά και δια­τρέ­χουν το σύνο­λο του έργου του και της προ­σω­πι­κής του φιλο­σο­φί­ας. Στο δεύ­τε­ρο μέρος εντάσ­σο­νται ομι­λί­ες, δηλώ­σεις και άρθρα, με στοι­χεία ανα­σκό­πη­σης των σημα­ντι­κό­τε­ρων γεγο­νό­των αλλά και της καλ­λι­τε­χνι­κής του δρα­στη­ριό­τη­τας ανά έτος. Τα πολι­τι­κά, κοι­νω­νι­κά, οικο­νο­μι­κά και καλ­λι­τε­χνι­κά γεγο­νό­τα, που συντά­ρα­ξαν όχι μόνο τη μετα­πο­λι­τευ­τι­κή Ελλά­δα, αλλά και την Ελλά­δα των πρώ­των μετα­πο­λε­μι­κών δεκα­ε­τιών απο­τε­λούν το υλι­κό πάνω στο οποίο ο Θεο­δω­ρά­κης ξετυ­λί­γει τον στο­χα­σμό του, μιλώ­ντας συχνά και για τη μου­σι­κή του δου­λειά: για τον τρό­πο με τον οποίο συνέ­λα­βε και σχε­δί­α­σε τα μεγά­λα μου­σι­κά του έργα, αλλά και για τη σχέ­ση του με τη σύγ­χρο­νη ελλη­νι­κή ποί­η­ση ή με τις κατα­βο­λές του αρχαί­ου ελλη­νι­κού πολιτισμού. .

    Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό πως στην εισα­γω­γή του, την οποία τιτλο­φο­ρεί «Επι­στο­λή προς Νεο­έλ­λη­να ζωγρά­φο» (μνή­μη του εικα­στι­κού Μάκη Βαρ­λά­μη), ο Θεο­δω­ρά­κης στρέ­φε­ται προς τον αρχαιο­ελ­λη­νι­κό κόσμο, απο­τί­ο­ντας φόρο τιμής στις αξί­ες του: «Η πρώ­τη Θεά κι η άλλη Γαλά­ζιο Φως για να σκε­πά­ζει το Λίκνο το Πρώ­το, το Ένα, το Μονα­δι­κό, και να εισχω­ρεί μυρω­μέ­νος αέρας σε σώμα­τα γυμνά ανά­γλυ­φα μικρών Θεών για να γίνουν οι Ερα­στές οι Πρώ­τοι και ο Τελευ­ταί­οι, οι Έσχα­τοι πριν από τη Μεγά­λη Νύχτα των Παγε­τώ­νων και των ζωντα­νών πτω­μά­των που θα σαπί­ζουν στους αιώ­νες των αιώ­νων. Και γεν­νή­θη­κε το Μέτρο, η Συμ­με­τρία, η Αρμο­νία κατ’ εικό­να και ομοί­ω­ση της Συμπα­ντι­κής Αρμο­νί­ας με τον Νόμο Δημιουρ­γό να στέ­κει ακί­νη­τος πίσω από τον Ιερό Βρά­χο. Και τότε εγέ­νε­το φως και ο ιερός αριθ­μός πέρα­σε από τους δωρι­κούς κίο­νες του Παρ­θε­νώ­να σαν αστραπή».

    Στον επί­λο­γό του ο Θεο­δω­ρά­κης μιλά­ει απο­λο­γι­στι­κά για τη ζωή και το έργο του: «Δεν υπάρ­χει αμφι­βο­λία. Αυτό είναι το τελευ­ταίο μου βιβλίο! […] Ο συγ­γρα­φέ­ας και ο ποι­η­τής, που έχει φτά­σει σε βαθ­μό να τυπώ­νε­ται και να δια­βά­ζε­ται, σίγου­ρα νιώ­θει σαν ημί­θε­ος. Τι να πω όμως για τον συν­θέ­τη, που τους ψυχρούς φθόγ­γους του, τους γραμ­μέ­νους πάνω σε ένα χαρ­τί, μπο­ρείς να τους ακού­σεις να ζωντα­νεύ­ουν και να πετούν σαν σμή­νη που­λιών που δια­περ­νούν τα τεί­χη του πραγ­μα­τι­κού κόσμου και γίνο­νται αυλοί, ήχοι ενός θεϊ­κού κόσμου που είναι το μου­σι­κό του έργο, καθώς εισβάλ­λει σε χιλιά­δες ψυχές, σκέ­ψεις, αισθή­μα­τα, καρ­διές του κάθε Ανθρώ­που χωρίς διά­κρι­ση. Τι να πω λοι­πόν για τον συν­θέ­τη; Ότι είναι ένας μικρός Θεός; Όχι!

   Θα πω μονά­χα ότι είναι ευλο­γη­μέ­νος… Σαν τη θάλασ­σα, που όσο κι αν τη δέρ­νουν οι άνε­μοι και κυμα­τί­ζει, αφρί­ζει με χίλιους τρό­πους, όμως όλα αυτά συμ­βαί­νουν στην επι­φά­νειά της, για­τί λίγο πιο κάτω παρα­μέ­νει ήρε­μη, πανέ­μορ­φη, ευλογημένη.

   Το ίδιο και η ζωή μου, που τα έζη­σε όλα. Στον υπερ­θε­τι­κό. Τη χαρά και τον πόνο. Το κόκ­κι­νο και το μαύ­ρο. Την αγά­πη και το μίσος».

Πηγή: ΑΠΕ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο