“Από τους Χαΐνηδες ως τους Rage Against the Machine κάθε γωνιά του κέντρου της Αθήνας έχει κάτι να σου πει. Street reporting για τους μουσικούς του δρόμου”*
Κείμενο — φωτογραφίες: Ελπίδα Πουρναρά //
Πολλοί τους κοιτούν και στα μάτια τους βλέπουν επαίτες. Άλλοι τους κοιτούν υποτιμητικά, τους απειλούν ή ακόμα φωνάζουν τις αρχές. Κάποιοι πάλι, χαμογελούν αν ακούσουν κάποιο τραγούδι γνώριμο, δε διστάζουν να το σιγοτραγουδήσουν. Να σταθούν για λίγο και να θαυμάσουν όλους όσοι χαρίζουν λίγη από την ομορφιά της μουσικής τους στις γωνιές αυτής της τσιμεντούπολης.
Είναι οι μουσικοί του δρόμου. Όσοι σε κάνουν να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε κάποια κινηματογραφική ταινία και κάθε σου κίνηση ορίζεται από το soundtrack το οποίο οι ίδιοι συνθέτουν. Θα τους βρεις όλες τις ώρες της μέρας να στέκουν αγέρωχοι, βυθισμένοι στις σκέψεις τους και αφοσιωμένοι στην τέχνη τους. Όλα αυτά ήταν που με παρακίνησαν να προσεγγίσω αυτούς τους street artists στα πιο γνωστά σημεία του κέντρου της πόλης κι έτσι ένα απόγευμα με σύμμαχο τον καλό καιρό, άφησα πίσω το άγχος και την πίεση, αποφασισμένη να απολαύσω «μικρές μουσικές παραστάσεις».
Ξεκινώ από την πλατεία Συντάγματος, που ανέκαθεν αποτελούσε σημείο αναφοράς για την Αθήνα. Ηλεκτρικές κιθάρες, ενισχυτές, beatboxers, κασετόφωνα βγαλμένα από τη δεκαετία των 90’s. Στην πραγματικότητα σε επαναφέρει μονάχα ο κύριος με το λαϊκό λαχείο και συνειδητοποιείς πως τελικά, δε βρίσκεσαι στην παρέα του Κασέλ στην ταράτσα με τη μουσική δυνατά πρωταγωνιστώντας στο «La Haine». Προλαβαίνεις όμως να ακούσεις τις τελευταίες ρίμες του συμπαθητικού νεαρού προτού ξεστήσει, σημαίνοντας έτσι τη λήξη της άτυπης βάρδιάς του.
Κατεβαίνοντας τον πεζόδρομο του Θησείου συναντώ μια κολεκτίβα που έχει καταφέρει να μαζέψει γύρω της περίπου τριάντα άτομα. Παίζουν και χαμογελούν διάπλατα, δίχως να τους ενοχλεί ο ήλιος που όλη μέρα τους καίει τα πρόσωπα, ο αέρας που κάνει τα μαλλιά τους να πέφτουν μες στα μάτια τους και η κούραση που αυτά μαρτυρούν. Διασκευάζουν το «Killing in the name» των Rage against the Machine. Είναι νέα παιδιά, ο μέσος όρος ηλικίας δεν πρέπει να ξεπερνά τα εικοσιπέντε χρόνια. Ο κόσμος χαμογελά, τραγουδά, αφήνει κάποια χρήματα, κάποιοι δε διστάζουν να ζητήσουν ένα κομμάτι, ακολουθώ τον κόσμο και γυρίζω προς τα πίσω, ανεβαίνοντας την Ερμού.
Δεν είναι λίγες οι φορές, ωστόσο, που το χαμόγελο νικά η καχυποψία και που όσοι περνούν δεν έχουν και τις καλύτερες των διαθέσεων. Καταγγελίες, βωμολοχίες ακόμη και χειροδικίες. «Ναι, έχει τύχει να με κλέψουν. Απροκάλυπτα. Εκεί που τραγουδούσα κάποιος έτρεξε με φόρα και βιαίως άρπαξε τη θήκη της κιθάρας μου που είχε κάποια κέρματα κι ένα χαρτονόμισμα μέσα. Ήταν μεσημέρι, λίγο μετά τις 12. Λυπήθηκα, θύμωσα, έβρισα, αλλά ηρέμησα. Έκτοτε ανά τακτά χρονικά διαστήματα αδειάζω τα κέρματα στο πορτοφόλι που έχω πάνω μου. Δεν το ρισκάρω πια…», μου λέει με ένα ελαφρύ μειδίαμα ο Σωτήρης που συναντώ στην πλατεία Καπνικαρέας και συνεχίζει: «Όσον αφορά την αστυνομία, προσωπικά δεν έχω και πολλά να σου πω. Θυμάμαι μόνο μια φορά ότι μου είχε γίνει παρατήρηση γιατί ήταν περασμένες τρεις το μεσημέρι και μία κυρία παραπονέθηκε. Τίποτα άλλο».
Λίγο αργότερα ξεκινά να παίζει ένα αγαπημένο κομμάτι. Πρόκειται για τον «Ακροβάτη» των Χαΐνηδων. Οι στίχοι του Αποστολάκη ηχούν και το γρέζι της φωνής του νεαρού προκαλεί τη συγκίνηση μιας κυρίας που στέκεται λίγο πιο δίπλα και τον κοιτά. Μοιάζει να χάνεται στις μελωδίες. Δεν κινείται, μονάχα παρατηρεί. «Πόσο απλά τα έλεγε και τα έκανε ο κόσμος κάποτε. Θέλω αυτό και θα κάνω αυτό. Τώρα όλοι κρυβόμαστε πίσω από τα σύνθετα. Να μιλήσω φανταχτερά, να εντυπωσιάσω, να πάω εκεί, να φορέσω αυτό, να κάνω το ένα, να κάνω το άλλο… Ποιος σου είπε ήθελα να ‘ξερα, άνθρωπε, πως έτσι θα ‘ναι καλύτερα;». Αυτά είναι κάτι σκόρπια λόγια που λέει στον διπλανό της. Αυτά κατάφερα μόνο να ακούσω. Μάλλον πρόκειται για το σύζυγό της. Της κρατά το χέρι σφιχτά και της χαϊδεύει την πλάτη. Δε θέλω να τους χαλάσω τη στιγμή και δεν πλησιάζω να διακόψω με τις μάλλον ενοχλητικές εκείνη την ώρα ερωτήσεις μου κι έτσι, στρέφω το βλέμμα μου προς άλλη κατεύθυνση για να μην «κλέψω» άλλο από τη στιγμή τους. Είναι δική τους, άλλωστε!
Τελευταία μου εικόνα εκείνο το απόγευμα ήταν ο κύριος με τη λατέρνα, που προτίμησε να μη μου αναφέρει το όνομά του. «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο και πολύτεκνος», γράφει ένα χαρτί καρφιτσωμένο στη λατέρνα του. Με γυρίζει ασυναίσθητα πίσω στο 1955 κι έτσι στον πεζόδρομο της Αιόλου μοιάζει να εμφανίζονται ξαφνικά και να τον πλαισιώνουν ο Αυλωνίτης κι ο Φωτόπουλος, μιας και οι μελωδίες του Χατζηδάκι ξεπηδούν μία προς μία με το γύρισμα του κυλίνδρου. «Περνάει κάθε μέρα από εδώ. Συχνά τον εμποδίζει η ουρά στο μαγαζί δίπλα, αλλά χαμογελώντας κόβει δρόμο από τα στενάκια τριγύρω. Σπανίως σηκώνει το κεφάλι του από το δρόμο όταν περπατά. Κανείς δε ξέρει πόσα μπορεί να γυρνούν στο μυαλό του. Δε μιλά σχεδόν σε κανέναν, μα όταν ακούει το γκλιν από τα κέρματα στο καλαθάκι του τα μάτια του λάμπουν σα μικρού παιδιού», μου λέει η κυρία Δέσποινα σα να μου διηγείται μια παλιά ιστορία, ένα παραμύθι. Κι όπως όλα τα παραμύθια έχουν καλό τέλος, έτσι και το δικό μου απόγευμα τελειώνει με τον ήχο της λατέρνας.
* Το παρόν κείμενο αποτελεί εργασία για τη σχολή μου. Όποιος ακούει τη λέξη «εργασία» σκέφτεται αυτομάτως βαρετή βιβλιογραφία, ώρες απομόνωσης στη βιβλιοθήκη και λέξεις που γράφονται μηχανικά. Σε αυτή την περίπτωση ως βιβλιογραφία είχα τις νότες κι ως λέξεις τα συναισθήματα που σου γεννούν. Δε μπορούσα, λοιπόν, να κατατάξω αυτές τις γραμμές στις «βαρετές εργασίες» αλλά σε αυτές που αξίζει να βγουν έξω από το αμφιθέατρο.