Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπούχτισα σύντροφε

Ο ποι­η­τής με το ψευ­δώ­νυ­μο Χαϊ­ντά­ρας, που παρου­σιά­ζει σήμε­ρα το Ατέ­χνως, κατά­γε­ται από την Ευρυ­τα­νία. Ένα μικρό δείγ­μα της δου­λειάς του είχε δημο­σιευ­τεί παλιό­τε­ρα στο ιστο­λό­γιο του Ευρυ­τά­να Ιχνη­λά­τη. Θεω­ρεί τους στί­χους που γρά­φει απο­τέ­λε­σμα μεγά­λης προ­σπά­θειας, αλλά όχι απο­κλει­στι­κά δικούς του, καθώς εκφρά­ζουν μια αντί­λη­ψη που δια­μορ­φώ­θη­κε σε συνερ­γα­σία, αντι­πα­ρά­θε­ση και αλλη­λε­πί­δρα­ση με άλλους ανθρώ­πους, μέσα και έξω από συλ­λο­γι­κό­τη­τες ή από γρα­πτά κεί­με­να άλλων, κλα­σι­κών και μη. Ενώ προ­τι­μά να δια­τη­ρή­σει την ψευ­δω­νυ­μία του, για­τί λέει πως τα πρό­σω­πα πάντα υπάρ­χουν και είναι παρα­πά­νω από ένα, σε όλους τους τομείς της κοι­νω­νι­κής μας ζωής, στην οποία παί­ζουν, το καθέ­να ξεχω­ρι­στά, ένα μικρό μόνο ρόλο.

Αλή­θεια

Το ξέρω πως γνω­ρί­ζε­τε περ­σό­τε­ρα από μένα,
μα όλα τα μαζέ­ψα­τε σαν ψεί­ρες μες τη χτένα.
Για­γιά­δες εξε­χά­σα­τε, μπα­μπά­δες και παππούδες,
για μια θεσού­λα κόκ­κο­ρα κάτω απ τις αλεπούδες.

Τη λήθη σας μες τα λεξο­τα­νίλ να πνί­ξε­τε μπορείτε,
μα την αλή­θεια αδύ­να­το να την ξεφορτωθείτε.
Κι όταν ξανά θα μάθε­τε στα μάτια να κοιτάτε,
εμείς εδώ θα είμα­στε για να μας ε μιλάτε.

Όσο σκυ­φτοί θα είσα­στε δεν θέλω να σας ξέρω,
τα ψέμα­τα σας, προ­σπα­θώ μα δεν τα υποφέρω.
Ανθρω­ποι γεν­νη­θή­κα­τε στα δύο προχωράτε,
μα το μυα­λό σας άμνη­μο μου φαί­νε­ται φοράτε.

Εκεί λοι­πόν στη θάλασ­σα το μπά­νιο σου σαν κάνεις,
φρά­σε και κάτι όμορ­φο μπας και εξεθυμάνεις.
Από το άμνη­μο βγά­λε το α και πέτα­ξε το,
στη λήθη βάλε το όμορ­φο και φόρα το στο πέτο.

Για τη Νάγια 

Και ξέρεις Νάγια,
θα προ­σπα­θή­σουν να σου πάρουν το χαμόγελο.

Το είδες, νωρίς.
Άνθρω­ποι βια­σμέ­νοι κι αυτοί,
που κόσμο άλλο απ’ τη λακ­κού­βα της ασφάλτου,
δε σήκω­σαν το κεφά­λι τους να δουν.

Μισούν το γέλιο,
όπως μισούν τον εαυ­τό τους.
Παίρ­νουν απλό­χε­ρα το ρόλο τους ως βιαστή,
της μαύ­ρης ζωής τους νικη­τές δεν τους αντέχουν.

Θυμή­σου και λυπή­σου τους,
συναί­σθη­μα δεν έχουν.

Σαν το σκυ­λί που λιάζεται
ξαπλω­μέ­νο στον καυ­τό βράχο,
όταν σε κλω­τσά­νε, ας πονάς,
αργά και αδιά­φο­ρα να σηκώνεσαι,

βρες βρά­χια ψηλά κι απόκρημνα,
κι απλά λυπή­σου τους.
Όσοι αγα­πούν θα χαίρονται,
κι όσοι μισούν θα φεύγουν.

Αν προ­λά­βεις πες τους:
όταν ένα χαμό­γε­λο κερδίζετε,
θα ζήσε­τε πόνο,
που άνθρω­πος δεν έχει φανταστεί.

ergates

Μπού­χτι­σα σύντροφε 

Μπού­χτι­σα σύντροφε.
Μπού­χτι­σα απ’ τη δημοκρατία,
θέλω να ξεράσω.

Μπού­χτι­σα σύντροφε.
Μπού­χτι­σα απ’ τη ζωή,
θέλω να ξεράσω.

Κοι­μά­μαι κι ονειρεύομαι,
να κου­βα­λάω μάρ­μα­ρα απ’ την Πεντέλη.
Κοι­μά­μαι κι ονειρεύομαι,
κου­πί να σμπρώ­χνω, να τρα­βάω σε γαλέρα.

Μπού­χτι­σα αδερφέ,
ψέμα­τα κι αυταπάτες.
Μπούχτισα.

Μπού­χτι­σα φίλε,
συμ­μα­χί­ες κι αυταπάτες.
Μπούχτισα.

Κοι­μά­μαι κι ονειρεύομαι,
να κου­βα­λώ παιδιά
σ’ ονεί­ρου απά­νε­μα βουνά.
Ή φαντα­στι­κά απά­νε­μα λιμάνια.

Διψάω σύντρο­φε,
για δια­λε­κτι­κή κοινωνία,
θέλω να πιω.

Διψάω σύντρο­φε,
διψάω για ζωή,
θέλω να πιω.

Κοι­μά­μαι κι ονειρεύομαι,
ρομπο­τά­κια να σμι­λεύ­ου­νε τα μάρμαρα.
Κοι­μά­μαι κι ονειρεύομαι,
κου­μπί να το πατώ, βάρ­κες με μηχανές.

Διψώ, φίλοι διψώ!
Γι’ αλή­θειες συλλογής,
διψάω.

Διψάω φίλοι μου διψώ!
Σε νικη­φό­ρα μέτω­πα υπάρχω.
Πίνω.

Ξύπνιος πια φαντάζομαι,
παι­διά σε όμορ­φα σχολειά,
σ’ απά­τη­τες επι­στη­μο­νι­κές κορφές,
σε σοσια­λι­στι­κές πεδιάδες.

Χαλυ­βουρ­γία

Και τώρα νομί­ζε­τε ότι νικήσατε;
νομί­ζε­τε ότι η φωτιά του φουγάρου
που βλέ­πε­τε με τα ελι­κό­πτε­ρα όταν ταξιδεύετε
είναι απ’ το σίδερο;

του δικού μας πνεύ­μο­να η φωτιά είναι.
Το σίδε­ρο που καί­γε­ται είναι η ανα­πνοή μας.
Αυτή που κλέ­βε­τε χρό­νο με το χρόνο,
μέρα τη μέρα, ανά­σα την ανάσα.

Αυτή που αφή­νει τα παι­διά μας ορφανά,
αυτή που καί­ει τη γυναί­κα μας το βράδυ,
αυτή που εισπνέ­ουν τα παι­διά μας
στην πλα­τεία όταν
λαχανιάζοντας
κλω­τσάν τη μπάλα,

και στο μυα­λό τους ο κόσμος γίνε­ται πυρω­μέ­νο σίδερο.

Και τώρα νομί­ζε­τε ότι νικήσατε;
ότι το καζά­νι που σιγο­βρά­ζει καί­ει σίδερο;
σάρ­κες αιώ­νων καίγονται,
ανθρώπινες,
που ζήτα­γαν ζωή.

Κι εσείς νομί­ζε­τε ότι νικήσατε.
Ότι στη ζωή σας πια,
όλοι οι εργά­τες θα είναι σκλά­βοι σας,
οι γυναί­κες μας θα βλέ­πουν τα αίμα­τα στα μάτια του παι­διού μας
και θα φτιά­χνου­νε μετα­ξω­τά κου­κού­λια για να κοι­μά­στε μέσα,
ενώ τα παι­διά μας θα προσκυνάνε
τα κορά­κια που τους τσι­μπή­σα­νε ώρα ώρα το συκώ­τι τους.

Κι εσείς νομί­ζε­τε ότι νικήσατε.
Χωρίς να κάψε­τε μια τρί­χα απ’ το χέρι σας στην κάμινο.
Για­τί τα μάτια σας την πρω­το­μα­γιά κοι­τά­ζα­νε λεφτά,
ενώ τα δικά μας τους συντρό­φους μας.

Τα λόγια μας δεν κρυώ­νουν πια.
Οι σκέ­ψεις μας δεν κρυώ­νουν πια.
Η ζωή μας δεν κρυώ­νει πια.
Η φλό­γα της δικής μας καρ­διάς απλώ­νε­ται σαν ανατολή
και κοκ­κι­νί­ζει ο ουρα­νός της τάξης μας σαν την
ελπί­δα που βλέ­πεις στα μάτια του παι­διού που γελάει
παί­ζο­ντας ομα­δι­κά παιχνίδια.

Πυρω­μέ­νες ανά­σες, πυρω­μέ­να λόγια,
πυρω­μέ­νη ζωή,
οργα­νώ­νου­με τη φωτιά που θα σας κάψει,
ξέρο­ντας πως
αν δεν το κάνου­με θα καού­με εμείς.

xalibourgia

Αλογο

Μια υπο­ψία το μυα­λό μου τριγυρίζει,
του θανά­του της αθωώτητας.
Μια υπο­ψία αβά­σι­μη χιλιά­δων χρό­νων πριν.
Ανα­πό­δει­κτη, αυθαί­ρε­τη, όχι άλογη.

Κει στων χωρα­φιών τα όρια,
όπως οι δυνα­τοί παίρ­ναν το μερτικό
της βίας, της κοι­νω­νί­ας που φτιαχναν,
οι δυνατοί.

Κι όπως οι αδύνατοι,
με τα μικρά ποντί­κια στα μπράτσα(;),
εκτο­πί­ζο­νταν, δουλίζονταν,
δολοφονούνταν
άφοβοι
κι απορημένοι.
Οι Αδύνατοι.

Το άλο­γο ισο­πέ­δω­σε την αθω­ώ­τη­τα του
τρι­φυλ­λιού, τρώ­γο­ντας, καλπάζοντας
βιά­ζο­ντας και ξυλοκοπώντας,
το άλογο.

Τη θηλυ­κή αθω­ώ­τη­τα που στά­θη­κε εμπρός του.

Μια αθω­ώ­τη­τα σαν αυτή που δε μπο­ρώ να γρά­ψω πια,
όμοια με την κορ­φή που δε μπο­ρώ ν’ ανέβω.
Μια αθω­ώ­τη­τα σαν αυτή που βρήκα
σ’ ένα δρό­μο πριν χρό­νια να κυλιέται,
με σκι­σμέ­να ρού­χα και αίμα­τα στα πόδια.
Μια αθω­ώ­τη­τα σαν αυτή που χάνεται
από τα μάτια του ματω­μέ­νου παιδιού.

Ενα κορ­μί

Σύντρο­φοι,
μόνο ένα κορ­μί έχω να δώσω στον αγώνα,
στη μάχη, στη ζωή.

Σύντρο­φοι,
ζωή δεν έχω για να δώσω,
την έχα­σα καθώς ζούσα.

Μη ζητή­σε­τε μίσος και αγάπη,
μόνο έρω­τες και πάθη,
κλά­μα­τα, γέλια, από­γνω­ση κι όνειρα.

Ένα κορ­μί άρρω­στο μόνο για να καεί,
μαζί με άλλα,
να κάψου­με τη ζωή που ζήσαμε.

Μη χαθεί κι αυτό σαν τη ζωή,
ζωή για να ‘χουν άλλοι.

Αετός

Κάθε φορά που στο δρό­μο μου αντα­μώ­νω την αλήθεια,
τα χέρια μου ανοί­γο­νται σε μια τερά­στια αγκαλιά
άκρι­τα τον κόσμο όλο να χωρέ­σω μες τα στήθια.

Στο ψέμα γύρω μου,
τα χέρια γίνο­νται φτερά,
η μύτη γαμ­ψή και κοφτερή,
τα μάτια βλέ­πουν χιλιό­με­τρα μακριά,

στον ουρα­νό πετώ φίδι να μην αφήσω.

(άτι­τλο)

Δυο ώρες με το τηλέ­φω­νο στα χέρια
κου­μπά­κι να πατή­σω δεν τολμώ,
το αύριο σα χτες, όλο μαχαίρια
θάλασ­σα που βού­τη­ξα χωρίς να το σκεφτώ.

Στα πάθη αλλο­νών παρη­γο­ριά δεν έχει,
μικρός για Πάρης, η καρ­διά μου δεν αντέχει,
το γέλιο σου, αγνό, αμό­λυ­ντο, θα έπρε­πε να άρχει,
στου Προ­μη­θέα το δέσι­μο Ήφαι­στος δεν υπάρχει.

Μου ‘δωσες σχοι­νί της ομορ­φιάς για να σωθώ,
του κόσμου το νόη­μα και την έξο­δο να βρω,
μα ‘γω τυφλός, κου­τσός και άλα­λος αντάμα,
το πέτα­ξα λες και της δυστυ­χί­ας το’χα τάμα.

Να στέ­κεις πάντα όμορφη,
στη σκέ­ψη προικισμένη,
ανθρώ­που λόγο μην ακούς,
να είσαι ευτυχισμένη.

Κι όταν το μέτρο και η ομοιοκαταληξία
τελειώνει,
έρχε­ται το άμετρο,
ανθρώπινο,
γυμνό.

Το χρό­νο μας να μηδενίσει
και να μας κάνει αιώ­νιους εραστές,
για πάντα να λέμε:
σ’αγαπώ.

Δωρεά

Νοια­στή­κα­τε εσείς
για των παπ­πού­δων σας το αίμα,
σε χαί­ρο­μαι να ιστορείς
μπρος στων παι­διών το βλέμμα.

Ακρό­πο­λη, στύ­λοι, κάστρα,
γλύ­πτες, αρχι­τέ­κτο­νες κι εταίρες,
στο στό­μα σου σαν μπουν γίνο­νται άστρα,
όπως κι οι καπε­τά­νιοι στις γαλέρες.

Μα για τις πόρ­νες δε λες τίποτα,
μήτε για τους εργάτες.
Τον πόνο δού­λων κρα­τάς στ’ ανείπωτα,
το βλέμ­μα σου κου­νάς σαν να’ταν γάτες.

Ζύγω­σε το αίμα, έφτασε,
στων παι­διών σου τα χέρια,
πήρε μορ­φή και πέρασε,
μπρο­στά δυο καλοκαίρια.

Όλα όσα χτί­σα­νε αυτοί που σκό­τω­σες στο λόγο
είναι εδώ,
για μια φορά ακό­μη αξιο­πρέ­πεια κάνεις μπόγο
και λες ευχαριστώ.

Εκλο­γές

Με βου­τηγ­μέ­να τα ρου­θού­νια μας στη γη,
το αίμα στά­λα στά­λα ακολουθούμε,
λαγό­σκυ­λα, λύγκες, πρό­βα­τα μαζί,
ανά­γκη νίκης, μορ­φή ν’ αλλάζουμε.

Ξένα ζώα, άλλα, μας περικυκλώσανε,
δού­λοι των εξα­φα­νι­σμέ­νων όπου να’ναι δεινοσαύρων,
στην εμμο­νή της νικη­φό­ρας μάχης μας εχώσανε,
φεγ­γά­ρια να μετρά­με τη ζωή.

Ανί­κα­νοι για σκέ­ψη ολού­θε γύρω,
στο γλέ­ντι, στην κου­βέ­ντα μας, εισβάλλουν,
ένα χορό δεν άφη­σαν να σύρω,
για τη μικρή μας νίκη να χαρούμε.

Ερμαιο νεκρών που περπατούν,
γίνε­ται η νιό­τη που σηκώ­νε­ται μπρο­στά τους,
αρρώ­στια μπό­λι­κη στο σάπιο τους μυα­λό φορούν,
τιμή για παρ­θε­νιά που υπολογίζουν.

Γυναί­κες ψάχνουν ξένες για να ‘ρθούν,
μήπως και νιώ­σουν πάλι από του ζώου το ένστικτο,
μυα­λό μυα­λό δεν έμα­θαν να ζουν,
ζώα δυστυ­χι­σμέ­να, καταδικασμένα.

Κι όσο γελά­με τόσο αρπά­ζο­νται και φθίνουν,
ώσπου απ’ το γέλιο να κρυ­φτού­νε εντελώς,
φαρ­μά­κι λίγο λίγο μας αφήνουν,
μήπως παρά­τα­ση μικρή κερδίσουν.

Μα μεις το γέλιο θα ριζώσουμε,
στους λάκ­κους με τα αίματα,
θα τους κατατροπώσουμε,
με φλό­γα πλού­σιου έρω­τα κι αγά­πη πεινασμένου.

Έρω­τα εφηβικού,
μυα­λό και φύλο ένα,
αγά­πη γεροντίστικη,
που λάθη πια δεν κάνει.

Στον ήλιο πια το μέτρημα,
γέλιο με γέλιο.

Ηλιοβασίλεμα

Πόσα στι­χά­κια χαμέ­να, μεί­να­νε βαθιά μες το μυα­λό σου.
Για­τί μολύ­βι δεν άρπα­ξες την ώρα που μιλού­σα, φίλε,
ενώ ρου­φού­σα το αλκο­όλ με πλά­τη στο ηλιοβασίλεμα.
Ντράπηκες.

Ντρά­πη­κες να γρά­ψεις μπρο­στά μου πόσο όμορ­φο ήταν το ηλιοβασίλεμα.
Φόβος αρχέ­γο­νος της ύπαρ­ξης μας να μην ξεχωρίσουμε.
Για­τί όποιος χωρί­ζει δε ζει πια.
Φοβηθήκαμε.

Φοβή­θη­κες οτι δεν θα’σαι σαν εμέ­να πια,
δε θα συνε­ρι­στώ τους οφθαλ­μούς σου, θα ασκή­σω κριτική.
Λες και τα δικά μου τα μάτια δεν θα βλέ­πα­νε τον ήλιο αν γυρνούσα.
Βαρέθηκα.

Όχι τη ζωή, φίλε, όχι.
Να ντρέ­πο­μαι, να φοβά­μαι και να σκύβω.
Να προ­σπα­θού­με όλοι μας να είμα­στε ίδιοι σε κάτι ξένο σε όλους μας.
Κάποιοι σηκωθήκαμε.

Και μην τολ­μή­σει κανείς,
με τα ηρε­μι­στι­κά στην τσέ­πη και το συνα­γερ­μό στο σπίτι,
να μας κοι­τά­ξει και να πει: “σηκω­θή­κα­τε για να’στε χώρια”

Για­τί με τον ήλιο θα ‘ρθει αντιμέτωπος.
Όχι με μας.

Πλή­ρω­ση

Αύριο θα πληρώσω.
Αύριο θα μαζευτώ.
Προς το παρόν μαζεύω.
Μαζεύω τ’ απο­παί­δια που σέρ­νο­νται στα χώματα,
κυλιού­νται στα νερά και προσπαθούν
να μάθου­νε κολύμπι.

Μαζεύω το αύριο που στη δύση
δεν κοιμήθηκε,
μαζεύω σύν­νε­φα βροχής
για να ‘ρθει ο ήλιος.

Αύριο θα ζήσω.
Αύριο θα ερωτευτώ.
Προς το παρόν δουλεύω.
Δου­λεύω τα όμορ­φα του αύριο που σήμερα
αυξά­νο­νται, πληθαίνουν.

Ανά­πο­δα γυρί­σαν όλα,
το αύριο έγι­νε χθες.
Χτες πλήρωσα.
Εχθές με πόνο και τιμή,
θάρ­ρος, αλή­θεια κι όνειρα.

Χθες μάζε­ψα, χθες ερωτεύτηκα,
μονά­χα που δε δούλεψα.
Δου­λειά που θα τη ζήσετε,
μ’ ορμή, αλή­θεια κι έρωτα.

Δεν έχω άλλα να πληρώσω,
δεν έχω αγά­πη για να δώσω,
μόνο δου­λειά να σε πληρώσω.

Μισός κορ­μί,
μισός ζωή,
σένα μονά­χα ψάχνω.

Υφαν­ση

Πάντα τα ίδια έλεγα,
πάντα τα ίδια γράφω,
κι αν λάθη έκα­να πολλά
άλλη ζωή δε θα ‘χω.

Με κάνα­τε της θάλασσας,
τα χρώ­μα­τα ν’ αλλάξω,
σιω­πής λυχνά­ρι να γευτώ,
φωνή να αλαλάξω.

Κι αν έπρε­πε πόνο πολύ,
στη ζήση μου να νιώσω,
να πέσω και να σηκωθώ,
τα ‘ζησα τόσο όσο.

Εσάς να εξεφορτωθώ,
την ευκαι­ρία θα ‘χω,
ελά­τε για να παίξουμε
εργά­τη — αστού τον τάφο.

Μα σεις το ξέρε­τε καλά,
καλύ­τε­ρα από μένα,
πως μόνος μου σιγά σιγά,
θα πέτα­γα την πένα.

Τη χάρη δε σας έκανα,
ακό­μα είμαι εδώ,
μαζί με τους συντρό­φους μου
για τη δου­λειά σας ζω.

Βρή­κα και άλλους πιο πολλούς
την πένα μου να υφάνω,
να σας καλύ­ψου­με με μιας,
να μπού­με από πάνω.

 

Η στή­λη «Νέοι Δημιουρ­γοί» θα φιλο­ξε­νεί μία φορά τη βδο­μά­δα ποι­ή­μα­τα ή διη­γή­μα­τα νέων δημιουρ­γών και όχι μόνο. Προ­ϋ­πό­θε­ση, να μην έχουν δημο­σιευ­τεί σε έντυ­πο ή ηλε­κτρο­νι­κό μέσο και φυσι­κά σε βιβλίο. Από αυτά που εσείς θα μας στέλ­νε­τε ο Λου­κάς Σπή­λιος (ψευ­δώ­νυ­μο ποι­η­τή) θα επι­λέ­γει και θα σας προτείνει.

Φιλο­δο­ξία μας είναι, στις αρχές του 2016 να εκδο­θεί μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των (και αντί­στοι­χη διη­γη­μά­των) που θα ανθο­λο­γη­θούν από αυτά που θα φιλοξενήσουμε.

Μπο­ρεί­τε να στέλ­νε­τε τη συμ­με­το­χή σας, μαζί με ένα μικρό βιο­γρα­φι­κό, στο e‑mail του περιο­δι­κού: [email protected]

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο