Ο ποιητής με το ψευδώνυμο Χαϊντάρας, που παρουσιάζει σήμερα το Ατέχνως, κατάγεται από την Ευρυτανία. Ένα μικρό δείγμα της δουλειάς του είχε δημοσιευτεί παλιότερα στο ιστολόγιο του Ευρυτάνα Ιχνηλάτη. Θεωρεί τους στίχους που γράφει αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας, αλλά όχι αποκλειστικά δικούς του, καθώς εκφράζουν μια αντίληψη που διαμορφώθηκε σε συνεργασία, αντιπαράθεση και αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, μέσα και έξω από συλλογικότητες ή από γραπτά κείμενα άλλων, κλασικών και μη. Ενώ προτιμά να διατηρήσει την ψευδωνυμία του, γιατί λέει πως τα πρόσωπα πάντα υπάρχουν και είναι παραπάνω από ένα, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής μας ζωής, στην οποία παίζουν, το καθένα ξεχωριστά, ένα μικρό μόνο ρόλο.
Αλήθεια
Το ξέρω πως γνωρίζετε περσότερα από μένα,
μα όλα τα μαζέψατε σαν ψείρες μες τη χτένα.
Γιαγιάδες εξεχάσατε, μπαμπάδες και παππούδες,
για μια θεσούλα κόκκορα κάτω απ τις αλεπούδες.
Τη λήθη σας μες τα λεξοτανίλ να πνίξετε μπορείτε,
μα την αλήθεια αδύνατο να την ξεφορτωθείτε.
Κι όταν ξανά θα μάθετε στα μάτια να κοιτάτε,
εμείς εδώ θα είμαστε για να μας ε μιλάτε.
Όσο σκυφτοί θα είσαστε δεν θέλω να σας ξέρω,
τα ψέματα σας, προσπαθώ μα δεν τα υποφέρω.
Ανθρωποι γεννηθήκατε στα δύο προχωράτε,
μα το μυαλό σας άμνημο μου φαίνεται φοράτε.
Εκεί λοιπόν στη θάλασσα το μπάνιο σου σαν κάνεις,
φράσε και κάτι όμορφο μπας και εξεθυμάνεις.
Από το άμνημο βγάλε το α και πέταξε το,
στη λήθη βάλε το όμορφο και φόρα το στο πέτο.
Για τη Νάγια
Και ξέρεις Νάγια,
θα προσπαθήσουν να σου πάρουν το χαμόγελο.
Το είδες, νωρίς.
Άνθρωποι βιασμένοι κι αυτοί,
που κόσμο άλλο απ’ τη λακκούβα της ασφάλτου,
δε σήκωσαν το κεφάλι τους να δουν.
Μισούν το γέλιο,
όπως μισούν τον εαυτό τους.
Παίρνουν απλόχερα το ρόλο τους ως βιαστή,
της μαύρης ζωής τους νικητές δεν τους αντέχουν.
Θυμήσου και λυπήσου τους,
συναίσθημα δεν έχουν.
Σαν το σκυλί που λιάζεται
ξαπλωμένο στον καυτό βράχο,
όταν σε κλωτσάνε, ας πονάς,
αργά και αδιάφορα να σηκώνεσαι,
βρες βράχια ψηλά κι απόκρημνα,
κι απλά λυπήσου τους.
Όσοι αγαπούν θα χαίρονται,
κι όσοι μισούν θα φεύγουν.
Αν προλάβεις πες τους:
όταν ένα χαμόγελο κερδίζετε,
θα ζήσετε πόνο,
που άνθρωπος δεν έχει φανταστεί.
Μπούχτισα σύντροφε
Μπούχτισα σύντροφε.
Μπούχτισα απ’ τη δημοκρατία,
θέλω να ξεράσω.
Μπούχτισα σύντροφε.
Μπούχτισα απ’ τη ζωή,
θέλω να ξεράσω.
Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι,
να κουβαλάω μάρμαρα απ’ την Πεντέλη.
Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι,
κουπί να σμπρώχνω, να τραβάω σε γαλέρα.
Μπούχτισα αδερφέ,
ψέματα κι αυταπάτες.
Μπούχτισα.
Μπούχτισα φίλε,
συμμαχίες κι αυταπάτες.
Μπούχτισα.
Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι,
να κουβαλώ παιδιά
σ’ ονείρου απάνεμα βουνά.
Ή φανταστικά απάνεμα λιμάνια.
Διψάω σύντροφε,
για διαλεκτική κοινωνία,
θέλω να πιω.
Διψάω σύντροφε,
διψάω για ζωή,
θέλω να πιω.
Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι,
ρομποτάκια να σμιλεύουνε τα μάρμαρα.
Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι,
κουμπί να το πατώ, βάρκες με μηχανές.
Διψώ, φίλοι διψώ!
Γι’ αλήθειες συλλογής,
διψάω.
Διψάω φίλοι μου διψώ!
Σε νικηφόρα μέτωπα υπάρχω.
Πίνω.
Ξύπνιος πια φαντάζομαι,
παιδιά σε όμορφα σχολειά,
σ’ απάτητες επιστημονικές κορφές,
σε σοσιαλιστικές πεδιάδες.
Χαλυβουργία
Και τώρα νομίζετε ότι νικήσατε;
νομίζετε ότι η φωτιά του φουγάρου
που βλέπετε με τα ελικόπτερα όταν ταξιδεύετε
είναι απ’ το σίδερο;
του δικού μας πνεύμονα η φωτιά είναι.
Το σίδερο που καίγεται είναι η αναπνοή μας.
Αυτή που κλέβετε χρόνο με το χρόνο,
μέρα τη μέρα, ανάσα την ανάσα.
Αυτή που αφήνει τα παιδιά μας ορφανά,
αυτή που καίει τη γυναίκα μας το βράδυ,
αυτή που εισπνέουν τα παιδιά μας
στην πλατεία όταν
λαχανιάζοντας
κλωτσάν τη μπάλα,
και στο μυαλό τους ο κόσμος γίνεται πυρωμένο σίδερο.
Και τώρα νομίζετε ότι νικήσατε;
ότι το καζάνι που σιγοβράζει καίει σίδερο;
σάρκες αιώνων καίγονται,
ανθρώπινες,
που ζήταγαν ζωή.
Κι εσείς νομίζετε ότι νικήσατε.
Ότι στη ζωή σας πια,
όλοι οι εργάτες θα είναι σκλάβοι σας,
οι γυναίκες μας θα βλέπουν τα αίματα στα μάτια του παιδιού μας
και θα φτιάχνουνε μεταξωτά κουκούλια για να κοιμάστε μέσα,
ενώ τα παιδιά μας θα προσκυνάνε
τα κοράκια που τους τσιμπήσανε ώρα ώρα το συκώτι τους.
Κι εσείς νομίζετε ότι νικήσατε.
Χωρίς να κάψετε μια τρίχα απ’ το χέρι σας στην κάμινο.
Γιατί τα μάτια σας την πρωτομαγιά κοιτάζανε λεφτά,
ενώ τα δικά μας τους συντρόφους μας.
Τα λόγια μας δεν κρυώνουν πια.
Οι σκέψεις μας δεν κρυώνουν πια.
Η ζωή μας δεν κρυώνει πια.
Η φλόγα της δικής μας καρδιάς απλώνεται σαν ανατολή
και κοκκινίζει ο ουρανός της τάξης μας σαν την
ελπίδα που βλέπεις στα μάτια του παιδιού που γελάει
παίζοντας ομαδικά παιχνίδια.
Πυρωμένες ανάσες, πυρωμένα λόγια,
πυρωμένη ζωή,
οργανώνουμε τη φωτιά που θα σας κάψει,
ξέροντας πως
αν δεν το κάνουμε θα καούμε εμείς.
Αλογο
Μια υποψία το μυαλό μου τριγυρίζει,
του θανάτου της αθωώτητας.
Μια υποψία αβάσιμη χιλιάδων χρόνων πριν.
Αναπόδεικτη, αυθαίρετη, όχι άλογη.
Κει στων χωραφιών τα όρια,
όπως οι δυνατοί παίρναν το μερτικό
της βίας, της κοινωνίας που φτιαχναν,
οι δυνατοί.
Κι όπως οι αδύνατοι,
με τα μικρά ποντίκια στα μπράτσα(;),
εκτοπίζονταν, δουλίζονταν,
δολοφονούνταν
άφοβοι
κι απορημένοι.
Οι Αδύνατοι.
Το άλογο ισοπέδωσε την αθωώτητα του
τριφυλλιού, τρώγοντας, καλπάζοντας
βιάζοντας και ξυλοκοπώντας,
το άλογο.
Τη θηλυκή αθωώτητα που στάθηκε εμπρός του.
Μια αθωώτητα σαν αυτή που δε μπορώ να γράψω πια,
όμοια με την κορφή που δε μπορώ ν’ ανέβω.
Μια αθωώτητα σαν αυτή που βρήκα
σ’ ένα δρόμο πριν χρόνια να κυλιέται,
με σκισμένα ρούχα και αίματα στα πόδια.
Μια αθωώτητα σαν αυτή που χάνεται
από τα μάτια του ματωμένου παιδιού.
Ενα κορμί
Σύντροφοι,
μόνο ένα κορμί έχω να δώσω στον αγώνα,
στη μάχη, στη ζωή.
Σύντροφοι,
ζωή δεν έχω για να δώσω,
την έχασα καθώς ζούσα.
Μη ζητήσετε μίσος και αγάπη,
μόνο έρωτες και πάθη,
κλάματα, γέλια, απόγνωση κι όνειρα.
Ένα κορμί άρρωστο μόνο για να καεί,
μαζί με άλλα,
να κάψουμε τη ζωή που ζήσαμε.
Μη χαθεί κι αυτό σαν τη ζωή,
ζωή για να ‘χουν άλλοι.
Αετός
Κάθε φορά που στο δρόμο μου ανταμώνω την αλήθεια,
τα χέρια μου ανοίγονται σε μια τεράστια αγκαλιά
άκριτα τον κόσμο όλο να χωρέσω μες τα στήθια.
Στο ψέμα γύρω μου,
τα χέρια γίνονται φτερά,
η μύτη γαμψή και κοφτερή,
τα μάτια βλέπουν χιλιόμετρα μακριά,
στον ουρανό πετώ φίδι να μην αφήσω.
(άτιτλο)
Δυο ώρες με το τηλέφωνο στα χέρια
κουμπάκι να πατήσω δεν τολμώ,
το αύριο σα χτες, όλο μαχαίρια
θάλασσα που βούτηξα χωρίς να το σκεφτώ.
Στα πάθη αλλονών παρηγοριά δεν έχει,
μικρός για Πάρης, η καρδιά μου δεν αντέχει,
το γέλιο σου, αγνό, αμόλυντο, θα έπρεπε να άρχει,
στου Προμηθέα το δέσιμο Ήφαιστος δεν υπάρχει.
Μου ‘δωσες σχοινί της ομορφιάς για να σωθώ,
του κόσμου το νόημα και την έξοδο να βρω,
μα ‘γω τυφλός, κουτσός και άλαλος αντάμα,
το πέταξα λες και της δυστυχίας το’χα τάμα.
Να στέκεις πάντα όμορφη,
στη σκέψη προικισμένη,
ανθρώπου λόγο μην ακούς,
να είσαι ευτυχισμένη.
Κι όταν το μέτρο και η ομοιοκαταληξία
τελειώνει,
έρχεται το άμετρο,
ανθρώπινο,
γυμνό.
Το χρόνο μας να μηδενίσει
και να μας κάνει αιώνιους εραστές,
για πάντα να λέμε:
σ’αγαπώ.
Δωρεά
Νοιαστήκατε εσείς
για των παππούδων σας το αίμα,
σε χαίρομαι να ιστορείς
μπρος στων παιδιών το βλέμμα.
Ακρόπολη, στύλοι, κάστρα,
γλύπτες, αρχιτέκτονες κι εταίρες,
στο στόμα σου σαν μπουν γίνονται άστρα,
όπως κι οι καπετάνιοι στις γαλέρες.
Μα για τις πόρνες δε λες τίποτα,
μήτε για τους εργάτες.
Τον πόνο δούλων κρατάς στ’ ανείπωτα,
το βλέμμα σου κουνάς σαν να’ταν γάτες.
Ζύγωσε το αίμα, έφτασε,
στων παιδιών σου τα χέρια,
πήρε μορφή και πέρασε,
μπροστά δυο καλοκαίρια.
Όλα όσα χτίσανε αυτοί που σκότωσες στο λόγο
είναι εδώ,
για μια φορά ακόμη αξιοπρέπεια κάνεις μπόγο
και λες ευχαριστώ.
Εκλογές
Με βουτηγμένα τα ρουθούνια μας στη γη,
το αίμα στάλα στάλα ακολουθούμε,
λαγόσκυλα, λύγκες, πρόβατα μαζί,
ανάγκη νίκης, μορφή ν’ αλλάζουμε.
Ξένα ζώα, άλλα, μας περικυκλώσανε,
δούλοι των εξαφανισμένων όπου να’ναι δεινοσαύρων,
στην εμμονή της νικηφόρας μάχης μας εχώσανε,
φεγγάρια να μετράμε τη ζωή.
Ανίκανοι για σκέψη ολούθε γύρω,
στο γλέντι, στην κουβέντα μας, εισβάλλουν,
ένα χορό δεν άφησαν να σύρω,
για τη μικρή μας νίκη να χαρούμε.
Ερμαιο νεκρών που περπατούν,
γίνεται η νιότη που σηκώνεται μπροστά τους,
αρρώστια μπόλικη στο σάπιο τους μυαλό φορούν,
τιμή για παρθενιά που υπολογίζουν.
Γυναίκες ψάχνουν ξένες για να ‘ρθούν,
μήπως και νιώσουν πάλι από του ζώου το ένστικτο,
μυαλό μυαλό δεν έμαθαν να ζουν,
ζώα δυστυχισμένα, καταδικασμένα.
Κι όσο γελάμε τόσο αρπάζονται και φθίνουν,
ώσπου απ’ το γέλιο να κρυφτούνε εντελώς,
φαρμάκι λίγο λίγο μας αφήνουν,
μήπως παράταση μικρή κερδίσουν.
Μα μεις το γέλιο θα ριζώσουμε,
στους λάκκους με τα αίματα,
θα τους κατατροπώσουμε,
με φλόγα πλούσιου έρωτα κι αγάπη πεινασμένου.
Έρωτα εφηβικού,
μυαλό και φύλο ένα,
αγάπη γεροντίστικη,
που λάθη πια δεν κάνει.
Στον ήλιο πια το μέτρημα,
γέλιο με γέλιο.
Ηλιοβασίλεμα
Πόσα στιχάκια χαμένα, μείνανε βαθιά μες το μυαλό σου.
Γιατί μολύβι δεν άρπαξες την ώρα που μιλούσα, φίλε,
ενώ ρουφούσα το αλκοόλ με πλάτη στο ηλιοβασίλεμα.
Ντράπηκες.
Ντράπηκες να γράψεις μπροστά μου πόσο όμορφο ήταν το ηλιοβασίλεμα.
Φόβος αρχέγονος της ύπαρξης μας να μην ξεχωρίσουμε.
Γιατί όποιος χωρίζει δε ζει πια.
Φοβηθήκαμε.
Φοβήθηκες οτι δεν θα’σαι σαν εμένα πια,
δε θα συνεριστώ τους οφθαλμούς σου, θα ασκήσω κριτική.
Λες και τα δικά μου τα μάτια δεν θα βλέπανε τον ήλιο αν γυρνούσα.
Βαρέθηκα.
Όχι τη ζωή, φίλε, όχι.
Να ντρέπομαι, να φοβάμαι και να σκύβω.
Να προσπαθούμε όλοι μας να είμαστε ίδιοι σε κάτι ξένο σε όλους μας.
Κάποιοι σηκωθήκαμε.
Και μην τολμήσει κανείς,
με τα ηρεμιστικά στην τσέπη και το συναγερμό στο σπίτι,
να μας κοιτάξει και να πει: “σηκωθήκατε για να’στε χώρια”
Γιατί με τον ήλιο θα ‘ρθει αντιμέτωπος.
Όχι με μας.
Πλήρωση
Αύριο θα πληρώσω.
Αύριο θα μαζευτώ.
Προς το παρόν μαζεύω.
Μαζεύω τ’ αποπαίδια που σέρνονται στα χώματα,
κυλιούνται στα νερά και προσπαθούν
να μάθουνε κολύμπι.
Μαζεύω το αύριο που στη δύση
δεν κοιμήθηκε,
μαζεύω σύννεφα βροχής
για να ‘ρθει ο ήλιος.
Αύριο θα ζήσω.
Αύριο θα ερωτευτώ.
Προς το παρόν δουλεύω.
Δουλεύω τα όμορφα του αύριο που σήμερα
αυξάνονται, πληθαίνουν.
Ανάποδα γυρίσαν όλα,
το αύριο έγινε χθες.
Χτες πλήρωσα.
Εχθές με πόνο και τιμή,
θάρρος, αλήθεια κι όνειρα.
Χθες μάζεψα, χθες ερωτεύτηκα,
μονάχα που δε δούλεψα.
Δουλειά που θα τη ζήσετε,
μ’ ορμή, αλήθεια κι έρωτα.
Δεν έχω άλλα να πληρώσω,
δεν έχω αγάπη για να δώσω,
μόνο δουλειά να σε πληρώσω.
Μισός κορμί,
μισός ζωή,
σένα μονάχα ψάχνω.
Υφανση
Πάντα τα ίδια έλεγα,
πάντα τα ίδια γράφω,
κι αν λάθη έκανα πολλά
άλλη ζωή δε θα ‘χω.
Με κάνατε της θάλασσας,
τα χρώματα ν’ αλλάξω,
σιωπής λυχνάρι να γευτώ,
φωνή να αλαλάξω.
Κι αν έπρεπε πόνο πολύ,
στη ζήση μου να νιώσω,
να πέσω και να σηκωθώ,
τα ‘ζησα τόσο όσο.
Εσάς να εξεφορτωθώ,
την ευκαιρία θα ‘χω,
ελάτε για να παίξουμε
εργάτη — αστού τον τάφο.
Μα σεις το ξέρετε καλά,
καλύτερα από μένα,
πως μόνος μου σιγά σιγά,
θα πέταγα την πένα.
Τη χάρη δε σας έκανα,
ακόμα είμαι εδώ,
μαζί με τους συντρόφους μου
για τη δουλειά σας ζω.
Βρήκα και άλλους πιο πολλούς
την πένα μου να υφάνω,
να σας καλύψουμε με μιας,
να μπούμε από πάνω.
Η στήλη «Νέοι Δημιουργοί» θα φιλοξενεί μία φορά τη βδομάδα ποιήματα ή διηγήματα νέων δημιουργών και όχι μόνο. Προϋπόθεση, να μην έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο και φυσικά σε βιβλίο. Από αυτά που εσείς θα μας στέλνετε ο Λουκάς Σπήλιος (ψευδώνυμο ποιητή) θα επιλέγει και θα σας προτείνει.
Φιλοδοξία μας είναι, στις αρχές του 2016 να εκδοθεί μια συλλογή ποιημάτων (και αντίστοιχη διηγημάτων) που θα ανθολογηθούν από αυτά που θα φιλοξενήσουμε.
Μπορείτε να στέλνετε τη συμμετοχή σας, μαζί με ένα μικρό βιογραφικό, στο e‑mail του περιοδικού: [email protected]