Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπ. Μπρεχτ: “Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι” και ποιήματα για τη μόρφωση

Επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Κακνα­βά­του //

Μπέρ­τολτ Μπρεχτ: Αν οι καρ­χα­ρί­ες ήταν άνθρωποι

«Αν οι καρ­χα­ρί­ες ήταν άνθρω­ποι», ρώτη­σε τον κύριο Κ., η κόρη της σπι­το­νοι­κο­κυ­ράς του, «θα φερό­ντου­σαν τότε καλύ­τε­ρα στα μικρά ψαράκια;»

«Βέβαια», απά­ντη­σε αυτός, «αν οι καρ­χα­ρί­ες ήταν άνθρω­ποι, θα έκτι­ζαν στη θάλασ­σα γερά κου­τιά για τα μικρά ψαρά­κια. Εκεί μέσα θα έβα­ζαν όλων των ειδών τις τρο­φές, φυτά και μικρά ζωά­κια. Θα πρό­σε­χαν ώστε τα κου­τιά να έχουν πάντα φρέ­σκο νερό και θα έπαιρ­ναν κάθε απα­ραί­τη­το μέτρο υγιει­νής. Όταν, για παρά­δειγ­μα, κανέ­να ψαρά­κι θα πλη­γω­νό­ταν στα πτε­ρύ­γιά του, θα του τα έδε­ναν αμέ­σως, ώστε να μην πεθά­νει μέσα στους καρ­χα­ρί­ες προ­τού να έρθει η ώρα του.

Για να μην είναι τα ψαρά­κια ποτέ λυπη­μέ­να θα γίνο­νταν μεγά­λα πάρ­τι στο νερό. Για­τί τα ευτυ­χι­σμέ­να ψαρά­κια είναι πιο νόστι­μα από τα λυπημένα.

Και, φυσι­κά, θα υπήρ­χαν και σχο­λεία στα μεγά­λα κου­τιά. Εκεί τα μικρά ψαρά­κια θα μάθαι­ναν πώς να μπαί­νουν κολυ­μπώ­ντας στο στό­μα των καρ­χα­ριών. Θα χρειά­ζο­νταν, για παρά­δειγ­μα, γεω­γρα­φία για να μπο­ρούν να βρουν τους καρ­χα­ρί­ες που θα τεμπέ­λια­ζαν κάπου εκεί. Το κύριο μάθη­μα θα ήταν, φυσι­κά, η ηθι­κή μόρ­φω­ση των μικρών ψαριών. Θα διδά­σκο­νταν πως το σπου­δαιό­τε­ρο και το ωραιό­τε­ρο πράγ­μα για ένα μικρό ψαρά­κι είναι να προ­σφέ­ρει τον εαυ­τό του χαρού­με­να, και πως όλα πρέ­πει να πιστεύ­ουν στους καρ­χα­ρί­ες, και πάνω απ’ όλα όταν λένε πως θα φτιά­ξουν ένα ωραίο μέλ­λον. Θα τα μάθαι­ναν ότι το μέλ­λον τους είναι σίγου­ρο μόνο εφό­σον μάθουν να υπα­κού­ουν. Και πως όλα πρέ­πει να απο­φεύ­γουν όλες τις ταπει­νές, υλι­στι­κές και μαρ­ξι­στι­κές τάσεις και να πλη­ρο­φο­ρούν αμέ­σως τους καρ­χα­ρί­ες, αν κάποιο απ’ αυτά θα είχε τέτοιες τάσεις…

Αν οι καρ­χα­ρί­ες ήταν άνθρω­ποι θα έκα­ναν φυσι­κά και πολέ­μους ανα­με­τα­ξύ τους, για να κυριέ­ψουν ξένες ψαρο­κα­σέ­λες και ξένα ψαρά­κια. Τους πολέ­μους θα έβα­ζαν να τους κάνουν τα δικά τους ψαρά­κια. Θα δίδα­σκαν στα ψαρά­κια ότι ανά­με­σα σ’ αυτά και τα ψαρά­κια των άλλων καρ­χα­ριών υπάρ­χει τερά­στια δια­φο­ρά. Τα ψαρά­κια θα δια­κή­ρυσ­σαν, είναι, ως γνω­στόν, βου­βά αλλά σωπαί­νουν σ’ εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες και γι’ αυτό δεν μπο­ρούν να κατα­λά­βουν το ένα το άλλο. Σε κάθε ψαρά­κι που θα σκό­τω­νε στον πόλε­μο μερι­κά άλλα ψαρά­κια εχθρι­κά, που σωπαί­νουν σε άλλη γλώσ­σα, θ’ απέ­νει­μαν ένα μικρό παρά­ση­μο από θαλασ­σι­νά φύκια και τον τίτλο του ήρωα.

Αν οι καρ­χα­ρί­ες ήταν άνθρω­ποι, θα υπήρ­χε, βέβαια και τέχνη. Θα υπήρ­χαν ωραί­ες εικό­νες με δόντια καρ­χα­ριών, σε υπέ­ρο­χα χρώ­μα­τα, με τα στό­μα­τά τους και τους λαι­μούς τους σαν γνή­σια γήπε­δα όπου κανείς μπο­ρεί να κυλι­στεί και να παί­ξει. Τα θέα­τρα στον βυθό της θάλασ­σας θα έδει­χναν έργα με ηρω­ι­κά μικρά ψαρά­κια να κολυ­μπούν ενθου­σια­σμέ­να μέσα στο λαι­μό των καρ­χα­ριών και η μου­σι­κή θα ήταν τόσο όμορ­φη που θα οδη­γού­σε τα ψαρά­κια σαν σε όνει­ρο και αυτά κάνο­ντας τις πιο όμορ­φες σκέ­ψεις θα κυλού­σαν μέσα στο λαι­μό των καρχαριών.

Και θα υπήρ­χε, βέβαια και θρη­σκεία που θα δίδα­σκε ότι η αλη­θι­νή ζωή αρχί­ζει ουσια­στι­κά μέσα στα στο­μά­χια των καρ­χα­ριών. Και αν οι καρ­χα­ρί­ες ήταν άνθρω­ποι, τότε τα μικρά ψάρια θα έπαυαν να είναι ίσα μετα­ξύ τους, όπως τώρα. Μερι­κά θα είχαν θέσεις και θα ήταν πιο πάνω από τα άλλα. Και τα μεγα­λύ­τε­ρα ψάρια θα είχαν δικαί­ω­μα να τρώ­νε τα μικρό­τε­ρα. Και αυτό θα ήταν υπέ­ρο­χο για τους καρ­χα­ρί­ες, για­τί τότε θα μπο­ρού­σαν να κατα­βρο­χθί­ζουν ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρες μπου­κιές. Και τα πιο σπου­δαία από τα μικρά ψάρια, αυτά που θα είχαν θέσεις, θα διά­τα­ζαν τα άλλα. Και θα γινό­ντου­σαν δάσκα­λοι, αξιω­μα­τι­κοί και μηχα­νι­κοί που φτιά­χνουν κουτιά.

Με λίγα λόγια, θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει πολι­τι­σμός στη θάλασ­σα μόνο αν οι καρ­χα­ρί­ες ήταν άνθρωποι».
4 ποι­ή­μα­τα για τη μόρφωση
Άκου­σα πως τίπο­τα δε θέλε­τε να μάθετε

Άκου­σα πως τίπο­τα δε θέλε­τε να μάθετε.
Απ’ αυτό βγά­ζω το συμπέ­ρα­σμα πως είσα­στε εκατομμυριούχοι.
Το μέλ­λον σας είναι σιγου­ρε­μέ­νο — το βλέπετε
μπρο­στά σας σ’ άπλε­το φως. Φρόντισαν
οι γονείς σας για να μη σκο­ντά­ψου­νε τα πόδια σας
σε πέτρα. Γι’ αυτό τίπο­τα δε χρειάζεται
να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
εσύ μπο­ρείς να μείνεις.
Κι έτσι κι υπάρ­χου­νε ακό­μα δυσκο­λί­ες, μιας κι οι καιροί
όπως έχω ακού­σει είναι ανασφαλείς,
τους ηγέ­τες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχου­νε μαθη­τέ­ψει πλάι σε κείνους
που ξέρουν τις αλή­θειες που ισχύουνε
για όλους τους καιρούς
μα και τις συντα­γές που πάντα βοηθάνε.
Μιας και για σένα γίνο­νται τόσο πολλά
δε χρειά­ζε­ται ούτε δαχτυ­λά­κι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πρά­μα­τα ήταν διαφορετικά
Η μάθη­ση θα ‘τανε υπο­χρέ­ω­σή σου.
Εγκώ­μιο στη μάθηση

Μάθαι­νε και τ’ απλού­στε­ρα! Γι’ αυτούς
που ο και­ρός τους ήρθε
ποτέ δεν είναι πολύ αργά!
Μάθαι­νε το αβγ, δε σε φτά­νει, μα συ
να το μαθαί­νεις! Μη σου κακοφανεί!
Ξεκί­να! Πρέ­πει όλα να τα ξέρεις!
Εσύ να πάρεις πρέ­πει την εξουσία.

Μάθαι­νε, άνθρω­πε στο άσυλο!
Μάθαι­νε, άνθρω­πε στη φυλακή!
Μάθαι­νε, γυναί­κα στην κουζίνα!
Μάθαι­νε, εξηντάχρονε!
Εσύ να πάρεις πρέ­πει την εξουσία.
Ψάξε για σχο­λείο, άστεγε!
Προ­μη­θεύ­σου γνώ­ση, παγωμένε!
Πει­να­σμέ­νε, άρπα­ξε το βιβλίο: είν’ ένα όπλο.
Εσύ να πάρεις πρέ­πει την εξουσία.
Μην ντρέ­πε­σαι να ρωτή­σεις, Σύντροφε!
Μην αφε­θείς να πείθεσαι
μάθε να βλέ­πεις συ ο ίδιος!
Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος
καθό­λου δεν το ξέρεις.
Έλεγ­ξε το λογαριασμό
εσύ Θα τον πληρώσεις.
Ψάξε με τα δάχτυ­λα κάθε σημάδι
Ρώτα: πώς βρέ­θη­κε αυτό εδώ.
Εσύ να πάρεις πρέ­πει την εξουσία.
Αυτό θέλω να τους πω

Ανα­ρω­τιέ­μαι: για­τί να συζη­τάω μαζί τους;
ψωνί­ζου­νε τη γνώ­ση για να την πουλήσουν.
θέλουν να μάθου­νε πού υπάρ­χει γνώ­ση φτηνή
που να μπο­ρού­νε ακρι­βά να την που­λή­σουν. Γιατί
να ενδια­φερ­θού­νε να γνω­ρί­σουν ό,τι
ενά­ντια στην αγο­ρα­πω­λη­σία μιλάει;

Θέλου­νε να νικήσουν.
Στη νίκη ενά­ντια τίπο­τα δε θέλου­νε να ξέρουν.
Δε Θέλου­νε άλλοι να τους καταπιέζουν,
Θέλου­νε να κατα­πιέ­ζου­νε οι ίδιοι.
Δε θέλου­νε την πρόοδο.
Θέλου­νε την υπεροχή.

Πει­θαρ­χού­νε σ’ όποιον
τους υπό­σχε­ται πως θα μπο­ρού­νε να διατάζουν.
Θυσιάζονται
για να μπο­ρέ­σει να μεί­νει όρθιος ο βωμός της θυσίας.

Τι να τους πω, σκέ­φτη­κα. Αυτό
θέλω να τους πω, αποφάσισα.

Στους φοι­τη­τές της εργα­το­α­γρο­τι­κής σχολής
(Στους φοι­τη­τές στο ανοι­κο­δο­μη­μέ­νο αμφι­θέ­α­τρο του Πανεπιστημίου)
1
Για να μπο­ρεί­τε να καθό­σα­στε εδώ: τόσο αίμα
χύθη­κε. Μπο­ρεί να το ξεχά­σε­τε να επιθυμείτε.
Να ξέρε­τε τού­το μονα­χά: σ’ αυτά τα καθί­σμα­τα καθό­τα­νε άλλοι
πιο μπρο­στά από σας
που αργό­τε­ρα καθί­σα­νε πάνω στο σβέρ­κο των ανθρώπων.
Επαγρυπνείτε!

2
Πάντα ό,τι να ερευ­νά­τε, ό,τι ν’ ανακαλύψετε
ό,τι να μάθε­τε, δε θα σας χρησιμέψει,
αν δε συν­δέ­ε­τε με τον αγώ­να το μυα­λό σας
και δε δια­χω­ρί­ζε­στε απ’ όλους τους εχθρούς της ανθρωπότητας.

3
Ποτέ να μην ξεχνά­τε: κάποιοι όμοιοί σας αγωνίστηκαν
για να μπο­ρεί­τε εδώ να κάθε­στε εσείς κι όχι πια οι προηγούμενοι.
Μην κρύ­βε­στε λοι­πόν, μα συναγωνιστείτε
για ν’ απο­χτή­σε­τε τη γνώ­ση και ποτέ να μην την αρνηθείτε!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο