Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπ. Μπρεχτ «Ποιος γνωρίζει ποιον;»

Στις 10 Φλε­βά­ρη 1898 γεν­νή­θη­κε ο κομ­μου­νι­στής Γερ­μα­νός ποι­η­τής Μπέρ­τολτ Μπρεχτ.  Με αφορ­μή αυτή την επέ­τειο παρου­σιά­ζου­με σε δια­δο­χι­κές αναρ­τή­σεις τρεις από τις «Ιστο­ρί­ες του κ. Κόυ­νερ. Η δια­λε­κτι­κή σαν τρό­πος σκέ­ψης» οι οποί­ες ουσια­στι­κά είναι οι απα­ντή­σεις του Μπ. Μπρεχτ σε δια­χρο­νι­κά επί­και­ρα θέμα­τα του καθη­με­ρι­νού βίου.

 «Το ένστι­χτο της ιδιο­κτη­σί­ας», «Ποιος γνω­ρί­ζει ποιον» (με μια γρή­γο­ρη έρευ­να δεν τα βρή­κα­με στο δια­δί­κτυο) και «Το αβο­ή­θη­το παι­δί». Μετά­φρα­ση Πέτρου Μάρ­κα­ρη (εκδό­σεις «Θεμέ­λιο»).

Ο κ. Κόυ­νερ, επι­νοη­μέ­νο πρό­σω­πο, που όμως ο τρό­πος που συνει­δη­το­ποιεί τα πράγ­μα­τα είναι του Μπρεχτ, είναι και αυτός ένας δια­νοη­τής ικα­νός να συζη­τή­σει για τη δια­λε­κτι­κή και τον υλι­σμό. Οι ερω­τή­σεις του, συχνά προ­κλη­τι­κές, συντε­λούν ώστε να κάνουν συνει­δη­τά ορι­σμέ­να πράγματα.

Οι από­ψεις του κ. Κόυ­νερ δια­πνέ­ο­νται από τη δια­λε­κτι­κή, το εργα­λείο για να ανα­κα­λύ­πτου­με την αλή­θεια πίσω από τις επιφάσεις.

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακαβάνης

***

Ο Μπρεχτ με τη φιλενάδα του, γνωστή μόνο σαν Μπίε, στην οποία αφιέρωσε στα 1918 το έργο «Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα»

Ο Μπρεχτ με τη φιλε­νά­δα του, γνω­στή μόνο σαν Μπίε, στην οποία αφιέ­ρω­σε στα 1918 το έργο «Ταμπούρ­λα μέσα στη νύχτα»

Ποιος γνω­ρί­ζει ποιον;

Ο κ. Κ. ρώτη­σε δυο γυναί­κες για τον άντρα τους. Η μια του είπε:

Έζη­σα μαζί του είκο­σι χρό­νια. Κοι­μό­μα­σταν στο ίδιο δωμά­τιο και στο ίδιο κρε­βά­τι. Τρώ­γα­με πάντα μαζί. Μου μιλού­σε για όλες τις δου­λειές του. Γνώ­ρι­σα τους γονείς του κι έκα­να παρέα μ’ όλους τους φίλους του. Ήξε­ρα όσες αρρώ­στιες του ήξε­ρε και κάτι άλλες ακό­μα που δεν τις ήξε­ρε. Τον γνω­ρί­ζω όσo κανέ­νας άλλος.
Τον γνω­ρί­ζεις λοι­πόν; ρώτη­σε ο κ. Κ.
Ναι, τον γνωρίζω.

Ο κ. Κ. ρώτη­σε και μιαν άλλη γυναί­κα για τον άντρα της. Αυτή του είπε:

Συχνά χανό­ταν για πολύ και­ρό και ποτέ δεν ήξε­ρα αν θα ξανάρ­θει. Έχει να φανεί εδώ κι ένα χρό­νο. Δεν ξέρω αν θα ξανάρ­θει. Δεν ξέρω αν είναι από καλό σπί­τι ή από τα σοκά­κια του λιμα­νιού. Το σπί­τι που ζω είναι καλό. Θαρ­χό­ταν όμως αν ζού­σα σ’ ένα κακό σπί­τι — ποιος ξέρει; Ποτέ δε μου λέει τίπο­τα, μιλά­ει μαζί μου μόνο για τις δικές μου υπο­θέ­σεις. Αυτές τις ξέρει πολύ καλά. Ξέρω τι λέει, το ξέρω αλή­θεια; Κάπο­τε μούρ­χε­ται πει­να­σμέ­νος. Άλλο­τε πάλι χορ­τά­τος. Δεν τρώ­ει όμως πάντα όταν πει­νά­ει, ούτε κι όταν είναι χορ­τά­τος αρνιέ­ται το φαγη­τό. Κάπο­τε γύρι­σε με μια πλη­γή- τον την έδε­σα. Άλυ­τε μου τον έφε­ραν σηκω­τό. Μιαν άλλη φορά έδιω­ξε όλον τον κόσμο από το σπί­τι μου.  Όταν τον φωνά­ζω «σκο­τει­νό υπο­κεί­με­νο» γελά­ει και μου λέει:  Ό,τι είναι μακριά είναι σκο­τει­νό, ό,τι όμως βρί­σκε­ται εδώ είναι φωτει­νό. Κάπο­τε όμως κατσου­φιά­ζει όταν τον φωνά­ζω έτσι. Δεν ξέρω αν τον αγα­πώ. Εγώ…

Φτά­νει, μην πεις τίποτ’ άλλο, είπε γρή­γο­ρα ο κ. Κ., βλέ­πω ότι τόν γνω­ρί­ζεις. Κανείς δεν μπο­ρεί να γνω­ρί­ζει έναν άνθρω­πο περισ­σό­τε­ρο απ’ όσο εσύ αυτόν.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο