Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Χατζηιωάννου: «Η απέλπιδα αποπλάνηση των σωμάτων»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ο Νίκος Χατζη­ιω­άν­νου γεν­νή­θη­κε το 1970 στη Νάου­σα. Σπού­δα­σε νεο­ελ­λη­νι­κή φιλο­λο­γία στο Αρι­στο­τέ­λειο Πανε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης και εργά­ζε­ται στη μέση εκπαί­δευ­ση, στα Χανιά. Είναι τακτι­κός συνερ­γά­της της μηνιαί­ας εφη­με­ρί­δας — free press “Πυξί­δα της Πόλης”, που εκδί­δε­ται στα Χανιά ανελ­λι­πώς από το 2002. Οι “Μικρές ιστο­ρί­ες” είναι το πρώ­το του βιβλίο που εκδί­δε­ται και που κυκλο­φο­ρούν από την Πολι­τι­στι­κή Εται­ρεία Κρή­της “Πυξί­δα της Πόλης”. Περιέ­χο­νται οι ιστο­ρί­ες: “Σαν πατέ­ρας”, “Το είδω­λο” και “Ένα φάλ­τσο τρα­γου­δά­κι”, που έχουν δημο­σιευ­τεί όλες στην συγκε­κρι­μέ­νη εφη­με­ρί­δα. Συμ­με­τέ­χει επί­σης στο συλ­λο­γι­κό έργο “9 ΕΦ” που εκδό­θη­κε από την εφη­με­ρί­δα Ελευ­θε­ρο­τυ­πία το 2003, μια ανθο­λο­γία διη­γη­μά­των εννέα νέων συγ­γρα­φέ­ων όπου οι περισ­σό­τε­ροι είχαν δημο­σιεύ­σει για πρώ­τη φορά εργα­σί­ες τους στο περιο­δι­κό κόμιξ και επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας “9”.

Η ποί­η­ση και τα διη­γή­μα­τά του, είναι μία ποί­η­ση προ­σω­πι­κή, ένα σύμπαν σκο­τει­νό όπως τα από­με­ρα σοκά­κια μιας πόλης και τρε­λό όπως τα νερά του Ευρί­που. Το παρά­λο­γο του να ζεις σε ένα κόσμο που ο κάθε λογής παρα­λο­γι­σμός, στις καθη­με­ρι­νές συνή­θειες, στον έρω­τα, στις δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις και στην κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, θεω­ρεί­ται φυσιο­λο­γι­κό και η απο­δό­μη­ση αυτής της εικό­νας μέσω μιας δια­κρι­τι­κής, σχε­δόν ανα­τρι­χια­στι­κής ειρω­νεί­ας απο­τε­λεί βασι­κό στοι­χείο των έργων του Νίκου Χατζη­ιω­άν­νου. Η συντρι­βή κάθε λογι­κής σκέ­ψης, το γκρο­τέ­σκο της βίας –κοι­νω­νι­κής, υπαρ­ξια­κής και ψυχο­λο­γι­κής–, τα ατο­μι­κά και συλ­λο­γι­κά αδιέ­ξο­δα είναι το άλλο. Κι ανά­με­σα τους μια γλώσ­σα εικο­νο­κλα­στι­κή αλλά καθό­λου βλά­σφη­μη, να μας χαρί­ζει κινη­μα­το­γρα­φι­κές εικό­νες μιας ανθρώ­πι­νης εμπει­ρί­ας που κάτω από άλλες συν­θή­κες δεν θα θέλα­με να γνω­ρί­σου­με. Αλλά υπάρ­χουν και πιο απλά ζητή­μα­τα στην ποί­η­ση και στα διη­γή­μα­τα του δημιουρ­γού. Ο έρω­τας ας πού­με, ένας έρω­τας καθό­λου γλυ­κα­νά­λα­τος αλλά με γεύ­ση στυ­φή από χώμα, γυναι­κεία μαλ­λιά και αίμα. Ένας έρω­τας που αρκεί­ται στα απλά, σ’ ένα τίναγ­μα των μαλ­λιών για παρά­δειγ­μα, την ίδια στιγ­μή που ο εκφρα­στής του περι­μέ­νει τους εχθρούς με το όπλο στο χέρι, για να τους πυρο­βο­λή­σει με τη ζωή του.

Ένας ύμνος στη ζωή είναι το έργο του Νίκου Χατζη­ιω­άν­νου αλλά και μια τολ­μη­ρή καταγ­γε­λία της κοι­νω­νι­κής υπο­κρι­σί­ας και του σάπιου κόσμου, παρου­σιά­ζο­ντας με ξεκά­θα­ρο τρό­πο στα μάτια (και στην κρί­ση) του ανα­γνώ­στη τις αιτί­ες και τις αφορ­μές ενός μακρο­χρό­νιου κοι­νω­νι­κού πολέ­μου –ταξι­κού θα τον έλε­γε η δική μας πλευ­ρά. Και το καταφέρνει.

Τα ποι­ή­μα­τα ανα­δη­μο­σιεύ­ο­νται από την εφη­με­ρί­δα που συνεργάζεται.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Άστε­γος

Εδώ θα μεί­νω να ξεκουραστώ
κάτω απ’ το λίγο φως μιας δημό­σιας λάμπας.
Πάνω στο παγκά­κι τυλί­γο­μαι στην ύπαρ­ξή μου
κι έτσι νομί­ζω πως δεν κρυώνω.
Λίγη τρο­φή μέσα στη βρώ­μι­κη τσά­ντα μου
(φτω­χή συγκο­μι­δή μιας ατέ­λειω­της μέρας)
κι ένα όπλο κολ­λη­μέ­νο στον κρόταφο.
Όταν θα έρθουν οι εχθροί μου να με βρουν,
θα τους πυρο­βο­λή­σω με τη ζωή μου.
Μικρή εικό­να

Θα ’θελα με μιας
να μπο­ρού­σα να τα κατα­λά­βω όλα:
το νόη­μα του κόσμου,
τα πέρα­τα του σύμπαντος,
τις περί­πλο­κες κινή­σεις των άστρων
Κυρί­ως όμως
αυτό που σκέφτεσαι,
όταν κοι­τά­ζεις έξω απ’ το παράθυρο
και παί­ζεις αφη­ρη­μέ­νη με τα μαλ­λιά σου.
Ανα­τρο­πή

Λοι­πόν ο έρωτας,
αυτή η απέλ­πι­δα απο­πλά­νη­ση των σωμάτων,
οι δεκά­ρι­κοι λόγοι για την αιωνιότητα.
Κι αν ξαφ­νι­κά γινό­μουν ό,τι μισούσες;
Πόσο μεγά­λη έκπλη­ξη όμως.

(Κι εγώ που νόμι­ζα ότι θα ζούσα
όλη μου τη ζωή μες στην αγάπη.)
Μαθή­μα­τα ανατομίας

Ακού­γο­νται πυροβολισμοί
από το κέντρο της πόλης.
Οι επι­κοι­νω­νί­ες έχουν διακοπεί
από προ­χτές και σήμερα
ο αδερ­φός μου δεν γύρι­σε απ’ τη δουλειά.
Του λεί­πει το ένα χέρι μα σ’ αυτό τον κόσμο
δεν υπάρ­χει λύπηση.
Μέσα στον πανι­κό της η γυναί­κα μου
γεμί­ζει την μπα­νιέ­ρα με νερό.
Ίσως αν βου­λιά­ζα­με όλοι εκεί,
να ανα­δυ­θού­με μέσα απ’ τις ρωγ­μές της
σ’ έναν άλλο τόπο, διαφορετικό.
Τέτοια θαύ­μα­τα συμ­βαί­νουν συχνά,
δεν είναι ασυνήθιστο.
Εν τω μετα­ξύ νυχτώ­νει και τα σκυ­λιά ουρλιάζουν.
Κάτω απ’ τις κου­βέρ­τες τα παι­διά μου
προ­σπα­θούν να μην κλάψουν.
Πώς να τα παρηγορήσεις
όταν το αντί­πα­λο δέος είναι ο θάνατος;
Εν τω μετα­ξύ νυχτώ­νει κι εγω δεν μπορώ
ούτε ένα ελά­χι­στο φως ν’ ανάψω.
Ώρες – ώρες έχει ο Θεός μια τερά­στια φτέρνα
για να μας συντρί­βει κι η γνώση
έρχε­ται καθυστερημένη
(πάντα το ίδιο κάνει)
Θα μάθου­με ανα­το­μία πάνω
στα πτώ­μα­τα αυτών που πιο πολύ αγαπήσαμε.
Εις έναν Θεόν

Αξύ­ρι­στος μπρο­στά στον καθρέφτη
δε μοιά­ζεις πολύ
με τον εαυ­τό που θα ’θελες .
Γενι­κώς μεγαλώνουμε
επι­τυ­χώς ή ανεπιτυχώς.
Δεν έχει σημασία
(έτσι κι αλλιώς στο τέλος
κανείς δε θα το θυμάται)
Επεν­δύ­ου­με στον μέλ­λο­ντα χρόνο,
στις επερ­χό­με­νες γενιές
στις χαρές που είναι να ’ρθουν.
Προ­σπα­θού­με να είμα­στε ευχά­ρι­στοι στους άλλους
(ίσως και στον ίδιο μας τον εαυτό,
όταν οι συγκυ­ρί­ες μας το επιτρέπουν)
Πιστεύ­ου­με εις έναν Θεόν…

Πάντα με συγκι­νού­σε αυτή η προσπάθεια
να μην πεθά­νου­με οριστικά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο