Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ναπολέων Λαπαθιώτης φιλοσοφών και αυτοσαρκαζόμενος

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

«Κινη­το­ποί­η­σα τις ανα­μνή­σεις μου, συγκέ­ντρω­σα κάτι, ό,τι μπό­ρε­σα να βρω, από τις ανα­μνή­σεις των άλλων, έβα­λα κάτω και τα δικά του χαρ­τιά, ― και με βάση κυρί­ως τα τελευ­ταία αυτά, προ­σπά­θη­σα να τον δω, να τον στή­σω ολό­κλη­ρο, πάλι, μπρο­στά μου ζωντα­νό, κ’ έτσι να τον δεί­ξω. Μα δεν είναι εύκο­λο. Δεν είναι καθό­λου εύκο­λο να πεις, ότι ο άνθρω­πος τού­τος, είναι τού­τος ο άνθρω­πος, πράγ­μα­τι. Παλιά αλή­θεια, ότι τα φαι­νό­με­να απα­τούν. Μια άλλη, το ίδιο παλιά, αλή­θεια, είναι, πως κ’ οι ίδιοι εμείς δεν είμα­στε πάντα βέβαιοι, ότι ξέρου­με τον εαυ­τό μας. Και μια τρί­τη, πως, όσο να ’ναι πάντα γνω­ρί­ζου­με τον εαυ­τό μας καλύ­τε­ρα απ’ όσο ξέρου­με τον άλλον, κι απ’ όσο μας ξέρει ο άλλος. Γι’ αυτό, ας δώσου­με, για μιαν ακό­μη φορά, τον λόγο στον ίδιο τον ποι­η­τή, να μας μιλή­σει για τον εαυ­τό του:».

lapathioths8Ο παρα­πά­νω πρό­λο­γος του κει­μέ­νου που θα ακο­λου­θή­σει ανή­κει στον Άρη Δικταίο, συγ­γρα­φέα του βιβλί­ου «Ναπο­λέ­ων Λαπα­θιώ­της, η ζωή και το έργο του», (εκδ. Γνώ­ση, 1984). Ο ποι­η­τής, μετα­φρα­στής, μελε­τη­τής Άρης Δικταί­ος (1919–1983, πραγ­μα­τι­κό όνο­μα Κώστας Κων­στα­ντου­λά­κης) γνώ­ρι­σε στα νεα­νι­κά του χρό­νια τον Λαπα­θιώ­τη, που ήταν ένα από ινδάλ­μα­τά του, και κέρ­δι­σε τη στή­ρι­ξή του στα πρώ­τα του βήμα­τα στη λογο­τε­χνία. Η γνω­ρι­μία τους ξεκί­νη­σε μέσω αλλη­λο­γρα­φί­ας και όταν ο Δικταί­ος ήρθε στην Αθή­να (γεν­νή­θη­κε στο Ηρά­κλειο Κρή­της) για σπου­δές, γνω­ρί­στη­καν δια ζώσης και έκα­ναν παρέα. Μέσα από τις σελί­δες του βιβλί­ου του ο Δικταί­ος παρου­σιά­ζει πτυ­χές της ζωής και του έργου του Ναπ. Λαπα­θιώ­τη και ένα μικρό ανθο­λό­γιο ποι­η­μά­των του. Όμως, πέρα από τα «δια­δι­κα­στι­κά», δεν έχει αξία να συνε­χι­στεί αυτή η δια­κο­πή. Ο λόγος, λοι­πόν, στον ποιητή:

«Πολ­λές φορές, μες στις νυχτε­ρι­νές μου περι­πλα­νή­σεις, βλέ­πω ξαφ­νι­κά τη σκιά μου, πού φέρ­νει βόλ­τες, γύρω μου, είτε σαλεύ­ει επά­νω στους τοί­χους, παρα­κο­λου­θώ­ντας με, κάτω από το φως των φανα­ριών κ’ επει­δή, την ώρα εκεί­νη, είτε παρα­πα­τώ απά­νω ατά πετρα­δά­κια, είτε ακούω το χτύ­πο των βημά­των μου στην άσφαλ­το, σ υ λ λ α μ β ά ν ω, για μια στιγ­μή, όλο το μηχα­νι­σμό του κορ­μιού μου, καθώς αυτό παρου­σιά­ζε­ται εξω­τε­ρι­κά: και τότε βλέ­πω καθα­ρά, το πόσο, και γω, δεν είμαι παρά ένα νευ­ρό­σπα­στο, ένα μηχα­νι­κό και κουρ­ντι­σμέ­νο ανδρεί­κελ­λο, που εκτε­λεί τις ίδιες ακρι­βώς (λέξη δυσα­νά­γνω­στη εδώ) κινή­σεις με όλα τ’ άλλα όντα ― πόσο δε δια­φέ­ρω σε τίπο­τα από τ’ άλλα νευ­ρό­σπα­στα που με περι­στοι­χί­ζουν και με δια­σταυ­ρώ­νουν… Και τότε συλ­λο­γί­ζο­μαι ότι οι άλλοι δε βλέ­πουν απ’ τον εαυ­τό μου, παρά μόνο αυτό το τυχαίο ανδρεί­κελ­λο, που μ’ εκπλήσ­σει κάθε φορά πού τ’ αντι­κρύ­ζω, χωρίς να το γνω­ρί­ζω για δικό μου! Κι αν μου ’λεγε κανέ­νας: «Και όμως, αυτό ήσουν εσύ!», θα του απα­ντού­σα: «Όχι, φίλε μου, α υ τ ό δεν είμαι γω· αυτό το πρά­μα, που βλέ­πεις και που βλέ­πω (και μάλι­στα εγώ το βλέ­πω πιο σπά­νια από σένα, και συ, του­λά­χι­στον, μπο­ρεί να το ’χεις συνη­θί­σει, όμως εγώ δεν το συνή­θι­σα διό­λου, και μου κάνει πιο πολ­λή εντύ­πω­ση), αυτό το πρά­μα μου είναι τόσο ξένο. Όσο και σε σένα… Δεν έχω καμιά σχέ­ση μαζί του, πίστε­ψέ με ― δεν υπο­ψια­ζό­μουν καν την παρου­σία του»… Κι όμως, όλοι κρί­νο­με ο ένας τον άλλον, απ’ αυτό το κωμι­κό ανδρεί­κελ­λο, το επί­πλα­στο και άγνω­στο νευ­ρό­σπα­στο, που μάς εμφα­νί­ζει στη ζωή, με την αξί­ω­ση πως μας εκπρο­σω­πεί… Και μου φαί­νε­ται σα να ’μαστε όλοι, στη ζωή, σ’ εν’ αδιά­κο­πο καρ­να­βά­λι, με το πλα­στό το ρού­χο του κορ­μιού μας και την αιώ­νια μάσκα της μορ­φής μας ― με την τρα­γι­κή δια­φο­ρά, ότι τού­τα δεν τα βγά­ζο­με ποτέ! Και γι’ αυτό πεθαί­νο­με μια μέρα, χωρίς ποτέ πραγ­μα­τι­κά να γνωριστούμε…»

lapathiotis12Ο Ναπο­λέ­ων Λαπα­θιώ­της (γεν­νή­θη­κε στις 31 Οκτώ­βρη του 1888 – αυτο­κτό­νη­σε στις 7 Γενά­ρη του 1944) είναι απ’ τους αγα­πη­μέ­νους μου ποι­η­τές. Τρυ­φε­ρός, ευαί­σθη­τος και ερω­τι­κός, αλλά και αιχ­μη­ρός, ειρω­νι­κός, πότε σαρ­κα­στι­κός και πότε αυτο­σαρ­κα­ζό­με­νος, με το έργο του (και πρώτ’ απ’ όλα με τη ζωή του) πάει κόντρα στις συμ­βά­σεις του και­ρού του, εχθρεύ­ε­ται την ανθρώ­πι­νη ματαιο­δο­ξία, δεν βολεύ­ε­ται με τα «κοι­νώς απο­δε­κτά». Με την ευκο­λία που μπο­ρεί να σε απο­γειώ­νει στους ουρα­νούς του ανι­κα­νο­ποί­η­του, της ανα­πό­λη­σης και της μελαγ­χο­λί­ας, κατα­φέρ­νει να σε προ­σγειώ­σει, από­το­μα, στην «πεζή» πραγ­μα­τι­κό­τη­τα· αυτή που, σχε­δόν πάντα, η ανθρώ­πι­νη αδυ­να­μία απο­φεύ­γει κατά­μα­τα ν’ αντικρίσει.

Σε ένα από τα ποι­ή­μα­τά του ο Λαπα­θιώ­της ξανα­πιά­νει τη σκυ­τά­λη που «άφη­σε» στην τελευ­ταία φρά­ση (Και γι’ αυτό πεθαί­νο­με μια μέρα, χωρίς ποτέ πραγ­μα­τι­κά να γνω­ρι­στού­με…) του παρα­πά­νω κει­μέ­νου του και «περι­γρά­φει» τη… «συνέ­χεια». Δια­βά­ζο­ντάς το ο νους συνα­ντιέ­ται αυτό­μα­τα με το Θα πεθά­νω ένα πέν­θι­μο του φθι­νό­πω­ρου δεί­λι (ή «του χυνό­πω­ρου» όπως πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στον «Νου­μά» το 1915, πριν κυκλο­φο­ρή­σει σε βιβλίο, το 1920) του Κώστα Ουρά­νη, που έγι­νε ιδιαί­τε­ρα γνω­στό όταν μελο­ποι­ή­θη­κε και ερμη­νεύ­τη­κε, εξαι­ρε­τι­κά, από τα Διά­φα­να Κρί­να (δεί­τε και ακού­στε εδώ).

Τα δυο ποι­ή­μα­τα μοιά­ζουν στο ότι «περι­γρά­φουν» τη ζωή (των άλλων) μετά τον θάνα­το των δημιουρ­γών τους, όμως οι ομοιό­τη­τες στα­μα­τούν εκεί. Σε αντί­θε­ση με τον ―χαμη­λών τόνων εδώ― Ουρά­νη που τους στί­χους του κυριεύ­ουν η μελαγ­χο­λία και μια γλυ­κειά παραί­τη­ση, από τους στί­χους του Λαπα­θιώ­τη ξεπη­δά μια επι­θε­τι­κή ειρω­νεία για το σινά­φι του, των γρα­φιά­δων, και αυτο­σαρ­κα­σμός για την χαμέ­νη πια ομορ­φιά (ο Λαπα­θιώ­της ξεχώ­ρι­ζε στους κύκλους της Αθη­ναϊ­κής κοι­νω­νί­ας για την εξε­ζη­τη­μέ­νη κομ­ψό­τη­τά του), την κλει­σμέ­νη σ’ ένα άχα­ρο κοι­νό σανι­δέ­νιο φέρε­τρο· σαν να ήθε­λε, με την πένα του, όταν το έγρα­φε, να τρυ­πή­σει το χαρτί…

[ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ]

….

Το φέρε­τρό μου σανιδένιο
δε θα ’χη καμιάν ομορφιά·
θα το καρ­φώ­σουν μάνι-μάνι,
με τα κοι­νό­τε­ρα καρφιά,

κι ύστε­ρα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ)
θα πάρει σε δυο μέρες δρόμο
για το στερ­νό μου το τσαρδί…

Θα είναι ο Άγγε­λος, ο Χάρης,
ο Κλέ­ων, ο Τάκης, η Λιλή,
ο Γιώρ­γος ο Μυλωνογιάννης,
κι άλλοι πολ­λοί, πολ­λοί, πολλοί…

….

Και την επαύ­ριο θ’ αρχινίσουν
κάποιες γραμ­μές, εδώ κ’ εκεί,
― κι αμέ­σως θα με παραλάβουν
οι κρι­τι­κές, κι οι κριτικοί:

«τεχνί­της», «μου­σι­κός του στίχου»,
«πολύ λεπτός αισθητικός»,
― αυτά που γρά­φο­νται συνήθως
κι αυτά που γρά­φουν σχετικώς·

«τύπος ανώ­μα­λος εκφύλου»,
«γνω­στή και συμπα­θής μορφή»…
Μα εμέ για ό,τι θα μου γράψουν
δε θα μου καί­γε­ται καρφί!

Για­τί από μένα, ό,τι θα μείνει
―κι εκεί που τώρα κατοικεί, ―
δεν θ’ ασχο­λεί­ται με τους άλλους,
δε θα δια­βά­ζη κριτική…

….

Ο φίλ­τα­τός μου Πέτρος Χάρης
με σφί­ξι­μο χεριού γερό
θα λέει αρά­δα στους γνω­στούς του:
― Τι φοβε­ρό! τι φοβερό!…

Και παρα­τώ­ντας τις δου­λειές του,
βιβλία και πολιτική,
τη «Νέα Εστία» και τις «Τέχνες»,
θα μου σκα­ρώ­ση κριτική!

Μα κι ο Βαγιά­νος θα αρχίσει
σ’ όλη, γραμ­μή, την Αττική,
μ’ αστούς, μ’ εργά­τες, με χωριάτες,
καμπά­νια λαπαθιωτική!

Και κυνη­γώ­ντας άρον-άρον
θα γρά­φη μέσα σε καρνέ,
ως και τις γνώ­μες των γαϊδάρων
της πολι­τεί­ας Αχαρναί!!!

(1943)

lapathioths44

Το ποί­η­μα, μαζί με μερι­κά ακό­μα, το δίνει ο Άρης Δικταί­ος στο ίδιο βιβλίο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο