Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Να πιει ο «κομαντάντε», να ξεδιψάσει… (Μια αληθινή ιστορία)

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

(Η ιστο­ρία είναι αλη­θι­νή. Μόνο τα ονό­μα­τα άλλαξα.)

Μερι­κές φορές από το τίπο­τα σχε­δόν ξεπη­δούν στη μνή­μη εικό­νες που ανα­συν­θέ­τουν παλιά περι­στα­τι­κά, παρα­με­ρι­σμέ­να στις σκο­τει­νές σήραγ­γες της ανε­λέ­η­της καθη­με­ρι­νό­τη­τας. Φτά­νει μια αφορ­μή, ένας ήχος, μια μυρω­διά, ένα πρό­σω­πο που μοιά­ζει με κάποιο άλλο, δυο λόγια κάποιου φίλου και σηκώ­νο­νται τότε τα κασμα­δά­κια της λήθης και σκά­βουν τη φλέ­βα της ψυχής και βγά­ζουν στο φως κάποια απ’ όσα η ζωή απο­θή­κευ­σε εκεί με τα χρό­νια. Θύμη­σες, έγνοιες, αγω­νί­ες, φόβους, όνει­ρα, κατά­ρες… Ή μια γλυ­κό­πι­κρη ιστο­ρία από κεί­νες που μπο­ρεί να συμ­βαί­νουν δίπλα μας κάθε στιγ­μή και να μη τις «δια­βά­σου­με» ποτέ. Που αν τύχει όμως και τις «δια­βά­σου­με» μάς γεμί­ζουν με συναι­σθή­μα­τα που μόνο ο άνθρω­πος έχει το προ­νό­μιο να αισθανθεί.

*****

Πριν από χρό­νια, σε μια ξακου­στή γει­το­νιά της Αθή­νας, στην ανα­καί­νι­ση μιας μεγά­λης μονο­κα­τοι­κί­ας ―από κεί­νες τις παλιές, τις πέτρι­νες, με κατα­πρά­σι­νη αυλή μπρο­στά και πίσω― γνώ­ρι­σα τον Ανέ­στη. Η μονο­κα­τοι­κία ήταν το πατρι­κό του σπί­τι. Ένα χρό­νο νωρί­τε­ρα είχε πεθά­νει η μάνα του (ο πατέ­ρας του είχε «φύγει» από χρό­νια) και το ακί­νη­το έμει­νε σ’ αυτόν και τ’ άλλα δυο αδέλ­φια του. Απο­κα­τε­στη­μέ­να στη ζωή τους, εκεί­να, με δικές τους οικο­γέ­νειες και καλές δου­λειές· είχα­νε κάνει δηλα­δή «προ­κο­πή». Απ’ όταν έφυ­γαν οι γέροι η μονο­κα­τοι­κία έμει­νε κλει­στή. Είχε φτά­σει η ώρα να την ανα­κα­τα­σκευά­σουν, να γκρε­μί­σουν τα εσω­τε­ρι­κά χωρί­σμα­τα και να τη χωρί­σουν σε τρία μικρό­τε­ρα διαμερίσματα.

Ο Ανέ­στης ήταν ο μικρό­τε­ρος από τους τρεις κλη­ρο­νό­μους. Πρέ­πει να είχε πατή­σει τα 45. Ανύ­πα­ντρος, δού­λευε σε ένα κεντρι­κό βιβλιο­πω­λείο. Του άρε­σε να χορεύ­ει. Ήταν μέλος ενός γνω­στού συγκρο­τή­μα­τος παρα­δο­σια­κών χορών και ταξί­δευε σε διά­φο­ρα μέρη του κόσμου για να χορέ­ψει. Ο Ανέ­στης αγα­πού­σε με πάθος την ποί­η­ση και τα τρένα.

Στην πίσω πλευ­ρά του οικο­πέ­δου της μονο­κα­τοι­κί­ας υπήρ­χε μια μεγά­λη αυλή ―μεγα­λύ­τε­ρη από τη μπρο­στι­νή― και στη μια άκρη της, εκεί που έσμι­γε η νότια με τη δυτι­κή περί­φρα­ξη, ακου­μπού­σε ένα μικρό σπι­τά­κι (σαν αυτά που λένε «του κήπου») σκε­πα­σμέ­νο με ξύλι­νη στέ­γη και κερα­μί­δια. Εκεί μέσα κατέ­φευ­γε ο Ανέ­στης κάθε που γύρι­ζε από τη δου­λειά ή το χορό και όταν έπρε­πε να απο­χω­ρι­στεί τη μεγά­λη του αγά­πη, την ερα­σι­τε­χνι­κή ενα­σχό­λη­ση με το σιδη­ρό­δρο­μο. Το σπι­τά­κι ήταν μια καμα­ρού­λα όλη κι όλη με μια μεγά­λη ξύλι­νη βιβλιο­θή­κη γαν­τζω­μέ­νη στον ένα τοί­χο, φορ­τω­μέ­νη εκα­το­ντά­δες βιβλία ―κυρί­ως λογο­τε­χνι­κά― και πολ­λά περιο­δι­κά και άλλα εγχει­ρί­δια που είχαν αντι­κεί­με­νό τους τα τρένα.

Όταν τον πρω­το­εί­δα δεν του έδω­σα μεγά­λη σημα­σία ― δεν ήξε­ρα καν ότι ήταν ιδιο­κτή­της. Μέσα στη σκό­νη από την κατε­δά­φι­ση των παλιών ντου­βα­ριών και τη φού­ρια να οργα­νω­θεί η δου­λειά, ώστε ο καθέ­νας να ανα­λά­βει το πόστο του και να ρολά­ρει το συνερ­γείο, το μόνο που πρό­σε­ξα ήταν ότι μιλού­σε χαμηλόφωνα.

Όταν δε δού­λευε πρω­ι­νός τις περισ­σό­τε­ρες ώρες του τις περ­νού­σε μαζί μας. Έμπαι­νε πρώ­τα στο για­πί και καλη­μέ­ρι­ζε όλους τους εργά­τες, τον καθέ­να ξεχω­ρι­στά. Μετά πήγαι­νε στο σπι­τά­κι «του κήπου», έφτια­χνε καφέ­δες και μάς τους πρό­σφε­ρε μαζί με μπι­σκό­τα ή κου­λου­ρά­κια που αγό­ρα­ζε από το γει­το­νι­κό φούρ­νο. Στη συνέ­χεια ερχό­ταν και στε­κό­ταν δίπλα εκεί που έχτι­ζα και μιλού­σα­με. Μου έκα­νε αρνη­τι­κή εντύ­πω­ση που στην αρχή από­φευ­γε να με κοι­τά­ξει στα μάτια. Έδει­χνε μια ανε­ξή­γη­τη συστο­λή· στε­κό­ταν κου­μπω­μέ­νος και παρό­λο που ήταν σχε­τι­κά ομι­λη­τι­κός, ο χαμη­λός τόνος της φωνής του πρό­σθε­τε πόντους στο μυστή­ριο που γεν­νού­σε η παρου­σία του κι εκεί­νο το μόνι­μο σχε­δόν μει­δί­α­μα του προ­σώ­που του.

Μια μέρα τον ρώτη­σα ―αν και, χωρίς να έχω ξεδια­λύ­νει το λόγο, ήμουν σχε­δόν βέβαιος για την απά­ντη­ση― αν είναι και αυτός παντρε­μέ­νος όπως τα αδέρ­φια του. Μου απά­ντη­σε αρνη­τι­κά. Τότε τον ρώτη­σα αν έχει κάποιο δεσμό. Μου απά­ντη­σε, κοκ­κι­νί­ζο­ντας, με τρό­πο που έδει­χνε άνθρω­πο με χαμη­λή αυτο­πε­ποί­θη­ση, και που η αγά­πη του για τη γυναί­κα δεν έχει σχέ­ση με τα «συνη­θι­σμέ­να» πρό­τυ­πα και παρα­στά­σεις που μάς επι­βλή­θη­καν. Αν και πέρα­σαν από τότε αρκε­τά χρό­νια, ακό­μα δεν έχω κατα­λά­βει αν αγα­πού­σε περισ­σό­τε­ρο τη γυναί­κα, την ποί­η­ση ή τα τρένα.

Τις επό­με­νες δυο τρεις μέρες οι συζη­τή­σεις μας επε­χτά­θη­καν και σε άλλα ζητή­μα­τα, και με χαρά ανα­κα­λύ­πτα­με και οι δυο ότι είχα­με κοι­νές από­ψεις στα περισ­σό­τε­ρα. Ένιω­σα ότι κέρ­δι­ζα την εκτί­μη­σή του και ίσως την εμπι­στο­σύ­νη του, αν και ο χρό­νος της γνω­ρι­μί­ας μας δεν ξεπερ­νού­σε τις λίγες μέρες. Και εγώ όμως ένιω­θα καλά κοντά του, σα να είμα­στε φίλοι χρόνια.

Τα χέρια του Ανέ­στη «έπια­ναν». Έξω από το μικρό σπι­τά­κι «του κήπου» είχε κατα­σκευά­σει μια λιμνού­λα αρκε­τών τετρα­γω­νι­κών μέτρων με βάση από βαμ­μέ­νο γαλά­ζιο τσι­μέ­ντο και φώτα μέσα στο νερό για να φωτί­ζε­ται τα βρά­δια. Απλω­νό­ταν σε περισ­σό­τε­ρα του ενός επί­πε­δα, σχη­μά­τι­ζε μικρούς όρμους και κατά­φυ­τα «ακρω­τή­ρια» και στα σημεία όπου στέ­νευε από πάνω της περ­νού­σαν ξύλι­να γεφύ­ρια, ενώ σε μια άκρη της δέσπο­ζε ένας φάρος που ο Ανέ­στης σκά­ρω­σε με ξύλο και σοβά και που τις νύχτες ανα­βό­σβη­νε σα να ’θελε κάπου να στεί­λει τα σινιά­λα του. Ολό­κλη­ρη την αυλή διέ­σχι­ζαν ράγες σιδη­ρό­δρο­μου. Κανο­νι­κές σιδε­ρέ­νιες ράγες που τις χώρι­ζαν 40–50 εκα­το­στά κενό. Πάνω στις ράγες διά­βαι­νε ένα τρέ­νο το οποίο το είχε συναρ­μο­λο­γή­σει ο Ανέ­στης με τα χέρια του, όπως και τις ράγες, με εξο­πλι­σμό που παράγ­γελ­νε και του έστελ­ναν από την Αμε­ρι­κή. Συμ­βου­λευό­με­νος το δια­δί­κτυο και μελε­τώ­ντας ειδι­κά έντυ­πα, είχε απο­χτή­σει πολ­λές γνώ­σεις και είχε γίνει εξπέρ στους σιδηροδρόμους.

Οι ράγες διέ­σχι­ζαν περι­με­τρι­κά ολό­κλη­ρη την αυλή και περ­νού­σαν φυσι­κά και πάνω από τη μεγα­λύ­τε­ρη γέφυ­ρα της λιμνού­λας. Σε τέσ­σε­ρα σημεία της δια­δρο­μής ο Ανέ­στης είχε κατα­σκευά­σει σιδη­ρο­δρο­μι­κούς σταθ­μούς όπου έκα­νε στά­σεις η αμα­ξο­στοι­χία του. «Κανο­νι­κούς» σταθ­μούς με απο­βά­θρες και υπό­στε­γα, με ρολόι και από μια σημαία ο καθέ­νας που είχε πάνω της τη μορ­φή του Τσε. «Μόσχα», «Αβά­να», «Αλιέ­ντε», «Αθή­να» η δια­δρο­μή της αμα­ξο­στοι­χί­ας του Ανέ­στη, που μετέ­φε­ρε στα βαγό­νια της συμ­βο­λι­σμούς, όνει­ρα και προσδοκίες…

Στο σταθ­μό «Αθή­να» ένα τμή­μα της ξύλι­νης απο­βά­θρας άνοι­γε προς τα πάνω, όπως ανοί­γει η πόρ­τα ενός μπα­ού­λου. Εκεί μέσα βρι­σκό­ταν ένα μικρό σκλη­ρό ―μάλ­λον ξύλι­νο― βαλι­τσά­κι δεμέ­νο με δυο δερ­μά­τι­να λου­ριά. Ο Ανέ­στης με προ­έ­τρε­ψε να το ανοί­ξω. «Τι είναι;», τον ρώτη­σα. «Θα δεις».

Το πήρα στα χέρια μου γεμά­τος περιέρ­γεια και πάλευα μια με την ανυ­πο­μο­νη­σία μου και δυο με τα σφι­χτο­δε­μέ­να λου­ριά, ή αντί­στρο­φα. Όταν επι­τέ­λους το άνοι­ξα αντί­κρι­σα μέσα ένα βιβλίο, ένα καλο­δι­πλω­μέ­νο λευ­κό μαντή­λι και ένα μικρό γυά­λι­νο μπου­κά­λι μισο­γε­μά­το με κάποιο διά­φα­νο υγρό. «Τι είναι όλα αυτά;», τον ρώτη­σα γεμά­τος απο­ρία. «Ποι­ή­μα­τα για να δια­βά­σει ο κομα­ντά­ντε (Τσε) όταν θα φτά­σει και θα θέλει να ξεκου­ρα­στεί, και λίγο τσί­που­ρο να πιει που θα ’ναι διψα­σμέ­νος». «Και το μαντή­λι;», ένιω­σα αμέ­σως τα μάτια μου να γεμί­ζουν. «Δώρο ευγνω­μο­σύ­νης και αγνής, συντρο­φι­κής φιλί­ας». «Μάλ­λον ο κομα­ντά­ντε θα προ­τι­μού­σε “ματέ” για να πιει», του είπα χαμο­γε­λώ­ντας, προ­σπα­θώ­ντας μάταια να ξεγε­λά­σω τη συγκί­νη­σή μου. Εκεί­νη τη στιγ­μή, μαζί με το βαλι­τσά­κι, ο Ανέ­στης είχε ανοί­ξει διά­πλα­τα την καρ­διά του, την τρυ­φε­ρή παι­δι­κή καρ­διά του και ―ένιω­θα ότι― μου χάρι­ζε ένα κομ­μά­τι της. Σ’ εμέ­να, τον μέχρι πριν λίγες μέρες άγνω­στο! Έκλει­σα το βαλι­τσά­κι και το έβα­λα προ­σε­χτι­κά πίσω στη θέση του. Ίσως να βρί­σκε­ται ακό­μα εκεί και να περι­μέ­νει το τρέ­νο που θα φέρει τον κομαντάντε…

Γύρι­σα προς τη λιμνού­λα προ­σπα­θώ­ντας να μη γίνει αντι­λη­πτή η συγκί­νη­σή μου απ’ τα παι­διά του συνερ­γεί­ου. Παρ’ όλο που δεν έβλε­πα ένιω­θα το μόνι­μο μει­δί­α­μα του Ανέ­στη να με καρ­φώ­νει. «Πιστεύ­εις στη φιλία;». Δεν θυμά­μαι τι ακρι­βώς του απά­ντη­σα (θετι­κά αναμ­φι­σβή­τη­τα) αλλά η απά­ντη­σή μου είχε να κάνει με το δόσι­μο στους άλλους. «Ξέρεις τον Κ. Καρ­θαίο;». Δεν τον ήξε­ρα. Άρχι­σε τότε να μου απαγ­γέλ­λει από μνή­μης ένα ποίημα.

Δυο άνθρω­ποι

Είχαν αλλά­ξει λόγια ανεπανόρθωτα.
Ωστό­σο ζού­νε τώρα αγαπημένοι·
τόσο, που οι ίδιοι ολό­καρ­δα πιστεύουνε
πως τίποτ’ από κεί­να πια δε μένει.

Ούτ’ ένας κόμπος χιό­νι στα πιο απόκρυφα
της ύπαρ­ξής τους. Φίλοι τους και ξένοι
τους δεί­χνουν στην αγά­πη για παράδειγμα.
Κι όμως, συχνά, που ο ήλιος κατεβαίνει,

και, στο θαμπό το φως, το μάτι δύνεται
πιο καθα­ρά τα όσα είναι να διακρίνει,
βλέ­που­νε –σιω­πη­λοί- πως κάτι ανείπωτο,
στ’ αλή­θεια ανε­πα­νόρ­θω­το έχει γίνει.

Νοια­ζό­ταν να μάθει αν μου άρε­σε. Του το είπα. Την επό­με­νη μέρα ήρθε στο για­πί κρα­τώ­ντας στα χέρια του ένα μικρό πακέ­το. «Για σένα, φίλε». Άφη­σα το μυστρί και πήρα να σκί­ζω το περι­τύ­λιγ­μα με την ίδια έντα­ση που ένιω­θα όταν πάλευα ν’ ανοί­ξω το βαλι­τσά­κι. «Ώστε δεν τέλειω­σαν ακό­μα οι εκπλή­ξεις;». Τον είδα που με κοί­τα­ζε με κεί­νο το τόσο γνώ­ρι­μο και οικείο πια μει­δί­α­μα. Ένα βιβλίο. Στο εξώ­φυλ­λο έγρα­φε: «Η ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ. Τα λυρι­κά μιας περα­σμέ­νης επο­χής στους παλιούς ρυθ­μούς. Μια προ­σω­πι­κή ανθο­λο­γία του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ. ΝΕΦΕΛΗ». Το άνοι­ξα: «Στον Οικο­δό­μο με ειλι­κρι­νή αισθή­μα­τα φιλί­ας και εκτί­μη­σης. Ανέ­στης». Ήταν καλο­καί­ρι του 20…

*****

Η παλιά πέτρι­νη μονο­κα­τοι­κία δια­μορ­φώ­θη­κε σε τρία μικρό­τε­ρα δια­με­ρί­σμα­τα. Από τότε ξανα­βρε­θή­κα­με δυο φορές στην ίδια αυλή, μπρο­στά στον ίδιο «σταθ­μό» του τρέ­νου. Μετά αραιά και που κανέ­να τηλέ­φω­νο, ώσπου χαθή­κα­με. Όμως δεν θα ξεχά­σω ποτέ τη «χαμη­λή φωνή» του Ανέ­στη. Και θα κρα­τάω, δώρο πολύ­τι­μο, το κομ­μά­τι της καρ­διάς του, δίπλα στα άλλα πολύ­τι­μα δώρα που δέχτη­κα στα χρό­νια που ζω.

Τη «ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ» την άνοι­ξα αμέ­τρη­τες φορές. Οι σελί­δες της με «πέτα­ξαν» και σε άλλα βιβλία όπου «άκου­σα» και άλλες «φωνές». Διά­βα­σα, δια­βά­ζω και ήθε­λα να μπο­ρώ να δια­βά­ζω πολύ περισ­σό­τε­ρο· να ανοί­γω συνε­χώς νέους ορί­ζο­ντες και να κρα­τάω πάλ­λου­σες εκεί­νες τις αρτη­ρί­ες που θα περι­μέ­νουν πάντα να σκα­φτούν από τα κασμα­δά­κια της λήθης.

Αν ο άνθρω­πος έρχε­ται στη ζωή για κάποιον σκο­πό, αυτός δεν είναι άλλος από το να ζήσει σαν άνθρω­πος· να διδα­χτεί, να δημιουρ­γή­σει, να μοι­ρα­στεί, να ονει­ρευ­τεί, να ερω­τευ­τεί, να υπε­ρα­σπι­στεί το καλό και το δίκιο, να πονέ­σει, να αγα­πή­σει σαν άνθρω­πος. Και όταν έρθει η ώρα του, να φύγει χορ­τα­σμέ­νος. Και να ’χει αφή­σει πίσω του μια χού­φτα στιγ­μές, καλο­δι­πλω­μέ­νες σαν το λευ­κό μαντή­λι του «κομα­ντά­ντε»· γι’ αυτούς που θα μπο­ρούν ακό­μα να μιλά­νε με «χαμη­λή φωνή» και να καταλαβαίνονται…

(Στη μνή­μη του ποι­η­τή Μανό­λη Ανα­γνω­στά­κη που γεν­νή­θη­κε σαν σήμε­ρα, στις 9 Μάρ­τη του 1925).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο