Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Η ποιήτρια και το έργο της
Η Νεφέλη Ανδριανού είναι μια διαφορετική περίπτωση ποιήτριας σε σχέση με όσες έχουμε παρουσιάσει μέχρι σήμερα στο Ατέχνως. Είναι μια ποιήτρια που κινείται στα σκοτάδια της πόλης, στις γειτονιές και στις συνοικίες της Αθήνας, ψάχνοντας την αγάπη, τον έρωτα, τη δικαιοσύνη, μέσα από ένα ατομικό, προσωπικό δρόμο που όμως δεν μένει ανεπηρέαστος, δεν γίνεται αλλιώς, από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Η ποίηση της, δεν είναι ποίηση του εργατικού αγώνα, δεν είναι ποίηση της ταξικής οργής αλλά είναι ποίηση κοινωνικής και υπαρξιακής διαμαρτυρίας, ποίησης σύγκρουσης με τις καθημερινές απογοητεύσεις.
Όταν λέμε για ατομικό δρόμο και προσωπικές απογοητεύσεις, αυτές έχουν σχέση τόσο με την απώλεια ενός ερωτικού συντρόφου, όσο και με την έλλειψη μιας αληθινής παρέας που θα τολμήσει να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συλλογικότητας, γύρω από ένα ποτήρι κρασί, μέσα από μια διαδικασία αλλαγής της ματαιόδοξης καθημερινότητας. Κι αυτή η ματαιοδοξία, η απογοήτευση ότι τίποτα σε αυτό τον κόσμο δεν έχει ενδιαφέρον, ότι όλα είναι κίβδηλα κι αισχρά, είναι μία, δυστυχώς, υπαρκτή τάση μέσα στην κοινωνία που θα χειροτερεύει και θα χειροτερεύει μέχρι εκείνο το σημείο που οι κοινωνικές αντιστάσεις θα βάλουν ένα τέλος – και κατά τη γνώμη μου αυτή η δυνατότητα είναι πιο εφικτή από ποτέ. Αλλά αυτό είναι μια διαφορετική συζήτηση και δεν θα τη συνεχίσουμε σε αυτή τη δημοσίευση.
Η ποίηση της Νεφέλης Ανδριανού εκφράζει αυτή την πραγματικότητα. Από αυτή την οπτική η ποίηση της είναι μία χρήσιμη ποιητική κατάθεση ψυχής και για να είμαστε ειλικρινείς, η ποίηση της απογοήτευσης αλλά όχι ακριβώς της ιδιωτείας, είναι περισσότερο χρήσιμη από εκέινη την ποίηση που μένει εκτός από τις δύο καταστάσεις που περιγράφονται παραπάνω σε πολύ αδρές γραμμές και αναζητά την… ευτυχία, ας δώσουμε αυτό τον χαρακτηρισμό για την ώρα, πάνω από ταξικές συγκρούσεις κι υπαρξιακές αναζητήσεις. Το οικογενειακό περιβάλλον της δημιουργού την επηρέασε σε μεγάλο βαθμό, μάλιστα όπως έιχε δηλώσει σε συνέντευξη της για το περιοδικό Βακχικόν και στην Ανθή Ντάρδη: «Σαφέστατα επηρεάστηκα από την οικογένεια μου και το τι συνέβαινε μέσα σ’ αυτήν, τον τρόπο που μεγάλωσα καθώς και από την μελαγχολική Πρέβεζα που έζησα μέχρι τα εφηβικά μου χρόνια. Η μοναχικότητα που τότε αισθάνθηκα για πρώτη φόρα ίσως οφείλονταν και στην μεγάλη ηλικιακή απόσταση που με χώριζε από τα υπόλοιπα μέλη του περιβάλλοντος μου. Η γραφή, λοιπόν, προέκυψε ως απάντηση στη δυσκολία που βίωνα κάθε φορά που έπρεπε να επικοινωνήσω με τους οικείους μου.»
Πολλές φορές η ποίηση της Νεφέλης Ανδριανού αλλά και η καθημερινότητά της, φτάνουν πέρα κι από αυτά από τα όρια της απογοήτευσης. Φτάνουν στο έσχατο σημείο του μηδενισμού, ενός μηδενισμού που καμιά φορά ισοπεδώνει κι αυτόν τον τόσο χρήσιμο σε κάποιες περιπτώσεις, σαρκασμό. Πολλές φορές βέβαια, ο σαρκασμός και ο μηδενισμός συνυπάρχουν. Μπορούμε να πούμε ακόμα ότι η ποίηση της Νεφέλης Ανδριανού είναι μια ρομαντική ποίηση κι αυτό με την έννοια ότι αναζητά, επιδιώκει και επιθυμεί το απόλυτο και τίποτα λιγότερο από αυτό κι ότι στη ζωή της ποιήτριας επηρεάζεται από ένα κόσμο ηθικής κατάπτωσης που προσπαθεί με τη γλώσσα κυρίως και καθόλου ή ελάχιστα με τις πράξεις του, να απαλλάξει τον καθημερινό άνθρωπο από τις ιδιωτικοποιημένες αλυσίδες του – ή μάλλον οι αλυσίδες του πάντα ιδιωτικές ήταν, καπιταλιστικές σε όλη τους την πληρότητα…
Όσο όμως η ποιήτρια εκφράζει τη δίψα της για μια, κοινωνική, στην ουσία της κι ας μην το εκφράζει έτσι, αλλαγή, τόσο απομακρύνεται και από αυτή. Πολλοί λόγοι συντρέχουν σε αυτή την διαδικασία – αφενός από προσωπική επιλογή, που όμως οι προσωπικές επιλογές δεν είναι άσχετες, όπως επιμένουμε να λέμε, από το γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο κι αφετέρου από την ανύπαρκτη σχέση με τον κόσμο της αγωνιστικής διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και όταν ο κόσμος σου επηρεάζεται από μια στρεβλή αγωνιστική λογική, εννοώ τις ιδέες της αναρχίας (αν κι η ποιήτρια δεν είναι αναρχική με τη στενή έννοια), τότε οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα μεγαλώνουν σε ύψιστο βαθμό.
Κατάληξη όλων των παραπάνω, είναι η υπεράσπιση του Εγώ απέναντι σε όλους τους άλλους κι ανακυκλώνοντας την απογοήτευση, τον μηδενισμό, την μελαγχολία και τον σαρκασμό. Αξίζει μάλιστα, να γνωρίζουν οι αναγνώστες κι οι αναγνώστριες ότι αγαπημένοι ποιητές της δημιουργού μεταξύ άλλων είναι ο Καρυωτάκης κι οι Ρεμπώ, Μπωντλέρ, Πόε… Αλλά είναι στιγμές που και το Εγώ γίνεται βάρος αφόρητο, αφού ψάχνει το Άλλο, το διαφορετικό για να συμπληρωθεί. Εκεί η ποίηση της Νεφέλης Ανδριανού μπορέι να λειτουργήσει και σαν ψυχοθεραπεία, τουλάχιστον όπβς κι η ίδια έχει επισημάνει στην παραπάνω συνέντευξη και δεν έχουμε κανένα λόγο για αν διαφωνήσουμε. Με την υπόσχεση ότι κάποτε θα μάχεται «για όσους φύγανε και ξεχαστήκανε, / για παράξενους τρελούς διαβολεμένους / για ανήσυχους οργισμένους ολομόναχους / κακά όντα, περιθώρια!» Είναι κι αυτό ένα όραμα, νιώθεται ασφαλώς, δίνει μια ελπίδα κι εύχομαι η ποιήτρια Νεφέλη Ανδριανού να καταφέρει να το ολοκληρωσει – όχι μόνη της, αλλά μαζί με όλους τους καταπιεσμένους, ανατρέποντας την απογοήτευση, εξαφανίζοντας κάθε προσωπική και συλλογική αντίφαση.
Βιογραφικό
Η Νεφέλη Ανδριανού κατοικεί μόνιμα στην Αθήνα. Γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1988 και στα είκοσι της χρόνια, εξέδωσε το πρώτο βιβλίο, καταχωρημένο ως δοκίμιο με τίτλο «Απρόσιτη Θλίψη (2009)» από τις εκδόσεις «Πιτσιλός». Ανήσυχο πνεύμα από την μικρή ηλικία η Νεφέλη, κατόρθωσε να γίνει συγγραφέας έχοντας αρχίσει να γράφει ποιήματα, κείμενα, ημερολόγια, τα οποία στην πάροδο του χρόνου εξέφραζαν τα διάφορα συναισθήματα της όπως τη θλίψη και τον πόνο μέσα από τη ζωή της. Άλλα βιβλία της είναι «Στα άδυτα του πόνου της ψυχής», εκδόσεις Παρασκήνιο, 2010, «Κάθε της ζωής μου άνοιξη», εκδόσεις Ιδεόγραμμα, 2012, «Με πλαγιαστά γράμματα», από την ποιητική σειρά του περιοδικού «Το καταφύγιο», 2013 και τέλος τα «Από σπασματα» των εκδόσεων Διάνυσμα, 2015.
Ποιήματα
Το τσιγάρο
Παγωμένα άναρχα χέρια και ρευματισμοί,
σιγή στο χώρο.
Παγωνιά στο χρόνο,
θολωμένο κεφάλι
χρειάζεται σπρώξιμο
θέλει βαθιές αναπνοές
να φύγει ο πόνος απ΄τα κόκκαλα
να μπορεί αν ανατικρίσει τον κόσμο.
Δεν είναι Θλίψη, όχι
είναι πέτρα,
είναι σφιγμένα δόντια.
Βαριανασαίνουν τα μάτια,
ξεφυσάς, κοιτάς κάτω,
ξανανάβεις φωτιά.
Προσευχή της ατυχίας
Τη στιγμή που καταπίνεις την πιο δυαντή κραυγή σου,
γίνεσαι «ένα» με το θεό της απελπισίας
(Με πλαγιαστά γράμματα, 2012)
Η πένα των «Σταυροφόρων»
Μέσα μου αντηχούν τα βαλς των νεκρών
λυρικών ταξιδιωτών
Έρχονται ως όνειρα και βυθίζουν τους ύπνους μου σε προ-
βληματισμούς και εικόνες.
Μέσα μου αντηχούν οι απολογίες των αλκοολικών
τα τραύματα των εμμονών
Και αναρωτιέμαι γιατί η αγάπη δεν εγκωμιάζει τα πονε-
μενα νιάτα.
Τι γίνεται;
Κοιτάμε απο κάτω την ουράνια κόλαση.
Δεν υπάρχει ιδέα αν υπάρχει.
Έχει έτσι ένα ωραίο πορτοκαλί ο ουρανός με μια ροζ ανταύ-
γεια.
Εκεί που ο ήλιος δίνει τη θέση στο αύριο.
Σεπτέμβρης.
Κάποια μέρα θα μάχομαι για όσους φύγανε και ξεχαστήκανε,
για παράξενους τρελούς διαβολεμένους
για ανήσυχους οργισμένους ολομόναχους
κακά όντα, περιθώρια!
Σαν αρχιτεκτονική στο συνειδητό μου.
Θα… θα…
Με τον δικό μου τρόπο.
Σαν φτιάχνω μια νύχτα στο όριο μιας κωμικοτραγικής ελπίδας.
(Από σπασματα, 2015)