Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ξένοι στη φάτνη…

Επί­και­ρο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο διή­γη­μα του δρ. Γιάν­νη Δ. Μπάρ­τζη, προ­έ­δρου της Εται­ρεί­ας Κοριν­θί­ων Συγγραφέων»

***

Η φάτ­νη στην πλα­τεία ήταν και­νο­το­μία του νέου μας Δημάρ­χου. Δώρο προς το χωριό μας, για να μην παρα­πο­νιού­μα­στε ότι μας αγνο­εί χρο­νιά­ρες μέρες.

Θα μου πεί­τε… όταν μας κάνει τον κου­φό, που του ζητά­με πόσι­μο νερό, όταν δε στέλ­νει και σ’ εμάς απορ­ριμ­μα­το­φό­ρο και πετά­με τα σκου­πί­δια στα χωρά­φια μας με τα τρα­κτέρ, όταν οι δρό­μοι μας είναι ακό­μα ανα­σφάλ­τω­τοι και ο «δημο­τι­κός μας φωτι­σμός» εξα­ντλεί­ται σε δυο γλό­μπους στην πλα­τεία κι άλλον ένα ‑σπα­σμέ­νο μήνες τώρα- στο προ­αύ­λιο της εκκλη­σί­ας… η φάτ­νη μας εμάρανε!

Κι όμως, οι πιο πολ­λοί συγ­χω­ρια­νοί τον χάρη­καν το στο­λι­σμό των Χρι­στου­γέν­νων. «Επι­τέ­λους» είπαν, «είδε και το χωριό μας φωτει­νές γιρ­λά­ντες!» Ήταν ειλι­κρι­νές κι εγκάρ­διο, λοι­πόν, το «εύγε» προς τον Δήμαρ­χο, που πήρε την πρω­το­βου­λία κι έστει­λε σ’ εμάς τα περισ­σεύ­μα­τα από τον εορ­τα­στι­κό διά­κο­σμο της πόλης. Θα νιώ­θα­με έτσι κι εμείς ατμό­σφαι­ρα γιορτών.

Ήρθαν εργά­τες απ’ το Δήμο και κρε­μά­σα­νε σχοι­νά­κια με λαμπιό­νια Made in China σε στύ­λους γύρω απ’ το ναό, τύλι­ξαν με καλώ­δια φωτός πέντ’ έξι ακα­κί­ες, που φαντά­ζα­νε μες στο σκο­τά­δι ως μικροί ένα­στροι ουρα­νοί, και στή­ρι­ξαν έξω από τα μαγα­ζιά της Αγο­ράς πρά­σι­να φωτει­νά δεντρά­κια, αστε­ρά­κια χρυ­σα­φιά και καμπα­νού­λες κόκ­κι­νες. «Έτσι στο­λί­ζου­νε τους δρό­μους τα Χρι­στού­γεν­να βρε­εε!» έλε­γαν οι ταξι­δε­μέ­νοι του χωριού, που ήξε­ραν, γιατ’ είχαν δει πολλά…

Μα το εντυ­πω­σια­κό­τε­ρο ήταν η φάτ­νη. Σε μιαν περί­ο­πτη γωνιά, στη δυτι­κή άκρη της πλα­τεί­ας, οι τεχνι­κοί του Δήμου, είκο­σι μέρες πριν απ’ τις γιορ­τές, έστη­σαν την ανα­πα­ρά­στα­ση της θεί­ας Γέν­νη­σης. Έφτια­ξαν τη σπη­λιά της Βηθλε­έμ, μεγά­λη όσο να χωρά­νε μέσα άνθρω­ποι σωστοί. Έστρω­σαν άχυ­ρα στο δάπε­δο, φτιά­ξα­νε το παχνί γεμά­το σάλ­μη[1] και γύρω γύρω στή­ρι­ξαν ένα βοϊ­δά­κι, ένα άλο­γο, ένα γαϊ­δού­ρι και δυο πρό­βα­τα. Πλα­στι­κά ήσαν, αλλά μας άρε­σαν και πιο πολύ όταν νύχτω­νε, καθώς τα φώτι­ζε ένα κρυμ­μέ­νο προ­βο­λά­κι με ωχρο­κί­τρι­νες ακτίνες.

Δίπλα στα «ζωντα­νά» στε­κό­ντα­νε ο Ιωσήφ και η Μαρία με το θείο Βρέ­φος αγκα­λιά. Όλοι από πλα­στι­κό και με φωτά­κια εσω­τε­ρι­κά, που άνα­βαν τις νύχτες με αυτό­μα­το μηχα­νι­σμό. Απ’ έξω απ’ τη σπη­λιά ήσα­νε αρα­χτές οι τρεις γκα­μή­λες, κι από κοντά οι μάγοι με στέμ­μα­τα χρυ­σό­χρω­μα και δώρα από γλα­σέ χαρ­τί στα χέρια. Το σκη­νι­κό συμπλή­ρω­νε ένας προ­βο­λέ­ας χιλί­ων Βατ, που, στη­ριγ­μέ­νος σε κολό­να της ΔΕΗ, τα ’λου­ζε όλα με περίσ­σιο φως από ψηλά κι έκα­νε τη γωνιά αυτή να μοιά­ζει μαγι­κή, από­κο­σμη. Ιδιαί­τε­ρα σαν τύχαι­νε να αντι­πα­λεύ­ει η λαμπε­ρή ισχύς του την ομί­χλη ή το χιο­νιά, που τού­τη τη χρο­νιά μας πλά­κω­σε ‑όπως λένε οι γραμ­μα­τι­ζού­με­νοι- «δρι­μύς».

Τις νύχτες, που το χιό­νι λεύ­κα­ζε δρό­μους και στέ­γες, το κρύο το ’νιω­θες ακό­μα τσου­χτε­ρό­τε­ρο. Κι όταν ο αέρας σφύ­ρι­ζε κατη­φο­ρί­ζο­ντας από τις γύρω ελα­τό­φυ­τες βου­νο­πλα­γιές, το εσω­τε­ρι­κό της φάτ­νης θύμι­ζε την άγια γαλή­νη της σπη­λιάς, εκεί­νης που είχε επι­λέ­ξει ο Ποι­η­τής των ουρα­νών ως πρώ­τη γήι­νή του κατοικία.

Η εικό­να προ­στα­σί­ας και ζεστα­σιάς κίνη­σε αρχι­κά το ενδια­φέ­ρον μιας μικρής αγέ­λης από αδέ­σπο­τα που λημε­ριά­ζα­νε έξω απ’ το χασά­πι­κο, ως μόνι­μοι θαμώ­νες της πλα­τεί­ας μας. Τέτοια φωλιά! ούτε παραγ­γε­λία… Προ­χώ­ρη­σαν λοι­πόν σε «αγω­νι­στι­κή κατά­λη­ψη» και συντρο­φεύ­α­νε τους… πλα­στι­κούς δικαιού­χους του σκηνικού.

Κάποιοι βέβαια που τα είδαν, ενο­χλή­θη­καν. Έστει­λαν αίτη­μα στον Δήμαρ­χο «να επι­λη­φθεί του θέμα­τος». Εκεί­νος πήρε στο τηλέ­φω­νο τον αστυ­νό­μο, να του ανα­θέ­σει την υπό­θε­ση. Μα σαν το καλο­σκέ­φτη­καν οι δυο τους, απο­φά­σι­σαν να μη θέσουν σ’ ενέρ­γεια τις φόλες, μέρες που είναι. «Στο κάτω κάτω της γρα­φής, που λέει κι ο λόγος», είπε ο Αστυ­νό­μος μ’ ένα πλα­τύ χαμό­γε­λο ζωγρα­φι­σμέ­νο κάτω απ’ το μου­στά­κι του, «ποιος βεβαιώ­νει ότι δεν υπήρ­χα­νε σκυ­λιά στη Φάτ­νη της Γεννήσεως!»

Με το αδιά­σει­στο επι­χεί­ρη­μα του φύλα­κα του νόμου και της τάξης, συμ­φώ­νη­σε κι ο Δήμαρ­χος κι έδω­σε χάρη στα αδέ­σπο­τα, να χαί­ρο­νται ανε­νό­χλη­τα τη θαλ­πω­ρή του σπήλαιου.

Οι πλέ­ον ιδιό­τρο­ποι συγ­χω­ρια­νοί μας, που δε γνώ­ρι­ζαν τι είχε συζη­τή­σει ο Αστυ­νό­μος με τον Δήμαρ­χο και δεν έβλε­παν τους αρμό­διους να διώ­χνουν τα σκυ­λιά, έκα­ναν σχό­λια για «αδια­φο­ρία του κρά­τους» και για «εγκα­τά­λει­ψη της επαρ­χί­ας στη μοί­ρα της». Αλλά οι δια­μαρ­τυ­ρί­ες τους μένα­νε εκεί, ανά­με­σα στην τσι­γα­ρί­λα, το πιο­τί, την πρέ­φα… όμοια με άλλες ‑τακτι­κό­τε­ρες- δια­μά­χες τους για την πολι­τι­κή και το ποδόσφαιρο.

Για τους πολ­λούς, οι ασή­μα­ντες εκεί­νες ανορ­θο­γρα­φί­ες δεν ήσαν ικα­νές να μειώ­σουν στο ελά­χι­στο την όμορ­φη εντύ­πω­ση και την αλλιώ­τι­κη εικό­να γιορ­τα­σμού, που εμφυ­σού­σε στην ψυχή τους ο νεω­τε­ρι­σμός της Δημαρ­χί­ας. Η φάτ­νη τόνι­ζε τη σημα­σία της γιορ­τής και σάλ­πι­ζε το μήνυ­μα της θεί­ας εναν­θρώ­πι­σης. Ήταν το καύ­χη­μα και το καμά­ρι μας!

Την «Άγια νύχτα» οι χαρ­μό­συ­νες καμπά­νες μάς ξυπνή­σα­νε όλους μεσά­νυ­χτα καλώ­ντας μας στη λει­τουρ­γία της Γεν­νή­σε­ως, όπου προ­στρέ­ξα­με ‑κατά το έθι­μο- μικροί μεγά­λοι με τις πιο καλές μας φορε­σιές και με καρ­διά ολά­νοι­χτη, για να δεχτού­με μέσα μας το Βρέ­φος της Βηθλεέμ.

Σε αντί­θε­ση με τις θερ­μές και προ­σευ­χό­με­νες ψυχές μας, τη νύχτα εκεί­νη ο χει­μώ­νας έδει­χνε το χει­ρό­τε­ρό του πρό­σω­πο. Αέρας, χιό­νι, παγω­νιά που να τσα­κί­ζει κόκα­λα! Μέσα στην εκκλη­σία όμως νιώ­θα­με θαλ­πω­ρή και ζεστα­σιά από τις σόμπες, τα κεριά κι από την εορ­τα­στι­κή πολυκοσμία.

Και όλα θα κυλού­σαν όπως κάθε χρό­νο μέσα στη μεθυ­στι­κή απά­θεια, στη γλυ­κιά παρα­ζά­λη που φέρ­νει η νύστα μες στη λάμπου­σα ατμό­σφαι­ρα των πολυ­έ­λαιων, με τα αρω­μα­τι­κά νέφη του λιβα­νιού και το μελω­δι­κό νανού­ρι­σμα ιερέα και ψαλ­τά­δων, στην κατα­νυ­κτι­κή σιω­πή και στην ευλά­βεια του εκκλη­σιά­σμα­τος και στην αιθέ­ρια σκέ­ψη πως «γεν­νά­ται πάλιν σήμε­ρον ο επί γης θεός»… αν δε φιδο­σερ­νό­ταν ύπου­λα, ψιθυ­ρι­στά, από τον έναν πιστό στον άλλο, η εκρη­κτι­κή φημο­λο­γία: «Ξένοι βεβή­λω­σαν τη φάτ­νη μας!»

Ε, όχι! αυτό πια ξεπερ­νού­σε τα όρια κάθε ανο­χής! Μια κρυμ­μέ­νη οργή ξεχεί­λι­σε σε πολ­λά στό­μα­τα. Ξεπε­ρά­στη­κε κάθε διά­θε­ση αυτο­συ­γκρά­τη­σης που επέ­βαλ­λε η στιγ­μή εκεί­νη της λατρεί­ας και ο χώρος ο ιερός. Η βοή του πλή­θους ‑λάμια ανα­το­λί­τι­κου παρα­μυ­θιού- γιγά­ντω­σε κι απεί­λη­σε να πνί­ξει ψαλ­μω­δί­ες και προ­σευ­χές. Οι κεραυ­νοί του έξω ουρα­νού, που φρύ­α­ζε από ψυχρή αγριά­δα, βρή­καν ρωγ­μές και τρύ­πω­σαν σε ανθρώ­πι­νες καρ­διές. Μάταια οι επί­τρο­ποι κι ο νεω­κό­ρος έκα­ναν νεύ­μα­τα για πει­θαρ­χία και σιω­πή. Το κλί­μα της κατά­νυ­ξης είχε μοι­ραία διασαλευτεί.

Ανύ­πο­πτος για τα συμ­βαί­νο­ντα ο παπα-Δημή­τρης βγή­κε λαμπρο­φο­ρε­μέ­νος στην Ωραία Πύλη για το καθιε­ρω­μέ­νο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο κήρυγ­μά του, που εκεί­νη τη βρα­διά σκό­πευε να του δώσει οικου­με­νι­κές και φιλει­ρη­νι­κές δια­στά­σεις: «Θα ’θελα πολύ, αγα­πη­τοί μου, να βρε­θώ φέτος στους Άγιους Τόπους. Στους τόπους που περ­πά­τη­σε ο Θεός ως άνθρω­πος. Στα χώμα­τα που άκου­σαν τα λόγια του για την Αγά­πη! Στο Γολ­γο­θά που εδέ­χθη το μαρ­τυ­ρι­κό του αίμα. Στα στε­νο­σό­κα­κα της Ναζα­ρέτ όπου έπαι­ζε ‑παι­δά­κι- με άλλα γει­το­νό­που­λα. Στη Βηθλε­έμ όπου τον ζέστα­ναν τα χνώ­τα των προ­βά­των. Στον Ιορ­δά­νη ποτα­μό όπου εκα­θα­ρί­σθη από τις αμαρ­τί­ες ο ανα­μάρ­τη­τος. Στην Ιερου­σα­λήμ όπου εισήλ­θε θριαμ­βευ­τής βαϊ­ο­φό­ρος… για να δια­βεί λίγο μετά τους ίδιους δρό­μους φορ­τω­μέ­νος το σταυ­ρό. Μα πάνω απ’ όλα ήθε­λα να προ­σκυ­νή­σω, εκεί που έλαμ­ψε στα θεία μάτια του το γήι­νο φως. Στο σπή­λαιο της Άγιας Νύχτας, που το χρύ­σι­ζε ουρά­νια σκά­λα μελω­δού­ντων αγγέ­λων…, που τις πέτρες του δόνη­σε το υπε­ραιώ­νιο μήνυ­μα: “Επί γης ειρή­νη! Εν ανθρώ­ποις ευδο­κία!” Οι πέτρες, ξέρε­τε, δεν ξεχνούν. Οι πέτρες θυμού­νται ό,τι ακου­μπά­ει πάνω τους. Κι αυτές τις πέτρες ήθε­λα να τις αγγί­ξω. Να αφου­γκρα­στώ τα μυστι­κά της μνή­μης τους… ». 

Βρή­καν την ώρα τότε κάποιοι έφη­βοι θερ­μό­αι­μοι και βγή­καν έξω από την εκκλη­σιά. ΄Ετρε­ξαν στην πλα­τεία, για να δουν και να μας φέρουν λεπτο­μέ­ρειες. Ήταν αλή­θεια. Ξένοι είχαν μπει στη φάτ­νη και έκλει­σαν την είσο­δο με τενε­κέ­δες και χαρ­τό­νια. Έξω οι καθι­στές γκα­μή­λες ήταν σκε­πα­σμέ­νες απ’ το χιό­νι και οι μάγοι δεν έβλε­παν προς τα πού να απευ­θύ­νουν τα αστρα­φτε­ρά τους δώρα… Μέσα φαι­νό­ταν αναμ­μέ­νο φως κι ακού­γο­νταν αλλό­γλωσ­σες κουβέντες!

Στον κόσμο του ο παπάς μας, συνέ­χι­ζε απτό­η­τος την ομι­λία του: «… Αγω­νία, φονι­κά, κατα­στρο­φές και κλά­μα­τα κυριαρ­χού­νε σήμε­ρα στην άγια πόλη που πρώ­τη δέχτη­κε το θεί­ον βρέ­φος. Εκρή­ξεις, βόμ­βες, σκο­τω­μοί… Το μίσος και ο θάνα­τος έχουν στή­σει ‑χρό­νια τώρα εκεί- μόνι­μο θρό­νο. Οι Άγιοι Τόποι της χρι­στια­νο­σύ­νης είναι στις μέρες μας ένα διαρ­κές τοπίο πολέ­μου… Και παρα­δί­πλα πόλε­μος και προ­σφυ­γιά… Η βία έχει σβή­σει το χαμό­γε­λο απ’ τα βλέμματα… ».

Το σού­σου­ρο μες στο ναό έδι­νε κι έπαιρ­νε. «Μα πού το πάνε; Δε σέβο­νται πια τίπο­τα! Τι άλλο έχου­νε να δουν τα μάτια μας!» «Τους περι­σώ­νου­με στη θάλασ­σα, τους δίνου­με στρα­τό­πε­δα να κοι­μη­θούν, τους εξυ­πη­ρε­τού­με ως τα σύνο­ρα να φύγου­νε… Θα μας χαλά­σουν τώρα και τα έθι­μά μας;»

Υπήρ­ξαν βέβαια και ψυχραι­μό­τε­ρες φωνές, που έκα­ναν λόγο για τις δυσκο­λί­ες που έχει ο κόσμος με τον κοντι­νό μας πόλε­μο, την πλημ­μυ­ρί­δα των προ­σφύ­γων, τους τρα­γι­κούς πνιγ­μούς μικρών παι­διών… την κρί­ση τη δική μας με τα οικο­νο­μι­κά… Μιλού­σαν κάποιοι και για τον βαρύ καη­μό να ανα­γκά­ζε­σαι να φεύ­γεις από την πατρί­δα σου κυνη­γη­μέ­νος… Αλλά ποιος τους άκουγε!

Ακό­μα λιγό­τε­ροι ήταν εκεί­νοι που έδι­ναν προ­σο­χή στο φιλο­λο­γι­κό μονό­λο­γο του ιερέα: «…Θα ’θελα, λέγω, αγα­πη­τοί μου, να βρε­θώ για λίγο εκεί, στο σπή­λαιο της Γέν­νη­σης. Να ψηλα­φί­σω τις παλαιές πέτρες. Να αφου­γκρα­στώ το ουρά­νιο μήνυ­μα. Να φαντα­στώ τη νύχτα που γεν­νή­θη­κε η ελπί­δα για την αλλα­γή του ανθρώ­που. Να ονει­ρευ­τώ τους υμνω­δούς αγγέ­λους, τους ταπει­νούς βοσκούς και τους χρυ­σο­ντυ­μέ­νους μάγους. Θα ’θελα μέσα εκεί να ευχη­θώ μιαν άλλη γέν­νη­ση. Μια νέα εναν­θρώ­πι­ση του θεί­ου πνεύ­μα­τος. Για­τί σήμε­ρα, όσο ποτέ άλλο­τε, αγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί, έχου­με ανά­γκη για Επί Γης Ειρή­νη. Η σκά­λα του φωτός και της ελπί­δας, που ένω­σε κάπο­τε τα ουρά­νια με τ’ ανθρώ­πι­να, θαρ­ρώ, θα πρέ­πει να ξανα­στη­θεί στα ίδια μέρη, εκεί όπου η ανθρω­πιά καθη­μερ­νά απανθρωπίζεται… ».

Μέσα στην εκκλη­σία η ατμό­σφαι­ρα μύρι­ζε πόλε­μο και μόνο ο παπα-Δημή­τρης δεν είχε ψυλ­λια­στεί ακό­μα τίπο­τα. «Δίπλα στη φάτ­νη των αλό­γων θα  ήθε­λα να στα­θώ, αγα­πη­τοί μου αδελ­φοί, και ν’ απευ­θύ­νω προ­σευ­χή-παρά­κλη­ση: Έλα πάλι κοντά μας, βρέ­φος της Βηθλε­έμ, παι­δί της Ναζα­ρέτ, θαυ­μα­το­ποιέ της Κανά, θερα­πευ­τή της Βηθεσ­δά, εσταυ­ρω­μέ­νε του Γολ­γο­θά, υιέ Θεού, νικη­τή του θανά­του και θριαμ­βευ­τή της ζωής, κήρυ­κα της Αγά­πης, δάσκα­λε της ψυχι­κής γαλή­νης, άγγε­λε της ειρή­νης…, το σπή­λαιο της Βηθλε­έμ Σε περι­μέ­νει πνιγ­μέ­νο σε καπνούς και θραύ­σμα­τα βομ­βών. Έλα ξανά, με στρα­τιές αγγέ­λων να συνο­δεύ­ουν το αθώο βρε­φι­κό Σου κλά­μα, κανο­ναρ­χώ­ντας “Δόξα εν υψί­στοις Θεώ και επί γης ειρή­νη, εν ανθρώ­ποις ευδο­κία!” Για ένα νέο ξεκί­νη­μα. Δικό Σου, δικό μας και του Κόσμου όλου. Έλα, Χρι­στέ, στη χιο­νι­σμέ­νη νύχτα του σύγ­χρο­νου ανθρώ­που, οι καρ­διές μας ολά­νοι­χτες καρ­τε­ρούν να Σε ζεστάνουν.

-Καλά Χρι­στού­γεν­να, αδελ­φοί μου!» 

Με την ευχή αυτή ολο­κλη­ρώ­θη­κε η λει­τουρ­γία απ’ τον παπά και η από­λυ­ση έγι­νε κατά τα καθιε­ρω­μέ­να, με χει­ρα­ψί­ες αλλή­λων και γελα­στά «Χρό­νια Πολ­λά». Κάτι ανη­συ­χη­τι­κό όμως πλα­νιό­ταν γύρω μας κι έσμι­γε με το κάμ­μα των κεριών και το θυμί­α­μα ανε­βαί­νο­ντας πηχτό στο θόλο του ναού. Οι πιο φιλή­συ­χοι σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν, μάζε­ψαν τα παι­διά τους κι έφυ­γαν για το γιορ­τα­στι­κό τρα­πέ­ζι, απο­φεύ­γο­ντας το δρό­μο της πλα­τεί­ας. Οι άλλοι πήγα­νε να «καθα­ρί­σουν» την «υπό­θε­ση βεβή­λω­σης». Συγκε­ντρώ­θη­καν έξω από τη χιο­νι­σμέ­νη φάτ­νη και φωνά­ζα­νε κρα­δαί­νο­ντας ομπρέ­λες και φουρ­κό­ξυ­λα που είχαν ξεκολ­λή­σει από τους φράχτες.

Το πρό­χει­ρο κάλυμ­μα της εισό­δου άνοι­ξε από τους μέσα, οι οποί­οι σαν είδαν την οργή του πλή­θους, έσκυ­ψαν, μάζε­ψαν τα μπο­γα­λά­κια τους και απο­χώ­ρη­σαν με τρό­μο. Ένας άντρας ταλαί­πω­ρος άνοι­γε διά­δρο­μο στο παγω­μέ­νο χιό­νι και μια γυναί­κα νεα­ρή ακο­λου­θού­σε πίσω του με βήμα­τα δει­λά, τρε­μά­με­να. Στα χέρια της κρα­τού­σε με στορ­γή, μες σε παλιό­ρου­χα, ένα σιω­πη­λό βρέφος.

Ο αγέ­ρας φυσο­μα­νού­σε με βία, απει­λώ­ντας να ξερι­ζώ­σει τα γύρω δέντρα. Το κρύο είχε μαρ­γώ­σει την πλά­ση και πολιορ­κού­σε επί­μο­να τα εσώ­ψυ­χά μας. Ο προ­βο­λέ­ας του σκη­νι­κού τρε­μό­παι­ζε, σπα­τα­λώ­ντας ακτί­νες πότε κατά το θεριε­μέ­νο ουρα­νό και πότε κατά τα πλα­στι­κά ομοιώ­μα­τα των Μάγων και της Θεί­ας Οικογένειας.

Οι ξένοι βγή­καν απ’ την εορ­τα­στι­κή φωτο­χυ­σία. Τους πήρε το τελευ­ταίο σκο­τά­δι και ο κακός καιρός.

Δυο χωρια­νοί όρμη­σαν μες στο σκη­νι­κό, πέτα­ξαν μακριά τους σκου­ρια­σμέ­νους τσί­γκους, τα χαρ­τό­νια και τα ξύλα κι απο­κα­τέ­στη­σαν τη δια­τα­ραγ­μέ­νη ευτα­ξία της φάτ­νης. Ύστε­ρα, αμί­λη­τοι αυτοί κι όλοι εμείς κινή­σα­με να κάνου­με στα σπί­τια μας Χριστούγεννα…

Ο τρε­λός του χωριού μονά­χα πρό­σε­ξε ότι στα μάτια της Παρ­θέ­νου και του Θεί­ου Βρέ­φους είχαν πετρώ­σει παγο­κρύ­σταλ­λοι δακρύ­ων∙ κι έσκυ­ψε στορ­γι­κά να τα σκου­πί­σει με το λερω­μέ­νο του μανίκι.

[1] σάλ­μη = άχυ­ρα που απο­μέ­νουν στο χωρά­φι μετά το θερισμό

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο