Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι απόντες

Γράφει ο Σφυροδρέπανος //

Μια ταινία του Νίκου Γραμματικού

Οι καλύτεροι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα

Και οι χει­ρό­τε­ροι είναι διψα­σμέ­νοι για νίκες

Αν μπο­ρού­σα τελεί­ως αντι­δια­λε­κτι­κά να γυρί­σω πίσω τον χρό­νο, για να (ξανα)ζήσω μια επο­χή, δύσκο­λα θα απέ­φευ­γα τον πει­ρα­σμό της γλυ­κιάς παρακ­μής και τη δρα­μα­τι­κή περί­ο­δο των ανα­τρο­πών, απ’ τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας με τις βάτες ως τις αρχές του ενε­νή­ντα. Το ευρω­μπά­σκετ, ο άρης, οι συναυ­λί­ες του βασί­λη, ο κοσκω­τάς, το κοι­νό πόρι­σμα κκε-εαρ, ο γρά­ψας, ο οδη­γη­τής με το μήλο της apple, τα μαζι­κά φεστι­βάλ, που παρα­λί­γο να μη γίνουν τα επό­με­να χρό­νια, το τεί­χος του βερο­λί­νου, ο τσα­ου­σέ­σκου, η κατα­στρόι­κα του γκόρ­μπι, τα μακ ντό­ναλντς στη μόσχα, η υπο­στο­λή της κόκ­κι­νης σημαί­ας που μένει πάντα ψηλά στις καρ­διές μας, το 13ο συνέ­δριο, το ξεκί­νη­μα του 902, η ιδιω­τι­κή τηλε­ό­ρα­ση, οι απα­ρά­δε­κτοι, οι αυθαί­ρε­τοι, το 92’, το μάα­στριχτ. Μαυ­ρί­λα, αντε­πα­νά­στα­ση, ο από­η­χος. Το τέλος της ιστο­ρί­ας. Του φου­κου­γιά­μα και των από­ντων του γραμ­μα­τι­κού. Που ξαναρ­χί­ζει όμως με και­νού­ρια παρέα στο μου­ντιάλ του 94’. Για να επα­να­λά­βει άρα­γε το φαύ­λο κύκλο και τα ίδια λάθη; Ή θα διδα­χτεί από αυτά των προη­γού­με­νων γενιών, για να τα αποφύγει;

apontes

Αυτήν ακρι­βώς την περί­ο­δο, από το ευρω­μπά­σκετ ως το μου­ντιάλ του 94’, (είκο­σι χρό­νια μετά από την επτα­ε­τία των συνταγ­μα­ταρ­χών), καλύ­πτει η πλο­κή της ται­νί­ας μέσα από την ιστο­ρία έξι (συν ενός από­ντα εξ αρχής) φίλων από τη σαλα­μί­να, με τα πολι­τι­κά γεγο­νό­τα να στέ­κουν δια­κρι­τι­κά στο φόντο, αλλά να αφή­νουν το στίγ­μα τους στην προ­σω­πι­κή δια­δρο­μή των πρω­τα­γω­νι­στών προς την ενσω­μά­τω­ση. Έξι φίλοι που ξανα­σμί­γουν και ψάχνουν να βρουν το δρό­μο τους, αλλά στα­δια­κά χάνο­νται μετα­ξύ τους και χάνουν παράλ­λη­λα τον εαυ­τό τους. Η κρι­τι­κή του ραφαη­λί­δη στέ­κε­ται πάντως σε ένα άλλο επί­πε­δο ανά­γνω­σης και σημειώ­νει τα εξής:
“… Ενώ, όντας έφη­βος στην Ελλά­δα ετοι­μά­ζε­σαι μεθο­δι­κά να δρά­σεις, σιγά σιγά, καθώς μεγα­λώ­νεις, περ­νάς στην αδρά­νεια, είτε μέσα από έναν αδρα­νή γάμο, είτε μέσα από έναν αδρα­νή διο­ρι­σμό στο αδρα­νές Δημό­σιο, είτε γρά­φο­ντας αδρα­νή ποι­ή­μα­τα, που δεν θα εκδο­θούν ποτέ από πνευ­μα­τι­κά αδρα­νείς εκδό­τες. Μην τολ­μή­σεις να ωρι­μά­σεις στην Ελλά­δα, για­τί πριν προ­λά­βεις να ωρι­μά­σεις, σάπι­σες κιό­λας. Η ται­νία κατα­γρά­φει την πορεία επτά εφή­βων προς το ίδιο τέλ­μα, από δια­φο­ρε­τι­κούς για τον καθέ­να δρόμους…”

Η αγά­πη (ή μήπως η απου­σία της;) θα δια­λύ­σει σε χίλια κομ­μά­τια την παρέα και τα μέλη της, που την κάνουν ένας-ένας με τον τρό­πο του. Ο πρώ­τος φεύ­γει μονα­χός στο άγιο όρος. Ακο­λου­θεί ο ερευ­νη­τής στην αμε­ρι­κή (που όμως επι­στρέ­φει) κι ο ναυ­τι­κός με τα ταξί­δια στον ωκε­α­νό, που επι­στρέ­φει και αυτός, για να βαλ­τώ­σει σε ένα άθλιο μαγα­ζί με ηλε­κτρο­νι­κά. Ο ένας γίνε­ται βολε­μέ­νος δημο­σιο­γρά­φος από την κλα­δι­κή του πασόκ, ο άλλος διερ­μη­νέ­ας της εοκ, ο παράλ­λος (της αρι­στε­ράς και της προ­ό­δου) κρύ­βε­ται πίσω από την οικο­γέ­νεια και το παι­δί. Κι ο πιο συμπα­θής και φευ­γά­τος (που δε φεύ­γει ποτέ όμως από το νησί) αυτό­χει­ρας, βου­λιαγ­μέ­νος στα αδιέ­ξο­δά του. Τυπι­κοί εκπρό­σω­ποι μιας γενιάς που απο­γοη­τεύ­τη­κε, ιδιώ­τευ­σε μαζι­κά και πήγε σπί­τι της (και αυτήν την κοπά­να δεν μπο­ρεί να τη σβή­σει ο απου­σιο­λό­γος της τάξης) σε μια επο­χή μπερ­δε­μέ­νη, όπου οι καλύ­τε­ροι δεν έχου­νε πια σε τι να πιστέ­ψουν και οι χει­ρό­τε­ροι διψά­νε για νίκες. Κι ενώ κάπο­τε έλε­γες δεξιός αρι­στε­ρός κι ήξε­ρες τι είναι ο καθέ­νας, με ποιον να πας και ποιον να αφή­σεις, τώρα οι λέξεις έχουν χάσει το νόη­μά τους.

Οι χει­ρό­τε­ροι της παρέ­ας βέβαια είναι φευ­γά­τοι από πριν και δια­λέ­γουν τον εύκο­λο δρό­μο της κακί­ας, το δρό­μο της εξα­το­μί­κευ­σης και της ενσω­μά­τω­σης. Ενώ απο­ρούν για­τί ανέ­βαι­ναν τόσο και­ρό το λόφο από τα βρα­χά­κια, αντί να κάνουν το γύρο από το μονο­πά­τι, όπως τώρα. Ένας εξ αυτών, ο της προ­ό­δου, θέλει το συνα­σπι­σμό ρυθ­μι­στή της κατά­στα­σης, λογο­μα­χεί με τον πασό­κο για την κυβέρ­νη­ση τζα­νε­τά­κη, αλλά είναι οι δύο πρώ­τοι που την κάνουν και τα βρί­σκουν μια χαρά μετα­ξύ τους. Ενώ ο αντάρ­της πατέ­ρας του νικο­λή, του βασι­κού πρω­τα­γω­νι­στή (αν και οι έξι ηθο­ποιοί τιμη­θη­καν στο φεστι­βάλ θεσ­σα­λο­νί­κης με το βρα­βείο του β’ ανδρι­κού ρόλου), την κάνει μια και καλή από το μάταιο τού­το κόσμο, όπου τίπο­τα δεν πάει χαμέ­νο, ίσως για­τί είδε να χάνο­νται πολ­λά μαζί με την ήττα ή μάλ­λον με τη νίκη των χει­ρό­τε­ρων επί των καλύ­τε­ρων και τσα­κί­στη­κε η ψυχο­λο­γία του. Δεν ήταν άλλω­στε ο μόνος της γενιάς του που δέχτη­κε αντί­στοι­χο χτύ­πη­μα –πάρε πχ την απα­σιο­νά­ρια, που έφυ­γε πλή­ρης ημε­ρών μεν, αλλά τρεις μόλις μέρες μετά από την πτώ­ση του τεί­χους, αν θυμά­μαι καλά· πόσο τυχαίο να ‘ταν αυτό δηλ. Κι έψα­χαν να βρού­νε μετά οι για­τροί τι τους θερί­ζει και αν φταί­ει το τσέρ­νο­μπιλ για την αύξη­ση συγκε­κρι­μέ­νων κρουσμάτων.

Είναι καλή ται­νία οι από­ντες; Δεν ξέρω, δεν μπο­ρώ να απα­ντή­σω αντι­κει­με­νι­κά. Θυμά­μαι πως μου την είχε συστή­σει ο κρι­τί­ας κάπο­τε, στα σχό­λια μιας παλιό­τε­ρης ανάρ­τη­σης κι είχε πέσει διά­να στην επι­λο­γή. Η (αθλη­τι­κο-πολι­τι­κή) ατμό­σφαι­ρα, τα μου­ντά χρώ­μα­τα, τα σκο­τει­νά πλά­να, οι χαι­ταί­οι που λιγο­στεύ­ουν όσο προ­χω­ρά­ει η πλο­κή χάνο­ντας τα μαλ­λιά τους και τα μυα­λά τους, οι ερμη­νεί­ες, η ναυ­μα­χία στο νησί με τα ξύλι­να τεί­χη που κρά­τη­σαν τους πέρ­σες και οι πετρού­λες του τεί­χους που δεν ήταν αρκε­τό για να συγκρα­τή­σει τους σύγ­χρο­νους βάρ­βα­ρους, αγγί­ζουν ιδιαί­τε­ρες εσω­τε­ρι­κές χορ­δές μου, συν­θέ­το­ντας το μπλουζ της παρακμής.

Ναι αλλά μήπως με όσα βλέ­πει ο θεα­τής, πηγαί­νει η ψυχή του στην κού­λου­ρη (που είναι το άλλο όνο­μα της σαλα­μί­νας) και ψυχο­πλα­κω­θεί; Εάν κάποιος έχει εθι­στεί σε ανέ­με­λες, χαζο­χα­ρού­με­νες υπο­θέ­σεις με επι­φα­νεια­κές ανα­τρο­πές χωρίς βάθος και δεν μπο­ρεί να σηκώ­σει το βάρος των κοσμο­γο­νι­κών ανα­τρο­πών στο τέλος του περα­σμέ­νου αιώ­να· αν του αρέ­σει το στα­δια­κό χτί­σι­μο των χαρα­κτή­ρων και όχι η ραγδαία απο­δό­μη­σή τους, τότε ίσως ψυχο­πλα­κω­θεί. Μπο­ρεί να «φταί­ει» κι η οπτι­κή του δημιουρ­γού που δε δίνει αίσιο τέλος (χάπι εντ) ή τη διέ­ξο­δο και την προ­ο­πτι­κή, όπως θα το υπα­γό­ρευε ο σοσια­λι­στι­κός ρεα­λι­σμός, κι αφή­νει τους ήρω­ές του εγκλω­βι­σμέ­νος στα αδιέ­ξο­δά τους.

Αλλά τι συλ­λο­γι­κές διε­ξό­δους έδι­νε άρα­γε η συγκε­κρι­μέ­νη περί­ο­δος; Ποια ήταν η δυνα­τό­τη­τα δια­φυ­γής τους από το τέλμα(ν και άλλους); Η προ­ο­πτι­κή, σε τελι­κή ανά­λυ­ση, μπο­ρεί να βρί­σκε­ται στην επό­με­νη παρέα/γενιά, που θα χαρά­ξει δια­φο­ρε­τι­κό δρό­μο, σπά­ζο­ντας τον πάγο ή τρώ­γο­ντας τα μού­τρα της πάνω στο παγό­βου­νο, σαν ταξι­κό ναυά­γιο*. Το ζητού­με­νο εξάλ­λου δεν είναι το ψυχο­πλά­κω­μα ούτε η λύτρω­ση στα πλαί­σια της ται­νί­ας, αλλά στην πρά­ξη και την αλη­θι­νή ζωή.

{*τα ‘χει πει κι ο μπι­τσά­κης για τον χαρα­κτή­ρα της επο­χής, όταν έγρα­ψε το 88–9’ τορή­ξη ή ενσω­μά­τω­ση, άλλο αν άλλα­ξε ανα­δρο­μι­κά γνώ­μη ο ίδιος στα γερά­μα­τα, για­τί ο αρι­στε­ρι­σμός είναι κατά βάση παι­δι­κή αρρώ­στια, και πάει στο φεστι­βάλ του σύρι­ζα να μιλή­σει για το σοσια­λι­σμό του εικο­στού πρώ­του αιώ­να. Κι ύστε­ρα χολε­ριά­ζουν οι σύντρο­φοί του με τον όρο «ταξι­κό ναυά­γιο». Που δε σου λέω, μεγά­λο καρά­βι ο μπι­τσά­κης, σαν τον τιτα­νι­κό. Αλλά πώς θα γίνει δηλ; Να τον βγά­λου­με σώνει και ντε αβύθιστο..;}

Οι από­ντες της σημε­ρι­νής συγκυ­ρί­ας, θα την έκα­ναν πιθα­νό­τα­τα στο εξω­τε­ρι­κό, θα βού­λια­ζαν στη μονα­ξιά του δια­δι­κτυα­κού πλή­θους, θα ιδρυ­μα­τί­ζο­νταν σε ένα ασφα­λές περι­βάλ­λον ή μια ακίν­δυ­νη συλ­λο­γι­κό­τη­τα με συντρο­φι­κό κλί­μα, θα ζήλευαν το βόλε­μα της γενιάς των από­ντων. Το ζήτη­μα είναι να μην είμα­στε από­ντες από το προ­σκή­νιο, ερα­στές του περι­θω­ρί­ου, αφή­νο­ντας άλλους να γρά­ψουν αντί για εμάς την ιστο­ρία, κατα­πώς θέλουν. Για­τί η ιστο­ρία γρά­φε­ται από τους χει­ρό­τε­ρους που διψά­νε για νίκες. Η ιστο­ρία απε­χθά­νε­ται τα κενά και τις απου­σί­ες και δε θα μας δικαιο­λο­γή­σει κανείς αυτήν την κοπάνα…

Πηγή: sfyrodrepano.blogspot.gr

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο