Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι αυταπάτες της «κριτικής» υποστήριξης και τα αδιέξοδα της κινηματικής δράσης

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου* //

Οργι­σμέ­νοι και «προ­δο­μέ­νοι» αισθά­νο­νται κάποιοι που υπο­στή­ρι­ξαν «κρι­τι­κά» τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΟΧΙ του δημο­ψη­φί­σμα­τος. Με όλη την κατα­νό­η­ση, καθώς οι περισ­σό­τε­ροι δια­θέ­τουν μορ­φω­τι­κό κεφά­λαιο, όπως και τα μεσαία στρώ­μα­τα που υπο­στή­ρι­ξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, επο­μέ­νως έχουν τα βασι­κά εργα­λεία ανά­λυ­σης-εκλο­γί­κευ­σης, όφει­λαν να γνω­ρί­ζουν πως αυτό που μπο­ρεί να κάνει ένα πολι­τι­κό κόμ­μα, εκεί που μπο­ρεί να φτά­σει είναι συνάρ­τη­ση της κοι­νω­νι­κής του βάσης. Η κοι­νω­νι­κή βάση (σύγκλι­ση ταξι­κών συμ­φε­ρό­ντων) δεν είναι όμως το ίδιο με την εκλο­γι­κή βάση. Oι πολίτες/εκλογείς είναι ένα ανο­μοιο­γε­νές σώμα. Μέρος αυτής της ανά­λυ­σης θα ήταν επί­σης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ακρι­βώς εξαι­τί­ας της κοι­νω­νι­κής του βάσης, δεν μπο­ρού­σε να πάει, εκτός κάποιων θεσμι­κών παρεμ­βά­σε­ων, πέρα από μια «έντι­μη συμ­φω­νία». Η αντί­λη­ψη ότι αρκεί και μόνο η ψήφος για να αλλά­ξουν τα πράγ­μα­τα, ‑πράγ­μα που υπαι­νίσ­σε­ται ότι το πολι­τι­κό στοι­χείο είναι αυτό­νο­μο από το οικο­νο­μι­κό­/τα­ξι­κό- απο­τε­λεί όπως δεί­χνει η ίδια η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτα­πά­τη, πόσο μάλ­λον όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολι­τι­κό κόμ­μα είναι περισ­σό­τε­ρο ένας εκλο­γι­κός συνα­σπι­σμός παρά δομή που έχει αυτο­νο­μη­θεί από πρό­σω­πα και ομά­δες ώστε να μπο­ρεί να δεσμεύ­ει την Κυβέρ­νη­ση σε προ­γραμ­μα­τι­κές ή, να εγκα­λεί την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ομάδα.

Ούτε θα μπο­ρού­σε ποτέ από τη θολού­ρα του δημο­ψη­φί­σμα­τος να προ­κύ­ψει ένα κίνη­μα όπως αφε­λώς πίστευε και πιστεύ­ει μέρος της κινη­μα­τι­κής και «ριζο­σπα­στι­κής» Αρι­στε­ράς, καθώς τα ερω­τή­μα­τα ήταν έτσι δια­τυ­πω­μέ­να ώστε το εκλο­γι­κό σώμα να «εγκλω­βι­στεί» και να νομι­μο­ποι­ή­σει ένα νέο μνη­μό­νιο. Ουσια­στι­κά το ΟΧΙ είναι επι­βε­βαί­ω­ση των ψευ­δαι­σθή­σε­ων που καλ­λιερ­γού­σε προ­ε­κλο­γι­κά ο ΣΥΡΙΖΑ: δηλα­δή ότι είναι δυνα­τή η παρα­μο­νή στο Ευρώ χωρίς μνη­μό­νιο. Ας υπεν­θυ­μί­σου­με εδώ ότι η συν­θή­κη του Μάα­στριχτ που ψηφί­στη­κε επί­σης και από τον Συνα­σπι­σμό είναι ένα συνε­χές μνη­μό­νιο λιτό­τη­τας. Που πήγε λοι­πόν παρα­πέ­ρα ο λαός με το δημο­ψή­φι­σμα (βαθ­μός συνει­δη­το­ποί­η­σης και οργά­νω­σης) για να δημιουρ­γη­θούν οι όροι ενός κινή­μα­τος του ΟΧΙ; Αν κάποιοι αξιο­λο­γούν το ΟΧΙ, μένο­ντας πάντα στην προ­φά­νεια της ετυ­μη­γο­ρί­ας, ως επι­λο­γή για αλλα­γή νομί­σμα­τος, μάλ­λον θα δια­ψευ­στούν καθώς το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του πλη­θυ­σμού, έστω και αν δεχτού­με ότι οι δημο­σκο­πή­σεις είναι «πει­ραγ­μέ­νες», θέλει το Ευρώ. Εξάλ­λου η αλλα­γή νομί­σμα­τος δεν σημαί­νει και αλλα­γή κοι­νω­νι­κών σχέσεων.

Ορθό θα ήταν λοι­πόν πριν ανα­λω­θού­με πάλι σε έναν αντι­μνη­μο­νια­κό ακτι­βι­σμό, όπως τα προη­γού­με­να χρό­νια, να ανα­στο­χα­στού­με πάνω στη σχέ­ση θεω­ρί­ας και δρά­σης, ώστε η δρά­ση να μην γίνε­ται αυτο­σκο­πός αλλά να δεσμεύ­ε­ται σε στέ­ρε­ες θεω­ρη­τι­κές και πολι­τι­κές θέσεις και προ­πά­ντων να μπο­λιά­ζε­ται με την ταξι­κή δρά­ση (της εργα­τι­κής τάξης) που είναι άλλο πράγ­μα από την κινη­μα­τι­κή δρά­ση μεσαί­ων και αστι­κών στρω­μά­των (ως άθροι­σμα ατο­μι­κών δράσεων/επιθυμιών). Ούτε μπο­ρεί η κοι­νω­νι­κή δρά­ση να καθο­δη­γεί­ται από τις στιγ­μιαί­ες εξάρ­σεις του θυμι­κού και του αυθόρ­μη­του, όπως απο­τυ­πώ­νε­ται στην δρά­ση της κινη­μα­τι­κής Αρι­στε­ράς, προ­σλαμ­βά­νο­ντας την μορ­φή «εξό­δου» (όπως A. Negri) ή, ενός κλε­φτο­πό­λε­μου με την εξου­σία (όπως M. Foucault), χωρίς σχέ­διο και χωρίς πρό­γραμ­μα, πρω­τί­στως όμως χωρίς ανα­φο­ρά στη σφαί­ρα παρα­γω­γής. Και αυτό για­τί δεν είναι οι δευ­τε­ρο­γε­νείς αντι­θέ­σεις στη σφαί­ρα ανα­πα­ρα­γω­γής και διανομής/κατανάλωσης (στις οποί­ες εκτί­θε­νται τα μεσαία στρώ­μα­τα) που προσ­διο­ρί­ζει του κεντρι­κούς πρω­τα­γω­νι­στές της σύγκρου­σης αλλά η πρω­ταρ­χι­κή αντί­θε­ση κεφα­λαί­ου και εργα­σί­ας που αρθρώ­νε­ται εκεί που παρά­γε­ται ο κοι­νω­νι­κός πλού­τος και απο­σπά­ται το κοι­νω­νι­κό υπερ­προ­ϊ­όν (υπερεργασία/υπεραξία).

Σε τελι­κή ανά­λυ­ση η αντί­λη­ψη της κοι­νω­νί­ας ως ενός κόσμου σε ροή, ως «διάρ­κειας» (A. Bergson) συστα­τι­κά στοι­χεία του οποί­ου είναι το βίω­μα και η επι­θυ­μία (φαι­νο­με­νο­λο­γία), ‑αντί­λη­ψη που ενστερ­νί­ζε­ται σε μεγά­λο βαθ­μό η κινη­μα­τι­κή και «ριζο­σπα­στι­κή» Αρι­στε­ρά- περι­γρά­φει ένα νομα­δι­κό ακτι­βι­σμό, που είναι όμως πολύ μακριά από την πολι­τι­κή δρά­ση του εργα­τι­κού κινή­μα­τος που ανα­φέ­ρε­ται σε μια δομή (μισθω­τή εργα­σία). Συνα­κό­λου­θο αυτής της αντί­λη­ψης, καθώς και της αντί­λη­ψης πως η εξου­σία έχει δια­χυ­θεί παντού (Μ. Foucault), συνε­πώς οποια­δή­πο­τε ενα­ντί­ω­ση σ’ αυτήν, μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί αντί­στα­ση, είναι και η απο­θέ­ω­ση τη «φιλο­σο­φί­ας της πρά­ξης» με τον συνε­πα­γό­με­νο βολο­ντα­ρι­σμό και τον εκθεια­σμό της άμε­σης δρά­σης. Κατ’ αυτό τον τρό­πο σχε­τι­κο­ποιεί­ται τόσο η έντα­ση των εξου­σια­στι­κών πρα­κτι­κών όσο και οι μορ­φές αντί­στα­σης. Ωστό­σο άλλο πράγ­μα είναι η εξου­σία του εργο­δό­τη στο χώρο εργα­σί­ας (έντα­ση, αυθαι­ρε­σία κ.λπ.) και άλλο πράγ­μα η «εξου­σία» του καθη­γη­τή στο σχο­λείο ενώ άλλη δυνα­μι­κή έχει η εργα­τι­κή απερ­γία όσον αφο­ρά το επί­δι­κο (βαθ­μός συνείδησης/ποιότητα δρά­σης, πιθα­νή από­λυ­ση κ.λπ.) απ’ ό,τι οι αψι­μα­χί­ες των «αντιε­ξου­σια­στών» με την αστυ­νο­μία σε μια διαδήλωση.

*Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο