Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΟΙ ΓΡΟΘΙΕΣ ΤΩΝ ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ – ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ (τελευταίο)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Η χει­ρα­γώ­γη­ση γύρω από έννοιες, όπως η δημο­κρα­τία, η εξου­σία, η βία, ο ρόλος των πολι­τών έχει ιδιαί­τε­ρα δια­στρε­βλω­τι­κό χαρα­κτή­ρα στην ται­νία του Πολ Βερ­χό­φεν «Στρα­τιώ­τες του Σύμπα­ντος» που θίξα­με στο τέλος του δεύ­τε­ρου μέρους. Η βία εκεί ταυ­τί­ζε­ται με την πολι­τι­κή σαν υπέρ­τα­τη εξου­σία. Φυσι­κά, στις ταξι­κές κοι­νω­νί­ες η πολι­τι­κή του κρά­τους είναι στην ουσία μια βία που ασκεί­ται προς τα κάτω. Αλλά­ζει πρό­σω­πο, βέβαια, παίρ­νο­ντας ενδε­χο­μέ­νως και πιο δημο­κρα­τι­κές μορ­φές οι οποί­ες πολ­λές φορές δεν ανα­γνω­ρί­ζο­νται καν σαν βία από τη συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των πολι­τών. Η εξί­σω­ση που γίνε­ται στο παρα­πά­νω έργο της εξου­σί­ας με τη βία είναι αλη­θι­νή υπό την προ­ϋ­πό­θε­ση ότι βρι­σκό­μα­στε σε ταξι­κή κοι­νω­νία. Σ’ αυτό το σημείο θα δια­φω­νή­σου­με με την υπο­ση­μεί­ω­ση του συγ­γρα­φέα, ότι μόνο στη φασι­στι­κή δικτα­το­ρία η εξου­σία κρα­τιέ­ται με τη βία. «Οι υπε­ράν­θρω­ποι δρουν σε κάποιες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες που, συνή­θως, ονο­μά­ζο­νται δημο­κρα­τι­κές. Πρό­κει­ται, όμως, για αρκε­τά «ιδιό­μορ­φες» δημο­κρα­τί­ες που απο­κλί­νουν πάρα πολύ προς τη στυ­γνή και βάναυ­ση δικτα­το­ρία, ακό­μα κι όταν οι ιστο­ρί­ες εκτυ­λίσ­σο­νται στη σύγ­χρο­νη Αμε­ρι­κή. Οι υπε­ράν­θρω­ποι υπη­ρε­τούν πάντο­τε με αυτα­πάρ­νη­ση αυτές τις δικτα­το­ρί­ες» (σελ. 61). Αυτά δια­βά­ζου­με στο κεφά­λαιο «Μια σιδε­ρέ­νια κοι­νω­νία» — ας θυμη­θού­με εδώ το βιβλίο του Τζακ Λόντον «Η σιδε­ρέ­νια φτέρ­να»! Ακο­λου­θούν παρα­δείγ­μα­τα από τέσ­σε­ρα έργα, ανα­λυ­τι­κά, αλλά και με δια­λό­γους από τα ίδια τα έργα.

Συλ­λο­γι­κή οργα­νω­μέ­νη δρά­ση ως βλα­βε­ρή ουσία

Τα πολύ ενδια­φέ­ρο­ντα κεφά­λαια για εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα και δημο­κρα­τία, για σωφρο­νι­σμό και δημο­κρα­τία, τα ακο­λου­θεί μια αξιο­ση­μεί­ω­τη ανά­πτυ­ξη σχε­τι­κά με τη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, το λαό και την υπε­ράν­θρω­πη εξου­σία. Θα παρα­θέ­σου­με όμως, απο­σπά­σμα­τα από το υπο­κε­φά­λαιο που ακο­λου­θεί και που πραγ­μα­τεύ­ε­ται ένα ιδιαί­τε­ρα ευαί­σθη­το σημείο. Δηλα­δή αυτό που αφο­ρά την κίνη­ση των μαζών, τη συλ­λο­γι­κή, κοι­νω­νι­κή, πόσο μάλ­λον την κοι­νω­νι­κά πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νη δρά­ση των ατό­μων. Εδώ, φυσι­κά, χρειά­ζε­ται χει­ρα­γώ­γη­ση, αδρα­νο­ποί­η­ση. Εδώ, τα έργα με υπε­ράν­θρω­πους παί­ζουν με τη συνεί­δη­ση καλ­λιερ­γώ­ντας ακρι­βώς το αντί­θε­το απ’ αυτό που χρειά­ζε­ται το κατα­πιε­σμέ­νο άτο­μο: να δρα ταξι­κά συνειδητοποιημένα.

«Ο συν­δι­κα­λι­σμός, η εργα­σία και η επαγ­γελ­μα­τι­κή συνείδηση».

Κάτω απ’ αυτό τον τίτλο λοι­πόν δια­βά­ζου­με: «Στη «δημο­κρα­τία» των έργων δεν υπάρ­χουν σύλ­λο­γοι, σωμα­τεία, πολι­τι­στι­κοί φορείς, πολι­τι­κά κόμ­μα­τα με πραγ­μα­τι­κές πολι­τι­κές αντι­θέ­σεις. Η κοι­νω­νία των υπε­ραν­θρώ­πων στε­ρεί­ται όλων των οργά­νων συν­δι­κα­λι­στι­κής ή κοι­νω­νι­κής πάλης και ελέγ­χου της εξου­σί­ας. Όλων, εκτός από τα εργα­τι­κά συν­δι­κά­τα τα οποία εμφα­νί­ζο­νται πάντο­τε, χωρίς ούτε μία εξαί­ρε­ση, ως ελεγ­χό­με­να από τη μαφία» (σελ. 102).

«Οι κινη­το­ποι­ή­σεις είναι βλα­βε­ρές για την κοι­νω­νία, είναι «συντε­χνια­κές», ύπο­πτα συμ­φέ­ρο­ντα κρύ­βο­νται πίσω τους, οι απερ­γοί είναι ανό­η­τοι, άδι­κοι και αντι­στρα­τεύ­ο­νται το κοι­νω­νι­κό συμ­φέ­ρον. Αντί­θε­τα, οι απερ­γο­σπά­στες είναι οι αλη­θι­νοί «επαγ­γελ­μα­τί­ες» που έχουν συνεί­δη­ση του κοι­νω­νι­κού τους χρέ­ους» (σελ. 103).

Έτσι κατα­λα­βαί­νου­με αμέ­σως, πώς η κυβερ­νη­τι­κή αντιερ­γα­τι­κή πολι­τι­κή βοη­θιέ­ται από τα έργα σού­περ­μαν και τι δηλη­τή­ριο ρέει από τα έργα αυτά στη συνεί­δη­ση του εργα­ζό­με­νου λαού. Ας θυμη­θού­με τις απει­λές προς απερ­γούς και δια­δη­λω­τές αγρό­τες, εκπαι­δευ­τι­κούς, ναυ­τι­κούς κλπ. κλπ. ότι βλά­πτουν το εθνι­κό συμ­φέ­ρον, τις εισαγ­γε­λι­κές παρεμ­βά­σεις, τους νόμους, τα δικα­στή­ρια σχε­τι­κά με το θέμα αυτό.

Η «αχά­ρι­στη» μάζα

Ένα άλλο πρό­τυ­πο συμπε­ρι­φο­ράς έχει σχέ­ση με τη λεγό­με­νη αχα­ρι­στία των μαζών που υπο­τί­θε­ται ότι υπάρ­χει. Δια­βά­ζου­με στην υπο­ση­μεί­ω­ση της σελί­δας 103: «Το ζήτη­μα αυτό τίθε­ται συχνά και με επι­μο­νή. Στο τεύ­χος 3 του κόμιξ JLA (D.C. – Modern Times), οι εξω­γή­ι­νοι έχουν συλ­λά­βει τον Σού­περ­μαν και τον βασα­νί­ζουν. Να τα λόγια του αρχη­γού τους: «Αχ, Σούπερμαν…Όλοι αυτοί οι άνθρω­ποι που έσω­σες εδώ και τόσα χρόνια…πού είναι για να σε βοη­θή­σουν; Κανείς δεν πρό­κει­ται να έρθει. Κανείς δεν νοιά­ζε­ται. Είσαι μόνος σου, στο τέλος του δρό­μου. Ολομόναχος!»

«Η ανα­φο­ρά στην αχα­ρι­στία», σχο­λιά­ζει ο Αστέ­ριος Λάμπρου, «από τη μία, εμφα­νί­ζει να αιχ­μα­λω­τί­σει τον ανα­γνώ­στη σε ένα δεύ­τε­ρο επί­πε­δο, ώστε στην πραγ­μα­τι­κή του ζωή να μην αμφι­σβη­τή­σει τους υπε­ραν­θρώ­πους (να μη φανεί κι αυτός «αχά­ρι­στος»). Αντί­θε­τα, να ταυ­τί­ζει όσους τους αμφι­σβη­τούν, με τους κακούς και αχά­ρι­στους» (σελ. 103).

Κι εδώ ανα­γνω­ρί­ζου­με αμέ­σως τη λογι­κή που οι εκά­στο­τε κυρί­αρ­χοι προ­σπα­θούν να «μπά­σουν» στο κεφά­λι των ενδε­χό­με­νων δια­μαρ­τυ­ρό­με­νων κατά της πολι­τι­κής τους: «Η αντί­θε­ση προς κάθε είδους συλ­λο­γι­κό­τη­τα», δια­βά­ζου­με παρα­κά­τω, «προ­βάλ­λει επί­σης από τις εργα­σια­κές σχέ­σεις που παρου­σιά­ζο­νται, όταν οι υπε­ράν­θρω­ποι εργά­ζο­νται σε κάποια άλλη δου­λειά, κι όχι ως μισθο­φό­ροι, αστυ­νο­μι­κοί, πρά­κτο­ρες κλπ. Τότε, οι σχέ­σεις με τον εργο­δό­τη είναι ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις, απαλ­λαγ­μέ­νες από τη σκό­νη και τον ιδρώ­τα της παρα­γω­γής, τις απαι­τή­σεις και τις διεκ­δι­κή­σεις. Αντί­θε­τα, σε γενι­κές γραμ­μές, οι σχέ­σεις ανά­με­σα σε συνά­δελ­φους είναι αντα­γω­νι­στι­κές, σχέ­σεις αλλη­λο­α­πο­κλει­σμού. Οι υπε­ράν­θρω­ποι συνή­θως δεν αντα­γω­νί­ζο­νται, η υπε­ράν­θρω­πη φύση τους, τους επι­τρέ­πει την αβρό­τη­τα. Αντα­γω­νί­ζο­νται, όμως, όλοι οι φίλοι τους με όλους όσοι είναι ίσοι στην ιεραρ­χία, ο αντα­γω­νι­σμός δια­περ­νά όλες τις συνα­δερ­φι­κές σχέ­σεις. Προ­κύ­πτει, λοι­πόν, μια εικό­να, όπου ο εργο­δό­της είναι άνθρω­πος με αδυ­να­μί­ες, ο συνά­δελ­φος, όμως, είναι επι­κίν­δυ­νος αντα­γω­νι­στής» (σελ. 103–104).

Παρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία, εκλο­γές και κοι­νω­νι­κά προβλήματα

Τα βαθιά συντη­ρη­τι­κά-αντι­δρα­στι­κά μηνύ­μα­τα των έργων με σού­περ­μαν φαί­νε­ται και από τον τρό­πο με τον οποίο βλέ­πουν την παρα­γω­γι­κή, καθώς και την εκλο­γι­κή δια­δι­κα­σία: «Οι ευτε­λείς κοι­νοί θνη­τοί δεν είναι δυνα­τό να εκλέ­γουν ορθά. Γι αυτό, ακό­μη και όταν έχου­με δημο­κρα­τία, η εκλο­γι­κή δια­δι­κα­σία είτε δεν εμφα­νί­ζε­ται καθό­λου είτε παρου­σιά­ζε­ται ως κοι­νω­νι­κή απει­λή» (σελ. 107).

Και τι γίνε­ται με τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα; Στο υπο­κε­φά­λαιο «Τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα και η ενο­χο­ποί­η­ση του ατό­μου» δια­βά­ζου­με: «Κι όμως, κάποια κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, όπως η ανερ­γία, η φτώ­χεια, η εξα­θλί­ω­ση, η εξάρ­τη­ση από ουσί­ες, συνε­χί­ζουν να υπάρ­χουν και, μάλι­στα, εμφα­νί­ζο­νται πολύ συχνά πίσω από τις πλά­τες του υπε­ράν­θρω­που, όταν αυτός τυχαί­νει να περά­σει από άθλια σοκά­κια όπου ζουν μέσα σε χαρ­τό­κου­τα ολό­κλη­ρες οικο­γέ­νειες, ή όταν τυχαί­νει να βρε­θεί σε μέρη όπου οι συν­θή­κες ζωής είναι απε­ρί­γρα­πτες. Η κοι­νω­νία προ­φα­νώς δεν μπο­ρεί να λύσει αυτά τα προ­βλή­μα­τα για­τί δεν είναι κοι­νω­νία, είναι αγέ­λη. Τι στά­ση κρα­τούν, λοι­πόν, οι υπε­ράν­θρω­ποι;» (σελ. 114). Ο υπε­ράν­θρω­πος προ­σφέ­ρει στιγ­μιαί­ες λύσεις και ανα­κου­φί­σεις ή κατα­φεύ­γει στην αγα­θο­ερ­γία, ιδί­ως αν είναι γυναί­κα. Τα πρό­τυ­πα που προ­βάλ­λο­νται είναι σαφέ­στα­τα. Τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα μπο­ρεί να εμφα­νί­ζο­νται και σαν φυσι­κά φαι­νό­με­να, μοι­ραία και ανα­πό­φευ­κτα. Άρα δεν μπο­ρούν να λυθούν καν. Η μοι­ρο­λα­τρία και η ακραία απά­θεια είναι οι στά­σεις ζωής που προ­φα­νώς ανα­ζη­τεί­ται η καλ­λιέρ­γειά τους. Και δια­βά­ζου­με: «Επει­δή που­θε­νά δεν εμφα­νί­ζο­νται εξω­τε­ρι­κές αιτί­ες που να γεν­νούν τη δυστυ­χία, αυτο­μά­τως αυτή ανά­γε­ται σε πρό­βλη­μα που απορ­ρέ­ει από την προ­σω­πι­κό­τη­τα των ατό­μων, από την υπο­τι­θέ­με­νη αθλιό­τη­τα της ανθρώ­πι­νης φύσης. Μιας φύσης που δεν πλά­θε­ται, αλλά καθο­ρί­ζει τον άνθρω­πο από τη γέν­νη­σή του και τον χαρα­κτη­ρί­ζει για πάντα. Προ­κύ­πτει, δηλα­δή, εκεί­νη η θεω­ρία, που συνή­θως απο­κα­λεί­ται «κοι­νω­νι­κός δαρ­βι­νι­σμός» και που αντι­με­τω­πί­ζει την κοι­νω­νία ως στί­βο θανά­σι­μης πάλης των ατό­μων, όπου δικαί­ως επι­κρα­τούν οι δυνα­τοί, ενώ οι αδύ­να­μοι, δικαί­ως ξεπέ­φτουν. Πρό­κει­ται, προ­φα­νώς για μια αντι-επι­στη­μο­νι­κή και ηθι­κά απα­ρά­δε­κτη θεω­ρία. Κι όμως, ορι­σμέ­νες φορές εκτί­θε­ται ωμά στα «έργα υπε­ράν­θρω­πων» (σελ. 117). Εδώ έχου­με δηλα­δή και τους λεγό­με­νους γεν­νη­μέ­νους ηττη­μέ­νους, τους «born loosers».

Συμπέ­ρα­σμα

Τα θέμα­τα είναι παρά πολ­λά για να στα­θού­με σ’ όλα. Για παρά­δειγ­μα, η τρο­μο­κρα­τία, ο αντι­σο­βιε­τι­σμός και κατ’ επέ­κτα­ση γενι­κό­τε­ρα ο αντι­κομ­μου­νι­σμός και πώς καλ­λιερ­γεί­ται σ’ αυτά τα έργα. Τα θέμα­τα αφο­ρούν πολ­λές πτυ­χές του πολι­τι­κού-οικο­νο­μι­κού και κοι­νω­νι­κού μας συστή­μα­τος. Ο συγ­γρα­φέ­ας στη­ρί­ζει κάθε θέση του με ανα­λυ­τι­κά παρα­δείγ­μα­τα από την παρα­λο­γο­τε­χνία, τα κόμικς, τον κινη­μα­το­γρά­φο, τα περιο­δι­κά απο­δεί­χνο­ντας με ποιο τρό­πο στά­ζουν στην παι­δι­κή ψυχή (και όχι μόνο!) το δηλη­τή­ριο του ρατσι­σμού, των κυρί­αρ­χων ιμπε­ρια­λι­στι­κών αντι­λή­ψε­ων και πώς απο­τε­λούν όλα αυτά «δύνα­μη κατά της γνώ­σης και του αισθή­μα­τος». Σε όλες τις περι­πτώ­σεις υπάρ­χει η έλλει­ψη μόρ­φω­σης και λογι­κής, όπως συμπε­ραί­νε­ται άλλω­στε στο βιβλίο: «Οι ίδιες παρα­τη­ρή­σεις ισχύ­ουν αυτού­σιες και για το συναί­σθη­μα: οι υπε­ράν­θρω­ποι δια­κρί­νο­νται, κατ’ αρχάς, για μια ιδιαί­τε­ρη απά­θεια απέ­να­ντι στο φόνο, οι φόνοι τους δια­σκε­δά­ζουν. Ταυ­τό­χρο­να, όντας πάνω από την κοι­νω­νία, δεν μπο­ρούν να εκδη­λώ­σουν συναι­σθή­μα­τα. Όσο περισ­σό­τε­ρα συναι­σθή­μα­τα εκδη­λώ­νουν τόσο λιγό­τε­ρο επι­θε­τι­κοί φαί­νο­νται, άρα, τόσο λιγό­τε­ρο υπε­ράν­θρω­ποι» (σελ. 145). Ας θυμη­θού­με τους νέους δολο­φό­νους στα σχο­λεία, στα πανε­πι­στή­μια, όλο και πιο συχνό φαι­νό­με­νο στις ΗΠΑ που έχει αρχί­σει να εμφα­νί­ζε­ται κι αλλού.

Ενδια­φέ­ρον έχουν και τα κεφά­λαια για τις σχέ­σεις των δύο φύλων και για τη γυναί­κα, όπου τονί­ζε­ται και επι­βε­βαιώ­νε­ται η απα­ξί­ω­σή της και μάλι­στα κατά τρό­πο συχνά αρκε­τά προσβλητικό.

Η δομή της αφή­γη­σης και το λεξι­λό­γιο των κόμικς απο­τε­λούν απο­κα­λυ­πτι­κά κεφά­λαια για την κτη­νω­δία στην οποία θέλουν να μας γυρί­σουν πίσω. Η τέχνη, συμπε­ραί­νει ο συγ­γρα­φέ­ας σε άλλο σημείο, είναι ο αντί­πο­δας των έργων με σού­περ­μαν: «Τέλος, εφό­σον δια­πι­στώ­σα­με μια αντι­θε­τι­κή σχέ­ση των έργων με υπε­ράν­θρω­πους με τα έργα τέχνης, μπο­ρού­με να πού­με πως η καλ­λι­τε­χνι­κή παι­δεία μπο­ρεί να συμ­βά­λει στην απόρ­ρι­ψη του υπε­ράν­θρω­που. Στο μετα­ξύ, η διαρ­κής γιγά­ντω­ση των υπερ­βο­λών καθι­στά το μύθο όλο και πιο κατάλ­λη­λο παι­δα­γω­γι­κά, ενώ οι θεα­τές που εγκλω­βί­ζο­νται σ’ αυτόν, γίνο­νται όλο και πιο ευά­λω­τοι στον απο­κλει­σμό από το έργο τέχνης» (σελ. 270).

Μόνο να θυμό­μα­στε τις υπερ­πα­ρα­γω­γές που μας σερ­βί­ρο­νται κάθε Πάσχα από την επο­χή του Ιησού (εδώ και δεκα­ε­τί­ες υπήρ­ξε μέχρι και η ται­νία-μιού­ζι­καλ “Jesus Christ Superstar”), της Ρωμαϊ­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, τα «κλασ­σι­κά» προ­ϊ­ό­ντα στη βάση θεμά­των από την Παλαιά Δια­θή­κη την παλαιό­τε­ρης χολι­γου­ντια­νής παρα­γω­γής («Οι δέκα Εντο­λές» πχ), αλλά και πιο πρό­σφα­τα έργα σαν το «Τροία», το «Λεω­νί­δας» και «Ο άρχο­ντας των Δακτυ­λι­διών» για να κατα­λά­βου­με με ποιο τρό­πο η μεγά­λη «πολι­τι­στι­κή βιο­μη­χα­νία» θέλει να μας διδά­ξει τη μυθο­λο­γία και την ιστο­ρία: σαν δημιουρ­γία σούπερμαν…

Σήμε­ρα, πάνω από 20 χρό­νια από την πρώ­τη κυκλο­φο­ρία του βιβλί­ου, βλέ­που­με ότι η διείσ­δυ­ση στη συνεί­δη­ση των παρα­πά­νω πρό­τυ­πων έχει προ­χω­ρή­σει περισ­σό­τε­ρο, έχουν προ­στε­θεί κι άλλα μέσα και μέθο­δοι, ανά­λο­γα με τις ανά­γκες των υπε­ράν­θρω­πων των μονο­πω­λί­ων και των ομί­λων γιγα­ντω­μέ­νου οικο­νο­μι­κού μεγέ­θους σε φάση πιο προ­χω­ρη­μέ­νης σήψης από τότε. Ωστό­σο, μια τόσο βαθιά μαρ­ξι­στι­κή ανά­λυ­ση δεν έχου­με υπό­ψη μας, του­λά­χι­στον στην Ελλά­δα. Επο­μέ­νως, αξί­ζει το βιβλίο να το ξανα­πιά­σου­με στα χέρια μας για ένα καλό διάβασμα!

Το πρώ­το μέρος ΕΔΩ

Το δεύ­τε­ρο μέρος ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο