Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι δώδεκα μήνες Ελληνικό λαϊκό παραμύθι[1]

Τρί­πρα­κτο θεα­τρι­κό έργο για παιδιά

Θεα­τρι­κή προ­σαρ­μο­γή: ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

 

12MinesΠΡΟΣΩΠΑ:

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
ΜΑΝΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ, μαθη­τής Γ΄ Δημο­τι­κού, 9 χρόνων
ΚΩΣΤΑΣ, μαθη­τής Α΄ Δημο­τι­κού, 7 χρόνων
ΜΑΡΙΑ, μαθή­τρια Α΄ Δημο­τι­κού, 7 χρόνων
ΒΑΣΙΛΗΣ, νήπιο, 6 χρόνων
ΕΛΕΝΗ, νήπιο, 5 χρόνων
ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ
12 ΜΗΝΕΣ

 

ΠΡΑΞΗ 1η

Σκη­νή 1η 

 [Όλα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε μια μικρή, φτω­χι­κή κάμα­ρη, που βρί­σκε­ται στ’ αρι­στε­ρά της σκη­νής, όπου ζει μια χήρα γυναί­κα με τα πέντε παι­διά της. Ένας σοφράς και γύρω κάθο­νται κατα­γής πάνω σε μια φλο­κά­τη η μάνα με τα παι­διά της. Στα δεξιά βρί­σκε­ται μια τέντα με ημίφως.] 

ΚΩΣΤΑΣ: Μάνα, για­τί δεν έχου­με πατέ­ρα, όπως τ’ άλλα παιδιά;

ΜΑΝΑ: Κώστα μου, αυτό το έχου­με συζη­τή­σει τόσες και τόσες φορές. Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σας πω. Μη με βασανίζετε.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Κώστα, έχει δίκιο η μάνα μας. Κι εγώ στε­νο­χω­ριέ­μαι που πέθα­νε ο πατέ­ρας, αλλά δεν κάνω έτσι.

ΜΑΝΑ: Ελά­τε τώρα να σας βάλω να φάτε.

ΒΑΣΙΛΗΣ: Πάλι χυλό, μάνα; Τον έχω βαρε­θεί. Δε θέλω πια. Τον σιχαίνομαι.

ΓΙΑΝΝΗΣ: (Με αυστη­ρό ύφος) Βασί­λη, ξέρεις καλά, όπως όλοι μας, πως η αρχό­ντισ­σα δε δίνει στη μάνα μας ούτε ένα γωνιά­δι ψωμί, απ’ αυτό που της ζυμώ­νει η μάνα μας.

ΜΑΡΙΑ: Γι’ αυτό έρχε­ται πάντα στο σπί­τι με τα ζυμά­ρια στα χέρια της, τα πλέ­νει με παστρι­κό νερό και μας φτιά­χνει χυλό. Τι άλλο να κάνει η καη­μέ­νη για να φάμε και να μην πεθά­νου­με απ’ την πείνα;

ΜΑΝΑ: Νομί­ζε­τε, παι­διά μου, ότι δεν κατα­λα­βαί­νω πως έχε­τε βαρε­θεί το χυλό; Αλλά τι να κάνω; Το ξέρω ότι είναι άδι­κο τα παι­διά της αρχό­ντισ­σας να θρέ­φο­νται με πολ­λά και παχιά φαγιά κι εσείς να τρώ­τε μόνο χυλό.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, μάνα, μα κοί­τα εμάς πώς είμα­στε σαν μπου­μπου­κά­κια, πώς παχαί­νου­με και κοί­τα τα παι­διά της αρχό­ντισ­σας πώς είναι αδύ­να­τα, σαν τσίροι.

ΜΑΝΑ: Δίκιο έχεις, Γιαν­νά­κη μου. Ελά­τε να φάτε τώρα, μη μου πάθε­τε τίπο­τα και δε θα τ’ αντέξω.

ΕΛΕΝΗ: Ερχό­μα­στε, μάνα. Πει­νά­με πολύ.

 

Σκη­νή 2η

 (Δύο καλο­ντυ­μέ­νες γυναί­κες περ­νούν τη σκη­νή από τα δεξιά προς τ’ αριστερά)

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Για­τί τα παι­δά­κια μου είναι αδύ­να­τα, ενώ τα ταΐ­ζω με του κόσμου τα φαγιά; Και για­τί της φτω­χιάς χήρας τα παι­διά είναι παχου­λά και αφρά­τα; Τι να συμ­βαί­νει άρα­γε, μωρέ φιλενάδα;

ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ: Θρέ­φο­νται και παχαί­νουν τα παι­διά της φτω­χιάς, για­τί παίρ­νει την τύχη των παι­διών σου στα χέρια της και την πηγαί­νει στα δικά της παιδιά.

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Αλή­θεια;

ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ: Γι’ αυτό κεί­να παχαί­νουν και τα δικά σου ξεπέ­φτουν και χαλούν.

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Και πώς παίρ­νει την τύχη στα χέρια της;

ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ: Με τα ζυμά­ρια που έχει στα χέρια της. Για­τί, όμως, την αφή­νεις να τα παίρ­νει μαζί της;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Δεν το έχω προσέξει…

ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ: Για­τί, λοι­πόν, την αφή­νεις να φύγει από το παλά­τι με άνι­φτα τα χέρια της; Μόλις τελειώ­νει το ζύμω­μα, να τη βάζεις να πλέ­νει καλά τα χέρια της. Κατάλαβες;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Κατά­λα­βα. Έτσι θα κάνω…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Το πίστε­ψεν η αρχό­ντισ­σα και, όταν ήρθε η μέρα για να ζυμώ­σει πάλι, δεν την άφη­σε τη φτω­χιά να φύγει με άνι­φτα χέρια, μόνο την έβα­λε και νίφτη­κε καλά καλά, για ν’ απο­μεί­νει η τύχη μέσ’ στο παλά­τι της. Κι η φτω­χιά πήγε στο σπί­τι της με δάκρυα στα μάτια της.

 

Σκη­νή 3η 

 (Η μάνα μπαί­νει στο σπί­τι με καθα­ρά τα χέρια της. Τα παι­διά το παρα­τη­ρούν και…)

ΓΙΑΝΝΗΣ: Για­τί μάνα είναι καθα­ρά τα χέρια σου; Πού είναι τα ζυμάρια;

ΜΑΡΙΑ: Τι θα φάμε τώρα μάνα;

(Τότε όλοι βάζουν τα κλάματα…)

ΜΑΝΑ: Μερώ­στε, παι­διά μου, και μην κλαί­τε και θα σας βρω κανέ­να κομ­μά­τι ψωμί να σας φέρω. Θα πάω στη γει­το­νιά να ζητή­σω. Ελπί­ζω να μου δώσουν κανέ­να ξερο­γώ­νια­δο[2], να το μου­σκέ­ψω στο νερό για να κόψει η πεί­να σας.

ΕΛΕΝΗ: Γρή­γο­ρα, μάνα, πει­νά­με. Πήγαι­νε κι εμείς σε περιμένουμε.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Και πήγε από πόρ­τα σε πόρ­τα και τρό­μα­ξε να βρει να της δώσουν ένα ξερο­γώ­νια­δο­και το μού­σκε­ψε καλά καλά με το νερό και το μοί­ρα­σε στα παι­διά της, κι αφού φάγα­νε, τα έβα­λε και πλα­γιά­σα­νε και κοι­μη­θή­κα­νε. Κι αυτή απά­νω τα μεσά­νυ­χτα παίρ­νει τα μάτια της και φεύ­γει, για να μην ιδεί τα παι­διά της να πεθαί­νουν από την πείνα.

 

ΠΡΑΞΗ 2η

Σκη­νή 1η 

 (Η μάνα μπαί­νει στη σκη­νή από τ’ αρι­στε­ρά και κατευ­θύ­νε­ται σε μια τέντα, όπου κάθο­νται δώδε­κα παλι­κά­ρια και συζη­τούν… Ένα από τα παλι­κά­ρια ανά­βει ένα ένα τα κεριά του πολυ­έ­λαιου, που κρέ­με­ται από το ταβά­νι της τέντας. Κάτω από τον πολυ­έ­λαιο κρέ­με­ται μια σφαί­ρα, σαν τόπι…)

(Τρία παλι­κά­ρια είναι ντυ­μέ­να ίδια με τους τρεις μήνες της Άνοι­ξης. Στα χέρια τους κρα­τούν λου­λού­δια. Άλλα τρία είναι ίδια με τους τρεις μήνες του Καλο­και­ριού. Στα χέρια τους κρα­τούν ξερά στά­χυα. Άλλα τρία με τους μήνες του Φθι­νο­πώ­ρου, με τσα­μπιά στα­φύ­λια και άλλα τρία με τους μήνες του Χει­μώ­να, τα οποία φορούν μακριές λευ­κές γούνες).

ΜΑΝΑ: Γεια σας, παι­διά μου.

ΟΛΑ ΜΑΖΙ: Καλώς τη θεί­τσα. Κόπια­σε να φάμε.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ: Από πού μας έρχεσαι;

ΜΑΝΑ: Από πολύ μακριά.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ: Πώς είναι η χώρα σου;

ΜΑΝΑ: Είναι πολ­λή όμορ­φη και την αγα­πώ. Τη λένε Ελλάδα.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ: Τους περισ­σό­τε­ρους μήνες κάνει ζέστη ή κρύο στη χώρα σου;

ΜΑΝΑ: Τους περισ­σό­τε­ρους κάνει καλό και­ρό, κάνει ζέστη, έχει λια­κά­δα, μερι­κούς μήνες, όμως, κάνει κρύο, χιο­νί­ζει, παγώνουμε.

ΜΑΡΤΙΟΣ: Ε! θεί­τσα, πώς περ­νά­τε με τους τρεις μήνες του χρό­νου, τον Μάρ­τη, τον Απρί­λη και τον Μάη;

ΜΑΝΑ: Καλά περ­νού­με, παι­διά μου. Και μάλι­στα, αφού έρθουν αυτοί οι μήνες, πρα­σι­νί­ζουν τα βου­νά κι οι κάμποι και στο­λί­ζε­ται η γης με λογιών λογιών λου­λού­δια και βγαί­νει μια μοσχο­βο­λά­δα, που ανα­σταί­νε­ται ο άνθρω­πος. Αρχί­ζουν και κελαη­δούν όλα τα που­λιά. Βλέ­πουν οι ζευ­γί­τες τα χωρά­φια τους πρά­σι­να και χαί­ρε­ται η καρ­διά τους κι ετοι­μά­ζουν τις απο­θή­κες τους. Ώστε δεν έχου­με τίπο­τα να παρα­πο­νε­θού­με για το Μάρτ’, Απρίλ’ και Μάη, για­τί ρίχνει ο θεός φωτιά και μας καί­ει για την αχα­ρι­στιά μας.

ΙΟΥΝΙΟΣ: Εμ, ο Θερι­στής, ο Αλω­νά­ρης κι ο Αύγου­στος πώς σας φαίνονται;

ΜΑΝΑ: Και γι’ αυτούς τους μήνες δεν έχου­με τίπο­τα να παρα­πο­νε­θού­με, για­τί με τη ζέστα που κάνουν, ωρι­μά­ζουν τα γεν­νή­μα­τα και όλα τα οπω­ρι­κά. Τότε θερί­ζουν οι ζευ­γί­τες τα σπαρ­τά τους κι οι περι­βο­λα­ρέ­οι συμ­μα­ζεύ­ουν τα οπω­ρι­κά τους. Και μάλι­στα οι φτω­χοί πολύ είναι ευχα­ρι­στη­μέ­νοι απ’ αυτούς τους μήνες, για­τί δε χρειά­ζο­νται πολ­λά και ακρι­βά ρούχα.

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ: Με τους μήνες Σεπτέμ­βρη, Οκτώ­βρη και Νοέμ­βρη πώς τα πάτε;

ΜΑΝΑ: Αυτούς τους μήνες μαζεύ­ουν οι άνθρω­ποι τα στα­φύ­λια και τα κάνουν κρα­σί. Κι έχουν αυτό το καλό που μας δίνουν είδη­ση πως έρχε­ται ο χει­μώ­νας και έτσι φρο­ντί­ζουν οι άνθρω­ποι για ξύλα, για κάρ­βου­να και για βαριά ρού­χα, για να ζεσταίνονται.

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: Εμ, τους μήνες Δεκέμ­βρη, Γενά­ρη και Φλε­βά­ρη πώς περνάτε;

ΜΑΝΑ: Α! Αυτοί οι μήνες πολύ μας αγα­πούν κι εμείς πολύ τους αγα­πά­με. Μα θα ρωτή­σε­τε για­τί. Να για­τί! Επει­δή οι άνθρω­ποι είναι φυσι­κά αχόρ­τα­γοι και θέλουν να δου­λεύ­ουν ολο­χρο­νίς, για να κερ­δαί­νουν πολ­λά, έρχο­νται αυτοί οι μήνες του χει­μώ­να και μας περι­μα­ζώ­νουν τρι­γύ­ρω στη γωνιά και μας ξεκου­ρά­ζουν απ’ τις δου­λειές του καλο­και­ριού. Τους αγα­πούν κι οι άνθρω­ποι, για­τί με τις βρο­χές τους και με τα χιό­νια τους μεγα­λώ­νουν όλα τα σπαρ­τά κι όλα τα χορ­τά­ρια. Ώστε, παι­διά μου, όλ’ οι μήνες καλοί κι άξιοι είναι και κάνουν καθέ­νας τη δου­λειά του. Εμείς οι άνθρω­ποι καμιά βολά δεν είμα­στε καλοί.

(Ο Απρί­λιος σηκώ­νε­ται, βγαί­νει έξω και επι­στρέ­φει με μια λαγή­να, δηλα­δή ένα πήλι­νο κιού­πι, ταπω­μέ­νο[3] και απευ­θύ­νε­ται προς τη μάνα…)

ΑΠΡΙΛΙΟΣ: Άντε τώρα, θεί­τσα, πάρε αυτή τη λαγή­να και πήγαι­νε στο σπί­τι σου να ζήσεις τα παι­διά σου.

ΜΑΝΑ: Τι έχει μέσα, παι­διά μου;

ΙΟΥΛΙΟΣ: Μη ρωτάς, και στο δρό­μο μη τύχει και την ανοίξεις.

ΜΑΝΑ: Δεν την ανοί­γω. Πολ­λά τα έτη σας, παι­διά μου.

ΟΛΑ ΜΑΖΙ: Ώρα καλή, θείτσα.

 

Σκη­νή 2η

 (Το μέρος της τέντας σκο­τει­νιά­ζει και φωτί­ζε­ται το σπί­τι της μάνας, όπου τα παι­διά της ακό­μη κοιμούνται)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Και ίσια ίσια την ώρα που χάρα­ξε, ήρθε κι αυτή στο σπί­τι της κι ηύρε τα παι­διά της ακό­μα να κοι­μού­νται. Κι άπλω­σε ένα σεντό­νι κι άδεια­σε τη λαγή­να κ’ είδε πως ήταν γεμά­τη με φλου­ριά και κόντε­ψε να τα χάσει απ’ τη χαρά της.

(Ο αφη­γη­τής στα­μα­τά­ει μέχρι η μάνα να ξανα­βά­λει τα φλου­ριά μέσα στη λαγή­να. Η μάνα βγαί­νει από τη σκηνή)

Αφού έφε­ξε καλά, πήγε στο φούρ­νο της αγο­ράς κι αγό­ρα­σε πέντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και (ενώ η μάνα ξανα­μπαί­νει στη σκη­νή…) ξύπνη­σε τα παι­διά της, τα ένι­ψε, τα συγύ­ρι­σε κ’ ύστε­ρα τους έδω­σε ψωμί και τυρί και φάγα­νε τα καη­μέ­να και χορ­τά­σα­νε καλά.

(Η μάνα βγαί­νει από τη σκηνή.)

Ύστε­ρα αγό­ρα­σε ένα κιλό σιτά­ρι και το πήγε στο μύλο και το άλε­σε, το ζύμω­σε και πήγε τα ψωμιά στο φούρ­νο και ψηθήκανε.

Και την ώρα που γύρι­ζε από το φούρ­νο με την πινα­κω­τή τα ψωμιά στον ώμο και πήγαι­νε στο σπί­τι της…

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Μπα, τι βλέ­πω! Πινα­κω­τή… Ψωμιά… Πού τα βρή­κες τα χρή­μα­τα για τόσα καλούδια;

ΜΑΝΑ: Είμα­στε βλέ­πεις τυχεροί…

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Τυχε­ροί; Από πού; Πώς; Πότε;

ΜΑΝΑ: Ας είναι καλά τα δώδε­κα παλι­κά­ρια του χρό­νου, που συνάντησα.

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Ποια παλι­κά­ρια; Ποια­νού χρό­νου; Πού τα συνά­ντη­σες; Δεν κατα­λα­βαί­νω τίποτα.

ΜΑΝΑ: Τους δώδε­κα μήνες, λέω, που συνά­ντη­σα στην Πέρα Χώρα, κάτω από μια τέντα.

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Ποια τέντα; Ποιους μήνες; Και για­τί είστε τυχεροί;

ΜΑΝΑ: Μακριά εκεί, στην Πέρα Χώρα, συνά­ντη­σα τους δώδε­κα μήνες του χρό­νου: Το Γενά­ρη, το Φλε­βά­ρη και όλα τα’ αδέρ­φια τους. Και μου ’δωσαν μια λαγή­να με φλου­ριά για να ζήσω τα παι­διά μου. Είμα­στε χορ­τά­τοι τώρα και χαρούμενοι…

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Έτσι, ε; (Πικρό­χο­λα) Μπρά­βο, μπρά­βο… (Ειρω­νι­κά) Άντε γεια, τώρα. Στο καλό.

ΜΑΝΑ: Γεια και σε σένα, αρχό­ντισ­σα (Πάντο­τε καλοσυνάτα).

 

(Και οι δυο απο­χω­ρούν από τη σκηνή)

ΠΡΑΞΗ 3η

Σκη­νή 1η 

 (Φωτί­ζε­ται η δεξιά πλευ­ρά της σκη­νής, με την τέντα)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ζήλε­ψε η αρχό­ντισ­σα κ’ έβα­λε στο νου της, με πονη­ριά και με κακία, να πάει κι αυτή σ’ εκεί­να τα παλι­κά­ρια, στην Πέρα Χώρα.

Τη νύχτα, λοι­πόν, αφού απο­κοί­μι­σε τον άντρα της και τα παι­διά της, βγή­κε από το σπί­τι της και πήρε το δρό­μο και πάει κ’ ηύρε την τέντα, που ήτα­νε οι δώδε­κα μήνες και…

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Καλη­σπέ­ρα σας, παλι­κά­ρια μου.

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ: Καλώς την κοκό­να[4], πώς ήταν και μας καλο­δέ­χτη­κες και μας ήρθες;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Είμαι φτω­χιά κ’ ήρθα να με βοηθήσετε.

ΜΑΪΟΣ: Πολύ καλά. Πει­νάς; Θέλεις να φας;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Όχι, σας ευχα­ρι­στώ. Είμαι χορτάτη.

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ: Πολύ καλά, Και πώς περ­νά­τε στη χώρα σας;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Και μη χειρότερα…

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: Εμ, και πώς περ­νά­τε με τους μήνες;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Πώς να περά­σου­με. Ο καθέ­νας τους έχει την οργή του. Ενώ από τον Αύγου­στο είμα­στε συνη­θι­σμέ­νοι στη ζέστα, έρχε­ται μάνι μάνι ο Σεπτέμ­βρης, ο Οκτώ­βρης κι ο Νοέμ­βρης και μας κρυώ­νουν και άλλον τον πιά­νει παρο­ξυ­σμός και άλλος που­ντιά­ζει. (Οι τρεις μήνες αλλη­λο­κοι­τά­ζο­νται, εκφρά­ζο­ντας σιω­πη­λά την οργή τους).

Ύστε­ρα μπαί­νουν οι χει­μω­νιά­τι­κοι μήνες Δεκέμ­βρης, Γενά­ρης και Φλε­βά­ρης και μας παγώ­νουν και γεμί­ζουν οι δρό­μοι χιό­νια και δεν μπο­ρού­με να βγού­με όξω και μάλι­στα κεί­νος ο Κου­τσο­φλέ­βα­ρος! (Οι τρεις μήνες θυμώ­νουν περισ­σό­τε­ρο και προ­πα­ντός ο Φλεβάρης).

Αμ ’κεί­νοι πάλι οι ξεμω­ρα­μέ­νοι μήνες, Μάρ­της, Απρί­λης και Μάης! Δεν το νιώ­θουν πως είναι πιο κοντά στους καλο­και­ρι­νούς μήνες, μόν’ θέλουν κι αυτοί να συμπε­ρι­φέ­ρο­νται σαν τους χει­μω­νιά­τι­κους, ώστε να κατα­ντούν το χει­μώ­να να έχει εννιά μήνες…! (Κι αυτοί οι μήνες θυμώ­νουν με τα λεγό­με­νά της). Και δεν μπο­ρού­με να βγού­με όξω την Πρω­το­μα­γιά να πιού­με τον καφέ με το γάλα και να κυλι­στού­με στα χορτάρια.

Ύστε­ρα έρχο­νται οι μήνες Θερι­στής, Αλω­νι­στής και Αύγου­στος. Αυτοί πάλι έχουν μανία να μας πνί­γουν στον ιδρώ­τα με τη ζέστα που κάνουν. Και μάλι­στα απ’ τη ζέστα του Δεκα­πε­νταύ­γου­στου μας πιά­νει νευ­ρι­κή κρί­ση και έρχο­νται και οι δρί­μες[5] και μας χαλ­νούν τ’ ασπρό­ρου­χα στις απλωσταριές.

Τι να σας πω, παλι­κά­ρια μου; Περ­νού­με με τους μήνες μια ζωή αβάσταχτη…!

(Τότε σηκώ­νε­ται ο Φλε­βά­ρης και δίνει στην αρχό­ντισ­σα μια λαγή­να ταπω­μέ­νη και της λέει:)

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ: Πάρε αυτή τη λαγή­να, κι όταν πας στο σπί­τι σου, να σφα­λι­στείς καλά μονά­χη σ’ ένα δωμά­τιο, κλεί­νο­ντας πόρ­τες και παρά­θυ­ρα, και να τ’ αδειά­σεις. Μονά­χη, όμως. Εντά­ξει; Μο-να-χη!!! Στο δρό­μο μην τύχει και ανοί­ξεις τη λαγή­να. Κατάλαβες;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Κατά­λα­βα, παλι­κά­ρι μου, κατά­λα­βα. Μονά­χη μου. Μονά­χη. Και στο δρό­μο δε θ’ ανοί­ξω τη λαγή­να, που μου δώκα­τε. (Με υπο­κρι­τι­κά έντο­να και παρα­τε­τα­μέ­να γέλια). Σ’ ευχα­ρι­στώ, σας ευχα­ρι­στώ όλους σας. Να είστε καλά. Γεια σας.

(Οι μήνες δεν της απα­ντούν, σηκώ­νο­νται και περι­φρο­νη­τι­κά της γυρί­ζουν την πλά­τη τους και φεύ­γουν προς την αντί­θε­τη κατεύθυνση.)

 

Σκη­νή 2η

(Φωτί­ζε­ται μόνο το κέντρο της σκηνής)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η αρχό­ντισ­σα γυρί­ζο­ντας στο σπί­τι της σφα­λί­στη­κε σ’ ένα δωμά­τιο ολο­μό­να­χη και ξετά­πω­σε τη λαγή­να και την άδεια­σε πάνω στη φού­στα της βια­στι­κά και με απλη­στία. Και τι να δει! Αντί για φλου­ριά όπως περί­με­νε, έπε­σαν πάνω της πολ­λά, μα πολ­λά φίδια! (Ακού­γε­ται δυνα­τή μου­σι­κή) Και χυθή­κα­νε απά­νω της και τη φάγα­νε ολο­ζώ­ντα­νη. Και άφη­σε τα παι­διά της ορφα­νά, για­τί δεν είναι καθό­λου καλό να ζηλεύ­ει κανείς και να κατη­γο­ρεί τους άλλους, να είναι πονη­ρός και κακός…

(Ακού­γε­ται απα­λή και γλυ­κιά μου­σι­κή) Η φτω­χιά, όμως, με την αγα­θή της καρ­διά και με τη γλυ­κιά της τη γλώσ­σα, αρχό­ντυ­νε και γίνη­κε μεγά­λη κοκό­να και πρό­κο­ψε και τα παι­διά της.

Να! Αυτό είναι που λένε «καλά στερνά».

(Ακού­γε­ται εύθυ­μη μου­σι­κή και όλοι οι ηθο­ποιοί βγαί­νουν στη σκη­νή και υπο­κλί­νο­νται στους θεατές).

 

 

[1]. Θεα­τρι­κό έργο, κατάλ­λη­λο ν’ ανε­βα­στεί στη σχο­λι­κή σκη­νή και στην ερα­σι­τε­χνι­κή θεα­τρι­κή σκη­νή για παιδιά.

[2]. Ένα κομ­μά­τι ξηρού, μπα­γιά­τι­κου ψωμιού, μια σκλη­ρή γωνία από καρβέλι.

[3]. Βου­λω­μέ­νο, που έχουν βάλει πάνω στο στό­μιο της λαγή­νας μια τάπα, ένα βούλωμα.

[4]. Αρχό­ντισ­σα.

[5]. Οι δαί­μο­νες, που το πρώ­το δεκα­ή­με­ρο του Αυγού­στου, κατά τη λαϊ­κή μας παρά­δο­ση, έρχο­νται και λερώ­νουν τα ασπρό­ρου­χα και κάνουν κακό σε όποιον έρχε­ται σε επα­φή με το νερό.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο