Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι εκλογές, η ταξική δράση, το πολιτικό υποκείμενο

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου* // 

Ούτε στις εκλο­γές της 20 Σεπτεμ­βρί­ου 2015 απο­κα­τα­στά­θη­κε η κρί­ση εκπρο­σώ­πη­σης (ανα­ντι­στοι­χία κοι­νω­νί­ας και πολι­τι­κής εξου­σί­ας) που ταλα­νί­ζει την ελλη­νι­κή κοι­νω­νία από το ξέσπα­σμα της οικο­νο­μι­κής κρί­σης. Δύο είναι εδώ τα προ­βλή­μα­τα που επι­τεί­νουν αυτή την κρί­ση. Ένα τυπι­κό και ένα ουσια­στι­κό πρό­βλη­μα. Το τυπι­κό, έχει να κάνει με την μεγά­λη απο­χή (44% του εκλο­γι­κού σώμα­τος, 777.000 λιγό­τε­ροι ψηφί­σα­ντες από τις εκλο­γές του Ιανουα­ρί­ου), πράγ­μα που μειώ­νει την αντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τα του πολι­τι­κού συστή­μα­τος και το  απο­νο­μι­μο­ποιεί. Και ένα ουσια­στι­κό, καθώς το πολι­τι­κό στοι­χείο, όπως έδει­ξε το «πρώ­τη φορά Αρι­στε­ρά», αδυ­να­τεί να παρέμ­βει στην οικο­νο­μι­κή σφαίρα.

Επο­μέ­νως, δεν είναι μόνο ότι τα «δύσκο­λα έρχο­νται» (εφαρ­μο­γή ενός ταξι­κού μνη­μο­νί­ου) αλλά και ότι η εκλο­γι­κή δια­δι­κα­σία που νομι­μο­ποιεί την πολι­τι­κή εκπρο­σώ­πη­ση και κατ’ επέ­κτα­ση το πολι­τι­κό στοι­χείο αδυ­να­τεί να αντι­με­τω­πί­σει τις αιτί­ες που προ­κα­λούν την ανερ­γία, την εξα­θλί­ω­ση, την κοι­νω­νι­κή έκπτω­ση κ.ά.  Αδυ­να­τεί, δηλα­δή να αλλά­ξει τον τρό­πο με τον οποίο μια κοι­νω­νία οργα­νώ­νει την παρα­γω­γή και την κατα­νο­μή του κοι­νω­νι­κού πλού­του. Εδώ οφεί­λε­ται ουσια­στι­κά η ανα­ξιο­πι­στία και η ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα του πολι­τι­κού συστή­μα­τος που τρο­φο­δο­τεί, μαζί με τον κατα­κερ­μα­τι­σμό του, την «αδια­φο­ρία», την υψη­λή απο­χή και την αντί­λη­ψη πως «δεν αλλά­ζει τίπο­τε». Αυτή η αδυ­να­μία είναι όμως  λίγο-πολύ ανα­με­νό­με­νη, καθώς στις εκλο­γές εκφρά­ζε­ται ένα ανο­μοιο­γε­νές μόρ­φω­μα, οι πολί­τες. Εξάλ­λου η ισό­τη­τα των πολι­τών στη σφαί­ρα της πολι­τι­κής εξου­σί­ας, υπο­σκά­πτε­ται από τις ταξι­κές θέσεις των ατό­μων στην κοι­νω­νία (εργά­τες, αστοί, αγρό­τες κ.λπ.) που είναι άνι­σες. Το γεγο­νός αυτό περιο­ρί­ζει εκ των πραγ­μά­των την δυνα­τό­τη­τα αυτού του δια­τα­ξι­κού μορ­φώ­μα­τος (πολίτες/εκλογείς) να παρεμ­βαί­νει στη σφαί­ρα της οικο­νο­μί­ας (παρα­γω­γής). Για να έχει απο­τέ­λε­σμα αυτή η παρέμ­βα­ση απαι­τεί­ται ένα συμπα­γές κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο που θα εκπρο­σω­πεί τα άτο­μα με την κοι­νω­νι­κό-ταξι­κή τους ιδιό­τη­τα στο σύστη­μα παρα­γω­γής (θέση και σχέ­ση). Κοντο­λο­γίς απαι­τεί­ται η παρέμ­βα­ση των ίδιων των παρα­γω­γών του κοι­νω­νι­κού πλού­του. Η αντί­λη­ψη πως αρκεί η ανά­λη­ψη της πολι­τι­κής εξου­σί­ας από την Αρι­στε­ρά, έδει­ξε ήδη από τον Ιανουά­ριο του 2015, πως αυτό είναι, ανε­ξάρ­τη­τα από τις προ­θέ­σεις,  αυτα­πά­τη, αφού ούτε καν νεο­κεϋν­σια­νές πολι­τι­κές, δηλα­δή παρεμ­βά­σεις στη σφαί­ρα κατανάλωσης/διανομής μπο­ρούν να υπο­στη­ρι­χτούν (βλ. πρό­γραμ­μα Θεσ­σα­λο­νί­κης), πόσο μάλ­λον αλλα­γές στη σφαί­ρα παρα­γω­γής. Αυτή η δια­πί­στω­ση υπο­δει­κνύ­ει τόσο τα όρια του πολι­τι­κού στοι­χεί­ου (κρά­τος, εξου­σία), όσο, ‑αν αφή­σου­με στην άκρη τις ανα­κο­λου­θί­ες και την «ασυ­νέ­πεια» του ΣΥΡΙΖΑ- και τις πεπε­ρα­σμέ­νες δυνα­τό­τη­τες του πολι­τι­κού στοι­χεί­ου να αλλά­ξει τα πράγματα.

Συνε­πώς η «ταξι­κή» ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ, δηλα­δή τα υψη­λά ποσο­στά που αυτός απέ­σπα­σε σε εργα­τι­κές-λαϊ­κές συνοι­κί­ες (42,7%), λέει κάτι, όσον αφο­ρά τις προ­θέ­σεις και τις επι­θυ­μί­ες των ατό­μων, αλλά από τη στιγ­μή που ο ΣΥΡΙΖΑ τους θέλει μόνο ως εκλο­γείς (όχι όμως ως ταξι­κά υπο­κεί­με­να), ‑να μην έχουν δηλα­δή σχε­δόν καμία ταξι­κή-οργα­νω­τι­κή σχέ­ση μαζί του για να τον δεσμεύ­ουν πολι­τι­κά (προ­γραμ­μα­τι­κά)-, δεν λέει και κάτι το ιδιαί­τε­ρο. Εξάλ­λου το ίδιο ταξι­κά ψήφι­σαν αυτές οι συνοι­κί­ες και στο δημο­ψή­φι­σμα του Ιου­λί­ου που προ­κά­λε­σε ο ΣΥΡΙΖΑ. Τι έγι­νε όμως; Ο ΣΥΡΙΖΑ τους κήρυ­ξε τον «κοι­νω­νι­κό πόλε­μο» για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω μια έννοια του συρ­μού, έννοια που μέσα στην αορι­στο­λο­γία της επι­κα­λύ­πτει τον ταξι­κό χαρα­κτή­ρα των πολι­τι­κών λιτό­τη­τας. Αντί­θε­τα η ταξι­κό­τη­τα αυτής της ψήφου  λέει πολ­λά για τις αδυ­να­μί­ες  του κινή­μα­τος που προσ­διο­ρί­ζε­ται ταξι­κά και μόνο περιο­ρι­σμέ­να επι­δέ­χε­ται ερμη­νειών για την «ψυχο­λο­γία» των ψηφο­φό­ρων (ψήφος με βάση το «μικρό­τε­ρο κακό», «δεύ­τε­ρη ευκαι­ρία» κ.ο.κ.). Από την άλλη, πρέ­πει να γίνει σαφές πως η έγερ­ση μιας ταξι­κής συνεί­δη­σης δεν εξαρ­τά­ται μόνο από τις εγγε­νείς αδυ­να­μί­ες του υπο­κει­με­νι­κού παρά­γο­ντα αλλά και από τα εμπό­δια που θέτει το σύστη­μα (ιδε­ο­λο­γι­κά, κοι­νω­νι­κά, πολι­τι­σμι­κά κ.λπ.). Λόγου χάρη, οι ίδιες οι συν­θή­κες ζωής και εργα­σί­ας των εργα­τι­κών και λαϊ­κών στρω­μά­των, απο­τε­λούν μηχα­νι­σμό κοι­νω­νι­κής πει­θάρ­χη­σης (στέ­γα­ση, δια­τρο­φή, εργα­σια­κή ανα­σφά­λεια, αβε­βαιό­τη­τα για το μέλ­λον, ανερ­γία κ.λπ.) που εμπο­δί­ζουν τη δια­μόρ­φω­ση μιας ταξι­κής συνεί­δη­σης, πόσο μάλ­λον την ανά­λη­ψη ταξι­κής δρά­σης. Ουσια­στι­κά η ταξι­κή ψήφος, ως ένδει­ξη ταξι­κής συνεί­δη­σης, περ­νά­ει από «σαρά­ντα κύμα­τα» για να αρθρω­θεί. Στη συγκε­κρι­μέ­νη «χει­ρο­νο­μία» o ψηφο­φό­ρος δεν επι­λέ­γει μόνο  ταυ­τό­τη­τα (συλ­λο­γι­κό­τη­τα) αλλά ορί­ζει κατά κάποιο τρό­πο και αντιπάλους.

Ούτε πάλι θα πρέ­πει να μας εκπλήσ­σει αν αυτοί που πίστε­ψαν ότι θα μπο­ρού­σαν να φτιά­ξουν λαϊ­κό κίνη­μα «αλιεύ­ο­ντας» στα θολά νερά του δημο­ψη­φί­σμα­τος και στον συγκε­χυ­μέ­νο αντι­μνη­μο­νια­κό λόγο, δια­ψεύ­στη­καν. Εκεί­νοι πάλι που εμφα­νί­ζο­νταν ως η «αρι­στε­ρή συνεί­δη­ση» του ΣΥΡΙΖΑ (κάτι μετα­ξύ  αντι­μνη­μο­νια­κού και αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κού πόλου) και ανέ­με­ναν να συνα­ντη­θούν με τον «κοι­νω­νι­κό» ΣΥΡΙΖΑ, μάταια θα ανα­μέ­νουν. Έτσι λοι­πόν, αφού κατα­δεί­χτη­κε η ρηχό­τη­τα του αντι­μνη­μο­νια­κού κινή­μα­τος, ‑εν τέλει ο βου­λη­σιαρ­χι­σμός του πολιτικού‑, τα διφο­ρού­με­να  διλήμ­μα­τα του δημο­ψη­φί­σμα­τος και οι αμφι­θυ­μί­ες του ΟΧΙ, μας έμει­νε ένα ταξι­κό μνη­μό­νιο. Αυτή τη φορά με «λαϊ­κή νομι­μο­ποί­η­ση», και όπως πάντα, ο καπι­τα­λι­σμός. Νομί­ζω λοι­πόν πως πριν χαθού­με ξανά σε ένα εξε­γερ­σια­κό ακτι­βι­σμό που μπο­ρεί να πάει, ‑τη στιγ­μή που η φασι­στι­κή παρου­σία εμπε­δώ­νε­ται στην ελλη­νι­κή κοινωνία‑, και προς την ατο­μι­κή (αρι­στε­ρό­στρο­φη) τρο­μο­κρα­τία, επι­βάλ­λε­ται να ανα­στο­χα­στού­με πάνω στη σχέ­ση θεω­ρί­ας και δρά­σης. Σε μεγά­λο βαθ­μό οι τάσεις αυτές ενι­σχύ­ο­νται από την διά­χυ­τη απο­γο­ή­τευ­ση του «πρώ­τη φορά Αρι­στε­ρά», την ανα­ξιο­πι­στία και την κενό­τη­τα της αντι­μνη­μο­νια­κής δρά­σης αλλά και από την μετά­θε­ση της λύσης των προ­βλη­μά­των, από πλευ­ράς ταξι­κού κινή­μα­τος,  σε ένα απώ­τε­ρο μέλ­λον. Με αυτή την μετά­θε­ση όμως υπάρ­χει ο κίν­δυ­νος τα προ­βλή­μα­τα των εργα­τι­κών και λαϊ­κών στρω­μά­των να βρε­θούν εκτός ταξι­κής πάλης. Επο­μέ­νως οφεί­λου­με να δού­με τη δρά­ση, όχι ως αυτο­σκο­πό αλλά ως μέσον που θα δεσμεύ­ε­ται σε ένα στέ­ρεο θεω­ρη­τι­κό και πολι­τι­κό λόγο. Σε κάθε περί­πτω­ση η απο­σπα­σμα­τι­κή δρά­ση των μεσαί­ων στρω­μά­των στην οποία ανα­φέ­ρε­ται η αντι­μνη­μο­νια­κή Αρι­στε­ρά και η  Αρι­στε­ρά  της ανα­τρο­πής και της ρήξης  μπο­ρεί να θέσει ζητή­μα­τα μόνο στη σφαί­ρα ανα­πα­ρα­γω­γής (διανομή/κατανάλωση), όπου εξάλ­λου αρθρώ­νο­νται αυτά τα στρώ­μα­τα. Για να τεθεί όμως το ζήτη­μα συνο­λι­κά εκεί που παρά­γε­ται ο κοι­νω­νι­κός πλού­τος, ‑και τα σημε­ρι­νά πολι­τι­κά αδιέ­ξο­δα το δείχνουν‑, καθώς δεν αρκεί η Αρι­στε­ρά στη κυβέρ­νη­ση, θα πρέ­πει η κινη­μα­τι­κή δρά­ση να συν­δε­θεί με την ταξι­κή δρά­ση, δηλα­δή με τους ταξι­κούς αγώ­νες της εργα­τι­κής τάξης.  Ωστό­σο αυτό το ζήτη­μα δεν μπο­ρεί να τεθεί με ουσια­στι­κό τρό­πο αν δεν προσ­διο­ρι­στούν με σαφή­νεια: α) το κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο, δηλα­δή η εργα­τι­κή τάξη και οι σύμ­μα­χοί της, μιας και δεν είναι όλοι οι μισθω­τοί εργα­ζό­με­νοι, εργά­τες, και β) το περιε­χό­με­νο της κοι­νω­νι­κής συμμαχίας.

Πρώ­τα από όλα αυτό δεν μπο­ρεί να γίνει χωρίς πολι­τι­κό υπο­κεί­με­νο, κόμ­μα,  που ως κοι­νω­νι­κή σχέ­ση θα είναι πάνω από τα άτο­μα, την αυτο­νο­μία τους και  τις μετα­πτώ­σεις τους κ.λπ., στοι­χεία που χαρα­κτη­ρί­ζουν λιγό­τε­ρο ή, περισ­σό­τε­ρο τις οργα­νώ­σεις της αντι­μνη­μο­νια­κής Αρι­στε­ράς και της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής Αρι­στε­ράς, ή ακό­μη και της «μαρ­ξι­στι­κής-λενι­νι­στι­κής», που σε μεγά­λο βαθ­μό αυτο­α­να­φέ­ρο­νται.  Εδώ η πολι­τι­κή οργά­νω­ση δεν έχει αυτο­νο­μη­θεί από τα άτο­μα, τις επι­θυ­μί­ες τους, τις επι­διώ­ξεις τους κ.λπ. Αυτό είναι πολύ δύσκο­λο να συμ­βεί σε άτο­μα που εξαι­τί­ας της μορ­φής της εργα­σί­ας τους (ημι-αυτό­νο­μη, δημιουρ­γι­κή, σχε­δια­στι­κή κ.ο.κ.)  φετι­χο­ποιούν την αυτο­νο­μία και τη ανε­ξαρ­τη­σία. Είναι προ­φα­νές ότι η εργα­σια­κή κατά­στα­ση και οι συν­θή­κες ζωής δυσκο­λεύ­ουν  την έντα­ξη σε μια προ­λε­τα­ρια­κή συλ­λο­γι­κό­τη­τα. Εξάλ­λου η κοι­νω­νι­κή βάση αυτών των πολι­τι­κών οργα­νώ­σε­ων (εκπαι­δευ­τι­κοί, ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες, φοι­τη­τές κ.λπ.) το κατα­δει­κνύ­ει. Ανε­ξάρ­τη­τα, λοι­πόν, από τις προ­θέ­σεις, εδώ έχου­με να κάνου­με με πολι­τι­κό-οργα­νω­τι­κά σχή­μα­τα που ανα­δύ­ο­νται περισ­σό­τε­ρο από την επι­θυ­μία για ταυ­τό­τη­τα, ακό­μη και για συλ­λο­γι­κή δρά­ση, χωρίς αυτό να δια­με­σο­λα­βεί­ται πάντα από την ανά­γκη. Άλλο όμως η συλ­λο­γι­κή δρά­ση ως άθροι­σμα ατο­μι­κών δρά­σε­ων και επι­θυ­μιών  και άλλο η ταξι­κή δρά­ση, απόρ­ροια της ταξι­κής θέσης (ανά­γκης) στη δομή (μισθω­τή εργα­σία). Όπως δια­φαί­νε­ται λοι­πόν η σχέ­ση στην εργα­σια­κή δια­δι­κα­σία επη­ρε­ά­ζει σημα­ντι­κά τον τύπο κοι­νω­νι­κής δρά­σης (κινη­μα­τι­κή ή, ταξι­κή). Συνε­πώς οποια­δή­πο­τε «ενό­τη­τα στη δρά­ση» προ­ϋ­πο­θέ­τει την υπα­γω­γή της κινη­μα­τι­κής δρά­σης στην ταξι­κή δρά­ση ώστε αυτή να μην μετε­ξε­λι­χθεί σε έναν διαρ­κή και ανέ­ξο­δο ακτιβισμό.

«Ιδε­ο­τυ­πι­κά» αυτή η κοι­νω­νι­κή σχέ­ση, για την οποία παρα­πά­νω μιλή­σα­με, μπο­ρεί να  ανα­δει­χτεί από έναν πολι­τι­κό οργα­νι­σμό που είναι γειω­μέ­νος μέσα στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νία και δια­θέ­τει ταξι­κά ερεί­σμα­τα στους χώρους εργα­σί­ας, στην πόλη, στο χωριό κ.α. Μπο­ρεί επο­μέ­νως να έχει την επο­πτεία (ταξι­κό-οργα­νω­τι­κή) του χώρου και του χρό­νου για να συμπή­ξει τις ανα­γκαί­ες κοι­νω­νι­κές συμ­μα­χί­ες. Βεβαί­ως το μορ­φω­τι­κό και πολι­τι­σμι­κό επί­πε­δο της  ελλη­νι­κής εργα­τι­κής τάξης, αντα­νά­κλα­ση του βαθ­μού κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης της εργα­σί­ας, είναι σήμε­ρα δια­φο­ρε­τι­κό από το αντί­στοι­χο προη­γού­με­νων δεκα­ε­τιών, και γι’ αυτό ενδε­χο­μέ­νως να χρειά­ζο­νται, δίπλα στις δοκι­μα­σμέ­νες μορ­φές οργά­νω­σης-συμ­με­το­χής, νέες μορ­φές. Παρ’ όλα αυτά και στο βαθ­μό που το πολι­τι­κό υπο­κεί­με­νο δια­σφα­λί­ζει, μαζί με την ιστο­ρι­κο-βιω­μα­τι­κή και την πολι­τι­κο-οργα­νω­τι­κή συνέ­χεια της ελλη­νι­κής εργα­τι­κής τάξης, νομί­ζω πως πλη­ρού­νται οι όροι αυτής της σχέ­σης. Από εδώ και μετά αρχί­ζουν, όπως αντι­λαμ­βά­νε­ται ο καθέ­νας, για όλους, πρω­τί­στως όμως για το πολι­τι­κό υπο­κεί­με­νο, τα δύσκο­λα. Εξάλ­λου, όπως το θέτει ο Μαρξ, είναι ο ίδιος ο άνθρω­πος που με τη δρά­ση του δημιουρ­γεί την ιστο­ρία, σε συν­θή­κες όμως που ο ίδιος δεν έχει επιλέξει.

 

* Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο