Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΟΙ ΠΟΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΟΣ ΔΟΚΑΝΟΥ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //
φιλό­λο­γος – κρι­τι­κός λογοτεχνίας

Την 1η του Μάρ­τη η Εται­ρία Λογο­τε­χνών, ο Δήμος Περά­μα­τος, η Αγω­νι­στι­κή Παρά­τα­ξη Ελλή­νων Λογο­τε­χνών και οι εκδό­σεις «Αλφειός» προ­σκα­λούν σε μια εκδή­λω­ση-παρου­σί­α­ση των νέων βιβλί­ων του Γιάν­νη Παπα­οι­κο­νό­μου «Το κλι­μά­κιο», «Επι­τα­ξι­κά» και «Μέρες». Η εκδή­λω­ση θα γίνει στην αίθου­σα της Ένω­σης Ποντί­ων Περά­μα­τος, Λ. Ειρή­νης 211. Μην έχο­ντας δια­βά­σει ακό­μα τα ως άνω βιβλία, εκτός από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Επι­τα­ξι­κά, θα ξεκι­νή­σω τού­το το σημεί­ω­μα που θα είναι αφιε­ρω­μέ­νο στο παλαιό­τε­ρο και πολύ πετυ­χη­μέ­νο Το Δόκα­νο,  με ένα ποί­η­μα από τα Επι­τα­ξι­κά με τίτλο Η ταξι­κή Ευγένεια:

Ο καθω­σπρε­πι­σμός
των κυρί­ων
και των αβρών κυριών
στα σαλό­νια τους
στα θέα­τρα
τις κοσμι­κές δεξιώσεις
γίνε­ται λάμια
Σκύλ­λα και Χάρυβδη
όταν απ’ τα μπαλ­κό­νια τους
θωρούν
τα οργι­σμέ­να πλήθη
που τη γαλή­νη τους
ταρά­ζουν
και τα κέρ­δη τους
κυρί­ως αυτά
αμφι­σβη­τούν.

Αξί­ζει να στα­θού­με ξανά στο μυθι­στό­ρη­μα του Γιάν­νη Παπα­οι­κο­νό­μου Το δόκα­νο που παί­ζε­ται στα χρό­νια της χού­ντας. Τον ερχό­με­νο Απρί­λη θα είναι 50 χρό­νια που επι­βλή­θη­κε η δικτα­το­ρία των κολο­νέ­λων στον τόπο. Η χού­ντα σφρά­γι­σε την πορεία του συγ­γρα­φέα. Ο ίδιος διέ­φυ­γε στο εξω­τε­ρι­κό κυνη­γη­μέ­νος και έτσι η πίκρα της δικτα­το­ρί­ας συν­δυά­στη­κε με την πίκρα της ξενιτιάς.

Το δόκα­νο

Στο Το δόκα­νο (εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», 2007) γίνε­ται φανε­ρό, ότι το ανθρώ­πι­νο υλι­κό δεν έχει προ­πλα­στεί για να γίνει ήρω­ας. Υπάρ­χουν περί­που όλες οι στά­σεις ζωής και όλα τα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, αλλά όχι σε κανο­νι­κές συν­θή­κες. Έχου­με δικτα­το­ρία και αυτή απαι­τεί από τον καθέ­να μια επι­λο­γή. Δύσκο­λες συν­θή­κες φέρ­νουν και δύσκο­λες επι­λο­γές. Οι συνέ­πειες είναι πολύ πιο μεγά­λες, ακό­μα και καθο­ρι­στι­κές. Ο ηρω­ϊ­σμός φτά­νει μέχρι ένα ορι­σμέ­νο σημείο. Κάποιοι ξεπερ­νούν το σημείο αυτό και τα δια­κιν­δυ­νεύ­ουν όλα, κάνουν μια υπέρ­βα­ση, άλλοι δεί­χνουν μέχρι πού φτά­νει η προ­σφο­ρά τους. Υπάρ­χουν πάντα δια­βαθ­μί­σεις στην προ­διά­θε­ση, στις δυνα­τό­τη­τες για προ­σφο­ρά στον αντι­στα­σια­κό, τον αντι­δι­κτα­το­ρι­κό αγώ­να. Αυτό ισχύ­ει και για τον ανα­γνώ­στη και την πρό­σλη­ψή του. Ανά­λο­γα μ’αυτό που έχει μέσα του, δια­βά­ζει ένα βιβλίο, παίρ­νει αυτό που μπο­ρεί να ερμη­νεύ­σει, που μπο­ρεί να αντέ­ξει. Στο Δόκα­νο νέοι άνθρω­ποι παλεύ­ουν παρά­νο­μα ενά­ντια στη χού­ντα. Πιστεύ­ουν σε ιδα­νι­κά και τα βάζουν με τη δικτα­το­ρι­κή κρα­τι­κή μηχα­νή της βίας. Ο συγ­γρα­φέ­ας φτιά­χνει ένα μοσαϊ­κό με υλι­κό παρ­μέ­νο από τη ζωή. Τα δύο φύλα βρί­σκο­νται στο ίδιο επί­πε­δο στην πάλη, αλλά και στη σάπια κοι­νω­νία. Το υλι­κό που σπα­ει την παρά­δο­ση αφο­ρά και τα δύο φύλα. Έχου­με ψυχο­γρα­φί­ες δια­φό­ρων τύπων, της μικρο­α­στι­κής νοο­τρο­πί­ας, του χαφιέ από τα απλά λαϊ­κά στρώ­μα­τα, τον ήρωα από τα απλά λαϊ­κά στρώ­μα­τα, την άδεια ψυχή που δεν ξέρει τί να κάνει, τη γυναί­κα αγω­νί­στρια, αλλά και την γυναί­κα που τα βολεύ­ει σ’ένα σαρ­κι­κό έρω­τα με χου­ντι­κό αξιω­μα­τού­χο. Ο μικρο­α­στι­σμός που μετά από πολ­λούς επα­να­στα­τι­σμούς και μπό­λι­κη οργή τελι­κά πεί­θε­ται να γίνει χαφιές. Η στά­ση του να είσαι πάντα με τους από πάνω. Τα ιδιω­τι­κά σχο­λεία που πλά­θουν τη στό­φα του ανθρώ­που που θέλει καλή υλι­κή ζωή και εξου­σία. Τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα με την καθά­ρια ψυχο­λο­γία τους, για­τί δεν έχουν και πολ­λές επι­λο­γές. ‘Η θα συμ­βι­βα­στείς ή θα παλέψεις.

Στο βιβλίο ανα­πτύσ­σο­νται χαρα­κτη­ρι­στι­κές συζη­τή­σεις-διά­λο­γοι, χαρα­κτη­ρι­στι­κοί για το ποιόν και για την εσω­τε­ρι­κή εξέ­λι­ξη του κάθε «ήρωα» αντι­προ­σω­πεύ­ο­ντας στά­σεις ζωής, επι­λο­γές ατο­μι­κές ανά­λο­γα τελι­κά με τη συγκρό­τη­ση την ψυχο­κοι­νω­νι­κή, τη μορ­φω­τι­κή, την ταξι­κή του καθε­νός. Να δού­με κάποια παραδείγματα:

«Ο Ιορ­δά­νης δεν κυνη­γιό­ταν. Τον είχαν σώσει «οι προ­σβά­σεις», όπως έλε­γε τους βασι­λι­κούς. Τι διά­ο­λο τελεί­ω­σε τη Σχο­λή Ανα­βρύ­των, με συμ­μα­θη­τή τον Κοκό; Παι­δί φτω­χών αγρο­τών. …Τα παι­διά ήταν έξυ­πνα. ‘Επαιρ­ναν τα γράμ­μα­τα. …Τον Ιορ­δά­νη τον πήραν με τα «μέτρα» της Φρει­δε­ρί­κης, το πραγ­μα­τι­κό παι­δο­μά­ζω­μα των παι­διών από τα χωριά που ‘χαν ζήσει την «άλλη κατά­στα­ση», το Δημο­κρα­τι­κό Στρατό…Τα παι­διά κλεί­στη­καν σε σχο­λεία ειδι­κά, για την «εθνι­κό­φρο­να ανα­γέν­νη­ση του πνεύ­μα­τός των». Ετσι, ο Ιορ­δά­νης, έξυ­πνος, ζωντα­νός, κλεί­στη­κε στ’ Ανά­βρυ­τα, «ο τυχε­ρά­κιας», όπως τον φώνα­ζαν τα παι­διά του χωριού, στις καλο­και­ρι­νές διακοπές.

Ο «τυχεράκιας»…Πού να ξέρουν τα δύστυ­χα, ξυπό­λη­τα παι­διά, πως δεν ήταν παρά το φτω­χό δοχείο της συμπλή­ρω­σης της χρι­στια­νι­κής φιλαν­θρω­πί­ας των μικρών πλου­σί­ων και των κυριών του συλ­λό­γου γονέ­ων και κηδε­μό­νων, κάθε Χρι­στού­γεν­να και Πάσχα! Αυτός ήξε­ρε πόσο «τυχε­ρά­κιας» ήταν!» (σελ. 69). 

Ο Ιορ­δά­νης πλά­θε­ται μέσα σ’αυτή την εκπαί­δευ­ση με τα παι­διά, που δεν ήταν της τάξης του. Ομως, πλά­θε­ται αλλιώς απ’ ο,τι στό­χευε το σχο­λείο. «Η ταπεί­νω­ση», δια­βά­ζου­με, «που από ένστι­κτο τότε ένοιω­θε, γινό­ταν σιγά σιγά, καθώς στά­λα­ζε βαθιά μέσα του, ρομ­φαία στα­λαγ­μί­τη, σκλη­ρή, οργής και πίκρας» (σελ. 70).

Η ζωή πλά­θει, αλλά και αλλιώ­νει χαρα­κτή­ρες και στο Δόκα­νο έχου­με πολ­λές τέτοιες εξε­λί­ξεις. Δεν είναι τυχαίο. Οι συν­θή­κες δικτα­το­ρί­ας απαι­τούν μια στά­ση από τους ανθρώ­πους, που δεν τη ζητά­ει σε κανο­νι­κές συν­θή­κες. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά των ανθρώ­πων που δεν θα φαί­νο­νταν σε ομα­λές συν­θή­κες, βγαί­νουν στη φόρα. Επι­τα­χύ­νο­νται ψυχο­λο­γι­κές δια­δι­κα­σί­ες, ο καθέ­νας αντι­δρά ανά­λο­γα με το υλι­κό που έχει μέσα του, όπως ο Ιορ­δά­νης του παρα­δείγ­μα­τος. «Τα είχε μαζέ­ψει», που λένε. Ο Πέτρος είναι μια άδεια ψυχή, που ωστό­σο ο έρω­τας τη γεμί­ζει. Η Λίνα είναι μια άδεια ψυχή χωρίς ιδα­νι­κά, πάει χωρίς δισταγ­μούς με χου­ντι­κό σε άγριο σαρ­κι­κό έρω­τα. Ο Τάσος είναι ο πλέ­ον απο­φα­σι­σμέ­νος αγω­νι­στής, ο σίγου­ρος, ο ατα­λά­ντευ­τος. Μέσα στην ομά­δα τους στην παρα­νο­μία αντι­με­τω­πί­ζει τον Ιορ­δά­νη, που έχει αρχί­σει να «τσι­νά­ει», να ταλα­ντεύ­ε­ται, επη­ρε­α­σμέ­νος από τον αδερ­φό του Λάμπη, που όλο προ­σπα­θεί να τον μετα­πεί­σει να μην πάει κόντρα στο σύστη­μα, αλλά να βολευ­τεί με τους εκά­στο­τε από πάνω και να γίνει…χαφιές.

Σελ.119–120:  — Ακου Ιορ­δά­νη, κατα­νοώ τη δυσκο­λία να κάνεις το βήμα προς τη νέα κατά­στα­ση. Εχεις πολ­λά δώσει στη μαρ­ξι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία κι αυτή σου ‘χει δώσει όχι λιγό­τε­ρα. Ασε όμως τα σχή­μα­τα, τα στη­μέ­να παι­χνί­δια των οργα­νώ­σε­ων, που οδη­γούν στο περι­θώ­ριο της πραγ­μα­τι­κής δρά­σης, της προ­σφο­ράς μας για την ανόρ­θω­ση αυτού του τόπου. Δεν μπο­ρού­με να περι­μέ­νου­με την πτώ­ση του καθε­στώ­τος για να βοη­θή­σου­με το λαό μας σ’ ένα νέο σύστη­μα που έχου­με θεω­ρη­τι­κά – και μόνο θεω­ρη­τι­κά – πλά­σει στο κεφά­λι μας. Κι ούτε είναι σίγου­ρο πως το άλλο καθε­στώς που θα ακο­λου­θή­σει, θα είναι το δικό σου, αυτό που ‘χεις ενστερ­νι­στεί βαθιά μέσα σου. Πολύ φοβά­μαι πως θα ‘ναι το ίδιο με άλλο κοστού­μι. Μεί­νε αδερ­φέ μου στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Προ­σαρ­μό­σου με το υπαρ­κτό. Πάλε­ψε να πάρει η πατρί­δα μας το δρό­μο της εθνι­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης και κάθαρ­σης. Με το δικό σου τρόπο…

 ‑Και λοι­πόν, μου ζητάς να συνερ­γα­στώ μ’ αυτές τις άδειες στο­λές, με τα χάρ­τι­να λόγια και τις ηλί­θιες ενέργειες;

   ‑Οχι βρε Ιορ­δά­νη! Από την ανο­χή μέχρι τη συνερ­γα­σία υπάρ­χει μεγά­λη δια­φο­ρά! Εγώ σου λέω μεί­νε αυτό που είσαι, μα άκου, συζή­τα, πρότεινε.…

Βγες στο φως! Ασε το σκο­τά­δι! Δεν είσαι τυφλο­πό­ντι­κας, άνθρω­πος είσαι! Αυτοί όλοι που χρη­σι­μο­ποιούν τη νύχτα και τα χιμαι­ρι­κά προ­γράμ­μα­τα, έχουν συμ­φέ­ρο­ντα. Εξυ­πη­ρε­τούν άλλους που, ασφα­λείς από μακριά, δίνουν εντο­λές, δια­τά­ζουν και σας στέλ­νουν, ποί­μνιο στη σφα­γή, στα κρα­τη­τή­ρια, στα βασα­νι­στή­ρια, στις εξορίες.…

  ‑Και υπο­στη­ρί­ζεις Λάμπη όλες αυτές τις θηριωδίες;

  ‑Είναι κι αυτά μέρος του παι­χνι­διού. Ετσι πρέ­πει να γίνει, σ’αυτή τη φάση, για να δοθεί χρό­νος στους άλλους  που θα ‘ρθουν με άλλους μαν­δύ­ες, αλλά με τα ίδια συμ­φέ­ρο­ντα, που δεν θα αφή­νουν κανέ­να περι­θώ­ριο επι­λο­γής. Και μη με ρωτάς ποιοί και πότε, από πού και πώς; Θα ‘ναι από την Αμε­ρι­κή ή την Ευρώ­πη, από το παρα­πέ­τα­σμα. Ελλη­νες που, γενιές τώρα, υπη­ρε­τούν τους ξένους. Μην έχεις αυτα­πά­τες. Εμείς, εσύ δηλα­δή, θα μεί­νεις απέ­ξω. Αφού δε θα ‘σαι εξαρ­χής δικός τους, οι πόρ­τες θα ‘ναι κλει­στές. Εδώ σε καλούν να πάρεις μέρος σε μια σταυ­ρο­φο­ρία για την πατρί­δα, το λαό μας, τις παρα­δό­σεις μας. Ν’αποκτήσεις δύνα­μη κι εσύ Ιορ­δά­νη, ν’αποδείξεις πόσο αξί­ζεις, να μοι­ρα­στείς την τύχη αυτού του τόπου, να ‘χεις εξουσία! 

Μπο­ρείς να «κάψεις» κάποιους που σ’εμποδίζουν να προ­χω­ρή­σεις. Μάθε κυρί­ως για τις συν­δέ­σεις των πυρή­νων – έτσι μόνο θα τους ελέγ­ξεις καλύ­τε­ρα. Για να γίνει αυτό όμως, πρέ­πει να σε απο­δε­χτούν. Να δεί­ξεις έργο, δρά­ση, και να κατα­ξιω­θείς. Μετά, κατευ­θύ­νεις εσύ! Χαρά­ζεις την πολι­τι­κή σου και ξεκό­βεις με τα γερό­ντια του εξω­τε­ρι­κού και τους χαλέ­δες του εσω­τε­ρι­κού. Τι νομί­ζεις, πως οι άλλοι είναι καλύ­τε­ροί σου; Κάτι αγράμ­μα­τοι, λογά­δες, απο­τυ­χη­μέ­νοι είναι και τίπο­τε άλλο!»

Ο Ιορ­δά­νης, μεγα­λω­μέ­νος μέσα στο δηλη­τή­ριο των «ανα­μορ­φω­τη­ρί­ων του εθνι­κι­σμού», από ατο­μι­κό κόμπλεξ  είχε πάει στην αντι­χου­ντι­κή οργά­νω­ση, βια­στι­κά επα­να­στα­τι­κά, μικρο­α­στι­κά, για τη δική του εξου­σία και εκδί­κη­ση. Γίνε­ται χαφιές. Οσοι έχουν ζήσει τη χού­ντα, στο βιβλίο αυτό σίγου­ρα θα βρουν τις στά­σεις και επι­λο­γές, που έχουν δει γύρω τους. Το βιβλίο φέρ­νει στον ανα­γνώ­στη μια ρεα­λι­στι­κή ποι­κι­λία ανθρώ­πι­νων αντι­δρά­σε­ων. Δεν ήταν όλοι ήρωες.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο