Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι σκοποί της υλιστικής κριτικής σύμφωνα με τον Πλεχάνοφ

Επι­μέ­λεια: Πανα­γιώ­της Μανιά­της //

Ο Γκε­όρ­γκι Βαλε­ντί­νο­βιτς Πλε­χά­νοφ (1856–1918) στον πρό­λο­γο της τρί­της έκδο­σης της συλ­λο­γής «Ιστο­ρία είκο­σι χρό­νων» ανα­φέ­ρε­ται στα καθή­κο­ντα της υλι­στι­κής κρι­τι­κής. Αρχι­κά τονί­ζει πως η κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση δια­μορ­φώ­νε­ται απ’ τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες. Γι’ αυτό το λόγο θεω­ρεί ότι η τέχνη εκφρά­ζει τις τάσεις και τις ψυχι­κές κατα­στά­σεις μιας ορι­σμέ­νης κοι­νω­νί­ας ή, στην περί­πτω­ση μιας κοι­νω­νί­ας χωρι­σμέ­νης σε τάξεις, μιας ορι­σμέ­νης κοι­νω­νι­κής τάξης. Είναι, επί­σης, φανε­ρό πως ένας λογο­τε­χνι­κός κρι­τι­κός που θέλει ν’ ανα­λύ­σει ένα έργο πρέ­πει πρώ­τα-πρώ­τα να ψάξει να βρει ποιο στοι­χείο της κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης (ή της ταξι­κής συνεί­δη­σης) εκφρά­ζε­ται σ’ αυτό το έργο. 1

Έπει­τα παρα­τη­ρεί ότι οι ιδε­α­λι­στές κρι­τι­κοί της σχο­λής του Χέγκελ – κι ανά­με­σά τους ο Μπε­λίν­σκυ, σε μια ορι­σμέ­νη φάση της εξέ­λι­ξής του – έλε­γαν πως σκο­πός της φιλο­σο­φι­κής κρι­τι­κής είναι η μετά­φρα­ση της ιδέ­ας, που ο καλ­λι­τέ­χνης εκφρά­ζει στο έργο του, απ’ τη γλώσ­σα της τέχνης στη γλώσ­σα της φιλο­σο­φί­ας, απ’ τη γλώσ­σα των εικό­νων στη γλώσ­σα της λογι­κής. Κατά­λα­βαν όμως ότι η δου­λειά τους δεν μπο­ρού­σε να περιο­ρι­στεί σ’ αυτή την προ­σπά­θεια γι’ αυτό και η δεύ­τε­ρη πρά­ξη όφει­λε, όπως έγρα­φε ο Μπε­λίν­σκυ, «να δεί­ξει την ιδέα της καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας κάτω απ’ τη συγκε­κρι­μέ­νη μορ­φή, να την ανα­λύ­σει σε εικό­νες και να ξανα­βρεί στα μέρη της το σύνο­λο και την ενό­τη­τα». Αυτό σημαί­νει πως η ανά­λυ­ση της ιδέ­ας ενός έργου τέχνης πρέ­πει να συνο­δεύ­ε­ται απ’ την εκτί­μη­ση των καλ­λι­τε­χνι­κών του ιδιοτήτων.

plehanov1Σαν οπα­δός της υλι­στι­κής κοσμο­θε­ω­ρί­ας, λέει ότι το πρώ­το καθή­κον του κρι­τι­κού είναι η μετά­φρα­ση της ιδέ­ας που υπάρ­χει σ’ ένα ορι­σμέ­νο έργο απ’ τη γλώσ­σα της τέχνης στη γλώσ­σα της κοι­νω­νιο­λο­γί­ας κι ο καθο­ρι­σμός του κοι­νω­νιο­λο­γι­κού ισο­δύ­να­μου του δεδο­μέ­νου λογο­τε­χνι­κού φαι­νο­μέ­νου. Ανα­γνω­ρί­ζει όμως ότι δεν αρκεί η ανα­κά­λυ­ψη αυτού του ισο­δύ­να­μου για­τί η κοι­νω­νιο­λο­γία δεν πρέ­πει να κλεί­νει την πόρ­τα στην αισθη­τι­κή, μα αντί­θε­τα να την ανοί­γει διά­πλα­τα. Έτσι η δεύ­τε­ρη πρά­ξη μιας συνε­πούς υλι­στι­κής κρι­τι­κής πρέ­πει να είναι –όπως έκα­ναν και οι ιδε­α­λι­στές κρι­τι­κοί- η εκτί­μη­ση των αισθη­τι­κών ιδιο­τή­των του έργου που εξε­τά­ζει: Αν ο ματε­ρια­λι­στής κρι­τι­κός αρνη­θεί μια τέτοια εκτί­μη­ση, με το πρό­σχη­μα πως ανα­κά­λυ­ψε κιό­λας το κοι­νω­νιο­λο­γι­κό ισο­δύ­να­μο του έργου, θα φανε­ρώ­σει πως δεν κατα­λα­βαί­νει την άπο­ψη, που πάνω της θέλει να βασι­στεί. Οι ιδιο­τυ­πί­ες της καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας κάθε επο­χής βρί­σκο­νται πάντα στε­νά δεμέ­νες με την κοι­νω­νι­κή ψυχο­λο­γία της. Η κοι­νω­νι­κή ψυχο­λο­γία κάθε επο­χής δια­μορ­φώ­νε­ται απ’ τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις της επο­χής αυτής. Να για­τί, ο καθο­ρι­σμός του κοι­νω­νιο­λο­γι­κού ισο­δύ­να­μου κάθε λογο­τε­χνι­κού έργου θα ήταν ατε­λής και, κατά συνέ­πεια, ανα­κρι­βής, αν ο κρι­τι­κός αρνιό­ταν να εκτι­μή­σει την καλ­λι­τε­χνι­κή του αξία· μ’ άλλα λόγια, η πρώ­τη πρά­ξη της ματε­ρια­λι­στι­κής κρι­τι­κής αντί να καθι­στά τη δεύ­τε­ρη πρά­ξη περιτ­τή, την απαι­τεί σαν ανα­γκαίο της συμπλή­ρω­μα.2

1) Πλε­χά­νωφ, Αισθη­τι­κή, Πυξί­δα, 1954, σελ 102

2) Στο ίδιο, σελ 103–104

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο