Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ο ήλιος κατακόκκινος, σαν απ’ το πολύ αίμα που χύθηκε, κρύφτηκε στην κορφή του Γράμμου…»

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

bosis20Ο Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης) έγρα­ψε τη νου­βέ­λα ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ το 1953. Είναι ένα έργο που κατορ­θώ­νει να απο­τυ­πώ­σει με τη δύνα­μη του γρα­πτού λόγου στιγ­μές από το μεγα­λείο του Γράμ­μου. Από τα βιβλία του που δεν κυκλο­φό­ρη­σαν στην Ελλάδα.

Στα πλαί­σια του αφιε­ρώ­μα­τος του περιο­δι­κού μας στον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση), εν όψει της εκδή­λω­σης προς τιμή του στις 23 Γενά­ρη  (το ΑΤΕΧΝΩΣ συμ­με­τέ­χει ως συν­διορ­γα­νω­τής) δημο­σιεύ­ου­με από­σπα­σμα από το βιβλίο αυτό.

***

Ένα βαρύ πολυ­βό­λο από μια γωνιά βάζει δια­γώ­νια το λει­βά­δι ως τον αυχέ­να. Απ’ την άλλη γωνιά ένα οπλο­πο­λυ­βό­λο βάζει με τον ίδιο τρό­πο προς την αντί­θε­τη κατεύ­θυν­ση. Κει κατά τη μέση οι σφαί­ρες τους συνα­ντιού­νται. Μπρεν και ατο­μι­κά βάζουν κατά μέτω­πο. Γαζί περ­νά­ει. Λυγί­ζουν και θερί­ζο­νται τα χορ­τά­ρια. Οι μοναρ­χο­φα­σί­στες δαγκώ­νουν το χώμα. Άλλοι κάνουν από­το­μες κινή­σεις και πεθαί­νουν για τον Τρού­μαν και το Κολω­νά­κι. Πολ­λοί τρέ­χουν προς τα πίσω. Σε λίγο στα­μα­τούν κάθε κίνη­ση. Την ίδια ώρα έπα­ψαν τα πυρά. Και­νούρ­για προ­σπά­θεια του εχτρού. Και ξανά κελά­δη­σαν τα όπλα μας σα να τα πάτη­σε μια σού­στα όλα.

Ο εχτρός γαν­τζώ­θη­κε στον αυχέ­να, και κίνη­σε δυνά­μεις απ’ τη χαρά­δρα προς τη μικρή χαρα­δρού­λα δεξιό­τε­ρα. Τότε το βαρύ πολυ­βό­λο βάζει στον αυχέ­να, δυο ολμά­κια και ένας μεγά­λος όλμος αλω­νί­ζουν τη χαρα­δρού­λα. Και κει που παρα­κο­λου­θού­με βλέ­που­με κάτι σα σαΐ­τες να πετιού­νται μπρο­στά. Φαί­νο­νται και χάνο­νται. Πέφτουν και σηκώ­νο­νται. Προ­χω­ρούν μέσα απ’ τα χαμό­κλα­δα κι απ’ τις δυο πλευ­ρές του ξέφω­του. Και κάποια στιγ­μή κατα­με­σής βλέ­που­με  μια ψηλή σιλου­έ­τα να προ­χω­ρά­ει με άλμα­τα. Είναι ο διμοι­ρί­της ο Θωμάς που οδη­γά­ει τη διμοι­ρία του σε αντε­πί­θε­ση. Ζυγώ­νουν τον εχτρό. Κολά­νε στη γης. Παίρ­νουν μια ανά­σα. Παρα­κο­λου­θά­με με την ψυχή στα δόντια. Τρέ­μει η καρ­διά. Φωνή δε βγαί­νει απ’ το λαι­μό. Και κάποια στιγμή:

- Αέρα! πάνω τους παιδιά.

Σε λίγα λεφτά καβά­λη­σαν τον αυχένα.Δυο μπρεν γαζώ­νουν την πλα­γιά και το τρί­το γυρί­ζει δεξιά και βοη­θά­ειι τους όλμους. Τρε­χά­μα­τα στην πλα­γιά και βρι­σιές. Βογ­γη­τά και κλά­μα­τα. Τρέ­χουν, γλι­στρά­νε, πέφτουν. Γέμι­σε η πλα­γιά κουφάρια.

Άρχι­σε ξανά το πυρο­βο­λι­κό κι η αερο­πο­ρία, με περισ­σό­τε­ρη τώρα μανία. Κάνουν δυο ακό­μα από­πει­ρες στον ίδιο τομέα χωρίς κανέ­να απο­τέ­λε­σμα. Το βρα­δά­κι γύρι­σαν κατ’ εμάς. Τώρα η μάχη δεν είναι πανη­γύ­ρι. Όχι μόνο για­τί ξεσπά­ει στην πλά­τη μας. Είναι κι αυτό. Μα εκτός απ’ αυτό, το χέρι που τη διευ­θύ­νει είναι νευ­ρι­κό. Νιώ­θεις το θερ­μό­αι­μο που ταρά­χτη­κε, τον άπει­ρο παί­χτη που τα χάνει, που κάνει άστο­χες κινή­σεις. Απο­κρού­σα­με δυο εφό­δους.  Στην Τρί­τη κόλη­σαν κοντά μας. Η κατά­στα­ση είναι κρί­σι­μη. Και κει, που βλέ­που­με το χάρο με τα μάτια, δυο ομά­δες απ’ το λόχο του Αντώ­νη περ­νούν σα σφαί­ρα πλά­για το ξέφω­το και πέφτουν με ορμή στα πλευ­ρά του εχτρού. Τώρα έχου­με κι εμείς πανηγύρι.

«400 νεκρούς και τραυ­μα­τί­ες είχα­με, γρά­φαν οι φαντά­ροι στα ημε­ρο­λό­γιά τους. Τάγ­μα δια­λύ­θη­κε και τάγ­μα συγκρο­τή­θη­κε. Και­νούρ­για τάγ­μα­τα πήραν μέρος στη μάχη κι αυτοί ένα βήμα πίσω δεν έκαναν».

Ο τόπος γύρα απ’ τις γραμ­μές μας και τα περά­σμα­τα άλλα­ξε. Φύλ­λα, κλα­διά, στρώ­μα στη γης. Δέντρα ξερι­ζω­μέ­να. Κάθε μέτρο και γού­βα απ’ τις οβίδες.

Στα­μά­τη­σε ο χαλα­σμός της μάχης. Ο ήλιος κατα­κόκ­κι­νος, σαν απ’ το πολύ αίμα που χύθη­κε, κρύ­φτη­κε στην κορ­φή του Γράμ­μου. Μια από­λυ­τη παρα­δει­σέ­νια γαλή­νη απλώ­θη­κε ολό­γυ­ρα. Ούτε φωνή, ούτε τρα­γού­δι, ούτε του­φε­κιά. Ξαπλω­μέ­νοι στις θέσεις μας, ακί­νη­τοι σαν πεθα­μέ­νοι, αμί­λη­τοι, απο­λα­βαί­νου­με μ’ άφτα­στη, ανεί­πω­τη ευχα­ρί­στη­ση τη σιγα­λιά, την ερη­μιά. Νικη­τές και ζωντα­νοί δεν υπάρ­χει τίπο­τα το μεγαλύτερο.

Μας φέραν νερό, φαΐ. Μα τίπο­τα δε θέλου­με. Μόνο ησυ­χία, ακινησία.

Και κάποια στιγ­μή ο διμοι­ρί­της μας, ο Ηλί­ας, είπε:

- Άιντε παιδιά…

Αφή­σα­με τον οπλι­σμό  στις θέσεις μας και πήρα­με άλλα του­φέ­κια. Πριό­νια, κασμά­δες και φτυά­ρια. Τέλειω­σε η μάχη της μέρας κι αρχί­ζει η μάχη της νύχτας. Χροτς – χροτς ακού­γο­νται οι κόφτρες. Βογ­γά­νε οι οξυ­ές καθώς πέφτουν. Βρο­ντά­νε τα ξύλα καθώς σωριά­ζο­νται δίπλα στα πολυ­βο­λεία. Πετά­νε σπί­θες οι κασμά­δες, καθώς χτυ­πά­νε πάνω στις πέτρες. ακού­γε­ται χαρα­κτη­ρι­στι­κό σούρ­σι­μο που κάνει το χώμα που γλι­στρά­ει στην κατη­φο­ριά. Όλοι δου­λεύ­ουν. Ανά­βουν και σβή­νουν τ’ αστέ­ρια στον ουρα­νό. Προ­χω­ρά­ει η νύχτα. Σ’ όλη τη γραμ­μή μας συνε­χί­ζε­ται αθό­ρυ­βα η οχύ­ρω­ση. Στον ουρα­νό προ­βάλ­λει το λει­ψό φεγγάρι.

Κεί­νη τη στιγ­μή από κάποιο βρά­χο μια γλυ­κιά πλού­σια φωνή κορι­τσιού σκορ­πά­ει κύμα­τα – κύμα­τα το τρα­γού­δι: « Στη βρύ­ση τη βου­νή­σια κοντά είν’ η φλα­μου­ριά». Ο λόγ­γος και τ’ αγρί­μια, εμείς κι οι μπου­ρα­ντά­δες, απο­λα­βαί­νου­με το τρα­γού­δι. Από κάποιο τσου­γκά­ρι ο τηλε­βό­ας κηρύ­χνει τη συναδέλφωση.

Τού­τοι οι άνθρω­ποι όλη μέρα πολε­μού­σαν και τώρα δου­λεύ­ουν και τρα­γου­δά­νε. Τού­τοι οι άνθρω­ποι στέλ­νουν μήνυ­μα συνα­δέλ­φω­σης σε κεί­νους που τους στέλ­νουν το θάνα­το. Η κοπέ­λα με την υπέ­ρο­χη φωνή αύριο ίσως να μη ζει. Και τού­τη η όμορ­φη νύχτα ήρθε ύστε­ρα από μια κολα­σμέ­νη μέρα.

Ξημε­ρώ­νει η άλλη μέρα. Από νωρίς αρχί­ζει η μάχη. Πιο σκλη­ρή και πιο αιμα­τη­ρή. Και­νούρ­γιες δυνά­μεις ρίχνει ο εχτρός. Μα κι οι δικοί μας μαχη­τές είναι και­νούρ­γιοι. Αλλιώ­τι­κοι, καλύ­τε­ροι. Η περα­σμέ­νη μέρα πολ­λά τους έμα­θε. Ο αντί­πα­λος κάνει επί­θε­ση, σ’ όλη τη διά­τα­ξη μας. Δοκι­μά­ζει την αντο­χή μας. Ψάχνει να βρει το πιο αδύ­να­το σημείο. Κι είναι η γραμ­μή μας πολύ αραιή.

Πιο πίσω από μας, στη διοί­κη­ση, γίνε­ται και κει μάχη, για ψωμί και για νερό, για τους τραυ­μα­τί­ες και τα πυρο­μα­χι­κά, για εφε­δρεί­ες και του­φέ­κια. Κι είναι μάχη όχι εύκο­λη. Έχεις να κάνεις μ’ ένα σωρό κόσμο, κι είναι άμα­θος από τέτιες μάχες.

Τέσ­σε­ρες γυναί­κες αφή­νουν κατα­γής απα­λά ένα φορείο. Είναι αναμ­μέ­νες, ιδρω­μέ­νες. Σφουγ­γί­ζουν τον ιδρώ­τα με την παλά­μη ανά­στρο­φα, με τα κεφα­λο­μά­ντη­λα. Μια σιά­χνει τον τραυ­μα­τία, η άλλη του χαϊ­δεύ­ει τα μαλ­λιά. Πίνουν λίγο νερό, αρπά­ζουν άλλο φορείο και τρέ­χουν για τη φωτιά. Τ’ αερο­πλά­να πετά­νε πάνω απ’ τα κεφά­λια τους, αγγί­ζουν τις κορυ­φές από τα δέντρα, πολυ­βο­λούν. Οβί­δες πέφτουν ολό­γυ­ρά τους και φορά­νε παρ­δα­λά ρού­χα. Μα δε στα­μα­τά­νε. Τρέ­χουν. Πάνε κι έρχο­νται με τα φορεία στις πλά­τες. Παί­ζουν με το χάρο. Άλλη τριά­δα από τραυ­μα­τιο­φο­ρί­νες στέ­κουν ακί­νη­τες στο σταθ­μό επί­δε­σης κρα­τώ­ντας το φορείο…
bosis44bΚώστας Μπό­σης, Εμείς θα νική­σου­με,  Εκδο­τι­κό «Νέα Ελλά­δα» 1953

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο