Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο αρχηγός Κασιμάτης

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

«Δίπλα σε όλους τους τίμιους Έλλη­νες πήρα­νε επά­ξια μέρος στην Εθνι­κή αντί­στα­ση κι οι λογο­τέ­χνες μας: Στην από­λυ­τη πλειο­ψη­φία τους, ―έξω από λίγες εξαι­ρέ­σεις που τις συνο­δεύ­ει η γενι­κή περι­φρό­νη­ση― στά­θη­καν πιστά παι­διά του λαού μας και συνα­γω­νι­στές στο σκλη­ρόν αγώ­να για τη λευ­τε­ριά του. Έρι­ξαν κι αυτοί το βόλι τους στη μεγά­λη μάχη της ανθρω­πό­τη­τας για τη συντρι­βή του Φασι­σμού. Έδω­σαν κι αίμα και θυσί­ες για το λυτρω­μό του ανθρώ­που από κάθε σκλα­βιά. Για να ξανα­πά­ρει η ζωή την ομορ­φιά που της έκλε­ψαν οι εχθροί κάθε καλού και δίκιου, πολέ­μη­σαν και πολε­μούν ακό­μα κι αυτοί δίπλα σε όλον το λαό. Και μέσα στης μάχης την αντά­ρα, σαν πραγ­μα­τι­κοί πνευ­μα­τι­κοί άνθρω­ποι και καλ­λι­τέ­χνες δεν ξέχα­σαν και τον άλλο τον κύριο προ­ο­ρι­σμό τους. Δεν ξέχα­σαν την τέχνη τους. Την έκα­ναν τρα­γού­δι και ποί­η­μα, διή­γη­μα και θέα­τρο. Έζη­σαν την αντί­στα­ση σαν στρα­τευ­μέ­νοι εργά­τες του πνεύ­μα­τος. Στις κρί­σι­μες στιγ­μές της Ελλά­δας δεί­χτη­καν αντά­ξιοι με τον ήρωα λαό της. Η στά­ση τους αυτή θάναι πάντα παρά­δειγ­μα και κίνη­τρο στους νέους, τους αυρια­νούς δια­νο­ού­με­νους και καλ­λι­τέ­χνες, δεί­χτης για το δρό­μο το σωστό που πρέ­πει ν’ ακολουθούνε».

1 046Έτσι ξεκι­νά­ει ο πρό­λο­γος του βιβλί­ου 15 διη­γή­μα­τα από την αντί­στα­ση (υπο­γρά­φε­ται από το Τμή­μα Μόρ­φω­σης – Δια­φώ­τι­σης του Κ. Σ. της ΕΠΟΝ) που  εκδό­θη­κε ―μάλ­λον― το 1944 από το περιο­δι­κό «Νέα Γενιά» της ΕΠΟΝ.

Στην έκδο­ση αυτή που ανα­τυ­πώ­θη­κε και κυκλο­φό­ρη­σε το 1983 (Γ΄ έκδο­ση) από τις εκδό­σεις Ειρή­νη, παρου­σιά­ζο­νται διη­γή­μα­τα των Έλλης Αλε­ξί­ου, Μέλ­πως Αξιώ­τη, Βασί­λη Ρώτα, Γαλά­τειας Καζαν­τζά­κη, Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη και άλλων ‑δεκα­πέ­ντε συνο­λι­κά- λογοτεχνών.

Από το βιβλίο επι­λέ­ξα­με και μετα­φέ­ρου­με στο δια­δί­κτυο το διή­γη­μα του Θέμου Κορ­νά­ρου Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ που ανα­φέ­ρε­ται στο Μπλό­κο του Βύρω­να (7 Αυγού­στου του 1944) και στον ηρω­ι­σμό του 20χρονου στε­λέ­χους της ΕΠΟΝ Πανα­γιώ­τη Κασι­μά­τη. Παρα­θέ­του­με πρώ­τα τα λιγο­στά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία για τον συγ­γρα­φέα που προη­γού­νται (μαζί με το σκί­τσο) του διη­γή­μα­τος  στην πρώ­τη έκδο­ση. Στην αντι­γρα­φή δια­τη­ρεί­ται η ορθο­γρα­φία της έκδοσης.

kornaros16bΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ. Γεν­νή­θη­κε στην Κρή­τη στα 1906. Προ­σπά­θη­σε να σπου­δά­σει μόνος του, χωρίς να το μπο­ρέ­σει ως το τέλος. Έτσι επέ­ρα­σε από επάγ­γελ­μα σε επάγ­γελ­μα, σε σκλη­ρές εργα­τι­κές δου­λειές ως τα 1933, που έβγα­λε τα πρώ­τα του βιβλία, «Άγιον Όρος» και «Σπι­να­λό­γκα». Εξα­κο­λού­θη­σε να ζει ως εργά­της μέχρι τα 1944. Έχει εκδό­σει μέχρι σήμε­ρα 10 βιβλία. Γι’ αυτά διώ­χτη­κε και φυλα­κί­στη­κε. Το τελευ­ταίο του βιβλίο είναι το «Στρα­τό­πε­δο του Χαϊδαριού».

Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ

Αρχές του Αυγού­στου 1944. Δεν έχει φέξει ακό­μα κι ο σκο­πός ειδο­ποιεί το σχη­μα­τι­σμό του ΕΛΑΣ, για κάποιαν ύπο­πτη κίνη­ση που παρα­τη­ρή­θη­κε στις εξω­τε­ρι­κές συνοι­κί­ες του Βύρωνα.

Άλλος σύν­δε­σμος φέρ­νει, σε λίγο, την πλη­ρο­φο­ρία πως κυκλώ­νε­ται ο συνοι­κι­σμός. Σώμα μιχτό: Γερ­μα­νοί και Τσο­λιά­δες. Οι δυνά­μεις του ΕΛΑΣ είναι ασή­μα­ντες μπρο­στά στον όγκο και τα μηχα­νο­κί­νη­τα του εχθρού. Όμως θα χτυ­πή­σει. Πρέ­πει να δόσει και­ρό να μαζευ­τούν τ’ Αρχεία των οργα­νώ­σε­ων και να πάρου­νε μέτρα οι παρά­νο­μοι, που θα μεί­νου­νε πίσω.

Η νύχτα, έτσι στα ξαφ­νι­κά, ανα­στα­τώ­νε­ται. Η μάχη έχει αρχί­σει βίαιη, πει­σμα­τι­κή από γωνιά σε γωνιά κι’ από σπί­τι σε σπίτι.

Τα χωνιά γκαρ­διώ­νουν τους πολε­μι­στές, τρο­μο­κρα­τού­νε τους τσο­λιά­δες, ειδο­ποιού­νε το συνοι­κι­σμό για ό,τι γίνε­ται, κ’ η μάχη βρά­ζει μέσα στην πηχτή νύχτα.

Όταν είχαν όλα πια κανο­νι­στεί, το μικρό τμή­μα του ΕΛΑΣ, παίρ­νει δια­τα­γή να τρα­βη­χτεί. Ο συνοι­κι­σμός είναι κυκλω­μέ­νος από παντού. Μα η δια­τα­γή είν’ αυστη­ρή. Έπρε­πε ν’ ανοι­χτεί δρό­μος, για να γλυ­τώ­σου­νε τον οπλι­σμό και με τις πιο λίγες θυσί­ες, να φύγου­νε τα παι­διά στο βουνό.

Έτσι μπή­κα­νε, μέρα πια πλα­τειά, στό συνοι­κι­σμό, τα σιδε­ρό­φρα­χτα τμή­μα­τα του εχθρού, ύστερ’ από πολύ­ω­ρη μάχη, με μια φού­χτα αμού­στα­κα παλη­κά­ρια του εφε­δρι­κού ΕΛΑΣ.

Χτυ­πούν οι καμπά­νες. Οι τσο­λιά­δες σκορ­πί­ζου­νε σ’ όλους τους δρό­μους και φοβερίζουνε.

Όλος ο κόσμος έπρε­πε να μαζευ­τεί στην πλα­τεία, μέσα σε δέκα λεφτά. «Όποιος κρυ­φτεί, όποιος δοκι­μά­σει να φύγει, θα του­φε­κι­στεί επί τόπου, μαζί μ’ όλη τη φαμί­λια του. Και το σπί­τι του θα καίγεται…»

Κανέ­νας δεν ξέρει ακό­μα το σκο­πό τού­της της πρω­ι­νής επι­δρο­μής. Όλοι όμως είναι βέβαιοι πως για καλό δεν είναι. Και καθέ­νας ετοι­μά­ζει την ψυχή του, για να μπο­ρέ­σει ν’ αντέ­ξει σε σκλη­ρές στιγ­μές και κακά μαντάτα.

Δε βλέ­πεις δάκρυα και δεν ακούς λιγ­μούς, την ώρα τού­τη, που η κάθε φαμί­λια απο­χαι­ρε­τιέ­ται πριν ξεκι­νή­σει για τον άγνω­στο κίντυ­νο. Είναι παρά­δο­ση πια, στις ανα­το­λι­κές συνοι­κί­ες, να παί­ζει ο άνθρω­πος μ’ αξιο­πρέ­πεια και με γαλή­νη το στερ­νό παι­χνί­δι με τον χάρο.

Η πλα­τεία βουί­ζει. Εν’ άναρ­θρο βού­ι­σμα που μοιά­ζει περισ­σό­τε­ρο με σφη­κο­φω­ληάς αμυ­ντι­κή προ­ε­τοι­μα­σία, παρά με θόρυ­βο πολυάν­θρω­πης σύνα­ξης που τη φρου­ρού­νε αυτό­μα­τα και τανκς.

«Οι άντρες χωρι­στά!» Ακού­γε­ται η πρώ­τη διαταγή.

Κάποια χέρια απλώ­νου­νται κρυ­φά σφίγ­γου­νται βια­στι­κά και καθέ­νας παίρ­νει τη θέση του.

Τα μωρά ξέγνοια­στα χτυ­πού­νε παλα­μά­κια και από της μάνας τους την αγκα­λιά καλού­νε τον πατέ­ρα να προ­σέ­ξει τα καμω­μα­τά­κια τους και τα παι­χνί­δια. Κι’ ο τσο­λιάς, που στά­ζει το φαρ­μά­κι από τα χεί­λια του, απα­ντά στην παι­δι­κή αθω­ό­τη­τα με βρι­σιές και φοβέ­ρες: «…Σε λιγά­κι μωρό μου θα σου δώσω μια μπά­λα να παί­ξεις.» και του δεί­χνει το κεφά­λι του πατέ­ρα, κάνο­ντάς του και την κίνη­ση, για να κατα­λά­βει το μικρό πώς κόβε­ται ένα κεφάλι.

Οι γερ­μα­νοί ρωτούν τι ειπώ­θη­κε. Κ’ ύστε­ρα γελού­νε και χτυ­πούν αδελ­φι­κά την πλά­τη του ευφυο­λό­γου τσολιά.

Από την παρά­τα­ξη των αντρών ξεχω­ρί­ζου­νε οι γερ­μα­νοί τους πιο γερούς, τους πιο νέους. Πότε – πότε ψαχου­λεύ­ου­νε και τα μπρά­τσα τους για να εκτι­μή­σου­νε την αντοχή.

Η υπό­θε­ση αρχί­σει να φωτί­ζε­ται. Σκλά­βους γυρεύ­ου­νε για τους βιο­μη­χα­νι­κούς στό­χους της Γερμανίας.

Ξεχω­ρί­ζου­νε 1500. Αυτό δεν ήτα­νε και τόσο δύσκο­λη δου­λειά. Το δύσκο­λο είναι να βρεις τι κρύ­βε­ται πίσω από τ’ αυστη­ρά τού­τα πρό­σω­πα, με το σκο­τει­νό βλέ­μα και τ’ ασά­λευ­τα χείλη.

Δεν είναι και τόσο απλή ιστο­ρία, το να στεί­λεις στα μετό­πι­σθεν 1500 άντρες από έναν ανυ­πό­τα­χτο συνοι­κι­σμό της Αθήνας!

Κάτι λένε μετα­ξύ τους, γερ­μα­νοί και τσο­λιά­δες. Κι αμέ­σως, τέσ­σε­ρις σπιού­νοι προ­χω­ρού­νε και μπαί­νου­νε ανά­με­σα στην αμί­λη­τη μάζα. Έναν – έναν τους κοι­τά­ζου­νε στα μάτια. Και δια­λέ­γου­νε. Έχου­νε βάλει δώδε­κα στην «πάντα». Δώδε­κα παλη­κά­ρια, που τα μάτια τους λένε ιστο­ρί­ες παρά­ξε­νες για ελευ­τε­ριά κι αγώ­νες. Τους στή­νου­νε στον τοί­χο τον έναν πλάι στον άλλον. Κι άντι­κρα στο πλή­θος. Η ανά­σα μόνο του κόσμου ακού­γε­ται. Κι ο ρυθ­μός της έγι­νε κάπως πιο βια­στι­κός. Όλο τού­το το πλή­θος είν’ οργα­νω­μέ­νο, από το γέρο ως το εξά­χρο­νο παι­δί. Και ξέρει τι πόστο αντι­προ­σω­πεύ­ει ο καθέ­νας απ’ αυτή την πολύ­τι­μη ντουζίνα…

Ο γερ­μα­νός αξιω­μα­τι­κός γαυ­γί­ζει μια δια­τα­γή στη βάρ­βα­ρη γλώσ­σα του. Κι ο προ­δό­της μετα­φρά­ζει, κοι­τά­ζο­ντας τους 12.

«Θα του­φε­κι­στεί­τε τώρα! Όποιος θέλει τη ζωή του, να μας πει ποιοι από τους 1500 είναι κομ­μου­νι­στές κι’ εαμίτες.»

Ένας βαθύς ανα­σα­σμός. Χιλιά­δες μάτια σταυ­ρο­κο­πού­νε δεξά – ζερ­βά, δια­σταυ­ρώ­νου­νται, κ’ η συνεν­νό­η­ση έχει γίνει. Σιωπή!

Τη δια­τα­γή την επα­να­λαμ­βά­νει πιο έντο­να. Κ’ η φωνή του προ­δό­τη μοιά­ζει με τρο­μά­ρας κραυ­γή, σε μια έρη­μη νύχτα, που μηδ’ αγέ­ρι φυσ­σά μηδέ φύλ­λο σαλεύ­ει στ’ αμί­λη­τα δέντρα.

Το από­σπα­σμα των τσο­λιά­δων, με τ’ αυτό­μα­τα παίρ­νει θέση απέ­να­ντι στους 12 δια­λε­χτούς. Κι αυτοί ήσυ­χοι ψηλά τα κεφά­λια, με μάτι σίγου­ρο ατε­νί­ζου­νε τον κόσμο. Μόνο αν είσ’ από τις ανα­το­λι­κές συνοι­κί­ες θα κατα­λά­βεις τι είπα­νε αυτά τα μάτια. Είπαν ευχα­ρι­στώ στον κόσμο για τη στά­ση του; Δώκα­νε το σύν­θη­μα της από­λυ­της σιω­πής; Ή χαι­ρε­τί­σα­νε, για στερ­νή φορά, μιας μανού­λας τα μάτια, ή ένα μωρό κατσα­ρο­μά­λι­κο που τους κάνει χαρές από κάποιαν ακρούλα;

«Δεν μιλεί­τε λοι­πόν; Γκουτ!»
«Επί – σκο­πόν!» Δίνε­ται η δια­τα­γή στο απόσπασμα.

Η σιω­πή παλεύ­ει με την καρ­διά, για­τί αυτή χτυ­πά βαρειά κι ακού­γε­ται! Και μέσα σ’ αυτή τη γαλή­νη ένας κεραυ­νός. Μια φωνή γερή, καμπα­νι­στή, τρυ­πά την ερη­μιά, ανα­τα­ρά­ζει τις καρ­διές, ανα­τρι­χιά­ζει το πλή­θος, κι η ανά­σα γίνε­ται άρυθ­μη και μοιά­ζει σα να πολε­μά να πνί­ξει τον προδότη!

«Στα­θεί­τε!»

Αυτό μονά­χα είπε η φωνή. Χιλιά­δες μάτια καρ­φώ­νου­νται πάνω σ’ ένα πυρό­ξαν­θο κεφά­λι που σαλεύ­ει κι αγω­νί­ζε­ται να ξεχω­ρί­σει από τη μάζα.

Οι γερ­μα­νοί μπαί­νου­νε στη μέση. Χτυ­πού­νε λαχτί­ζου­νε, προ­σπα­θού­νε να ανοί­ξου­νε δρό­μο, για να φτά­σει πιο γρή­γο­ρα κοντά τους ο και­νούρ­γιος… πιστός.

Ο κόσμος ξεδια­κρί­νει πια τον άνθρω­πο με τη φωνή. Δύο Επο­νί­τες κλαί­νε κάπου παρά­με­ρα. Είναι της παρέ­ας τους! Προ­δό­της από την παρέα τους! Αυτά τα δύο και αυτός που στέ­κε­ται τώρα ανά­με­σα στους γερ­μα­νούς, είναι η γραμ­μα­τεία της ΕΠΟΝ του Βύρωνα!…

Δεν είναι πια ανά­σα τού­το π’ ακού­γε­ται. Είναι σκε­πα­σμέ­νη θύελ­λα που μου­γκρί­ζει, είναι θυμός που θα ξεσπά­σει, αγω­νία που καί­ει κι αφανίζει.

kasimatis2

Το παι­δί με το πυρό­ξαν­θο κεφά­λι, έχει μάτια γαλα­νά. Και καθώς τα βλέ­πεις, φλο­γι­σμέ­να κι άγρια, σούρ­χε­ται να κλαις. Αυτός προ­δό­της! Τέτοιο παλη­κά­ρι! Και τέτοια ιστορία…

«Τι έχεις να πείς;» τον ρωτούνε.
«Αυτοί οι δώδε­κα είναι αθώ­οι! Αφή­στε τους. Αυτοί δεν ξέρου­νε. Εγώ θα σας δεί­ξω τους κομμουνιστές!»

Το γέλιο φωτί­ζει των δημί­ων τα πρό­σω­πα. Φαί­νε­ται καθα­ρά η χαρά, ο θρί­αμ­βος, σ’ αυτό το στε­γνό γέλιο.
«Γκουτ! Λέγε.»

Τα μάτια των μελ­λο­θά­να­των πετού­νε φλό­γες, που ζώνου­νε τον παλιό συνα­γω­νι­στή, που ξέρει ο καθέ­νας πως είναι σε θέση να τινά­ξη στον αέρα, σε μια στιγ­μή, την οργά­νω­ση του Βύρω­να. Κι από το πλή­θος μέσα ξεκί­νη­σε μια βρα­χνή φωνή παλό­με­νη, που έλε­γε: «Μη! Μη, Κασιμάτη!»

Μα η φωνή εμπέρ­δε­ψε και πνί­γη­κε σ’ ένα λιγ­μό, κ’ έτσι δεν έφτα­σε στ’ αυτί του φοι­τη­τή Κασι­μά­τη που στέ­κε­ται μπρο­στά στον εχθρό, έτοι­μος να μιλήσει.

«Λέγε λοι­πόν! Ποιοι είναι;»
«Εγώ!»
«Μπρά­βο. Είσαι παλη­κά­ρι! Κ’ οι άλλοι;»

Ένα κύμα στορ­γής και θαυ­μα­σμού ξεκί­νη­σε από τη μάζα και τυλί­γει τον ήρωα. Κ’ οι αστρα­πές των ματιών, από τους 12 μελ­λο­θά­να­τους, σχη­μα­τί­ζου­νε φωτο­στέ­φα­νο γύρω από το ξαν­θό κεφά­λι του Επονίτη.

Για κεί­νον που δεν ξέρει να δια­βά­ζει τις ψυχές, η πρά­ξη του λεβέ­ντη είναι μεγά­λη μ α χ ω ρ ί ς σ κ ο π ό. Είν’ ένα ξέσπα­σμα όμορ­φο μα κι ασυλλόγιστο…

Για τον καθέ­να όμως Βυρω­νιώ­τη αγω­νι­στή, η πρά­ξη τού­τη έχει σκο­πούς, έχει στό­χο. Και μέσα της κλί­νει μια νίκη πρώτη.

Ελπί­δα, πως θα γλύ­τω­ναν τα 12 στε­λέ­χη, δεν είχε καμ­μιά το λαμπρό παλη­κά­ρι. Ελπί­δα, πως ο ίδιος θάβγαι­νε ζωντα­νός από τέτοιαν εξόρ­μη­ση, ήτα­νε ξεγρα­μέ­νη. Όμως είχε τη σιγου­ριά πως έτσι μετα­το­πί­ζει το ενδια­φέ­ρο του εχθρού, σ’ ένα κρί­σι­μο λεπτό απά­νω. Βέβαιος, πως σηκώ­νει κύμα­τα ενθου­σια­σμού στο πλή­θος, που ο εχθρός σαδι­στι­κά και με μεγά­λη μαστορ­γιά, πολιορ­κού­σε την ψυχή του.

Τού­τη τη στιγ­μή, ο κίντυ­νος, πλα­νά­ται ανά­με­σώ μας. Δεν ξέρου­με, από τη μία στιγ­μού­λα ως την άλλη, μπας και φανεί η αδυ­να­μία. Μπας και παρου­σια­στεί μια ξαφ­νι­κή λιπο­ψυ­χία. Και τότε; Και «τότε» δεν πρέ­πει να υπάρ­ξει. Ε ί μ α ι α ρ χ η γ ό ς ! Απα­γο­ρεύω, εγώ στον κίντυ­νο να φανεί και λιγό­ψυ­χο να εκδη­λω­θεί. Σηκώ­νω φρού­ριο: Τον ενθου­σια­σμό της μάζας!

Έτσι εμί­λη­σε το παλη­κά­ρι με την ψυχή του. Έκα­νε τα σχέ­δια και τινά­χτη­κε μπρός, όμορ­φος και μεγά­λος δια­φε­ντευ­τής της τιμής.
«Εγώ είμαι! Κανέ­νας άλλος!»

Η φωνή του έγι­νε πύρι­νη προ­στα­γή, προς τον ενθου­σια­σμό, να σηκω­θεί σε κύμα πελώ­ριο και να κατα­πο­ντί­σει κάθε αδυ­να­μία που θα μπο­ρού­σε να φανεί.

Ο εχθρός εκνευ­ρί­στη­κε! Τον βασα­νί­ζει. Αφή­νει το σαδι­σμό του να ξεσπά­σει σπά­τα­λα. Αυτή η σπα­τά­λη είναι η δεύ­τε­ρη νίκη του παληκαριού.

Το επι­στη­μο­νι­κό, σαδι­στι­κό παι­χνί­δι, με την πολιορ­κη­μέ­νη ψυχή του πλή­θους χαλαρώνεται.

Το πλή­θος παίρ­νει ανά­σα, ενθου­σιά­ζε­ται, ηλε­κτρί­ζε­ται και της λιγο­ψυ­χί­ας το καβου­ρά­κι τρέ­χει να κρυ­φτεί όθε ξεκι­νού­σε. Όλος ο επι­στη­μο­νι­κός σαδι­σμός, χάνει τον αρχι­κό σκο­πό και στόχο.

Εντο­πί­ζε­ται το παι­χνί­δι του εχθρού στον ηρω­ι­κό επο­νί­τη πάνω. Κι απα­λάσ­σε­ται η μάζα!

Τον στή­νου­νε κι αυτόν στη σει­ρά. Δέκα­τος τρί­τος! Το αυτό­μα­το τρα­γου­δά της ψυχής του ήρωα το τρα­γού­δι: «ΕΜΠΡΟΣ ΕΛΑΣ!.…..»

vyronas16

Το πλή­θος δεν κλαί­ει. Χιλιά­δες μάτια γελα­στά, δια­σταυ­ρώ­νο­νται με των δεκα­τριών παλη­κα­ριών την περή­φα­νη ματιά. Κι ο επο­νί­της Κασι­μά­της επέ­ρα­σε, σαν αρχη­γός μιας κρί­σι­μης ώρας, στην ιστο­ρία του κόσμου.

Οι 1500 ξεκι­νή­σα­νε για τα γερ­μα­νι­κά κάτερ­γα. Μα δεν υπάρ­χει επι­σή­μαν­ση! Οι ελπί­δες ενός γυρι­σμού τρα­γου­δά­νε μέσα τους. Και πάντα, σε κάθε στρο­φή του τρα­γου­διού αυτού, ακού­γε­ται τα’ όνο­μα του επο­νί­τη Κασιμάτη.

ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο