Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο διάλογος της Αντιγόνης του Σοφοκλή με την Αντιγόνη του Μπρεχτ

Της Ανα­στα­σί­ας Αβρα­μί­δου* //

Για τους μελε­τη­τές της λογο­τε­χνί­ας είναι κοι­νός τόπος η παρα­δο­χή ότι τα κεί­με­να των συγ­γρα­φέ­ων βρί­σκο­νται σε μια διαρ­κή συγ­χρο­νι­κή και δια­χρο­νι­κή σχέ­ση επι­κοι­νω­νί­ας[1], αφού τόσο ο συγ­γρα­φέ­ας όσο και ο ανα­γνώ­στης, έχουν ανα­γνώ­σει έργα άλλων προ­γε­νέ­στε­ρων ή σύγ­χρο­νων συγ­γρα­φέ­ων.[2] Τα ανα­γνώ­σμα­τα δια­μορ­φώ­νουν τη φιλο­κα­λία και την κουλ­τού­ρα ανα­γνώ­στη και συγ­γρα­φέα. Κυρί­ως μέσω της ερμη­νευ­τι­κής ελευ­θε­ρί­ας των δια­κει­μέ­νων, επι­τρέ­πουν τον «αλλη­λο­φω­τι­σμό» των κει­μέ­νων και τη δημιουρ­γία ενός «μυστι­κού κώδι­κα επι­κοι­νω­νί­ας»[3] μετα­ξύ τους, μετα­ξύ ανα­γνώ­στη-συγ­γρα­φέα, αλλά και μετα­ξύ ανα­γνω­στών. Η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα δεν περιο­ρί­ζε­ται μόνο στη δια­πλο­κή των κει­μέ­νων, καθώς πλή­θος κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κοί παρά­γο­ντες επι­δρούν πολ­λα­πλά στο κεί­με­νο. Αυτοί οι παρά­γο­ντες θα παί­ξουν πολύ σημα­ντι­κό ρόλο στη δια­μόρ­φω­ση της δια­κει­με­νι­κής σχέ­σης στα έργα με τα οποία θα ασχο­λη­θού­με, την Αντι­γό­νη του Σοφο­κλή και του Μπρεχτ.

Η μετα­γρα­φή-δια­σκευή  ενός λογο­τε­χνι­κού έργου έχει αξία και δυνα­μι­κή όταν μπο­ρεί να παρέμ­βει στο ιστο­ρι­κό παρόν του μετα­γρα­φέα. Ό,τι έγρα­ψε ο Γ. Βελου­δής για το ιστο­ρι­κό μυθι­στό­ρη­μα, τηρου­μέ­νων βεβαί­ως των ανα­λο­γιών, ισχύ­ει και για τη δική μας περί­πτω­ση: « Το ιστο­ρι­κό μυθι­στό­ρη­μα μπο­ρεί τότε μόνο να δια­σω­θεί, όταν ο συγ­γρα­φέ­ας του χρη­σι­μο­ποιεί ενσυ­νεί­δη­τα το ιστο­ρι­κό παρελ­θόν ως μιαν ειρω­νι­κή μάσκα για την κρι­τι­κή ανα­τρο­πή του ιστο­ρι­κού παρό­ντος, όπως έκα­ναν λ.χ. ο Εμμ. Ροΐ­δης («Η Πάπισ­σα Ιωάν­να», 1866) και ο Β. Brecht («Οι μπίζ­νες του κυρί­ου Ιου­λί­ου-Καί­σα­ρος», 1938/39)».[4] Άρα, αυτός που μετα­γρά­φει για τη δική του επο­χή θέλει να μιλή­σει. Δια­φο­ρε­τι­κά δεν θα υπήρ­χε λόγος για την παρα­πα­νί­σια εργα­σία.  Άλλω­στε και οι αρχαί­οι τρα­γι­κοί γνω­στούς μύθους μετα­γρά­φουν. Εισά­γουν όμως στοι­χεία και προ­βλη­μα­τι­σμούς από τη σύγ­χρο­νή τους ζωή, έστω και υπαι­νι­κτι­κά. Σ΄ αυτούς το δια­κεί­με­νο είναι ο ίδιος ο μύθος.

Η Αντι­γό­νη είναι η μονα­δι­κή αρχαία τρα­γω­δία που ο Μπρεχτ χρη­σι­μο­ποί­η­σε ως δια­κεί­με­νο. Για να κατα­νο­ή­σου­με όμως αυτή του την επι­λο­γή θα πρέ­πει πρώ­τα απ’ όλα να στα­θού­με στην επο­χή που γρά­φτη­καν οι δύο Αντι­γό­νες και να κατα­νο­ή­σου­με τα δημιουρ­γή­μα­τα ως πολι­τι­κές και ιδε­ο­λο­γι­κές παρεμ­βά­σεις των δύο συγ­γρα­φέ­ων στην σύγ­χρο­νή τους ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πώς αλλιώς θα μπο­ρού­σα­με, ειδι­κά στο Σοφο­κλή και τον Μπρεχτ που ασχο­λή­θη­καν με τα πολι­τι­κά πράγ­μα­τα[5], να ερμη­νεύ­σου­με τη συγ­γρα­φι­κή-θεα­τρι­κή- λογο­τε­χνι­κή παρα­γω­γή, αν όχι ως συνει­δη­τή παρέμ­βα­ση στην επο­χή τους με ιδε­ο­λο­γι­κές δια­στά­σεις και στό­χους; Αν και προ­σω­πι­κά πιστεύ­ου­με ότι, είτε συνει­δη­τά είτε ασυ­νεί­δη­τα, ο κάθε δημιουρ­γός συμ­με­τέ­χει και παρεμ­βαί­νει ιδε­ο­λο­γι­κά μέσω και του έργου του στην κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή του πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.[6]

Όταν γρά­φε­ται η Αντι­γό­νη του Σοφο­κλή η Αθή­να ζει τις πιο λαμπρές της στιγ­μές, με τα χρή­μα­τα και των συμ­μά­χων στον Ιερό Βρά­χο χτί­ζο­νται λαμπρά οικο­δο­μή­μα­τα. Η πόλη ελκύ­ει ξένους και Έλλη­νες για οικο­νο­μι­κούς και άλλους λόγους. Τότε ξεκι­νά­ει και η σοφι­στι­κή κίνη­ση, το ρεύ­μα της σχε­τι­κο­ποί­η­σης των πραγ­μά­των και κυρί­ως της παρά­δο­σης. Το πρώ­το στά­σι­μο του έργου δεν μπο­ρεί παρά να ερμη­νευ­τεί ως αντί­δρα­ση του Σοφο­κλή-μέσω του Χορού- στην αμφι­σβή­τη­ση της παρά­δο­σης, αφού υμνεί μεν την ασυ­γκρά­τη­τη ορμή του ανθρώ­που για πρό­ο­δο, αλλά και το κύρος των παρα­δο­σια­κών αξιών.[7] Ενώ ο Πρω­τα­γό­ρας τονί­ζει τη σημα­σία της πολι­τι­κής,- μιας και, κατ’ αυτόν, το ανθρώ­πι­νο γένος το σώζει ο Δίας όχι με τη γνώ­ση της τεχνι­κής, αλλά προ­σφέ­ρο­ντάς του «πολι­τι­κές αρε­τές»- ο Σοφο­κλής επι­μέ­νει ότι «πάνω απ’ όλα στέ­κει έσχα­το κρι­τή­ριο για την αξία ή την απα­ξία ενός ανθρώ­που ο απα­ρά­βα­τος νόμος της πατρι­κής γης (είναι οι καθε­στώ­τες νόμοι του στ. 1113) και το δίκαιο που πηγά­ζει από τους θεούς[8].

Από τη μεταρ­ρύθ­μι­ση του Κλει­σθέ­νη είχαν περά­σει αρκε­τές δεκα­ε­τί­ες και το πολί­τευ­μα της δημο­κρα­τί­ας είχε εδραιω­θεί για τα καλά στην Αθή­να την επο­χή που γρά­φε­ται η Αντι­γό­νη. Η αθη­ναϊ­κή δημο­κρα­τία συνέ­χι­ζε όμως να μερι­μνά και να προ­λαμ­βά­νει τυχόν τυραν­νι­κά κινή­μα­τα. Ο συχνός εξο­στρα­κι­σμός πολύ σημα­ντι­κών πολι­τι­κών και στρα­τιω­τι­κών προ­σώ­πων οφεί­λε­ται και σ’ αυτόν τον φόβο της αθη­ναϊ­κής κοι­νω­νί­ας. Ο ποι­η­τής Σοφο­κλής στο­χεύ­ει διπλά με το έργο που μας απα­σχο­λεί: δεν υπε­ρα­σπί­ζε­ται μόνο τους πατρο­πα­ρά­δο­τους νόμους, αλλά θυμί­ζει ότι ο κίν­δυ­νος μιας τυραν­νί­δας πάντο­τε και­ρο­φυ­λα­κτεί και καλό είναι να έχουν οι πολί­τες το νου τους. Γρά­φει για το σημείο αυτό ο Bowra: «Μπο­ρεί (ο Κρέ­ο­ντας) να είναι ολο­κλη­ρω­τι­κά δοσμέ­νος στην τάξη, η τάξη που αυτός όμως απαι­τεί, απέ­χει λίγο από τη δου­λεία. Η αλη­θι­νή του ιδιο­συ­γκρα­σία εξω­τε­ρι­κεύ­ε­ται, όταν λέει για την Αντιγόνη:

«δεν μπο­ρεί νά χει φου­σκω­μέ­νο το μυα­λό του όποιος άλλων σκλά­βος είναι» (στ. 477–9)

Η λέξη «σκλά­βος» ακού­γε­ται άσχη­μα, όταν προ­έρ­χε­ται από στε­νό συγ­γε­νή για κάποιαν, που ο πατέ­ρας της ήταν μόλις προ ολί­γου βασι­λιάς και θα ξυπνού­σε ανή­συ­χα συναι­σθή­μα­τα στους Αθη­ναί­ους. Θα τους υπεν­θύ­μι­ζε ότι οι τύραν­νοι έβλε­παν τους υπη­κό­ους τους σαν σκλά­βους…»   συνε­χί­ζει ο Bowra[9].

Όταν ο Μπρεχτ γρά­φει τη δική του Αντι­γό­νη, το 1947, ο γερ­μα­νι­κός λαός, αλλά και ολό­κλη­ρη η Ευρώ­πη, έχουν πολύ νωπές ακό­μη τις τρα­γι­κές συνέ­πειες των φασι­στι­κών θηριω­διών, τα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης,   τη φρί­κη του φασισμού.

Ο Μπρεχτ χρη­σι­μο­ποιεί στα έργα του πάρα πολύ συχνά ιστο­ρι­κά πρό­σω­πα και γεγο­νό­τα τα οποία σχε­δόν πάντο­τε ανα­ση­μα­σιο­δο­τού­νται. Ειδι­κά για την Αντι­γό­νη σημειώ­νει: «δεν ενδιέ­φε­ρε καθό­λου το να ‘’ανα­βιώ­σει το πνεύ­μα της αρχαιό­τη­τας’’ με το έργο για το έργο, δεν ενδιέ­φε­ρε καθό­λου να εξυ­πη­ρε­τη­θούν φιλο­λο­γι­κά ενδια­φέ­ρο­ντα. Ακό­μη και αν αισθα­νό­μα­σταν υπο­χρε­ω­μέ­νοι να κάνου­με κάτι για ένα έργο σαν την Αντι­γό­νη, μπο­ρού­σα­με να κάνου­με αυτό το κάτι μόνο αν βάζα­με το έργο να κάνει κάτι για μας»[10].

Από το πρω­τό­τυ­πο έργο ο Μπρεχτ κρα­τά μόνο αυτά τα πρό­σω­πα που εξυ­πη­ρε­τούν τις ανά­γκες του δικού του έργου: η Ευρυ­δί­κη για παρά­δειγ­μα απου­σιά­ζει εντε­λώς. Αντί­θε­τα στην εισα­γω­γή του έργου του εισά­γει δύο νέα πρό­σω­πα, δύο αδελ­φές εργά­τριες, που δρουν στο τέλος του Β’ Π.Π. στη ναζι­στι­κή Γερ­μα­νία. Αυτές γίνο­νται μάρ­τυ­ρες της μακά­βριας εκτέ­λε­σης του λιπο­τά­κτη αδελ­φού τους από έναν άνδρα των Ες Ες. Λέει η Πρώτη:

Πρώ­τη: Είναι εκεί έξω, κρε­μα­σμέ­νος στο τσιγ­γέ­λι του χασάπη»

Δεύ­τε­ρη: Τον κρέ­μα­σαν! Αυτός ήταν που μας φώναζε! …

Ένα μαχαί­ρι δωσ’ μου, ένα μαχαί­ρι, να κόψω το 

σκοινί!…Θα τον ξαπλώ­σω εδώ, να τον ζεστά­νω, να του 

ξανα­δώ­σω ζωή!…

Πρώ­τη: Άσε το μαχαί­ρι. Ό,τι κι αν κάνεις ο αδελ­φός μας 

δεν θα ξανα­ζω­ντα­νέ­ψει. Κι αν μας δουν κοντά του, η 

ίδια μοί­ρα περι­μέ­νει κι εμάς!

Δεύ­τε­ρη: Μη με βαστάς! Όταν τον κρέ­μα­γαν, τι κάναμε 

για να τον σώσου­με;[11]

 Με την εισα­γω­γή αυτή ο Μπρεχτ ορί­ζει  το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο του έργου του. Η μετα­γρα­φή του μύθου θα προ­σαρ­μο­στεί στις τρα­γι­κές ιστο­ρι­κές συν­θή­κες της Γερ­μα­νί­ας των Ναζί. Δε χωρά­ει καμία αμφι­βο­λία η υπό­δει­ξη της ανά­γνω­σης.[12] Άλλω­στε και ο φύλα­κας προ­σφω­νεί τον Κρέ­ο­ντα mein Führer και όχι mein König=Άνακτα.

Ο μύθος- ιστο­ρία υφί­στα­ται αλλα­γές για να προ­σαρ­μο­στεί στις σύγ­χρο­νες του Μπρεχτ περι­στά­σεις. Ο Κρέ­ο­ντας κήρυ­ξε πόλε­μο στο Άργος επει­δή αυτό δια­θέ­τει μεταλ­λεία σιδή­ρου. Ο Πολυ­νεί­κης που μάχε­ται στο Άργος βλέ­πο­ντας τον αδελ­φό του Ετε­ο­κλή να ποδο­πα­τεί­ται από τα άλο­γα και να βρί­σκει φρι­κτό θάνα­το λιπο­τα­κτεί. Φτά­νει στη Θήβα

…Μα ο τύραν­νος- που μένει ο ίδιος στο παλά­τι του, 

στέλ­νο­ντας το λαό στη μάχη με το καμουτσίκι-

τον αρπά­ζει ευθύς και κομ­μα­τιά­ζει το κορ­μί του.[13]

Το κομ­μα­τια­σμέ­νο σώμα του θα το φάνε τα κορά­κια. Από δω και πέρα η ιστο­ρία παρα­μέ­νει πάνω κάτω η ίδια.

Στο άρθρο που έγρα­ψε ο Μπρεχτ για την Αντι­γό­νη του, ξεκα­θα­ρί­ζει ότι σε καμία περί­πτω­ση δεν ταυ­τί­ζει την Αντι­γό­νη με τους Γερ­μα­νούς αντι­στα­σια­κούς, αυτούς που διώ­χθη­καν από τους Ναζί, δολο­φο­νή­θη­καν, γέμι­σαν τα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης, και πρώ­τοι ανά­με­σά τους οι συν­δι­κα­λι­στές των εργα­τι­κών σωμα­τεί­ων και οι κομ­μου­νι­στές. (Άλλω­στε  η Αντι­γό­νη, ως βασι­λο­κό­ρη, δε θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί από τον μαρ­ξι­στή Μπρεχτ ως τέτοιο σύμβολο).Γι’ αυτούς τους αγω­νι­στές, συνε­χί­ζει ο Μπρεχτ, «το δικό τους ποί­η­μα δε στά­θη­κε δυνα­τό να γρα­φτεί ακό­μα, κι αυτό είναι ακό­μα πιο λυπη­ρό, καθώς σήμε­ρα γίνο­νται τόσο λίγα για να δια­τη­ρη­θούν στην ανά­μνη­ση και τόσα πολ­λά για να πέσουν στη λήθη»[14]. Στη συζή­τη­ση που ανα­πτύ­χθη­κε στη Γερ­μα­νία, αμέ­σως μετά τον πόλε­μο, παίρ­νει μέρος και τοπο­θε­τεί­ται με σαφή­νεια και με την  Αντι­γό­νη του. Η κρι­τι­κή που γίνε­ται από την πλευ­ρά του, όπως σημειώ­θη­κε και παρα­πά­νω,   συμ­βάλ­λει στο ερώ­τη­μα που επι­κρά­τη­σε έντο­να στη μετα­πο­λε­μι­κή Γερ­μα­νία: «πώς αφή­σα­με να γίνει  κάτι τέτοιο, πώς ως λαός επι­τρέ­ψα­με να γίνουν όλα αυτά;»[15]. Η Αντι­γό­νη του το λέει ρητά και το επα­να­λαμ­βά­νει και ο Χορός, ότι ο γερ­μα­νι­κός λαός δεν αντέ­δρα­σε έγκαι­ρα και ανέ­χτη­κε, ο καθέ­νας για τους λόγους του, την άνο­δο και την εξου­σία ενός τυράν­νου, όσο αυτός δεν έθι­γε ακό­μη προ­σω­πι­κά συμ­φέ­ρο­ντα. Με τον τρό­πο αυτό ο Μπρεχτ διεισ­δύ­ει και ανα­δει­κνύ­ει την ψυχο­λο­γία των μεσαί­ων και ανώ­τε­ρων στρω­μά­των της προ­πο­λε­μι­κής Γερ­μα­νί­ας που είτε στή­ρι­ξαν είτε ανέ­χτη­καν το ναζι­στι­κό καθεστώς:

Αντι­γό­νη: …το σπί­τι μας π’ αφή­σα­με να καίγεται, 

 ο τόπος όπου σκύ­ψα­με με υπο­τα­γή[16]

και ο Χορός που είναι πιο ανα­λυ­τι­κός και ξεκά­θα­ρος όταν ανα­φέ­ρε­ται στη μέχρι τώρα στά­ση της Αντιγόνης:

Χορός:   … Αυτή ζού­σε στον ίσκιο τους, καθό­ταν ήσυχη, 

δίχως μιλιά- ως τη μέρα που ξανάρ­θε ο φόνος

πίσω στον τόπο, απ’ όπου είχε κινήσει. 

Είδε τους δικούς της ν΄ αλαλιάζουν, 

είδε τα ματο­βαμ­μέ­να χέρια του θανάτου, 

είδε τους δικούς της να τη σέρνουν.

Τότε μονά­χα ανα­ση­κώ­θη­κε, τρέ­μο­ντας με οργή

κι ολό­ψυ­χα ταγ­μέ­νη στο Καλό.

Τότε μονά­χα ξύπνη­σε απ΄ το κρύο του σκλη­ρού χειμώνα

μα προ­τού ξεσπά­σει το στερ­νό το κρίμα, 

η κόρη του Οιδί­πο­δα δεν είχε σηκώσει

το πανάρ­χαιο πέπλο της μιζέ­ριας, που σκέ­πα­ζε τα μάτια της,

για ν’ αντι­κρί­σει θαρ­ρε­τά τη συμ­φο­ρά…[17]

Η ανο­χή όμως του Χορού ερμη­νεύ­ε­ται και με τρό­πο που εμβα­θύ­νει και στην ουσία του ερω­τή­μα­τος: Για­τί γίνο­νται πόλε­μοι; Ποια είναι η βασι­κή αιτία που οδη­γεί στο να χυθεί τόσο αίμα αθώ­ων; Ο Κρέ­ο­ντας το λέει έξω από τα δόντια και κατη­γο­ρεί το Χορό ξεκά­θα­ρα για την τωρι­νή του στά­ση. Συγ­χρό­νως όμως ο Μπρεχτ κάνει σαφές ότι κοι­νός εχθρός της αστι­κής τάξης-Χορού είναι ο λαός. Ότι τα φασι­στι­κά καθε­στώ­τα εγκα­θι­δρύ­ο­νται για να υπο­τα­χθεί πρώ­τα απ’ όλα ο λαός, όπως και έγι­νε στη ναζι­στι­κή Γερ­μα­νία,  και  κατά δεύ­τε­ρον για να μπο­ρέ­σει η εκά­στο­τε άρχου­σα τάξη να απο­κτή­σει το «ζωτι­κό χώρο» που της είναι ανα­γκαί­ος για την ακό­μη μεγα­λύ­τε­ρη ισχυ­ρο­ποί­η­σή της. Όταν ξεσπά­ει επι­τέ­λους η σύγκρου­ση Χορού-Κρέ­ο­ντα λέει ο Χορός:

Χορός:… Γιε του Μενοι­κέα, πάντα σε υπακούαμε, 

πάντα την τάξη σεβα­στή­κα­με. Μας γλίτωσες

από τους ντό­πιους εχθρούς, αυτόν τον όχλο,

που πάντα του βαρυ­γκο­μά­ει και βρίζει, 

είτε για­τί πλη­ρώ­θη­κε γι’ αυτό, είτε για­τί λεφτά δεν πήρε….

 Κρέ­ο­ντας: Σαν κίνη­σα για το Άργος, το πρό­σταγ­μα ήταν ένα

τα μεταλ­λεία σιδή­ρου να κερ­δί­σου­με, χτυ­πώ­ντας με το σίδερο.

…………………………………………………………………

Για­τί είναι το Άργος πλού­σια χώρα, σ’ όλες τις πρώ­τες ύλες. [18]

 Και παρα­κά­τω που ξεσπά­ει ενα­ντί­ον της τωρι­νής στά­σης του Χορού, που πριν τον στήριζε:

Αχά­ρι­στοι! Κατα­βρο­χθί­ζε­τε το κρέας,

μα του χασά­πη η αιμα­τη­ρή ποδιά

σας φέρ­νει αηδία!

Κλεί­νο­ντας, νομί­ζω πως όλοι μας θα συμ­φω­νού­σα­με ότι στις μέρες μας, όπου όλοι παρα­κο­λου­θού­με ανή­συ­χα τους τρό­πους και τις μεθό­δους που επα­να­χρη­σι­μο­ποιεί ο φασι­σμός προ­σπα­θώ­ντας  να σηκώ­σει ξανά κεφά­λι, το έργο του Μπρεχτ είναι πολύ επί­και­ρο. Ο σπου­δαί­ος αυτός θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, όπως άλλω­στε σε όλα τα σημα­ντι­κά  θεα­τρι­κά έργα του, εκθέ­τει τις ανθρώ­πι­νες κατα­στά­σεις και τα ανθρώ­πι­να προ­βλή­μα­τα — δεν επι­βάλ­λει, ούτε καν υπο­βάλ­λει, τη λύση τους. Στη λύση τους καλεί τους ίδιους τους θεα­τές και ανα­γνώ­στες του. Ως γνή­σιος μαρ­ξι­στής ξέρει ότι τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα δεν μπο­ρούν παρά να λυθούν έξω από την τέχνη και τη θεω­ρία: Στην ίδια την κοι­νω­νι­κή πρά­ξη.[19]

 

 

[1] Α. Ζερ­βού, «Παι­δι­κή λογο­τε­χνία και δια­κει­με­νι­κό­τη­τα», στο Επι­θε­ώ­ρη­ση παι­δι­κής λογο­τε­χνί­ας, τεύ­χος 8, Αθή­να 1993/α, σ. 18. Το άρθρο αυτό περι­λαμ­βά­νε­ται και στο έργο της Αλ. Ζερ­βού , Στη χώρα των θαυ­μά­των. Το παι­δι­κό βιβλίο ως σημείο συνά­ντη­σης παι­διών – ενη­λί­κων, εκδό­σεις  Πατά­κη, Αθή­να 2004, σ. 165–170.

[2] J .Still και Μ. Worton, «Intertextuality, Theories and Practices»,  Manchester University Press, 1990, σ. 1–44, στο Άλως, τεύ­χος 3–4, Αθή­να, σ. 21–68.

[3] Α. Ζερ­βού, ό.π., σ.19.

[4] Γ. Βελου­δής, Η επι­στρο­φή του ιστο­ρι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος, Ελευ­θε­ρο­τυ­πία 10.01.2009

[5] Βλ. A.  Lesky, Η τρα­γι­κή ποί­η­ση των αρχαί­ων Ελλή­νων, εκδό­σεις ΜΙΕΤ, Αθή­να 1987, σελ. 288–291

[6]  Ίσως το έργο του Σοφο­κλή να μην έχει τόσες ανα­φο­ρές στην πολι­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της πόλης του όπως στον Αισχύ­λο και τον Ευρι­πί­δη, δεν παύ­ει όμως να έχει. Και μάλι­στα η Αντι­γό­νη του.

[7] A.  Lesky, ό.π.,  σελ. 342

[8] A.  Lesky, ό.π.,  σελ. 344

[9] C.M.Bowra, Οι τρα­γω­δί­ες του Σοφο­κλή, Αντι­γό­νη- Οιδί­πους τύραν­νος, εκδ. Κώδι­κας, Αθή­να – Θεσ­σα­λο­νί­κη, σελ. 23

[10] Μπ. Μπρεχτ, Η «Αντι­γό­νη» του Σοφο­κλή,  Ο Μπρεχτ ερμη­νεύ­ει Μπρεχτ, Αθή­να 1977, Νέα Σύνο­ρα, σελ. 259

[11] Μπ. Μπρεχτ, Αντι­γό­νη, μετά­φρα­ση Αλ. Σολο­μός, εκδ. «Δωδώ­νη», Αθή­να-Γιάν­νε­να 1995, σελ. 17.

[12] Βλ. Γ. Γκό­τσης, Η Αντι­γό­νη του Σοφο­κλή ως δια­κεί­με­νο της Αντι­γό­νης του Ανού­ιγ, της Αντι­γό­νης του Μ. Μπρεχτ και της Αντι­γό­νης ή Νοσταλ­γί­ας της Τρα­γω­δί­ας της Μ. Λαμπα­δα­ρί­δου- Πόθου, στο Από το αττι­κό δρά­μα στο σύγ­χρο­νο θέα­τρο, εκδ. Αιγό­κε­ρως, Αθή­να 2008.

[13] Μπ. Μπρεχτ, ό.π., σελ. 20.

[14] Μπ. Μπρεχτ, Η «Αντι­γό­νη» του Σοφο­κλή,  Ο Μπρεχτ ερμη­νεύ­ει Μπρεχτ, Αθή­να 1977, Νέα Σύνο­ρα, σελ. 259

[15] Γ. Λαδο­γιάν­νη, Μπ. Μπρεχτ, Η Αντι­γό­νη, Επι­κή μετα­γρα­φή της σοφό­κλειας τρα­γω­δί­ας, Επι­στη­μο­νι­κό συνέ­δριο του ΚΚΕ, εκδό­σεις Συγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 2014, σελ. 293.

[16] Μπ. Μπρεχτ, Αντι­γό­νη, μετ. Αλ. Σολο­μός, εκδ. Δωδώ­νη, Αθή­να-Γιάν­νε­να 1995, σελ. 45.

[17] Ό.π., σελ. 71–72.

[18] Ό.π., σελ. 79–80.

[19] Γ. Βελου­δής, Μπ. Μπρεχτ, H πρό­σλη­ψη του έργου του στην Ελλά­δα, Εφη­με­ρί­δα Το Βήμα, 13. 08.2006 .

 

* Μέλος του ΔΣ της Πανελ­λή­νιας Ενω­σης Φιλολόγων

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο