Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο «Επιτάφιος» του Γ. Ρίτσου και 20 εικαστικά εμπνευσμένα από τον πόνο της Μάνας

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Μάης 1936. Οι καπνερ­γά­τες προ­λε­τά­ριοι της Θεσ­σα­λο­νί­κης απερ­γούν και δια­δη­λώ­νουν διεκ­δι­κώ­ντας καλύ­τε­ρη ζωή. Μέρα με τη μέρα εργά­τες και από άλλους κλά­δους ξεχύ­νο­νται σαν ποτά­μια στους δρό­μους. Οι χωρο­φύ­λα­κες του Μετα­ξά πυρο­βο­λούν στο ψαχνό. Στις 9 Μάη το αίμα δέκα εργα­τών βάφει τους δρό­μους. Από τις σφαί­ρες πρώ­τος πέφτει νεκρός ο αυτο­κι­νη­τι­στής Τάσος Τού­σης. Ο θρή­νος της μάνας του «απο­τυ­πώ­νε­ται» στη φωτο­γρα­φία που θα δημο­σιευ­τεί την επό­με­νη μέρα στον Ριζο­σπά­στη, και περ­νά­ει στην αιω­νιό­τη­τα μέσα από τους στί­χους του «Επι­τά­φιου» του Γιάν­νη Ρίτσου.

RITSOS-1.TIFΗ πρώ­τη δημο­σί­ευ­ση του «Επι­τά­φιου» έγι­νε στις 12 Μάη στον Ριζο­σπά­στη και είχε τη μορ­φή τριών ποι­η­μά­των με τον τίτλο «Μοι­ρο­λόι» και υπό­τι­τλο «Στους ηρω­ι­κούς εργά­τες της Θεσ­σα­λο­νί­κης». Λίγες μέρες αργό­τε­ρα ο Ριζο­σπά­στης αναγ­γέλ­λει τη δημο­σί­ευ­ση ενός τέταρ­του ποι­ή­μα­τος του «Επι­τά­φιου» στο περιο­δι­κό της ΟΚΝΕ «Νεο­λαία». Και στις 8 Ιού­νη του 1936 κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις Ριζο­σπά­στη ο «Επι­τά­φιος – Τρα­γού­δια για το μακε­λειό της Θεσ­σα­λο­νί­κης», με την προ­σθή­κη στα αρχι­κά ποι­ή­μα­τα και άλλων (σύνο­λο 14) που στο μετα­ξύ είχε στεί­λει ο Ρίτσος στην εφη­με­ρί­δα. Η δεύ­τε­ρη έκδο­ση έγι­νε το 1956 από τις εκδό­σεις «Κέδρος» και σε αυτή συμπε­ρι­λή­φθη­καν ακό­μα 6 ποι­ή­μα­τα, κάτω από τον τίτλο «Επι­τά­φιος». Ο «Επι­τά­φιος» θα μελο­ποι­η­θεί από τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, οι στί­χοι του θα χιλιο­τρα­γου­δη­θούν και θα δονούν για πάντα τις καρ­διές αυτών που δεν σηκώ­νουν τ’ άδικο.

Η μάνα πάντα απο­τε­λού­σε και απο­τε­λεί πηγή έμπνευ­σης για την Τέχνη. Η λογο­τε­χνία, η ζωγρα­φι­κή, η γλυ­πτι­κή, η φωτο­γρα­φία, ο κινη­μα­το­γρά­φος έχουν να παρου­σιά­σουν πολ­λά και σπου­δαία έργα αφιε­ρω­μέ­να στον πόνο της μάνας, που συγκι­νούν, διε­γεί­ρουν τις αισθή­σεις αλλά και τη σκέ­ψη· άλλω­στε ο σκο­πός της τέχνης δεν ―θα μπο­ρού­σε να― είναι μόνο η τέρ­ψη. Η επι­λο­γή των έργων που παρα­τί­θε­νται ανά­με­σα στα είκο­σι ποι­ή­μα­τα που απαρ­τί­ζουν τον Επι­τά­φιο, έγι­νε με καθα­ρά υπο­κει­με­νι­κά κρι­τή­ρια και με την πρό­θε­ση να είναι αντι­προ­σω­πευ­τι­κά του έργου. Τα εκτε­νή απο­σπά­σμα­τα μετα­φέρ­θη­καν από την 38η έκδο­ση του Κέδρου.

Η μάνα του δολοφονημένου καπνεργάτη Τάσου Τούση, θρηνεί πάνω απ’ το άψυχο σώμα του παιδιού της. Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της 10/5/1936

Η μάνα του δολο­φο­νη­μέ­νου καπνερ­γά­τη Τάσου Τού­ση, θρη­νεί πάνω απ’ το άψυ­χο σώμα του παι­διού της. Η φωτο­γρα­φία δημο­σιεύ­τη­κε στο Ριζο­σπά­στη της 10/5/1936

Ι

Γιε μου, σπλά­χνο των σπλά­χνων μου, καρ­δού­λα της καρ­διάς μου,
Που­λά­κι της φτω­χειάς αυλής, ανθέ της ερη­μιάς μου,

Πώς κλεί­σαν τα ματά­κια σου και δε θωρείς που κλαίω
Και δε σαλεύ­εις, δε γροι­κάς τα που πικρά σου λέω;

Γιό­κα μου, εσύ που γιά­τρευ­ες κάθε παρά­πο­νό μου,
που μάντευ­ες τι πέρ­να­γε κάτου απ’ το τσί­νο­ρό μου,

Τώρα δε με παρη­γο­ράς και δε μου βγά­ζεις άχνα
και δε μαντεύ­εις τις πλη­γές που τρώ­νε μου τα σπλάχνα;

Που­λί μου, εσύ που μού­φερ­νες νερά­κι στην παλάμη
πως δε θωρείς που δέρ­νου­μαι και τρέ­μω σαν καλάμι;

Στη στρά­τα εδώ κατα­με­σίς τ’ άσπρα μαλ­λιά μου λύνω
και σου σκε­πά­ζω της μορ­φής το μαρα­μέ­νο κρίνο.

Φιλώ το παγω­μέ­νο σου χει­λά­κι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμω­σε και σφα­λιγ­μέ­νο μένει.

Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρ­φο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζα­ξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

Ξυλογραφία του Α. Τάσσου

Ξυλο­γρα­φία του Α. Τάσσου

ΙΙ

…………………………………

Με τα χερά­κια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκά­λια­ζα κι όλ’ είτα­νε για μένα.

Νιό­τη απ’ τη νιό­τη σου έπαιρ­να κι ακό­μη αχνογελούσα,
τα γερα­τειά δεν τρό­μα­ζα, το θάνα­το αψηφούσα.

Και τώρα πού θα κρα­τη­θώ, πού θα στα­θώ, πού θάμπω,
που από­μει­να ξερό δεντρί σε χιο­νι­σμέ­νο κάμπο;

…………………………………

«Pieta» (1945), του Γ. Κεφαλληνού

«Pieta» (1945), του Γ. Κεφαλληνού

ΙΙΙ

…………………………………

Χεί­λι μου μοσκο­μύ­ρι­στο που ως λάλα­γες ανθίζαν
λιθά­ρια και ξερό­δε­ντρα κι αηδό­νια φτερουγίζαν,

Στή­θεια πλα­τιά σαν τα στρω­τά φτε­ρού­για της τρυγόνας
που πάνω­θέ τους κόπα­ζε κ’ η πίκρα μου κι ο αγώνας,

…………………………………

Μυριόρ­ρι­ζο, μυριό­φυλ­λο κ’ ευω­δια­στό μου δάσο,
πώς να πιστέ­ψω η άμοι­ρη πως μπό­ραε να σε χάσω;

Χαρακτικό – αφιέρωμα του Γ. Φαρσακίδη στο Μπλόκο της Κοκκινιάς

Χαρα­κτι­κό – αφιέ­ρω­μα του Γ. Φαρ­σα­κί­δη στο Μπλό­κο της Κοκκινιάς

IV

…………………………………

Γιε μου, ποια Μοί­ρα στό­γρα­φε και ποια μου τόχε γράψει
τέτοιο καη­μό, τέτοια φωτιά στα στή­θεια μου ν’ ανάψει;

…………………………………

Κι ουδέ κακό­βα­λα στιγ­μή κι ουδ’ έτρε­ξα ξοπίσω
τα στή­θια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.

Κι έφτασ’ αργά κι, ω, που ποτές μην έφτα­νε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλ­λιο να γκρε­μί­ζο­νταν στο καύ­κα­λό μου η χώρα.

Ξυλογραφία του Γιώργη Δήμου

Ξυλο­γρα­φία του Γιώρ­γη Δήμου

V

…………………………………

Θα καρ­τε­ρά­ει κ’ η ρού­γα μας τ’ αδρό περ­πά­τη­μά σου
κ’ οι γρί­λιες οι μισά­νοι­χτες τ’ αηδο­νο­λά­λη­μά σου.

Και τα συντρό­φια σου, καλέ, που τις βρα­διές ερχόνταν
και λέαν και λέαν κι απ’ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν

Και μπά­ζα­νε στο σπί­τι μας το φως, την πλά­ση ακέρια,
παι­δί μου, θα σε καρ­τε­ράν να κάνε­τε νυχτέρια.

…………………………………

Βάσω Κατράκη: Μάνα, θρήνος (ξυλογραφία)

Βάσω Κατρά­κη: Μάνα, θρή­νος (ξυλο­γρα­φία)

VI

Μέρα Μαγιού μου μίσε­ψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοι­ξη, γιέ, που αγά­πα­γες κι ανέ­βαι­νες απάνω

Στο λια­κω­τό και κοί­τα­ζες και δίχως να χορταίνεις
άρμε­γες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

……………………………………

Και μού­λε­ες, γιέ, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβή­στης κ’ έσβη­σε το φέγ­γος κ’ η φωτιά μας.

Η Vera Baranovskaya στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου «Η Μάνα» του Μαξίμ Γκόρκι (1926). Σκηνοθεσία Β. Πουντόβκιν

Η Vera Baranovskaya στην κινη­μα­το­γρα­φι­κή μετα­φο­ρά του έργου «Η Μάνα» του Μαξίμ Γκόρ­κι (1926). Σκη­νο­θε­σία Β. Πουντόβκιν

VII

………………………………….

Κανείς μη γγί­ξει απά­νω του, παι­δί μου είναι δικό μου.
Σιω­πή· σιω­πή· κου­ρά­στη­κε, κοι­μά­ται το μωρό μου.

Ποιος μου το πήρε; Ποιος μπο­ρεί να μου το πάρει εμένα;
Άσπρι­σαν τα χει­λά­κια του, τα μάτια του κλεισμένα.

Δόστε μου, αïτοί, νύχια, φτε­ρά για ναν τους κυνηγήσω
και την καρ­διά τους, μύγδα­λο ναν τήνε ρουκανίσω.

Έργο της Αλεξίας Τάγκα

Έργο της Αλε­ξί­ας Τάγκα

VIII

………………………………….

Καμιάς κοπέ­λας θησαυ­ρό δε στά­θη­κες να πάρεις·
έφευ­γες πάντα εμπρός λαμπρός και πάντα καβαλλάρης.

Κ’ είταν χαρά σου να σκορ­πάς, και δόξα σου να παίρνουν,
ν’ ανα­ση­κώ­νεις απ’ τη γης τα όσα βογ­γούν και γέρνουν.
………………………………….

Γιέ μου, δεν ξέρω αν πρέ­πει μου να σκύ­βω, να σπαράζω,
για πρέ­πει μου όρθια να στα­θώ, να σε χιλιοδοξάζω.

Κάνθος Τηλέμαχος: Θρήνος γυναικών (Ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο)

Κάν­θος Τηλέ­μα­χος: Θρή­νος γυναι­κών (Ξυλο­γρα­φία σε πλά­γιο ξύλο)

ΙΧ

……………………………..…

Κι, αχ, Θέ μου, Θέ μου, αν είσουν Θεός κι αν είμα­σταν παι­διά σου
θα πόνα­γες καθώς εγώ, τα δόλια πλά­σμα­τά σου.

Κι αν είσουν δίκαιος, δίκαια θα μοί­ρα­ζες την πλάση,
κάθε που­λί, κάθε παι­δί να φάει και να χορτάσει.

……………………………..…

Εμείς ταγί­ζου­με τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ’ εμείς ούτ’ ένα ψίχου­λο δεν έχου­με στο χέρι.

Εμείς κρα­τά­με όλη τη γης μες στ’ αργα­σμέ­να μπράτσα
και σκιά­χτρα στέ­κου­νται οι Θεοί κι αφέ­ντη έχου­νε φάτσα.

"Μάνα". Πάνω σε στίχους του Κώστα Βάρναλη. Πυρογραφία και χρώμα του Γ. Φαρσακίδη

“Μάνα”. Πάνω σε στί­χους του Κώστα Βάρ­να­λη. Πυρο­γρα­φία και χρώ­μα του Γ. Φαρσακίδη

Χ

Όλα μου τάδει­χνες εσύ, παι­δί μου κι άρχο­ντά μου,
κι ως τάβλε­πες όλα έφεγ­γαν σα νάταν σ’ ώρα γάμου.

Κι όλα κοντά μου τάφερ­νες, γνέ­φια, που­λιά κι αστέρια,
πού­λε­γα κ’ έτσι νάκα­να θα τάπια­να στα χέρια.

………………….……………

Κ’ έτσι στη­τός μου φαί­νο­σουν του κόσμου όλου πατέρας
και πάλι τόσο ανά­λα­φρος σα φως και σαν αγέρας.

Κούλα Μπεκιάρη: Μάνα με παιδί, μετά τον πόλεμο - προσφυγιά (ξυλογραφία όρθιο ξύλο)

Κού­λα Μπε­κιά­ρη: Μάνα με παι­δί, μετά τον πόλε­μο — προ­σφυ­γιά (ξυλο­γρα­φία όρθιο ξύλο)

ΧΙ

Έτσι άχα­ρη, με ομόρ­φαι­νες, κ’ έτσι άμα­θη ―για κοίτα―
μες στη ματιά σου διά­βα­ζα της ζωής την αλφαβήτα.

Και μάθαι­να από την αρχή, πιο ωραία, τα μαθημένα
και μέτρα­γα στα δάχτυ­λα και τάβρι­σκα όλα ένα.

…………………………….…

Τώρα τα μάτια σου έκλει­σαν και γω κλεί­στη­κα απ’ έξω
κι ούτε έχω πέτρα να στα­θώ και δρό­μο πια να τρέξω.

Ludovico Mazzolino, Pieta

Ludovico Mazzolino, Pieta

ΧΙΙ

…………………………..…..

Γιέ μου, όλα κάνα­νε φτε­ρά κι όλα μ’ άφη­καν πίσω,
δεν έχω μάτι για να ιδώ, στό­μα για να μιλήσω,

Μόνο βαθιά κι από­μα­κρα κάτι σα βουή διαβαίνει
κι ακούω την ίδια μου φωνή και φαί­νε­ταί μου ξένη,

……………..…………………

Και πάλι η έρμη ντρέ­που­μαι, γιό­κα μου, εσύ να λείπεις
κι ακό­μα εγώ νάχω φωνή ― ξόμπλι φτη­νό της λύπης.

Γάζα, Παλαιστίνη. Μάνα...

Γάζα, Παλαι­στί­νη. Μάνα…

ΧΙΙΙ

…………………………..……

Μα ως κάτι να σε φώνα­ζε μες στη χρυ­σήν εσπέρα,
πάντα σου αγνά­ντευ­ες ψηλά και πάντα πάρα πέρα,

Σαν κάποιος φίλος μπι­στι­κός να σφύ­ραε, να σ’ εκάλει
για μια κρυ­φήν αντά­μω­ση σ’ ανέ­γνω­ρο ακρογιάλι.

…………………….…….……

Κ’ έπι­να με το σάλιο μου μιας τρυ­φε­ρά­δας γέψη
που εγώ δε μάντευα και συ τάχες όλα μαντέψει.

Αντώνης Καραγιάννης: Η μάνα του κρατούμενου, χαρακτικό

Αντώ­νης Καρα­γιάν­νης: Η μάνα του κρα­τού­με­νου, χαρακτικό

XIV

Αχ, γιέ μου, γιέ μου, γιό­κα μου, δε δύνα­μαι άλλο η έρμη,
χτυ­πούν, χτυ­πούν τα δόντια μου σα να με πιά­νει θέρμη

Και θέλω να κου­κου­λω­θώ πιο πάνου απ’ το κεφάλι
κι ούτε ήλιο πια να ματα­ïδώ, και να, πετιέ­μαι πάλι

Να πω, να πω τις χάρες σου, ναν τις ξαναναστήσω
σα νάταν, γιέ μου, μπο­ρε­τό να σε γυρί­σω πίσω.

……………………………….

Γιώργος Σικελιώτης, Θρήνος 1, 1960-65

Γιώρ­γος Σικε­λιώ­της, Θρή­νος, 1960–65

XV

Στο παρα­θύ­ρι στέ­κο­σουν κ’ οι δυνα­τές σου οι πλάτες
φρά­ζαν ακέ­ρια τη μπα­σιά, τη θάλασ­σα, τις τράτες

Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγ­γε­λος πλημ­μύ­ρι­ζε το σπίτι
και κει στ’ αυτί σου σπί­θι­ζε η γαζία του αποσπερίτη.

Κ’ είταν το παρα­θύ­ρι μας η θύρα όλου του κόσμου
κ’ έβγα­ζε στον παρά­δει­σο που τ’ άστρα ανθί­ζαν, φως μου.

………………………………

Η Florence Owens Thompson χήρα με εφτά παιδιά, στην Αμερική της οικονομικής κρίσης (1936). Φωτογραφία της Dorothea Lange

Η Florence Owens Thompson χήρα με εφτά παι­διά, στην Αμε­ρι­κή της οικο­νο­μι­κής κρί­σης (1936). Φωτο­γρα­φία της Dorothea Lange

XVI

Τι έκα­νες, γιέ μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
την πλε­ρω­μή σου ζήτη­σες απ’ άδι­κους ανθρώπους.

Λίγο ψωμά­κι ζήτη­σες και σού­δω­καν μαχαίρι,
τον ιδρώ­τα σου ζήτη­σες και σού­κο­ψαν το χέρι.

………………………..……

Ω, γιέ μου, αυτοί που σ’ έσφα­ξαν σφαγ­μέ­να να τα βρούνε
τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.

………………………………

Κώστας Μαλάμος: Ξεκλήρισμα, 1946 (Παστέλ)

Κώστας Μαλά­μος: Ξεκλή­ρι­σμα, 1946 (Παστέλ)

XVII

………………………..……

Κόσμος περ­νά και με σκου­ντά, στρα­τός και με πατάει
κ’ εμέ το μάτι ουδέ γυρ­νά κι ουδέ σε παρατάει.

Και, δες, μ’ ανα­ση­κώ­νου­νε χιλιά­δες γιους ξανοίγω,
μά, γιό­κα μου, απ’ το πλά­γι σου δε δύνου­μαι να φύγω.

……………………..………

Τώρα οι σημαί­ες σε ντύ­σα­νε. Παι­δί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γω τρα­βάω στ’ αδέλ­φια σου και παίρ­νω τη φωνή σου.

«Μάνα με παιδί» (1963), του Α. Τάσσου. Ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο

«Μάνα με παι­δί» (1963), του Α. Τάσ­σου. Ξυλο­γρα­φία σε πλά­γιο ξύλο

XVIII

……………………..………

Δεν είναι ξόδι τού­το δω, πιό­τε­ρο γάμος μοιάζει,
δάκρυ και γέλιο, αγά­πη, οργή, το κάθε μάτι στάζει.

……………………..………

Που­λί μου, χίλιες δυό ζωές με σένα­νε με δένουν,
κι όσοι αγα­πιού­νται, και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν.

Κι αν δε λυγάω σε προ­σευ­χή, τα χέρια κι αν δεν πλέκω,
γιέ μου, το ξέρεις, πιο από πριν τώρα κοντά σου στέκω.

"Η Μάνα Παναγιά της Γυάρου", πυρογραφία του Γιώργου Φαρσακίδη

“Η Μάνα Πανα­γιά της Γυά­ρου”, πυρο­γρα­φία του Γιώρ­γου Φαρσακίδη

XIX

…………………..…………

Για το αίμα πού­βα­ψε τη γης αντρειεύ­τη­καν τα πλήθια,
―δάσα οι γρο­θιές, πέλαα οι κραυ­γές, βου­νά οι καρ­διές, τα στήθεια.

Έσμι­ξε η μπλού­ζα το χακί, φαντά­ρος τον εργάτη
κι αστρά­φτουν όλοι μια καρ­διά ― βου­λή, σφυγ­μός και μάτι.

Ω, τι όμορ­φα σαν σμί­γου­νε, σαν αγα­πιού­νται οι άνθρωποι,
φεγ­γο­βο­λά­νε οι ουρα­νοί, μοσχο­βο­λά­νε οι τόποι.

Κι όπως περ­νάν, λεβέ­ντη­δες, γεροί κι αδελφωμένοι,
λέω και θα κατα­χτή­σου­νε τη γης, την οικουμένη.

……………………………….

Χαροκαμένες μάνες στην Ήπειρο (1940). Φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα

Χαρο­κα­μέ­νες μάνες στην Ήπει­ρο (1940). Φωτο­γρα­φία του Κώστα Μπαλάφα

XX

Γλυ­κέ μου, εσύ δεν χάθη­κες, μέσα στις φλέ­βες μου είσαι.
Γιέ μου, στις φλέ­βες ολου­νών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλά­γι μας περ­νούν πολ­λοί, περ­νούν καβαλλαραίοι, ―
όλοι στη­τοί και δυνα­τοί και σαν κ’ εσέ­να ωραίοι.

Ανά­με­σά τους, γιό­κα μου, θωρώ σε αναστημένο, ―
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Και γώ η φτω­χή και γώ η λιγνή, μεγά­λη μέσα σ’ όλους,
με τα μεγά­λα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους

Και τους πετάω κατά­μου­τρα στους λύκους και στ’ αγρίμια
που μού­κα­ναν της όψης σου το κρού­σταλ­λο συντρίμμια.

Κι ακο­λου­θάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγ­μού μας
δένε­ται κόμπος του σκοι­νιού για το λαι­μό του οχτρού μας.

Κι ως τόθε­λες (ως τόλε­γες τα βρά­δια με το λύχνο)
ασκώ­νω το σκε­βρό κορ­μί και τη γρο­θιά μου δείχνω.

Κι αντίς τ’ άφται­γα στή­θεια μου να γδέρ­νω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρύζω.

Γιέ μου, στ’ αδέρ­φια σου τρα­βώ και σμί­γω την οργή μου,
σου πήρα το ντου­φέ­κι σου· κοι­μή­σου, εσύ, που­λί μου.

Βάσω Κατράκη, χάραξη σε πέτρα

Βάσω Κατρά­κη, χάρα­ξη σε πέτρα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο