Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Καββαδίας και οι Ναυτεργάτες

Γρά­φει ο Λου­κάς Σπή­λιος //

Με τον Καβ­βα­δία με συν­δέ­ει το επάγ­γελ­μα. Του Ναυ­τι­κού για εκεί­νον, του Ναυ­τερ­γά­τη για μένα. Κι ως Ναυ­τερ­γά­της, που έζη­σα τη ζωή της θάλασ­σας, των καρα­βιών, όλον τον εργά­σι­μο βίο μου θέλω να ομο­λο­γή­σω, ότι δεν με συν­δέ­ουν πολ­λά εμέ­να και πολ­λούς άλλους συνα­δέλ­φους, με το έργο του Καβ­βα­δία. Δεν εκφρά­ζει το έργο του εμάς που αντι­με­τω­πί­ζου­με τη ζωή μες στα καρά­βια μα και την ποί­η­ση που παρά­γε­ται απ’ τη ζωή μας, τελεί­ως διαφορετικά.

Η αμφι­σβή­τη­ση του έργου του Καβ­βα­δία, υπάρ­χει απ’ την αρχή της εμφά­νι­σής του στα Νεο­ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα και δεν είναι εφεύ­ρε­ση του Ναυ­τερ­γα­τι­κού κινή­μα­τος. Έχει κατη­γο­ρη­θεί ευθέ­ως, απ’ όσους ήξε­ραν και μπο­ρού­σαν να τον αμφι­σβη­τή­σουν, ότι π.χ. δια­στρε­βλώ­νει την πραγ­μα­τι­κή ζωή των Ναυ­τερ­γα­τών, ότι απεί­χε απ’ τα μεγά­λα και σοβα­ρά θέμα­τα της πολι­τι­κής ζωής του τόπου μας, των συν­θη­κών δια­βί­ω­σης των πλη­ρω­μά­των στις «γαλέ­ρες» της επο­χής του, και ως άτο­μο μα και ως ποι­η­τι­κό έργο. Τον κατη­γο­ρούν ότι προ­βάλ­λει τη δια­στρο­φή, ότι διδά­σκει και ωραιο­ποιεί τη φυγή. Αυτά γρά­φει ο Γιώρ­γος Τρά­πα­λης. Ο δε Βασί­λης Λού­λης, πρώ­τος αυτός συνο­ψί­ζει υπο­τι­μη­τι­κά τον κόσμο του έργου του Καβ­βα­δία, ως «ταβέρ­να, ναρ­κω­τι­κά, μπουρ­δέ­λο». Ο Ανα­στά­σιος Τζαμ­τζής, αρχι­πλοί­αρ­χος, ανα­ρω­τιέ­ται απ’ τις σελί­δες του περιο­δι­κού «Εφο­πλι­στής», πώς είναι δυνα­τόν σοβα­ροί τεχνο­κρί­τες να δημο­σιεύ­ουν βαθυ­στό­χα­στες ανα­λύ­σεις για τα φλη­να­φή­μα­τα του Καβ­βα­δία; Κι απα­ντά: «Προ­φα­νώς για­τί είχε κατορ­θώ­σει να φορ­τώ­σει στους Ναυ­τι­κούς, να δοκι­μά­ζουν κάθε είδους πρα­κτι­κή σεξουα­λι­κής διαστροφής».

Και το 1947 ο Αιμί­λιος Χουρ­μού­ζιος, που δεν είχε καμιά σχέ­ση με τη ζωή της θάλασ­σας έγρα­φε: «Ο Καβ­βα­δί­ας έμει­νε ο συμπα­θέ­στα­τος, ο πρω­τό­τυ­πος, ο αδιά­φο­ρος σ’ όλη την άλλη την έξω απ’ τα καρά­βια, τις αντέ­νες, τις βάρ­διες και τους πηχτούς, μεθυ­σμέ­νους έρω­τες των λιμα­νιών, ζωής. Ένα πυκνό πού­σι έχει κατέ­βει κι έχει κρύ­ψει απ’ την οπτι­κή γραμ­μή του ποι­η­τή όλον τον πόνο των ανθρώ­πων. Κοι­τά­ζω από περιέρ­γεια τις χρο­νο­λο­γί­ες των τρα­γου­διών του. Ένα το 1940 (γρά­φει για το πού­σι), δυο άλλα το 1942, ένα το 1944, δυο το 1945 και δυο άλλα το 1946. Τ’ απο­δέ­λοι­πα είναι πριν το 1940. Μια νύξη, κάποια θύμη­ση της τρα­γω­δί­ας του λαού μας που­θε­νά. Ή μάλ­λον δυο στί­χοι υπο­μνη­στι­κοί των εκτε­λέ­σε­ων της Και­σα­ρια­νής, και της τρα­γω­δί­ας του Διστό­μου, μα κι αυτοί για χάρη του Γκαρ­θία Λόρκα».

Κι ακό­μη ο Κοτζιού­λας σ’ ένα σημεί­ω­μά του για τον ποι­η­τή το Νοέμ­βρη του 1933 γρά­φει: «Η επο­χή μας έχει άλλα ιδα­νι­κά, περισ­σό­τε­ρο ωραία και σοβα­ρά απ’ τα ταξί­δια, που στο κάτω-κάτω δεν είναι τόσο για τους μισθω­τούς των ατμο­πλοϊ­κών εται­ρειών, όσο για κάποιους μπα­κά­λη­δες, που πάνε να ψωνί­σουν κοσμοπολιτισμό».

Ο Καρα­ντώ­νης απα­ντά στους επι­κρι­τές κι αμφι­σβη­τί­ες του έργου του το 1950, θέλο­ντας να δικαιο­λο­γή­σει τον ποι­η­τή: «απλά δεν μπό­ρε­σε να τρα­γου­δή­σει (τα βάσα­να, τους αγώ­νες του λαού και των συνα­δέλ­φων του Ναυ­τερ­γα­τών)». Κι ίσως να μην ήθε­λε κιό­λας να τα τρα­γου­δή­σει και φαί­νε­ται πως έχει κάποιο δίκιο.

Οι προη­γού­με­νοι τον κατη­γο­ρού­σαν μόνο επί του περιε­χο­μέ­νου του έργου του. Κι επ’ αυτού οι μελε­τη­τές του δυσκο­λεύ­ο­νται να τοπο­θε­τη­θούν, ελλεί­ψει στοι­χεί­ων από­δει­ξης του αντι­θέ­του, ακόμη.

Δεν συντάσ­σο­μαι από­λυ­τα μαζί τους καθώς συνο­λι­κά κι όχι μόνο επί του περιε­χο­μέ­νου κρί­νου­με ένα έργο τέχνης. Ο Καβ­βα­δί­ας ήταν καλός ποι­η­τής που συνει­σέ­φε­ρε στην ποίηση.

Και πρέ­πει να λυθεί κάπο­τε η μεγά­λη παρε­ξή­γη­ση, να τον τοπο­θε­τούν ανά­με­σα σ’ όλα τ’ άλλα κι ως Ποι­η­τή των Ναυ­τερ­γα­τών (Ναυ­τι­κών), της Ναυ­το­σύ­νης. Κι είναι άλλο πράγ­μα αν το έργο που έχει λογο­τε­χνι­κή αξία και τελεί­ως άλλο, το κου­τά­κι που έχουν κλεί­σει τον Καβ­βα­δία οι μακριά των πελά­γων, κατά τ’ άλλα σοβα­ρών του έργου του μελε­τη­τών και προ­σπα­θούν να τον παρου­σιά­σουν ως τέτοιον που δεν υπήρ­ξε κι ίσως να μην ήθε­λε να υπάρξει.

Να φτά­νου­με σήμε­ρα να ψάχνου­με να βρού­με τι εννο­ού­σε ο ποι­η­τής πίσω από κάθε στί­χο του και να τον ερμη­νεύ­ου­με όπως εμείς θέλου­με, δεν είναι νομί­ζω η καλύ­τε­ρη προ­σφο­ρά στο έργο του Καβ­βα­δία. Ό,τι ήθε­λε να πει, το είπε με σαφή­νεια. Ό,τι ήθε­λε και μπο­ρού­σε το έγρα­ψε. Να παρου­σιά­ζουν όμως τον Καβ­βα­δία τέτοιον που δεν υπήρ­ξε, πιθα­νόν κι ο ίδιος να δια­φω­νού­σε αν ήταν ανά­με­σά μας.

Ο Καβ­βα­δί­ας ποτέ του δεν ανέ­φε­ρε τη λέξη «Ναυ­τερ­γά­της». Ναυ­τι­κός, Ναυ­τι­κοί έλε­γε κι έγρα­φε. Κι έχουν τερά­στια δια­φο­ρά οι δυο αυτές λέξεις. Το ότι και συνά­δελ­φοι Ναυ­τερ­γά­τες τον θεω­ρούν ποι­η­τή που τους εξέ­φρα­σε με την ποί­η­σή του, τους κατα­νοώ από­λυ­τα, ως θέση ενταγ­μέ­νη στο γενι­κό­τε­ρο κλί­μα που έντε­χνα δημιουρ­γή­θη­κε για τον Καβ­βα­δία συνο­λι­κά, μα κι επει­δή σώπα­σαν οι φωνές που δεν θεώ­ρη­σαν σημα­ντι­κό να οριο­θε­τή­σουν τον ποι­η­τή σαν κάτι αλλιώτικο!

Θα ισχυ­ρι­στεί ο οποιοσ­δή­πο­τε ότι είναι στε­νό­μυα­λο να πετσο­κό­βει κάποιος το έργο ενός δημιουρ­γού κι ότι αυτό πρέ­πει να κρί­νε­ται συνο­λι­κά. Συμ­φω­νώ. Και δεν θέλω να φτά­σω στο σημείο να πω «τέλεια μορ­φή, κακό περιε­χό­με­νο» για­τί αυτό δεν ισχύ­ει στον Καβ­βα­δία. Αυτό που θέλω όμως να κάνω είναι να ερευ­νη­θεί περισ­σό­τε­ρο η πτυ­χή που κατα­χω­ρεί μ’ ελα­φρό­τη­τα του Καβ­βα­δία ως ποι­η­τή της Ναυ­το­σύ­νης, ως ποι­η­τή που εκφρά­ζει τη ζωή των Ναυ­τερ­γα­τών. Και δεν ήταν τέτοιο το έργο του Καββαδία.

Υπάρ­χει κάτι το επι­κίν­δυ­νο στο συλ­λο­γι­κό φαντα­σια­κό που δημιουρ­γεί­ται. Να εμπε­δω­θούν εικό­νες της ζωής των Ναυ­τερ­γα­τών, εξι­δα­νι­κευ­μέ­νες, μαγι­κές, εξω­τι­κές, δηλα­δή κόντρα σ’ ό,τι βιώ­νου­με χιλιά­δες Ναυ­τερ­γά­τες μες στα καρά­βια των εφο­πλι­στών, πριν απ’ αυτόν, μαζί μ’ αυτόν και μετά απ’ αυτόν ως σήμερα.

Κι αυτό δεν είναι τυχαίο και δεν φταί­ει ο Καβ­βα­δί­ας γι’ αυτό, αλλά όσοι έσπευ­σαν να τον κατα­χω­ρή­σουν ως κάτι που δεν ήταν. Συμ­φέ­ρει ξέρε­τε και τους εφο­πλι­στές να νομί­ζει η κοι­νω­νία, ότι οι Ναυ­τερ­γά­τες είναι προ­νο­μιού­χοι εργα­ζό­με­νοι, ταξι­διώ­τες σε λιμα­νί­σιους παρά­δει­σους. Η ένστα­σή μας δεν είναι ο ποι­η­τής και το έργο του, αλλά εκεί­νη η δια­δι­κα­σία που μας τον «πλά­σα­ρε» σαν ποι­η­τή των Ναυ­τερ­γα­τών. Το φωτο­στέ­φα­νο του θαλασ­σι­νού ήρωα που του φόρε­σαν, ήταν πλα­στό και ταξί­δευε ως ποι­η­τής, που υπο­δυό­ταν τον Ναυ­τι­κό (Β. Λούλης).

Με κανέ­ναν τρό­πο, μ’ όσους ασχο­λή­θη­καν με το έργο του, σημα­ντι­κούς μελε­τη­τές, δεν θέλου­με ν’ αντι­πα­ρα­τε­θού­με στο αν ήταν ποι­η­τής. Ακό­μα και ποι­η­τής όπως τον παρου­σιά­ζουν. Του έρω­τα του λιμα­νί­σιου, της φυγής, των ταξι­διών, των ορι­ζό­ντων. Αν κι εδώ οι κρι­τι­κοί του δεν έχουν ακό­μη κατα­λή­ξει κάπου και συνε­χώς του προ­σθέ­τουν κι άλλους χαρα­κτη­ρι­σμούς. Όλοι όμως συμ­φω­νού­με ότι ήταν ποι­η­τής που συγκί­νη­σε στην επο­χή του και στη σημε­ρι­νή μ’ όσα παρου­σί­α­σε, ζητώ­ντας όμως και σήμε­ρα ακό­μη να θέλουν να είμα­στε με την υπερ­προ­βο­λή του, εσα­εί συγκι­νη­μέ­νοι, έκθαμ­βοι μ’ αυτή την ποίηση.

Κανείς δεν αμφι­σβη­τεί ότι ζωγρά­φι­σε κομ­μά­τια απ’ τα πέλα­γα, τα λιμά­νια, όχι των λιμε­νερ­γα­τών, τα έκα­νε ποι­ή­μα­τα παρα­μύ­θια, αφη­γή­θη­κε ιστο­ρί­ες και ξενά­γη­σε τους ανα­γνώ­στες σ’ έναν κόσμο απρό­σι­το ακό­μη τότε, μα τελεί­ως φαντα­στι­κό. «Τα ποι­ή­μα­τά του, έγρα­ψε ο Γερ. Λικιαρ­δό­που­λος, βγαί­νουν περισ­σό­τε­ρο από φιλο­λο­γι­κές, παρά από βιω­μα­τι­κές εμπει­ρί­ες». Παρ’ όλο που ζού­σε ανά­με­σα στους Ναυ­τερ­γά­τες, και του φόρε­σαν το φωτο­στέ­φα­νο του θαλασ­σι­νού ήρωα, ο ποι­η­τής ποτέ δεν ήταν και δεν ένιω­σε Ναυ­τερ­γά­της. Ήταν μόνο ποι­η­τής. Στην αγω­νία τους να τον παρου­σιά­σουν σαν δικό μας, εμείς οι Ναυ­τερ­γά­τες αρνού­μα­στε να μπού­με σ’ αυτή τη συζήτηση.

Κι ως ποι­η­τής έχει κρι­θεί, μελε­τη­θεί. Ο κόσμος όμως της θάλασ­σας, που πολ­λοί προ­σπα­θούν να εντά­ξουν και τον Καβ­βα­δία στις γραμ­μές του και τον φορ­τώ­νουν με δάφ­νες συμ­με­το­χής, τον έχουν κρί­νει από χρό­νια πολ­λά, τελεί­ως διαφορετικά.

Καμιά συμ­με­το­χή του κι από που­θε­νά δεν βγαί­νει ότι ήταν συμ­μέ­το­χος στους αγώ­νες και στις αγω­νί­ες των συνα­δέλ­φων του. Εκτός τεσ­σά­ρων ποι­η­μά­των. Μπο­ρού­με και μεις, όπως έκα­ναν τόσοι άλλοι, άσχε­τοι με το επάγ­γελ­μα του Ναυ­τερ­γά­τη, να παρου­σιά­σου­με μαρ­τυ­ρί­ες παλιών συνα­δέλ­φων που ισχυ­ρί­ζο­νταν τα τελεί­ως αντί­θε­τα απ’ αυτά που γρά­φουν οι βιο­γρά­φοι του. Μπο­ρού­με ν’ απο­δεί­ξου­με την απου­σία του απ’ τα γινό­με­να του και­ρού του, παρ’ όλη την αγιο­γρά­φη­σή του τόσα χρό­νια. Ποι­η­τής ήταν μόνο.

«Η έμφα­ση στο βιω­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα της ποί­η­σής του, πιστεύω πως θα έπρε­πε να μετρια­σθεί, καθώς η αυτο­νό­η­τη σχέ­ση του με το επάγ­γελ­μα του Ναυ­τι­κού, δεν συνο­δεύ­ε­ται με μια ποί­η­ση που εξα­ντλεί­ται στην κατά­θε­ση αυτής της εμπει­ρί­ας, εξού και οι παρα­νο­ή­σεις γύρω απ’ το έργο του» (Γιώρ­γος Τράπαλης).

Στον και­ρό του είχα­με, όσον αφο­ρά τους Ναυ­τερ­γά­τες, φοβε­ρά και τρο­με­ρά γεγο­νό­τα, εγκλή­μα­τα, κατά­μαυ­ρες σελί­δες μα συνά­μα και ηρω­ι­σμούς συνα­δέλ­φων που δόξα­σαν την ιστο­ρία μας, μες στα πέλα­γα. Κι απ’ τον Καβ­βα­δία έχου­με την συμπά­θειά του, σ’ αυτούς που εκτε­λού­νταν, φυλα­κί­ζο­νταν, παρα­φρο­νού­σαν, έμε­ναν άνερ­γοι και πει­να­σμέ­νοι, με δυνα­τή φωνή όμως που δεν την άκου­σαν οι στί­χοι του Καββαδία.

Φτά­σα­με σήμε­ρα να ψάχνου­με να βρού­με τι εννο­ού­σε ο ποι­η­τής πίσω από κάθε στί­χο του και να τον ερμη­νεύ­ου­με όπως εμείς θέλου­με, δεν είναι νομί­ζω η καλύ­τε­ρη προ­σφο­ρά στο έργο του Καβ­βα­δία. Ό,τι ήθε­λε να πει, το είπε με σαφή­νεια. Ό,τι ήθε­λε και μπο­ρού­σε το έγρα­ψε. Να παρου­σιά­ζουν όμως τον Καβ­βα­δία, τέτοιον που δεν υπήρ­ξε, πιθα­νόν κι ο ίδιος να δια­φω­νού­σε αν ήταν ανά­με­σά μας.

Και δω θα πει κάποιος, πως δικαί­ω­μά του ήταν να επι­λέ­ξει να μη γρά­ψει γι’ αυτά. Θα συμ­φω­νή­σω ως προς το δικαί­ω­μα. Ο καθέ­νας δια­λέ­γει το υλι­κό του και πώς θα το φωτί­σει. Όμως κι οι Ναυ­τερ­γά­τες έχουν το δικαί­ω­μα ν’ αμφι­σβη­τούν την κατα­χώ­ρη­ση του Καβ­βα­δία ως ποι­η­τή που εκφρά­ζει τη ζωή τους. Και πρέ­πει να ομο­λο­γή­σω ότι ως ανα­γνώ­στης του Καβ­βα­δία κι ως Ναυ­τερ­γά­της συγ­χρό­νως, δεν βρή­κα τίπο­τα απ’ τη ζωή μου την πραγ­μα­τι­κή μες στα καρά­βια, δεν μου θυμί­ζει η ποί­η­σή του καμιά στιγ­μή μου στα πέλα­γα, στα λιμά­νια, στα μετε­ρί­ζια του αγώ­να μας, κι αν θέλε­τε, αρκε­τές φορές τον θεω­ρού­σα ξένο προς τα ταξί­δια μας, απο­σιω­πώ­ντας τόσο κραυ­γα­λέα (συνει­δη­τά ή όχι δεν ξέρω) τόσες άλλες πλευ­ρές των πελάγων.

Ο Καβ­βα­δί­ας δεν υπήρ­ξε Ναυ­τερ­γά­της με την ταξι­κή έννοια της λέξης. Δεν είχε και δεν απο­δει­κνύ­ε­ται από που­θε­νά, καμιά συμ­με­το­χή του στο Ναυ­τερ­γα­τι­κό κίνη­μα της επο­χής του. Το γεμά­το κατα­τρεγ­μούς κι ηρω­ι­σμούς. Κι όσοι βιο­γρά­φοι του προ­σπα­θούν κάτι άλλο ν’ απο­δεί­ξουν απ’ αυτό που ήταν, το προ­σπα­θούν μέσα από φήμες, διαδόσεις.

Ο Καβ­βα­δί­ας ήταν ποι­η­τής που βιο­πο­ρι­ζό­ταν ως Ναυ­τι­κός. Τίπο­τα άλλο. Κι αυτόν τον βιο­πο­ρι­σμό του μες στη θάλασ­σα, ποτέ του δεν τον έκα­νε συνεί­δη­ση. Σαν αμέ­το­χος πέρα­σε μες απ’ τα καρά­βια. Σχε­δόν σαν επι­βά­της. Είδε, άκου­σε, έζη­σε, ό,τι αυτός ήθε­λε. Και παρ’ όλο που συζη­τού­σε, είχε φίλους, γνω­στούς, αρκε­τούς ανθρώ­πους των γραμ­μά­των, των τεχνών, που είχαν άλλη θεώ­ρη­ση, άλλη στά­ση ζωής κι έργου, ήταν όμως άνθρω­ποι της στε­ριάς, που τους μάγε­ψε η ποί­η­σή του, για τον πλού­το των εικό­νων που κου­βα­λού­σε μες στους στί­χους του και δεν ασχο­λή­θη­καν με συν­θή­κες δου­λειάς, αμοι­βής, αγώ­να μες στα καράβια.

Κανείς απ’ όσους έγρα­ψαν για τον Καβ­βα­δία, δεν ανα­κά­λυ­ψε εμβλη­μα­τι­κές μορ­φές του Ναυ­τερ­γα­τι­κού κινή­μα­τος, να είναι φίλοι του, συνο­μι­λη­τές του. Αμπα­τιέ­λος, Μπε­κά­κος, Τσα­μπής, Κολια­ρά­κης, Ορφα­νός, Καλα­μά­κης κ.ά., μόνο το θαυ­μα­σμό τους άφη­σαν στους νεώ­τε­ρους για την ποί­η­σή του, και καμιά περ­γα­μη­νή δόξας δια­φο­ρε­τι­κή. Κι όσοι προ­σπά­θη­σαν αυτή την απα­θή στά­ση του Καβ­βα­δία με του και­ρού του τα γεγο­νό­τα και δεν τον αθω­ώ­νουν τα τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τά του, τα εκτός συλ­λο­γών, και που δεί­χνουν κάπως ότι ήξε­ρε τι γινό­ταν τρι­γύ­ρω του σε στε­ριά και θάλασ­σα, να τον ζωγρα­φί­σουν με τα ίδια, δικά του χρώ­μα­τα των στί­χων των, προ­σπα­θούν να τον βάλουν σε φόρ­μες που δεν τον χώρε­σαν εκεί­να τα χρό­νια και δεν θα μπο­ρέ­σουν και τα σημε­ρι­νά παρό­μοια χρό­νια να τον χωρέσουν.

Έτσι κι αλλιώς, η ποί­η­σή του τον κατέ­τα­ξε στους μεγά­λους υπη­ρέ­τες της. Εμείς, παρ’ όλη την αγά­πη μας για το έργο του, που και το δια­βά­σα­με και το τρα­γου­δή­σα­με, ο Καβ­βα­δί­ας στέ­κει μακριά απ’ τη ζωή μας κι έξω απ’ τα κάτερ­γα εκεί­νης, μα κι αυτής της επο­χής. Κανείς Ναυ­τερ­γά­της δεν συνά­ντη­σε ούτε μια στιγ­μή της ζωής του μες στο έργο του. Κι ήταν τόσο αδη­φά­γα η αστι­κή παρα­μόρ­φω­ση του έργου του για ολό­κλη­ρο κλά­δο σκλη­ρό­τη­τα εργα­ζο­μέ­νων, που τον παρου­σί­α­σαν και τον κατα­χώ­ρη­σαν οι πλη­ρω­μέ­νες πένες, επάγ­γελ­μα του περιθωρίου.

Χρό­νια το ναυ­τερ­γα­τι­κό κίνη­μα δεν έπαιρ­νε θέση κι ούτε τώρα το κάνει, για τα πεπραγ­μέ­να του Καβ­βα­δία στη ζωή και το έργο του. Και διό­τι οι υμνο­γρά­φοι του, οι μελε­τη­τές, οι κρι­τι­κοί, οι θαυ­μα­στές του, σήκω­ναν τόση αντά­ρα, έκα­ναν τόσο θόρυ­βο, «ύπο­πτο» τις περισ­σό­τε­ρες φορές, για­τί ένιω­θαν ότι δεν τους αφο­ρού­σαν όσα λέγο­νταν και γρά­φο­νταν, για­τί είχαν επι­τα­κτι­κά προ­βλή­μα­τα να παλέ­ψουν της ζωής τους, που δεν τους περίσ­σευε χρό­νος και δεν τους περισ­σεύ­ει, μαζί τους να ασχο­λη­θούν. Όμως συνα­με­τα­ξύ μας δια­τυ­πώ­νου­με αμφι­βο­λί­ες, για το αν ήταν ο Καβ­βα­δί­ας τέτοιος όπως τον παρουσιάζουν.

Στη θεμα­το­γρα­φία των ποι­η­μά­των του, υπάρ­χουν ιστο­ρί­ες περι­θω­ρια­κών τύπων, πλη­ρω­μέ­νοι λιμα­νί­σιοι έρω­τες, ταξί­δια μαγι­κά, τόποι εξω­τι­κοί κι άγνω­στοι. Δεν υπάρ­χει τίπο­τα απ’ τις συν­θή­κες εργα­σί­ας μας, τους αγώ­νες μας, τις αγω­νί­ες μας. Δεν υπήρ­χε ο ίδιος ο και­ρός του. Μας χρη­σι­μο­ποί­η­σε σαν πίνα­κα ζωγρα­φι­κής σε λάθος έκθεση.

Τα χρό­νια που έζη­σε και δημιούρ­γη­σε, το ναυ­τερ­γα­τι­κό κίνη­μα, δίπλα του ακρι­βώς, αγω­νι­ζό­ταν μ’ ηρω­ι­σμό κι αυτα­πάρ­νη­ση για τη νίκη των πελά­γων. Πώς του ξέφυ­γαν τ’ αύταν­δρα ναυά­για των εφο­πλι­στών; Τα βομ­βαρ­δι­σμέ­να καρά­βια του Β’ παγκο­σμί­ου πολέ­μου; Οι εκτε­λέ­σεις των ναυ­τερ­γα­τών, οι εξο­ρί­ες, οι φυλα­κί­σεις; Οι 3.000 νεκροί ναυ­τερ­γά­τες, οι παρά­φρο­νες, οι τραυ­μα­τί­ες του πολέ­μου, πώς του ξέφυ­γαν; Ο Τατά­κης (δεν ήταν ο μαύ­ρος θερ­μα­στής από το Τζι­μπου­τί) ακό­μη περι­μέ­νει μια λέξη δικιά του. Οι άνερ­γοι, οι πει­να­σμέ­νοι, οι δεμέ­νοι στην πλώ­ρη για τ’ αύταν­δρο και το κέρ­δος του εφο­πλι­στή, μες στα ίδια καρά­βια υπη­ρε­τού­σαν. Η θρυ­λι­κή ΟΕΝΟ, η δίκη της, οι κατα­δί­κες σε θάνα­το ηρω­ι­κών συνα­δέλ­φων, για­τί δεν τον άγγιξαν;

Και να ξανά πώς προ­κύ­πτει το χιλιοει­πω­μέ­νο ερώ­τη­μα για το ρόλο της τέχνης στην κοι­νω­νία μας. «Εννο­ού­με να παρα­τή­σου­νε οι καλ­λι­τέ­χνες πια τα στεί­ρα δόγ­μα­τα της αρι­στο­κρα­τι­κό­τη­τας της τέχνης, της αγνής ποί­η­σης, της φυγής απ’ την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τον ατο­μι­κι­σμό και την περι­φρό­νη­ση των αγε­λαί­ων και να πλη­σιά­σου­νε το λαό. Να τον νιώ­σου­νε, να τον αγα­πή­σου­νε, να δου­λέ­ψουν γι’ αυτόν» (Κώστας Βάρναλης).

«Η ποί­η­ση πρέ­πει να είναι ένας οδη­γός μάχης κι ευτυ­χί­ας, ένα όπλο στα χέρια του λαϊ­κού αγω­νι­στή, μια σημαία στα χέρια της ελευ­θε­ρί­ας» (Γιάν­νης Ρίτσος).

Η ποί­η­ση του Καβ­βα­δία τα στέ­ρη­σε αυτά απ’ τον αγω­νι­ζό­με­νο συνά­δελ­φό του, το συνάν­θρω­πό του.

Δεν θέλω κι ούτε αυτή ήταν η πρό­θε­σή μου, ν’ απο­κα­θη­λώ­σω τον ποι­η­τή, ούτε να τον φέρω τώρα πια, στο τι θέλα­με απ’ αυτόν. Απλά, όμως, δεν λέμε ότι το έργο κάθε καλ­λι­τέ­χνη το εξε­τά­ζου­με μες στις ιδιαί­τε­ρες συν­θή­κες που αυτό γεννήθηκε;

Κι εδώ δυστυ­χώς βλέ­που­με ότι οι συν­θή­κες ήταν κατά­μαυ­ρες μα συγ­χρό­νως κι ηρω­ι­κές, ο Καβ­βα­δί­ας φιλ­τρά­ρο­ντάς τες με στη φαντα­σία του, τις παρου­σί­α­ζε μαγι­κές, άγνω­στες και πολύ­χρω­μες. Δεν εξέ­φρα­σε την επο­χή του, δεν εξέ­φρα­σε τον Ναυ­τερ­γά­τη, με τον οποίο δεν συνα­ντή­θη­κε καν μαζί του.

Δεν θ’ αλλοί­ω­νε το έργο του αν το έκα­νε, όπως το έκα­ναν τόσοι άλλοι μεγά­λοι νεο­έλ­λη­νες ποι­η­τές. Δεν ήθε­λε; Δεν μπό­ρε­σε; Δεν τον συγκί­νη­σαν; Οι Ναυ­τερ­γά­τες έχου­με κατα­στα­λά­ξει και στα καπνι­στή­ρια οι μπαρ­κα­ρι­σμέ­νοι και στην Ακτή Μια­ού­λη οι άνερ­γοι, έχου­με σοβα­ρό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα να λύσου­με κι ο Καβ­βα­δί­ας λεί­πει παντε­λώς απ’ τις συζη­τή­σεις μας. Έγρα­ψε για τον εαυ­τό του και για την ποί­η­ση μόνο και δεν συμπο­ρεύ­θη­κε ποτέ μαζί μας.

«Κι επει­δή η τέχνη δεν είναι για ν’ αντα­να­κλά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά για να μεγε­θύ­νει σαν φακός» (Μαγια­κόφ­σκι), ο Καβ­βα­δί­ας μεγέ­θυ­νε και εις βάρος της λογο­τε­χνι­κής αξί­ας του έργου του, μια δική του πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, που δεν αφο­ρά κανέ­ναν, εκτός του ίδιου κι όσων θέλουν έτσι να είναι τα όνει­ρα, οι ελπί­δες κι οι αγώ­νες μας μες στα πέλαγα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο