Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο κοινωνικός πεζογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαράκης //

Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγό­να της γριά-Λούκαινας.
Φύκια ‘ναι τα στε­φά­νια της,
κοχύ­λια τα προι­κιά της…
Κ’ η γριά ακό­μα μοιρολογά
τα γεν­νο­βό­λια της τα παλιά.
Σαν νά ‘χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κ’ οι καη­μοί του κόσμου.
(Αλέ­ξαν­δρος Παπα­δια­μά­ντης, Το μοι­ρο­λόι της φώκιας)

    Πολ­λές οι κρί­σεις για τον Αλέ­ξαν­δρο Παπα­δια­μά­ντη (Σκιά­θος, 4 Μαρ­τί­ου 1851 - Σκιά­θος, 3 Ιανουα­ρί­ου 1911) και για το πλού­σιο λογο­τε­χνι­κό και μετα­φρα­στι­κό έργο του (που το μπό­λια­σε και το εμπλού­τι­σε με το λογο­τε­χνι­κό του τάλα­ντο), οι αντι­φα­τι­κοί μετα­ξύ τους σχο­λια­σμοί, είτε θετι­κοί, είτε αρνη­τι­κοί, οι παρα­τη­ρή­σεις για τα θέμα­τα που τον εμπνέ­ουν. Με τις περισ­σό­τε­ρες κρί­σεις, και δικαί­ως, να ανα­γνω­ρί­ζουν ότι η θρη­σκευ­τι­κή του παι­δεία, λόγω περι­βάλ­λο­ντος (έντο­νη η θρη­σκευ­τι­κή ζωή στο νησί του, όπως σε κάθε σημείο της ελλη­νι­κής γης, με τα ξωκλή­σια και την σχε­δόν πηγαία θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα τους) αλλά και για­τί ο πατέ­ρας του ήταν ιερέ­ας, επη­ρέ­α­σε σε σημα­ντι­κό­τα­το βαθ­μό το έργο του – δεν λεί­πουν οι περι­γρα­φές των αντί­στοι­χων εθί­μων και συμπε­ρι­φο­ρών των θρη­σκευό­με­νων πρω­τα­γω­νι­στών του από τα σχε­τι­κά διη­γή­μα­τα, και παράλ­λη­λα ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την βαθειά ικα­νό­τη­τα του συγ­γρα­φέα να δια­βά­ζει πίσω από τις λέξεις, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τα ψυχο­λο­γι­κά φαι­νό­με­να κάθε ιστο­ρί­ας και πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Οι περισ­σό­τε­ρες κρί­σεις βέβαια, αδια­φο­ρούν για την κοι­νω­νι­κή επι­φά­νεια του παπα­δια­μα­ντι­κού έργου. Δεν ξεχνά­με επί­σης και όσον αφο­ρά την παπα­δια­μα­ντι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, ότι το 1872 επι­σκέ­φθη­κε, ως δόκι­μος μονα­χός, το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικό­λαο Δια­νέ­λο, όπου παρέ­μει­νε για ένα διά­στη­μα οχτώ μηνών μέχρι να απο­χω­ρή­σει βέβαιος πως δεν είναι άξιος για να φέρει το «αγγε­λι­κό σχή­μα». Αλλά ότι δεν κέρ­δι­σε η μονα­στι­κή ζωή, το κέρ­δι­σαν τα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα και όλοι εμείς – και αν είναι δυνα­τόν να εκφέ­ρου­με και μια προ­σω­πι­κή κρί­ση γι’ αυτό, θεω­ρού­με πως είναι πολύ καλύ­τε­ρα που τα πράγ­μα­τα είχαν αυτή την εξέ­λι­ξη. Η θρη­σκευ­τι­κή απο­μό­νω­ση ίσως και να είχε κατα­στρέ­ψει το σπιν­θη­ρο­βό­λο πνεύ­μα του Παπα­δια­μά­ντη, η κοσμι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, μπο­λια­σμέ­νη με μια ανε­πτυγ­μέ­νη κοι­νω­νι­κή ματιά, είναι αυτή που ανέ­δει­ξε την συγ­γρα­φι­κή και ψυχο­λο­γι­κή ικα­νό­τη­τα του Σκια­θί­τη συγ­γρα­φέα, του γνω­στού σε όλους μας κοσμο­κα­λό­γε­ρου.

Αλλά ο Παπα­δια­μά­ντης ήταν κάτι περισ­σό­τε­ρο από ένας κοσμο­κα­λό­γε­ρος, ήταν ένας άνθρω­πος του κόσμου, πολύ σύγ­χρο­νος στις κρί­σεις του, πολύ δυνα­μι­κός στις απαι­τή­σεις του – όχι όμως για τον εαυ­τό του αλλά για τους άλλους, για τους εξα­θλιω­μέ­νους, για τους φτω­χούς και τους αδύ­να­μους. Να ποιο είναι λοι­πόν, το σημείο που ενώ­νει την παπα­δια­μα­ντι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα και την ψυχο­λο­γία των έργων του, ο κοι­νω­νι­κός του προ­σα­να­το­λι­σμός. Ένας Παπα­δια­μά­ντης π[ου θα έγρα­φε για τα πάθη των ισχυ­ρών θα ήταν ξένος προς εμάς, ίσως και απε­χθής, ακό­μα και η γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιεί θα μας ήταν ξένη. Αλλά πώς να γρά­ψει για τους ισχυ­ρούς ο Παπα­δια­μά­ντης όταν και αυτός απο­τε­λού­σε σάρ­κα από τη σάρ­κα των πλη­βεί­ων της κοι­νω­νί­ας μας; Σε αυτό το σημείο, πρέ­πει να ανα­γνω­ρί­σου­με, ότι ήταν το ίδιο το περι­βάλ­λον του που τον οδή­γη­σε να εκφρά­σει και να ανα­πτύ­ξει την γόνι­μη αγά­πη του για τον καθη­με­ρι­νό απλό άνθρω­πο, είτε στα περί­φη­μα αθη­ναϊ­κά του διη­γή­μα­τα, είτε σε αυτά που πρω­τα­γω­νι­στεί το νησί του, η Σκιά­θος, και οι δικές του ανα­μνή­σεις και οι εμπει­ρί­ες του. Η αλλη­λε­πί­δρα­ση της καθη­με­ρι­νής, λαϊ­κής θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας και το κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον, συν­δια­λέ­γο­νται κάτι παρα­πά­νω από ιδα­νι­κά στο παπα­δια­μα­ντι­κό έργο, καθι­στώ­ντας το αισθη­τι­κά άρτιο και βέβαια πρω­τό­τυ­πο, ακό­μα και σήμε­ρα – για να μην πού­με κυρί­ως για σήμε­ρα σε σχέ­ση με την επο­χή του και όταν κόσμος πολύς ανα­ζη­τά σε ανού­σια θέμα­τα και μορ­φές να χτί­σει κάτι πρω­τό­τυ­πο στην ελλη­νι­κή (και όχι μόνο) λογο­τε­χνία, κατα­λή­γο­ντας στην δημιουρ­γία μικρών λογο­τε­χνι­κών Φράν­κεν­στάιν. Ίσως μάλι­στα η γλώσ­σα του Παπα­δια­μά­ντη, περισ­σό­τε­ρο και από την περι­γρα­φι­κή του δει­νό­τη­τα, να ανα­δει­κνύ­ει την πρω­το­τυ­πία του παπα­δια­μα­ντι­κού έργου, καθώς ενώ χρη­σι­μο­ποιεί μια τεχνη­τή, επι­βε­βλη­μέ­νη από τα άνω­θεν, γλώσ­σα, την καθα­ρεύ­ου­σα, ο συγ­γρα­φέ­ας στους καθη­με­ρι­νούς δια­λό­γους χρη­σι­μο­ποιεί τη γλώσ­σα του λαού, δίνο­ντας ζωντά­νια στο έργο του. Αλλά και η γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιεί στις περι­γρα­φές του, εκτός των δια­λό­γων, έχει να κερ­δί­σει από την ευαι­σθη­σία του συγ­γρα­φέα – ανα­δει­κνύ­ε­ται η κρυμ­μέ­νη της γοη­τεία, αυτή που δεν έχει από τη φύση της ως τεχνη­τή γλώσ­σα η οποία εκφρά­ζει μια συγκε­κρι­μέ­νη, συντη­ρη­τι­κή, ιδε­ο­λο­γι­κή θέση – δημιουρ­γώ­ντας μας αυτή την αυτα­πά­τη ο Παπα­δια­μά­ντης και πάλι κερ­δί­ζει ως συγ­γρα­φέ­ας και μαζί του οι ανα­γνώ­στες. Ίσως είναι πάλι που η καθα­ρεύ­ου­σα ενι­σχύ­ε­ται με τους σκια­θί­τι­κους ιδιω­μα­τι­σμούς που χρη­σι­μο­ποιεί ο συγ­γρα­φέ­ας, δηλα­δή με στοι­χεία μια άλλης, έστω και τοπι­κού ενδια­φέ­ρο­ντος, γλώσ­σα αλλά οπωσ­δή­πο­τε και οσο­δή­πο­τε μιας καθη­με­ρι­νής γρα­φής. Και είναι ακρι­βώς αυτή πρω­το­τυ­πία του και η δυνα­μι­κή του που ανα­γνώ­ρι­σαν ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κοί Έλλη­νες συγ­γρα­φείς με πρώ­το μετα­ξύ όλων, τον Κωστή Παλα­μά αλλά και τους Κων­στα­ντί­νο Καβά­φη και Λάμπρο Πορ­φύ­ρα, σε μια περί­ο­δο που η σχο­λή του 1880 έγρα­φε στην δημο­τι­κή και όχι στην καθα­ρεύ­ου­σα, εκφρά­ζο­ντας την πηγαία ανά­γκη του λαού για λογο­τε­χνία και επι­κοι­νω­νία στη δική του γλώσσα.

alexandros_papadiamantis

Πίσω από όλα αυτά, εμείς δεν εντο­πί­ζου­με απλά ένα ανε­πτυγ­μέ­νο λογο­τε­χνι­κό κρι­τή­ριο από την πλευ­ρά του συγ­γρα­φέα, που κι αυτό έχει καθο­ρι­στι­κό ρόλο, αλλά μια συνο­λι­κή κοι­νω­νι­κή θεώ­ρη­ση από την πλευ­ρά του συγ­γρα­φέα, που συν­δυά­ζει τα βιώ­μα­τα, με τις σύγ­χρο­νες (της επο­χής του και όχι μόνο) ανά­γκες των απλών ανθρώ­πων. Γι’ αυτό και δεν περιο­ρί­ζε­ται σε μία στεί­ρα εξύ­μνη­ση της ζωής των απλών ανθρώ­πων αλλά και παρου­σιά­ζο­ντας την σκο­τει­νή τους πλευ­ρά, που και αυτή επη­ρε­ά­ζε­ται και δια­μορ­φώ­νε­ται από τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες – όπως ακρι­βώς συμ­βαί­νει στην Φόνισ­σα και σε άλλα διη­γή­μα­τα του. Είναι όμως και το μετα­φρα­στι­κό του έργο που ανα­δει­κνύ­ει αυτή την κοι­νω­νι­κή του θεώ­ρη­ση ως καθο­ρι­στι­κή για το έργο του, που ακό­μα και αν είναι περισ­σό­τε­ρο πηγαία παρά κατα­σκευα­σμέ­νη, χτι­σμέ­νη μέσα από διά­φο­ρες δια­δι­κα­σί­ες και ερε­θί­σμα­τα, περισ­σό­τε­ρο αυθόρ­μη­τα παρά σχε­δια­σμέ­να, που τον καθι­στά όχι ένα θρη­σκευ­τι­κό πεζο­γρά­φο που απλώς ήθε­λε να δια­μορ­φώ­σει χρι­στια­νι­κά τον λαό, ούτε έναν ικα­νό ψυχο­γρά­φο με βαθειά ενσυ­ναί­σθη­ση της ανθρώ­πι­νης ψυχο­λο­γί­ας αλλά έναν κοι­νω­νι­κό πεζο­γρά­φο με ανα­πτυγ­μέ­νο το κρι­τή­ριο της αγά­πης για τον συνάνθρωπο.

Ναι, σίγου­ρα δεν μπο­ρού­με και ούτε πρέ­πει να αγνο­ή­σου­με θεω­ρή­σεις και κρί­σεις όπως αυτή του Ανδρέα Καρα­ντώ­νη που σημειώ­νει για τον Παπα­δια­μά­ντη ότι «Μεγά­λος πεζο­γρά­φος είναι εκεί­νος που κατορ­θώ­νει και διορ­θώ­νει το έργο του πάνω σ’ έναν από κεντρι­κούς άξο­νες του Λαού του. Κι ένας από τους κεντρι­κούς αυτούς άξο­νες του Ελλη­νι­κού Λαού είναι η χρι­στια­νι­κή δια­μόρ­φω­ση της ψυχής του, έτσι ακρι­βώς, όπως την απο­κρυ­στάλ­λω­σε από τα ένδο­ξα χρό­νια του Βυζα­ντί­ου, ως τις ημέ­ρες που είδε το φως ο χρι­στια­νο­λά­τρης διη­γη­μα­το­γρά­φος Αλέ­ξαν­δρος Παπα­δια­μά­ντης. Ήταν ο συγ­γρα­φεύς, ο προ­ο­ρι­σμέ­νος να απο­κα­τα­στή­σει τη χαμέ­νη επα­φή του νεο­ελ­λη­νι­κού λόγου με την πηγή της λαϊ­κής θρη­σκευ­τι­κής ψυχο­λο­γί­ας  αλλά ούτε πρέ­πει να υπο­τι­μή­σου­με από­ψεις που ανα­δει­κνύ­ουν ή που προ­σπα­θούν του­λά­χι­στον – αυτό θα το κρί­νουν οι ανα­γνώ­στες και μόνο, ότι ένας συγ­γρα­φέ­ας μπο­ρεί να εκφρά­ζει πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από αυτά που μας μαθαί­νουν στα σχο­λι­κά βιβλία και μέσα στην πεζή καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Και για εμάς, που δια­βά­σα­με και δια­βά­ζου­με τον Αλέ­ξαν­δρο Παπα­δια­μά­ντη, κάθε μέρα και όχι μόνο τα Χρι­στού­γεν­να και το Πάσχα, οι από­ψεις που τον περιο­ρί­ζουν απλά ως θρη­σκευ­τι­κό συγ­γρα­φέα, ολί­γον ψυχο­γρά­φο και οπωσ­δή­πο­τε εθνο­κε­ντρι­κό, δεν μας ικα­νο­ποιούν για­τί μας κρύ­βουν την ανθρω­πιά του συγ­γρα­φέα και την δια­χρο­νι­κό­τη­τα του έργου του, που ιστο­ρεί τα πάθη των ανθρώ­πων και των πραγ­μά­των που, μέχρι σήμε­ρα, δεν έχουν τέλος.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο