Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Κώστας Καζάκος μιλά για την παράσταση «Το τέλος του παιχνιδιού»

 

 

photo-1

 

Ενα από τα πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κά έργα του σύγ­χρο­νου θεά­τρου, το αρι­στούρ­γη­μα του Σάμου­ελ Μπέ­κετ «Τέλος του παι­χνι­διού», παρου­σιά­ζε­ται στο Θέα­τρο «Τζέ­νη Καρέ­ζη» (Ακα­δη­μί­ας 3, τηλ. 210.3636.144 — 210.3625.520). Μετά­φρα­ση: Οδυσ­σέ­ας Νικά­κης. Σκη­νο­θε­σία: Λεω­νί­δας Παπα­δό­που­λος. Σκη­νι­κά — κοστού­μια: Φαί­δω­νας Πατρι­κα­λά­κης. Φωτι­σμοί: Θανά­σης Σταυ­ρό­που­λος. Ηχη­τι­κά: Θοδω­ρής Μιχα­λός. Παί­ζουν: Κώστας Καζά­κος στο ρόλο του Χαμ, Κων­στα­ντί­νος Καζά­κος στο ρόλο του Κλοβ, Γιώρ­γος Μωρό­γιαν­νης στο ρόλο του Ναγκ, Νίνα Γιαν­νί­δη στο ρόλο της Νελ.

Θεω­ρή­θη­κε από τους πλέ­ον σκο­τει­νούς κι όμως ήταν από τους πλέ­ον διαυ­γείς. Είχε τη φήμη από­μα­κρου, κι όμως ήταν κοι­νω­νι­κό­τα­τος. O Σάμου­ελ Μπέ­κετ υπήρ­ξε για κάποιους ανα­τό­μος της από­γνω­σης, για άλλους ο ιχνη­λά­της του κενού. Μπο­ρεί να ήταν ένας αινιγ­μα­τι­κός ερη­μί­της, όπως τον χαρα­κτη­ρί­ζουν κάποιοι, το έργο του πάντως «είχε του­λά­χι­στον τη δύνα­μη να πλη­γώ­σει» — όπως ο ίδιος έλε­γε. Να πλη­γώ­σει, να ενο­χλή­σει την αδιαλ­λα­ξία και στε­νο­μυα­λιά της καθο­λι­κής ιεραρ­χί­ας, που τον κυνήγησε.

Μέσα σε δυο δεκα­ε­τί­ες ο Κώστας Καζά­κος ανέ­βα­σε και τα δύο έργα του Μπέ­κετ, το «Περι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό» και τώρα το «Τέλος του Παιχνιδιού».

«Εχω δια­βά­σει προ­σε­κτι­κά», λέει ο Κώστας Καζά­κος «το πλή­θος των μελε­τών και των σχο­λί­ων που έχουν γρα­φεί, από δικούς μας και ξένους μελε­τη­τές και θεα­τρο­λό­γους και έχω μεί­νει κατά­πλη­κτος από τις ταμπέ­λες που έχουν κολ­λή­σει στο στή­θος του τρο­με­ρού Ιρλαν­δού. Τι “πατριάρ­χης του παρα­λό­γου”, τι γεμά­τος “μετα­φυ­σι­κές αγω­νί­ες”, τι πνιγ­μέ­νος στα “ανα­πά­ντη­τα ερω­τη­μα­τι­κά” για την Υπαρ­ξη, τι “απελ­πι­σμέ­νος”, τι “απαι­σιό­δο­ξος” και άλλα πολ­λά. Πονε­μέ­νος και βασα­νι­σμέ­νος ο ίδιος, μας συμπα­ρα­στέ­κε­ται με απα­ρά­μιλ­λη αγά­πη και τρυ­φε­ρό­τη­τα, προ­κει­μέ­νου να μας απαλ­λά­ξει από τα βάσα­νά μας και να μας υπο­δεί­ξει το δρό­μο για την απε­λευ­θέ­ρω­σή μας. Ο Μπέ­κετ αντι­λαμ­βά­νε­ται τον πλα­νή­τη Γη ως αυτό που είναι πραγ­μα­τι­κά. Ενας μεσή­λι­κας πλα­νη­τά­κος, που κου­βα­λά­ει στην καμπού­ρα του 5,5 δισε­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια και που έχει άλλα τόσα περί­που που του οφεί­λο­νται. Υστε­ρα τον περι­μέ­νει κι αυτόν ο Θάνα­τος, όπως κι εμάς που αναί­τια βρι­σκό­μα­στε επά­νω του. Διά­λυ­ση εις τα εξ ων συνε­τέ­θη­μεν κι ύστε­ρα και­νούρ­γιες μορ­φές, και­νούρ­για ζωή και και­νούρ­για αστέρια».

Η εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρωπο

Με την πολυ­πλο­κό­τη­τα των πολ­λών φιλο­σο­φι­κών, κοι­νω­νιο­λο­γι­κών και ανθρω­πί­νων θεμά­των που θέτει σχε­τι­κά με τις σχέ­σεις εξου­σια­στή — εξου­σια­ζό­με­νου, ισχυ­ρού — ανί­σχυ­ρου στην οικο­γέ­νεια και στην κοι­νω­νία, ο Μπέ­κετ τολ­μά μια κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή, επα­να­φέ­ρει προς σκέ­ψη τις έννοιες της αρχής και του τέλους των πάντων, των «μυστη­ρί­ων» της ζωής και του θανά­του, τις σχέ­σεις κοι­νω­νί­ας — ατό­μου, τα όρια αλή­θειας — ψεύ­δους, συνεί­δη­σης — υπο­συ­νεί­δη­του, αγά­πης — μίσους, λογι­κού — παραλόγου.

«Η ζωή και ο θάνα­τος είναι ένα και τ’ αυτό» — επι­ση­μαί­νει ο Κώστας Καζά­κος. «Σαν εκεί­νο του Ηρά­κλει­του “οδός άνω και κάτω, μία”. Ο μύθος που επε­ξερ­γά­ζε­ται ο Μπέ­κετ είναι πανάρ­χαιος και κοι­νός σ’ όλους τους μεγά­λους συγ­γρα­φείς. Το “Αφε­ντι­κό” και ο “Δού­λος”. Η εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο. Από τότε, πολύ παλιά, όταν η Ατο­μι­κή Ιδιο­κτη­σία και το Κεφά­λαιο παγί­δε­ψαν την ανθρώ­πι­νη κοι­νω­νία και την κρα­τά­νε ακί­νη­τη στον πρω­το­γο­νι­σμό και τη βαρ­βα­ρό­τη­τα. Σαν την Πανού­κλα και τη Χολέ­ρα, έχουν επι­βά­λει στον Κόσμο την Αγνοια και το Φόβο και προ­σπα­θούν να ανα­κό­ψουν την ανα­γκα­στι­κή πορεία της ανθρω­πό­τη­τας προς τον Εξαν­θρω­πι­σμό. Το μέγα πλή­θος των ανθρώ­πων, τρε­λα­μέ­νο από την Αγνοια και το Φόβο, τρέ­φο­νται, σαν τους λωτο­φά­γους, με εκεί­νο το σάπιο φρού­το, το λεγό­με­νο “Ελπίς” και περι­μέ­νουν την ημέ­ρα της Κρί­σης για να μπού­νε στους κήπους του Παρα­δεί­σου ή στα βου­νά με το πιλά­φι, για να ζήσουν επι­τέ­λους σαν άνθρω­ποι. Και εδώ εμφα­νί­ζε­ται το λεγό­με­νο “Πίστις” σε εξω­πραγ­μα­τι­κές δυνά­μεις, σε θεούς και σε δαίμονες».

«Οι Ποι­η­τές της ζωής και οι Ποι­η­τές του Λόγου μάς μαθαί­νουν και μας το απο­δει­κνύ­ουν μαθη­μα­τι­κά ότι: Αφε­ντι­κό και Δού­λος = Εκμε­τά­λευ­ση — Κατα­στρο­φή της ζωής — Αθλιό­τη­τα, Αφε­ντι­κό χωρίς Δού­λο = Ανυ­παρ­ξία του Αφε­ντι­κού — Λέξη χωρίς νόη­μα, Δού­λος χωρίς Αφε­ντι­κό = Ανθρω­πος. Η εξί­σω­ση είναι αδιά­ψευ­στη όσο και η εξί­σω­ση που λέει ότι η Ενέρ­γεια και η Μάζα είναι ένα και τ’ αυτό. Η μία παρά­γε­ται από την άλλη. Τέρ­μα τα φλη­να­φή­μα­τα και οι δια­χω­ρι­σμοί περί Πνεύ­μα­τος και Υλης, περί Ψυχής και Σώμα­τος. Τέρ­μα στο εμπό­ριο της Ελπί­δας. Η ελπί­δα είναι λάκ­κος με φίδια, είναι δόκα­νο που σου πιά­νει το πόδι και δεν μπο­ρείς να κου­νη­θείς. Και περι­μέ­νεις ν’ ακού­σει κάποιος τα ουρ­λια­χτά σου και να σε “σώσει”. Είναι Θάνα­τος εν Ζωή. Ο ζωντα­νός άνθρω­πος δεν ζει με ελπί­δες. Ο ζωντα­νός άνθρω­πος είναι αγω­νι­ζό­με­νος άνθρω­πος. Αγω­νί­ζε­ται να ανα­κα­λύ­ψει τον Κόσμο που τον περι­βάλ­λει, να τον γνω­ρί­σει, να τον κατα­νο­ή­σει στις πραγ­μα­τι­κές του δια­στά­σεις και να φτιά­ξει τη ζωή του τέτοια που να αξί­ζει τον κόπο να τη ζει. Κι ακό­μα παρα­πέ­ρα, που ν’ αξί­ζει τον κόπο να πεθά­νει για χάρη της. Η “Ελπί­δα” και η “Πίστη”, οι “Μεσ­σί­ες” και οι “Σωτή­ρες” είναι για τους πεθα­μέ­νους. Οι ζωντα­νοί δεν παλεύ­ουν να φτιά­ξουν τις μετά θάνα­τον συν­θή­κες, παλεύ­ουν να φτιά­ξουν τις εν ζωή συν­θή­κες. Ο αγώ­νας τους είναι να απο­μα­κρυν­θούν όσο γίνε­ται περισ­σό­τε­ρο από τη ζωώ­δη ζωή, από την κατά φύσιν ζωή, από την θανα­τη­φό­ρα επι­βί­ω­ση. Είναι ο αγώ­νας για εξαν­θρω­πι­σμό. Κι αυτό χρειά­ζε­ται “Αρε­τήν και Τόλ­μην” όπως μας λέει ο Κάλ­βος. Η μόνη “πίστη” που δικαιο­λο­γεί­ται είναι η πίστη στις δυνα­τό­τη­τες του ανθρώ­που. Κι επει­δή δεν μ’ αρέ­σει η λέξη “πίστη”, θα έλε­γα ότι από τον αγω­νι­ζό­με­νο άνθρω­πο παρά­γε­ται η Ανθρω­πιά και η Περηφάνια.

Οι Ποι­η­τές μας, οι Δημιουρ­γοί, από τον Ομη­ρο μέχρι τον Καβά­φη και τους σημε­ρι­νούς, παρο­μοί­α­σαν το Θάνα­το σαν μια Ιθά­κη. Υπάρ­χει και δεν υπάρ­χει. Εμείς είμα­στε ένας Οδυσ­σέ­ας και πρέ­πει να ζήσου­με το ταξί­δι προς την Ιθά­κη με όλες μας τις δυνά­μεις. Και να κάνου­με την περι­πέ­τεια της ζωής όσο πιο μαγευ­τι­κή και όμορ­φη μπο­ρού­με. Και στο Τέλος του Παι­χνι­διού, σαν ακου­στεί ο αόρα­τος θία­σος να περ­νά, με μου­σι­κές εξαί­σιες, με φωνές, σαν έτοι­μοι από και­ρό, σαν θαρ­ρα­λέ­οι, σαν που ται­ριά­ζει σε μας που αξιω­θή­κα­με μια τέτοια Πόλη, να πλη­σιά­σου­με στα­θε­ρά προς το παρά­θυ­ρο, αλλ’ όχι με των δει­λών τα παρα­κά­λια και παρά­πο­να, ως τελευ­ταία από­λαυ­ση τους ήχους, τα εξαί­σια όργα­να του μυστι­κού θιά­σου και ν’ απο­χαι­ρε­τί­σου­με την Αλε­ξάν­δρεια που φεύγει».

Το μεγά­λο έγκλη­μα του καπιταλισμού

«Το μεγά­λο έγκλη­μα του καπι­τα­λι­σμού είναι το ότι στέ­ρη­σε από το μέγα πλή­θος των ανθρώ­πων αυτό το μαγευ­τι­κό ταξί­δι της ζωής. Ο Χαμ λέει στον Κλοβ ότι “θα σου δίνω να τρως τόσο μόνο, όσο χρειά­ζε­ται για να μην πεθά­νεις. Θα σε κρα­τάω διαρ­κώς πει­να­σμέ­νο”. Τα ίδια ακρι­βώς λόγια λένε και σήμε­ρα οι βιο­μή­χα­νοι στους εργά­τες, όταν κάθο­νται στο τρα­πέ­ζι των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων οι “κοι­νω­νι­κοί εταί­ροι” — τρο­μά­ρα τους! Και τους πετά­νε στα μού­τρα δυο τρύ­πιες δεκά­ρες. Οσο χρειά­ζε­ται για να μην πεθά­νουν και να μπο­ρούν να πάνε και αύριο στη δου­λειά, για να μη χάσει ο καπι­τα­λι­στής το κέρ­δος από την εργα­σία τους. Σήμε­ρα, κοπή­κα­νε και οι τρύ­πιες δεκά­ρες, κοπή­κα­νε και τα δίφρα­γκα, κοπή­κα­νε και τα ταλη­ρά­κια. Σήμε­ρα, ο κόσμος της εργα­σί­ας ζει πετα­μέ­νος στους σκου­πι­δο­ντε­νε­κέ­δες του Μπέ­κετ, γλεί­φο­ντας ένα σκυ­λο­μπι­σκό­το που του πετά­ει το αφε­ντι­κό κάθε μέρα. Το ερώ­τη­μα είναι βασα­νι­στι­κό και επί­μο­νο. Πότε θα απο­φα­σί­σει ο Δού­λος να εγκα­τα­λεί­ψει το Αφε­ντι­κό. Πότε θα λει­τουρ­γή­σει η εξί­σω­ση! Ο Δού­λος το απο­φά­σι­σε. Ντύ­θη­κε για να φύγει. Το Αφε­ντι­κό έρη­μο, χωρίς Δού­λο πεθαί­νει. Ο Δού­λος στέ­κε­ται και παρα­κο­λου­θεί ψυχρά το θάνα­το του Αφε­ντι­κού. Ο Μπέ­κετ δε μας δεί­χνει το Δού­λο να βγαί­νει από τη σκη­νή. Κι αυτό θεω­ρή­θη­κε ως απαι­σιο­δο­ξία. Αλλά μόνο αυτό δεν είναι. Μέσα στο βρω­με­ρό κατα­φύ­γιο του Χαμ, τα πάντα έχουν πεθά­νει. Ο Κλοβ δεν έχει κανέ­να ρόλο πια να παί­ξει εδώ μέσα. Ο Μπέ­κετ δεν τον βγά­ζει από τη σκη­νή, για­τί απλού­στα­τα ο Κλοβ δεν έχει ακό­μα εγκα­τα­λεί­ψει τον Χαμ, στην αλη­θι­νή ζωή. Και μένει στην ευθύ­νη του θεα­τή να βρει το κου­ρά­γιο, την Αρε­τή και την Τόλ­μη να κάνει το μεγά­λο βήμα, στη ζωή του».

Και κατα­λή­γει ο Κώστας Καζά­κος: «Αυτό που γίνε­ται φανε­ρό σε τέτοιες μέρες, είναι ότι δεν φτά­νει να είναι κανείς δια­νο­ού­με­νος ή άνθρω­πος των Γραμ­μά­των ή καλ­λι­τέ­χνης ή για­τρός, μηχα­νι­κός, εργά­της ή αγρό­της, φοι­τη­τής ή χει­ρώ­να­κτας για να στα­θεί στο ύψος των περι­στά­σε­ων και να παί­ξει το ρόλο του. Χρειά­ζε­ται κάτι περισ­σό­τε­ρο. Χρειά­ζε­ται να είναι κομ­μου­νι­στής. Καθα­ρά και ξάστε­ρα. Χωρίς αμφι­σβη­τή­σεις και ταλα­ντεύ­σεις. Είναι η μόνη ιδιό­τη­τα που μπο­ρεί να δώσει σήμε­ρα περιε­χό­με­νο σ’ όλες τις ανθρώ­πι­νες δρα­στη­ριό­τη­τες. Είναι η μόνη δύνα­μη που μπο­ρεί να αντι­τά­ξει οργα­νω­μέ­νη αντί­στα­ση και να βγά­λει τον κόσμο από τον βούρ­κο που τον βυθί­ζουν κάθε μέρα και περισ­σό­τε­ρο. Ο κομ­μου­νι­σμός είναι ο μόνος ορκι­σμέ­νος εχθρός του καπι­τα­λι­σμού. Γι’ αυτό και όλο το οπλο­στά­σιο αυτού του συστή­μα­τος έχει στρα­φεί ενα­ντί­ον του».

 

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο