Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ματωμένος Αύγουστος του 1944: Μπλόκα σε Βύρωνα και Δουργούτι

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Λίγους μήνες πριν την απε­λευ­θέ­ρω­ση η Αθή­να και ο Πει­ραιάς ματο­κυ­λί­στη­καν από τους Γερ­μα­νούς κατα­κτη­τές και τους Έλλη­νες συνερ­γά­τες τους. Το καλο­καί­ρι του 1944 υπήρ­ξε εφιαλ­τι­κό για τους κατοί­κους των συνοι­κιών αυτών των δύο πόλεων. 

Ο αυγου­στιά­τι­κος ουρα­νός μαύ­ρι­σε από τους καπνούς των πυρ­πο­λη­μέ­νων σπι­τιών και το χώμα ποτί­στη­κε από το αίμα των εκτελεσμένων .

 Ένα μικρό αφιέ­ρω­μα σε τρεις συνέ­χειες  με αφη­γη­τή τον ιστο­ρι­κό Ιάσο­να Χαν­δρι­νό  από το εξαι­ρε­τι­κό βιβλίο Το τιμω­ρό χέρι του λαού. Η δρά­ση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατε­χό­με­νη πρω­τεύ­ου­σα 1942 ‑1944.

(Προη­η­γή­θη­κε «Το Μπλό­κο της Κοκ­κι­νιάς»)

 

 ***

«…Ο κύκλος του αίμα­τος μόλις άνοι­γε. Από την πρώ­τη μέρα του Αυγού­στου μάχες και συμπλο­κές σε Αθή­να και Πει­ραιά βρί­σκο­νταν στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη με τα Τάγ­μα­τα να πλη­θαί­νουν τις επι­δρο­μές και τους μαχη­τές του ΕΛΑΣ να επι­δει­κνύ­ουν πρω­το­φα­νή αυτο­θυ­σία. Την πρώ­τη μέρα του μήνα, μια περι­πο­λία Ευζώ­νων στο συνοι­κι­σμό της Νέας Εφέ­σου στην Και­σα­ρια­νή κατέ­λη­ξε σε ανοι­χτή μάχη με απο­τέ­λε­σμα τον τραυ­μα­τι­σμό τριών Ευζώ­νων και το θάνα­το δύο μαχη­τών του ΕΛΑΣ. Πολ­λοί κάτοι­κοι τραυ­μα­τί­στη­καν επί­σης , όταν δέκα σπί­τια του συνοι­κι­σμού παρα­δό­θη­καν στις φλό­γες κατά τη διάρ­κεια της μάχης. Δύο ημέ­ρες αργό­τε­ρα, δύο δεκα­ο­κτά­χρο­νοι μαχη­τές του ΕΛΑΣ Κατσι­πο­δί­ου κλεί­στη­καν σε ένα σπι­τά­κι της οδού Αιγαί­ου και σκο­τώ­θη­καν πολε­μώ­ντας υπέρ­τε­ρες δυνά­μεις Γερ­μα­νών. Την επο­μέ­νη ένας δεκα­τε­τρά­χρο­νος σύν­δε­σμος του ΕΛΑΣ Γού­βας, ο Γιάν­νης ( Τζώ­νης) Φρα­γκο­νι­κι­λό­που­λος, εγκλω­βί­στη­κε σε μια ταρά­τσα στη Νέα Ελβε­τία και αυτο­κτό­νη­σε με το πιστό­λι του για να μην πέσει στα χέρια των Τσο­λιά­δων. Ακό­μα και για τους πλέ­ον αμέ­το­χους , εκεί­νος ο Αύγου­στος απέ­πνεε μια τρο­μα­κτι­κά πολε­μι­κή ατμό­σφαι­ρα. « Ζω σε μια πολι­τεία που έχει πάθει ένα είδος αμόκ. Στην περι­φέ­ρεια της Αθή­νας κάθε βρά­δυ γίνο­νται μάχες σωστές ανά­με­σα στο ΕΑΜ και στα σώμα­τα ασφα­λεί­ας. Στο κέντρο της πόλης γίνο­νται συνε­χώς δολο­φο­νί­ες. Παρά­ξε­νο μας φαί­νε­ται όταν δεν ακού­γο­νται πυρο­βο­λι­σμοί» ( Γ. Θεο­το­κάς, Τετρά­δια Ημε­ρο­λο­γί­ου 1939 ‑1953)

«Το Δίστομο της Αθήνας»: Μπλόκα σε Βύρωνα και Δουργούτι (7 και 9.8. 1944)

 Το μεση­μέ­ρι της 7ης Αυγού­στου, το Φρου­ραρ­χείο του Βύρω­να, με επι­κε­φα­λής τον «αρι­στε­ρό­χει­ρα» λοχα­γό και πρώ­ην μέλος της ΟΠΛΑ Μανό­λη Τζου­λια­δά­κη, είχε εμπλα­κεί σε μια αψι­μα­χία ρου­τί­νας με Γερ­μα­νούς και ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες κατά μήκος της λεω­φό­ρου Χρυ­σο­στό­μου Σμύρ­νης. Δια­τη­ρώ­ντας μια από­στα­ση  300 μέτρων από τους αντι­πά­λους, δύο μαχη­τές, ο Αρι­στο­τέ­λης Τσι­φλά­κος ( γνω­στό­τε­ρος ως « Βάγ­γος Καμπού­ρης») και ο νεα­ρός Κ.Γ., υπε­ρά­σπι­ζαν το αρι­στε­ρό μέρος του δρό­μου υπο­χω­ρώ­ντας στα­δια­κά προς το αλσύλ­λιο της Αγί­ας Τριά­δας. Αφού πέρα­σαν μέσα από την κλει­στή αγο­ρά του Βύρω­να στο ύψος του Αγί­ου Λαζά­ρου και εξήλ­θαν στην οδό Μεσο­λογ­γί­ου, πρό­σε­ξαν ένα γερ­μα­νι­κό τζιπ που τους κατα­δί­ω­κε. « Ο Βάγ­γος τρά­βη­ξε κανά – δυο ριπές και άλλα­ζε δεσμί­δα κι εγώ κάλυ­πτα με το Μάου­ζερ. Καλυ­πτό­μα­σταν και βλέ­πα­με προς την κατη­φό­ρα και ήρθε ένα τζιπ γερ­μα­νι­κό από αυτά τα χαμη­λά. Και ήταν ένας αξιω­μα­τι­κός Γερ­μα­νός ( μάλ­λον λοχα­γός) και Τσο­λιά­δες. Εμείς καλυ­φθή­κα­με στο στε­νό μέρος που τελεί­ω­νε το αλσύλ­λιο της Μεσο­λογ­γί­ου που κάνει ένα δίχα­λο περί­που και βλέ­πα­με[…] Μπο­ρεί και 300. Πλα­τεία Αγί­ου Λαζά­ρου μέχρι πάνω. Κατε­βαί­νει ο Γερ­μα­νός και την ώρα που το λέω του Βάγ­γου, έρι­ξε και τον τραυ­μά­τι­σε». Σε αντί­ποι­να, έντε­κα νεα­ροί, μετα­ξύ των οποί­ων και ο γραμ­μα­τέ­ας της ΕΠΟΝ Βύρω­να, Πανα­γιώ­της Κασι­μά­της, εκτε­λέ­στη­καν από τους Γερ­μα­νούς επί της Χρυ­σο­στό­μου Σμύρ­νης, στη γωνία του Παι­δι­κού Σταθ­μού του « Μορ­γκε­ντά­ου» και άλλοι εξα­κό­σιοι πήραν το δρό­μο για τα γερ­μα­νι­κά στρα­τό­πε­δα. Ο Βύρω­νας άδεια­σε και από στε­λέ­χη, αφού εβδο­μή­ντα μαχη­τές από το ΙΙ Τάγ­μα και οι ομά­δες της ΟΠΛΑ κατέ­φυ­γαν προ­σω­ρι­νά στο Κατσι­πό­δι και το Δουργούτι.

Κώστας Πλακωτάρης, «Μπλόκο στο Δουργούτι» ξυλογραφία

Κώστας Πλα­κω­τά­ρης, «Μπλό­κο στο Δουρ­γού­τι» ξυλογραφία

Κάποιοι όμως έμει­ναν για να μην εκκε­νω­θεί εντε­λώς η συνοι­κία και το επό­με­νο πρωί, τρία από τα « πρώ­τα πιστό­λια» της ΟΠΛΑ στις ανα­το­λι­κές συνοι­κί­ες, οι Σοφο­κλής Σου­λι­τζι­δά­κης ( «Σόφος»), Χρι­στό­φο­ρος Σωτη­ρά­κος ( « Λάμπης») και Κώστας Μπαλ­μπα­κά­κης ( « Τσα­κο­ρά­φος»), παρα­τή­ρη­σαν έναν άγνω­στο άνδρα με πολι­τι­κά να βαδί­ζει με προ­φύ­λα­ξη στη Χρυ­σο­στό­μου Σμύρ­νης, μια ανά­σα από τη «γιάφ­κα» της ΟΠΛΑ στο περί­πτε­ρο του « Καμπού­ρη» ( οδός Χρυ­σο­στό­μου Σμύρ­νης, κοντά στην Αγία Τριά­δα του Βύρω­να): « Εγώ ερχό­μου­να από πιο μέσα. Άκου­σα τη φασα­ρία. Και κάνει ένα σάλ­το ο Σόφος από το πεζο­δρό­μιο – αυτός έτρε­ξε προς τα κάτω να φύγει -, έρχε­ται στην άλλη γωνία και του έρι­ξε από τη γωνία ( εν κινή­σει) και τον έρι­ξε. Ήταν της Ειδι­κής Ασφά­λειας. Του βρή­κα­νε ταυ­τό­τη­τα στη βάτα του ώμου». Η ταυ­τό­τη­τα που βρέ­θη­κε πάνω του απο­κά­λυ­ψε πράγ­μα­τι έναν υπε­νω­μο­τάρ­χη της Ειδι­κής Ασφά­λειας, ο οποί­ος προ­φα­νώς πραγ­μα­το­ποιού­σε ανα­γνώ­ρι­ση στη συνοικία.

Σύντο­μα φάνη­κε πως επρό­κει­το για το πρώ­το μέρος μιας καλά μελε­τη­μέ­νης τανά­λιας. Τα ξημε­ρώ­μα­τα της 9ης Αυγού­στου τα φυλά­κια του ΕΛΑΣ στη λεω­φό­ρο Συγ­γρού παρα­τή­ρη­σαν μεγά­λη κίνη­ση γερ­μα­νι­κών ημι­φορ­τη­γών και θωρα­κι­σμέ­νων οχη­μά­των σε Συγ­γρού και Βου­λιαγ­μέ­νης αλλά δεν ενη­μέ­ρω­σαν τα Φρου­ραρ­χεία, για­τί η κίνη­ση γερ­μα­νι­κών οχη­μά­των τη νύχτα ήταν κάτι σύνη­θες. Οι Γερ­μα­νοί ανε­νό­χλη­τοι απέ­κλει­σαν τη Συγ­γρού μέχρι το Δέλ­τα προ­ω­θώ­ντας δυνά­μεις προς τα νεκρο­τα­φεία Φαλή­ρου και Νέας Σμύρ­νης και προ­ω­θή­θη­καν από Αγί­ας Σοφί­ας – Αρτά­κης ως τη Δεξα­με­νή και από την Εφέ­σου μέχρι το ρέμα των Φυλα­κών Συγ­γρού. Η φάλαγ­γα της Βου­λιαγ­μέ­νης εξα­σφά­λι­σε την περιο­χή γύρω από τον Άγιο Δημή­τριο. Στις 04.30 ένας κλοιός είχε σχη­μα­τι­στεί γύρω από τις συνοι­κί­ες Νέος Κόσμος, Δουρ­γού­τι, Φάρος, Κατσι­πό­δι ( Δάφ­νη), Άνω Νέα Σμύρ­νη και Άγιος Ιωάν­νης. Σε υψώ­μα­τα, πλα­τεί­ες και δια­σταυ­ρώ­σεις δρό­μων τοπο­θε­τή­θη­καν πολυ­βό­λα και πριν ακό­μα ξημε­ρώ­σει, τα ελλη­νό­φω­να χωνιά καλού­σαν τους κατοί­κους ηλι­κί­ας 15 έως 60 ετών να συγκε­ντρω­θούν στην πλα­τεία Φάρου, κοντά στο εργο­στά­σιο ελα­στι­κών ΕΘΕΛ, και στην αρμέ­νι­κη εκκλη­σία του Αγί­ου Γεωργίου.

Ο αιφ­νι­δια­σμός ήταν από­λυ­τος. Οι Γερ­μα­νοί και τα Τάγ­μα­τα είχαν εγκλω­βί­σει σημα­ντι­κές δυνά­μεις του ΕΛΑΣ : Ολό­κλη­ρο το Ι και το ΙΙ Τάγ­μα που είχε «ξερι­ζω­θεί» από το Βύρω­να, συνο­λι­κά περί­που 180 αντάρ­τες. Η διοί­κη­ση του Ι Τάγ­μα­τος Κατσι­πο­δί­ου προ­σπά­θη­σε να ειδο­ποι­ή­σει τους λόχους με συν­δέ­σμους που δεν έφτα­σαν ποτέ. Οι άνδρες και η διοί­κη­ση χωρί­στη­καν σε μικρές ομά­δες και σκόρ­πι­σαν στα στε­νά απο­φεύ­γο­ντας ενστι­κτω­δώς τα σημεία που δεν ακού­γο­νταν πυρο­βο­λι­σμοί. « Φτά­σα­με στην οδό Πισ­σά. Εκεί χτυ­πη­θή­κα­με. Σε όλες τις γωνί­ες είχαν στή­σει πολυ­βό­λα. Μας θέρι­ζαν όσο επι­χει­ρού­σα­με να προ­χω­ρή­σου­με[…] Όλοι μαζί δεν ξεπερ­νού­σα­με τους οχτώ, οπλι­σμέ­νοι πολύ ελα­φρά. Που­θε­νά αφύ­λα­κτο στε­νό!». Κάθε τόσο ακού­γο­νταν σε διά­φο­ρα σημεία ριπές και εκρή­ξεις χει­ρο­βομ­βί­δων, καθώς οι απο­κομ­μέ­νοι μαχη­τές – κυρί­ως από τους λόχους του Τάγ­μα­τος Βύρω­να – πολε­μού­σαν για τη ζωή τους. Σε ένα σπί­τι, κοντά στις εργα­τι­κές πολυ­κα­τοι­κί­ες, αυτο­κτό­νη­σαν με την τελευ­ταία τους σφαί­ρα οι διοι­κη­τές του 1ου Λόχου Ηλιού­πο­λης και 2ου Λόχου Υμητ­τού, Μπά­μπης Μανω­λι­τσά­κης ( « Άρης») και Στέ­λιος Τσε­κου­ρά­κης. Εκεί­νη την ημέ­ρα πολ­λοί διέ­φυ­γαν το θάνα­το κάτω από μυθι­στο­ρη­μα­τι­κές συν­θή­κες: Ο καπε­τά­νιος του Ι/2 Τάγ­μα­τος, Γιώρ­γης Ζαφει­ρό­που­λος ( « Μου­στά­κιας»), εγκλω­βί­στη­κε μέσα στο εργο­στά­σιο της ΕΘΕΛ, ακρι­βώς στο σημείο συγκέ­ντρω­σης του μπλό­κου. Όταν άρχι­σαν να ερευ­νούν το κτί­ριο, ο Μου­στά­κιας περ­νού­σε από αίθου­σα σε αίθου­σα και τελι­κά, οπλι­σμέ­νος με το θρά­σος της απελ­πι­σί­ας, πέρα­σε μέσα από τους ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες, οι οποί­οι δεν τον υπο­πτεύ­θη­καν. Επί­σης ο υπεύ­θυ­νος της Πολι­το­φυ­λα­κής Δουρ­γου­τί­ου, Μου­ράτ Γκε­ντελ­κιάν ( αρμέ­νι­κης κατα­γω­γής) γλί­τω­σε μένο­ντας κρε­μα­σμέ­νος σε ένα φεγ­γί­τη. Καθ’ όλη τη διάρ­κεια του μπλό­κου, οι δυνά­μεις που βρί­σκο­νταν εκτός κλοιού ( Τάγ­μα­τα Και­σα­ρια­νής, Καλ­λι­θέ­ας, Νέων Σφα­γεί­ων) έκα­ναν επι­θέ­σεις από τη Γού­βα, τον Άγιο Σώστη, το Κου­κά­κι, την Δεξα­με­νή, αλλά βρέ­θη­καν αντι­μέ­τω­πες με ασύ­γκρι­τα ισχυ­ρό­τε­ρη δύνα­μη πυρός και σε κανέ­να σημείο δεν δημιούρ­γη­σαν ρήγ­μα. Μόνο στο εργο­στά­σιο ΦΙΞ επί της Συγ­γρού, ομά­δες που είχαν διεισ­δύ­σει από την Καλ­λι­θέα κατά­φε­ραν, σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρί­ες, να σκο­τώ­σουν ένα γερ­μα­νό υπο­λο­χα­γό του μηχα­νι­κού και να τραυ­μα­τί­σουν μερι­κούς ακό­μα οπλίτες.

Κώστας Πλακωτάρης, «Αντίποινα»

Κώστας Πλα­κω­τά­ρης, «Αντί­ποι­να»

Στην πλα­τεία Φάρου εκτυ­λίσ­σο­νταν την ίδια στιγ­μή δρα­μα­τι­κές σκη­νές. Εκτε­λέ­στη­καν από τους Γερ­μα­νούς κάπου 60 πολί­τες, οργα­νω­μέ­νοι και μη, 20 μαχη­τές του Τάγ­μα­τος Κατσι­πο­δί­ου που πήραν το ρίσκο να παρου­σια­στούν στη συγκέ­ντρω­ση ως άγνω­στοι μετα­ξύ αγνώ­στων και 34 ακό­μα Ελα­σί­τες από το Βύρω­να, που ανα­γνω­ρί­στη­καν ως « ξένοι» από τους μασκο­φό­ρους. Στις απώ­λειες στε­λε­χών ξεχω­ρί­ζει ο Βυρω­νιώ­της Δημή­τρης Βαρου­τί­δης ( «Σταύ­ρος»), στέ­λε­χος της ΟΠΛΑ, ο οποί­ος υπέ­στη φρι­χτά βασα­νι­στή­ρια πριν εκτε­λε­στεί. Οι εκτε­λέ­σεις στα­μά­τη­σαν στις 13.00, όταν άρχι­σε η δια­λο­γή εκα­το­ντά­δων ομή­ρων για τα γερ­μα­νι­κά στρα­τό­πε­δα. Αν και δεν υπάρ­χουν ακρι­βή στοι­χεία, το σύνο­λο των απω­λειών στην επι­χεί­ρη­ση που μετέ­βαλ­λε την Αθή­να « σε σκλα­βο­πά­ζα­ρο του κατα­κτη­τή» υπο­λο­γί­ζε­ται σε περισ­σό­τε­ρα από 150 άτο­μα, σχε­δόν όλοι τους αγω­νι­στές της Αντί­στα­σης. Η συνοι­κία έμοια­ζε το ίδιο βρά­δυ με κρα­νί­ου τόπο και η προ­σπά­θεια των συνερ­γεί­ων της ΕΠΟΝ να βγά­λουν χωνιά για να εμψυ­χώ­σουν τον κόσμο αντι­με­τω­πί­στη­κε μάλ­λον ψυχρά από τους κατοί­κους που θρη­νού­σαν απα­ρη­γό­ρη­τοι τους οικεί­ους τους. Ανά­με­σα στα φρι­χτά περι­στα­τι­κά που συνέ­θε­σαν το « Μεγά­λο Μπλό­κο», ξεχω­ρί­ζει το παρα­κά­τω: Σε « ξεχω­ρι­στά» αντί­ποι­να για το θάνα­το του γερ­μα­νού αξιω­μα­τι­κού στο εργο­στά­σιο ΦΙΞ, οι γερ­μα­νοί σκό­τω­σαν μερι­κά παι­δά­κια νηπια­κής ηλι­κί­ας, τα πτώ­μα­τα των οποί­ων βρέ­θη­καν την επο­μέ­νη σε χωμα­τε­ρή του Μοσχάτου.

 

***

Ιάσων Χαν­δρι­νός, Το τιμω­ρό χέρι του λαού. Η δρά­ση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατε­χό­με­νη πρω­τεύ­ου­σα 1942 ‑1944.Θεμέλιο 2012, β΄έκδοση συμπληρωμένη(σελ.240 – 256 )

 Τα χαρα­κτι­κά και οι ξυλο­γρα­φί­ες περιέ­χο­νται στα λευκώματα:

  • Ασα­ντούρ Μπα­χα­ριάν – Πέτρος Ανταί­ος , Εικα­στι­κές Μαρ­τυ­ρί­ες, Οδυσ­σέ­ας 1995, γ΄έκδοση
  • Εικα­στι­κές Τέχνες και Αντί­στα­ση, Δήμος Αθη­ναί­ων και Επι­με­λη­τή­ριο Εικα­στι­κών Τεχνών Ελλά­δας, Αθή­να 2014
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο