Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και το «διδακτικό-διαλεκτικό» έργο του κατάλληλο για παιδιά και εφήβους [1]

Γρά­φει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης //

«Το πιο σημα­ντι­κό μάθη­μα που έμα­θα ήταν πως το μέλλον
της ανθρω­πό­τη­τας μπο­ρεί να ειδω­θεί μόνο “από τα κάτω”,
από τη σκο­πιά των κατα­πιε­σμέ­νων και εκμεταλλευόμενων.
Μόνο όποιος αγω­νί­ζε­ται μαζί τους,
αγω­νί­ζε­ται για την Ανθρω­πό­τη­τα.»[2]

Mprext 2

Ο Μπέρ­τολτ Μπρεχτ έγρα­ψε ορι­σμέ­να κεί­με­να (ποι­ή­μα­τα, πεζο­γρα­φή­μα­τα και ένα θεα­τρι­κό), τα οποία απεύ­θυ­νε σε παι­διά και εφή­βους και γενι­κό­τε­ρα στη νεο­λαία. Όμως, αν δια­τρέ­ξει κάποιος το σύνο­λο των δημο­σιευ­μέ­νων και μη έργων του, θα δια­πι­στώ­σει ότι υπάρ­χουν και άλλα κεί­με­νά του, τα οποία δεν απευ­θύ­νει ο ίδιος μόνο σε ενή­λι­κες, αλλά είναι δυνα­τό από κάποιους ν’ απευ­θυν­θούν και ασφα­λώς είναι κατάλ­λη­λα να δια­βα­στούν και από παι­διά και εφή­βους, γραμ­μέ­να όπως πάντο­τε με πολι­τι­κή χροιά και μ’ εργα­λείο την επα­να­στα­τι­κή και διαλεκτική/μαρξιστική σκέ­ψη του. Στον ιδε­ο­λο­γι­κό πυρή­να αυτών των κει­μέ­νων βρί­σκε­ται η βαθιά πεποί­θη­ση του Μπρεχτ για ν’ αλλά­ξει τον κόσμο,[3] αλλά και για την ανα­τρο­πή του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος και την εδραί­ω­ση του Σοσιαλισμού/Κομμουνισμού.

Εδώ, επι­χει­ρώ να παρου­σιά­σω ορι­σμέ­να απ’ αυτά, όσα μετά­φρα­σαν και με βοή­θη­σαν πρό­σφα­τα να εντο­πί­σω οι συνερ­γά­τι­δες του περιο­δι­κού «Θέμα­τα Παι­δεί­ας»: η φιλό­λο­γος-εκπαι­δευ­τι­κός Νατά­σα Αβρα­μί­δου και η πτυ­χιού­χος της γερ­μα­νι­κής φιλο­λο­γί­ας Μέτη Λυμπέ­ρη, κατα­θέ­το­ντας συγ­χρό­νως σύντο­μα ερμη­νευ­τι­κά σχό­λιά μου, προ­σθέ­το­ντας και όσα ποι­ή­μα­τα εντό­πι­σα από την υπάρ­χου­σα ελλη­νι­κή βιβλιο­γρα­φία. Επί­σης, αρω­γός στην προ­σπά­θειά μου στά­θη­κε το αφιε­ρω­μέ­νο στον Μπέρ­τολτ Μπρεχτ τεύ­χος 49–50 του περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», το οποίο πρό­σθε­σε αναμ­φι­σβή­τη­τα πλου­σιό­τα­το υλι­κό στις μπρε­χτι­κές σπου­δές στη χώρα μας, με πρω­το-μετα­φρα­σμέ­να έργα του Μπρεχτ, αλλά και με σημα­ντι­κές μελέ­τες για διά­φο­ρες πτυ­χές του έργου του.

Στην παγκό­σμια Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία υπάρ­χει κοι­νή πρα­χτι­κή, ασφα­λώς και στη δική μας, οι λογο­τέ­χνες να γρά­φουν ορι­σμέ­να κεί­με­να, πρω­τί­στως για τα δικά τους παι­διά, από παι­δα­γω­γι­κή ανά­γκη, ίσως και για (αισθη­τι­κό) πει­ρα­μα­τι­σμό, πριν από τη δημο­σί­ευ­σή τους. Με τα κεί­με­νά τους αυτά ανα­ζη­τούν από τα μικρά παι­διά τους (ανα­γνώ­στες ή ακρο­α­τές), τις αντι­δρά­σεις, τις εντυ­πώ­σεις και τις κρί­σεις τους. Τα παι­διά τους καθί­στα­νται εν δυνά­μει οι πρώ­τοι, γνή­σιοι και αδέ­κα­στοι «κρι­τι­κοί» των έργων τους, με απο­τέ­λε­σμα οι ίδιοι οι λογο­τέ­χνες να προ­βαί­νουν εν συνε­χεία στις απα­ραί­τη­τες διορ­θώ­σεις, προ­σθή­κες, αφαι­ρέ­σεις κ.ο.κ., όταν θα θελή­σουν να δημο­σιεύ­σουν αυτά τα κεί­με­να, με σκο­πό βέβαια να τα απευ­θύ­νουν σε ανα­γνω­στι­κό κοι­νό ανηλίκων.

Έτσι και ο Μπρεχτ έγρα­ψε ορι­σμέ­να κεί­με­να (πεζά και ποι­η­τι­κά), τα οποία διά­βα­σε στα παι­διά του και ορι­σμέ­να απ’ αυτά δεν πήραν ποτέ το δρό­μο της δημο­σιό­τη­τας.[4]

Το έργο για (ή με) παι­διά του Μπρεχτ είναι δυνα­τό να εντα­χθεί στη δια­παι­δα­γω­γι­κή γενι­κό­τε­ρα ιδε­ο­λο­γι­κή αντί­λη­ψη που είχε για την κοι­νω­νι­κή σημα­σία της τέχνης και του θεά­τρου[5]. Χωρί­ζε­ται σε τρεις ενότητες:

Α. Ποί­η­ση
Β. Θέατρο
Γ. Πεζογραφία

Ο Μπρεχτ, με το λόγο του, διδά­σκει, δια­παι­δα­γω­γεί, προ­βλη­μα­τί­ζει, προ(σ)καλεί συνει­δή­σεις παι­διών, εφή­βων και ενη­λί­κων, προ­ε­τοι­μά­ζο­ντάς μας «για τους σει­σμούς που μέλ­λο­νται να ’ρθούν.» Βέβαια, δεν είναι όλοι οι άνθρω­ποι έτοι­μοι να διδα­χθούν όσα τους προ­τεί­νο­νται από τους καλ­λι­τέ­χνες και τους παι­δα­γω­γούς. Ορι­σμέ­νοι απ’ αυτούς ενδέ­χε­ται να παρου­σιά­ζουν ενί­ο­τε ανό­η­τες αντι­δρά­σεις και εγω­πα­θείς συμπε­ρι­φο­ρές. Ο Τρια­κόφ, στα 1934, έγρα­φε σχε­τι­κά με το θέμα αυτό, μετα­ξύ άλλων τα εξής: «Ο Μπρεχτ ισχυ­ρί­ζε­ται ότι η τέχνη είναι ένα τμή­μα της παι­δα­γω­γι­κής. Αν οι άνθρω­ποι γενι­κά απο­φεύ­γουν τη διδα­χή, αν προ­σβάλ­λο­νται από κάθε διδα­κτι­κό τόνο, αυτό συμ­βαί­νει απλά επει­δή τα σχο­λειά τους είναι χώροι δια­στρο­φής του ανθρώ­πι­νου μυα­λού. Η πραγ­μα­τι­κή καθο­δή­γη­ση είναι κάτι επι­θυ­μη­τό, κι ο άνθρω­πος που τη δέχε­ται, που γίνε­ται σοφό­τε­ρος και πιο δυνα­τός, δε μπο­ρεί παρά να ’ναι ευχα­ρι­στη­μέ­νος.»[6]

Α. Ποί­η­ση

Ο Μάριος Πλω­ρί­της γρά­φει: «Η καθαυ­τό ποι­η­τι­κή γρα­φή στά­θη­κε η πρώ­τη και μόνι­μη εκφρα­στι­κή του Μπρεχτ, απ’ τα 13 του χρό­νια ως το θάνα­τό του. Πάνω από χίλια ποι­ή­μα­τα, πολύ­στι­χα και λιγό­στι­χα, έγρα­ψε στα 45 τού­τα χρό­νια –πότε ακο­λου­θώ­ντας τις καθιε­ρω­μέ­νες φόρ­μες, πότε παρω­δώ­ντας τις, πάντα και­νο­το­μώ­ντας στη γλώσ­σα και στην ουσία. Άλλο­τε “εμπρεσ­σιο­νι­στι­κή” κι άλλο­τε δρα­μα­τι­κά ή επι­κά λυρι­κή, άλλο­τε “διδα­κτι­κά” κι άλλο­τε σαρ­δω­νι­κά κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή, η ποί­η­σή του δεν είναι μόνο μια αντί­δρα­ση στον ύστε­ρο γερ­μα­νι­κό κλασ­σι­κο­ρο­μα­ντι­σμό. Είναι, πάνω και πρώ­τα απ’ όλα, ποί­η­ση που φωτί­ζει τη ζωή και δια­φω­τί­ζει τους ανθρώ­πους, για να την κάνουν βιώ­σι­μη.»[7]

Αρκε­τά μπρε­χτι­κά ποι­ή­μα­τα είχαν ήδη μετα­φρα­στεί και εκδο­θεί. Ήρθε, όμως, το πλή­ρω­μα του χρό­νου, με την ευκαι­ρία του παρό­ντος Συνε­δρί­ου της Κ.Ε. του ΚΚΕ, να μετα­φρα­στούν αρκε­τά ακό­μη ποι­ή­μα­τα (ασφα­λώς και αρκε­τά άλλα) του μεγά­λου αυτού κομ­μου­νι­στή ποιητή/δραματουργού/διανοητή, Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, πραγ­μα­τι­κή και ουσια­στι­κή κοι­νω­νι­κή προ­σφο­ρά στην εργα­τι­κή τάξη και τα κοι­νω­νι­κά λαϊ­κά στρώματα.

Ο Μπρεχτ επι­χεί­ρη­σε πολ­λές φορές να συν­θέ­σει ποί­η­ση –είτε για ενή­λι­κες είτε για παι­διά– με μια απλό­τη­τα στη γλώσ­σα και στο ύφος, ώστε να καθί­στα­ται κατα­νοη­τή. Αυτό δε σημαί­νει ότι άγγι­ξε ποτέ την απλοϊ­κό­τη­τα. Αντι­θέ­τως, πρό­κει­ται για ποί­η­ση που δια­θέ­τει μεν λαϊ­κά στοι­χεία, παράλ­λη­λα δε απαι­τεί δια­λε­κτι­κή σκέ­ψη για την ερμη­νεία τους και μια «πολύ­πλο­κη πλη­ρό­τη­τα, που κρύ­βε­ται πίσω απ’ τις φαι­νο­με­νι­κά απλές εκφρά­σεις.»[8]

Ο ίδιος πίστευε τη χρη­σι­μό­τη­τα ενός ποι­ή­μα­τος για τα παι­διά, και συγκε­κρι­μέ­να, έγρα­φε: «ένα ποί­η­μα δίνει αλη­θι­νή χαρά μόνο όταν το δια­βά­ζει κανείς κατά βάθος, με ακρι­βο­λο­γία.», βλ. ένα γράμ­μα που έστει­λε ο Μπρεχτ στους πιο­νιέ­ρους, στα 1953, και είναι ανα­δη­μο­σιευ­μέ­νο, με τον τίτλο: «Πώς πρέ­πει να δια­βά­ζει κανείς ποι­ή­μα­τα», στο περ. «Πολι­τι­στι­κή» (μετ.: Μαρία Χατζη­γιάν­νη), τεύχ. 39–41, Ιαν.-Μάρτ. 1986, σ. 176.

«Τέσ­σε­ρα Νανου­ρί­σμα­τα» («Wiegenlieder») (1932) (μετά­φρα­ση: Γιώρ­γος Κεντρω­τής)[9]

Τα τέσ­σε­ρα αυτά κεί­με­να παρ’ όλο που δε θα μπο­ρού­σα­με να τα εντά­ξου­με μ’ ευχέ­ρεια στην Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, εντού­τοις είναι ποι­ή­μα­τα με αφη­γη­μα­τι­κό διδα­κτι­κό και κοι­νω­νι­κό περιε­χό­με­νο. Ο Μπρεχτ ανα­θέ­τει σε μια μάνα να εξι­στο­ρή­σει στο γιο της, με ειλι­κρί­νεια τα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τώ­πι­ζαν οι γονείς του (πόλε­μο, φτώ­χεια, ανερ­γία) κατά τη διάρ­κεια της εγκυ­μο­σύ­νης της και της γέν­νη­σής του. Της ανα­θέ­τει, επί­σης, να εκφρά­σει τις προσ­δο­κί­ες της για το παι­δί της, οι οποί­ες ταυ­τί­ζο­νται με την ταξι­κή συνεί­δη­σή της, με σκο­πό να της υπο­δεί­ξει ότι πρέ­πει από νωρίς να συμ­βάλ­λει στην ταξι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση του γιου της, για την αλλα­γή του κόσμου.

Και φυσι­κά τα «Νανου­ρί­σμα­τα» του Μπρεχτ δεν έχουν σχέ­ση με τα παρα­δο­σια­κά λαϊ­κά «Νανου­ρί­σμα­τα» της Λαο­γρα­φί­ας. Δεν είναι τρα­γού­δια για να κοι­μί­σει μια μάνα τα μωρά της. Αντι­θέ­τως, είναι ποι­ή­μα­τα για να «ξυπνή­σει» πολι­τι­κά μια μάνα τα παι­διά της, κατά τη διάρ­κεια της ψυχο­πνευ­μα­τι­κής τους εξέλιξης.

Σκο­πός της μάνας, λοι­πόν, με αυτά τα ποι­ή­μα­τα δεν είναι να του περι­γρά­ψει απλά τον πόνο, τη δυστυ­χία και την ανέ­χειά τους, να μεί­νει σε περι­γρα­φές και δια­πι­στώ­σεις, αλλά να το δια­παι­δα­γω­γή­σει επα­να­στα­τι­κά, ώστε η πορεία του μες στη ζωή να είναι αγω­νι­στι­κή, με απο­τέ­λε­σμα μαζί με τους συντρό­φους του και την τάξη του, να συντρί­ψουν το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα και να φέρουν στον κόσμο τη δικαιο­σύ­νη και την ισό­τη­τα. Επι­θυ­μεί και επι­διώ­κει να το κάνει αγω­νι­στή από την κού­νια του, ακό­μη. Παρα­θέ­τω ορι­σμέ­να αποσπάσματα:

«Υπάρ­χει ό,τι δεν έχεις – δεν εχά­θη­κε, όχι!
Αν δε σ’ τα δίνου­νε, ναν τους τα πάρεις μύρια!

Τις νύχτες ξαγρυ­πνώ σιμά σου ώρα την ώρα∙
Σε νιώ­θω: σφίγ­γεις τη μικρή γρο­θιά σου. Φα ’τους!
Για πόλε­μο σε λογα­ριά­ζω απ’ τα τώρα –
ποτέ μην κατα­πιείς τα σκα­το­ψέ­μα­τά τους!
Με τους συντρό­φους σου (αχ, να γλυ­κα­θούν μου οι πόνοι!)
τη δύνα­μη εκει­νών να τήνε κάν’ τε σκόνη!
Εσύ, γιε μου, κι εγώ και όλοι οι όμοιοί μας
αντά­μα να ’μαστε για πάντα στη γραμ­μή μας,
για να ’ν’ όλοι οι άνθρω­ποι ίσοι που η γης σηκώ­νει!»

Επι­ση­μαί­νει, λοι­πόν, το χρέ­ος της συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νης μάνας με ταξι­κή συνεί­δη­ση απέ­να­ντι στο μωρό της, το οποίο δεν περι­μέ­νει να μεγα­λώ­σει. Πιστεύ­ει ότι η σωστή δου­λειά πρέ­πει ν’ αρχί­σει από νωρίς. Γι’ αυτό και χρη­σι­μο­ποιεί πρω­το­πό­ρες μεθό­δους, που ίσως καμία άλλη μάνα να μην είχε σκε­φτεί, φυσι­κά ούτε και η αστι­κή Παι­δα­γω­γι­κή. Είναι σαφές, ότι μερι­κά απο­σπά­σμα­τα από τα νανου­ρί­σμα­τά της προ­σκρού­ουν στην παι­δα­γω­γι­κή δεο­ντο­λο­γία, είναι σκλη­ρά, αφού εκφρά­ζουν τη σκλη­ρή και απάν­θρω­πη εκμε­ταλ­λευ­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Άρα, δια­βά­ζει στο παι­δί της απο­σπα­σμα­τι­κά κάποιους στί­χους, ανά­λο­γα με την αντι­λη­πτι­κή του ικα­νό­τη­τα, στην ηλι­κία που κάθε φορά βρί­σκε­ται, αφή­νο­ντας κάθε φορά και κάποιους στί­χους γι’ αργό­τε­ρα. Με τη μελω­δι­κή φωνή της προ­σπα­θεί και με την απαι­τού­με­νη γλυ­κύ­τη­τα και την τρυ­φε­ρό­τη­τά της να εγχα­ρα­χτούν μηνύ­μα­τα στην ψυχού­λα του, στην οποία συνει­δη­τά προ­σπα­θεί να ενστα­λά­ξει στα­δια­κά ταξι­κές νότες, να δημιουρ­γή­σει το υπό­στρω­μα που απαι­τεί­ται για τους μελ­λο­ντι­κούς ταξι­κούς αγώνες.

Ο Μπρεχτ έγρα­ψε τα «Νανου­ρί­σμα­τα» στον Μεσο­πό­λε­μο, κατα­γρά­φο­ντας τις αγω­νί­ες και τους αγώ­νες απλών εργα­ζό­με­νων μητέ­ρων, οι οποί­ες κοι­λο­πό­νε­σαν και γέν­νη­σαν μέσα σε άθλιες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες. Στα κεί­με­να αυτά, τα οποία έγρα­ψε στα 1932, όταν ο ένας γιος τους, ο Φρανκ, ήταν ήδη 13 χρό­νων, η κόρη τους, Χάν­νε, 9 χρό­νων και ο άλλος γιος τους, ο Στέ­φαν, ήταν ήδη 6 χρό­νων, κατα­γρά­φει τις συν­θή­κες που αυτοί γεν­νή­θη­καν στα 1919, στα 1923 και στα 1926, αντί­στοι­χα, αλλά και τις συν­θή­κες που γεν­νή­θη­καν και μεγά­λω­σαν τόσα και τόσα παι­διά σε περιό­δους πολέ­μου, φτώ­χειας και δυστυ­χί­ας κατά τον Α΄ Παγκό­σμιο πόλε­μο και κατά τη δεκα­ε­τία που ακολούθησε.

Όπως και να ’ναι, τα νανου­ρί­σμα­τα του Μπρεχτ είναι αξιό­λο­γα πολι­τι­κά ποι­ή­μα­τα, με ταξι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό και τα οποία, ακό­μη και σήμε­ρα, δια­τη­ρούν την αισθη­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή τους αξία είτε δια­βά­ζο­νται απο­σπα­σμα­τι­κά, είτε όχι, σε παι­διά και εφή­βους. Ποι­ή­μα­τα που αναμ­φι­βό­λως είναι δυνα­τό να προ­σφέ­ρουν γνώ­ση, κοι­νω­νι­κό και ταξι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό, έναυ­σμα για συζή­τη­ση στα χέρια ιδιαί­τε­ρα του κομ­μου­νι­στή εκπαι­δευ­τι­κού και γονιού.

Στα «Ποι­ή­μα­τα του Σβέντ­μποργκ» υπάρ­χει το ποί­η­μα «Μικρό νανού­ρι­σμα», του οποί­ου το περιε­χό­με­νο δεν έχει καμία σχέ­ση με τα λαϊ­κά νανου­ρί­σμα­τα. Εδώ, φανε­ρώ­νε­ται η τσι­γκου­νιά, η απλη­στία και η δια­φθο­ρά του κάθε καπι­τα­λι­στή αφεντικού:

«Τρα­γου­δή­στε ακό­μα ένα τρα­γού­δι και σκεφτείτε
Το αφε­ντι­κό έχει δέσει τη δεκά­ρα του σ’ ένα σκοινί
Και τη συνο­δεύ­ει όπως ένα σκύλο
Ώστε να μην μπο­ρεί να του ξεφύγει.
Τρα­γου­δή­στε δυνατά!
Και τολ­μά να δεί­χνει στους γεί­το­νές του πως δεν είναι τσι­γκού­νης»
(από­σπα­σμα) (μετ.: Μέτη Λυμπέρη)

Οι τρεις στρα­τιώ­τες[10] (1932) (μετά­φρα­ση κει­μέ­νου και σχο­λί­ων: Μέτη Λυμπέ­ρη)[11]

Το βιβλίο του αυτό ο ίδιος ο ποι­η­τής το απευ­θύ­νει σε παι­διά.[12] Προ­σω­πι­κά πιστεύω ότι πρέ­πει να το έγρα­ψε για εφή­βους και όχι για παι­διά, αφού συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σ’ αυτό πολύ σκλη­ρές φρά­σεις και εικό­νες με εκτε­λέ­σεις παι­διών και ενη­λί­κων, αλλά είναι γραμ­μέ­νο και με αλλη­γο­ρι­κή διά­θε­ση, δυσ­νό­η­τη ούτως ή άλλως από τα παιδιά.

Πρό­κει­ται για μια αντι­πο­λε­μι­κή ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση, η οποία μ’ έναν πρω­τό­τυ­πο και ευρη­μα­τι­κό τρό­πο, κατα­δει­κνύ­ει συγ­χρό­νως διά­φο­ρα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα,[13] επι­κρί­νο­ντας τους ίδιους τους εργα­ζό­με­νους που τα ανέ­χο­νται και έμμε­σα τα δια­τη­ρούν σε βάρος τους, ανα­πα­ρά­γο­ντας το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα που τα δημιουργεί.

Ο ποι­η­τής με τολ­μη­ρό και παρά­τολ­μο, ίσως, τρό­πο προ­σπα­θεί να θέσει στους εφή­βους προ­βλη­μα­τι­σμούς, οι οποί­οι αφο­ρούν την κοι­νω­νι­κή και οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση της οικο­γέ­νειάς τους και να τους εξη­γή­σει ότι υπεύ­θυ­νοι για ό,τι συμ­βαί­νει είναι οι ίδιοι οι πολί­τες μιας χώρας, οι εργα­ζό­με­νοι, που δεν απο­φα­σί­ζουν ν’ ανα­τρέ­ψουν τον καπιταλισμό.

Το κεί­με­νο δια­θέ­τει αντι­πο­λε­μι­κά και φιλει­ρη­νι­κά στοι­χεία, ανα­δει­κνύ­ει την ταξι­κή φύση του πολέ­μου, η οποία απο­κα­λύ­πτε­ται κάποια στιγ­μή στους τρεις στρατιώτες:

«Αυτοί οι τρεις στρατιώτες
μπλέ­χτη­καν στον παγκό­σμιο πόλεμο,
χωρίς να ρωτη­θούν, αν θέλουν.
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν είχαν ιδέα, τι ακρι­βώς έκα­ναν εκεί!
Μόλις πέρα­σε ο τρί­τος χρόνος
κατάλαβαν
ότι ήταν ένας πόλε­μος των πλουσίων
κι ότι μόνο οι πλού­σιοι οδη­γού­σαν τον πόλε­μο αυτό,
ώστε οι πλού­σιοι να γίνουν ακό­μα πλου­σιό­τε­ροι.»

Οι τρεις στρα­τιώ­τες, λοι­πόν, σε ρεα­λι­στι­κό επί­πε­δο, μετά από τέσ­σε­ρα χρό­νια πολε­μι­κές κακου­χί­ες, φρί­κη, θανά­τους, και βιώ­νο­ντας το σκλη­ρό, άδι­κο και απάν­θρω­πο πρό­σω­πο του πολέ­μου, με «στά­ση αμεί­λι­κτη», σκο­τώ­νουν αρχι­κά το λοχία τους και στη συνέ­χεια στρέ­φουν τα όπλα τους ενά­ντια στον εσω­τε­ρι­κό ταξι­κό εχθρό, στους ίδιους τους καπι­τα­λι­στές και τους συνερ­γά­τες τους …

Στον και­ρό της ειρή­νης που ακο­λού­θη­σε, η κατά­στα­ση ήταν σχε­δόν εξί­σου τρα­γι­κή με τον πόλε­μο. Ο πόλε­μος αυτός έφε­ρε δυστυ­χία στο λαό, και έτσι οι στρα­τιώ­τες μετα­τρέ­πο­νται αλλη­γο­ρι­κά στις τρεις μορ­φές που απο­κτά αυτή η δυστυ­χία στον και­ρό της ειρή­νης (αρρώ­στια, πεί­να και ατύ­χη­μα) σκο­τώ­νο­ντας τους ανθρώ­πους που δεν παλεύ­ουν για ν’ απα­λεί­ψουν την πηγή της δυστυ­χί­ας τους: δηλα­δή, το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα, αιτία της εκμε­τάλ­λευ­σής τους, που ακό­μη και στον και­ρό της ειρή­νης έχει «πολε­μι­κή θωριά» οδη­γώ­ντας τους με άλλα μέσα ακό­μη και στο θάνατο.

Οι τρεις αόρα­τοι στρα­τιώ­τες (αρρώ­στια, πεί­να και ατύ­χη­μα) είναι οι «από μηχα­νής» τιμω­ροί –λογι­κή συνέ­πεια και απόρ­ροια της αδρά­νειας και αδια­φο­ρί­ας– της εργα­τι­κής τάξης και των λαϊ­κών στρω­μά­των. Παρου­σιά­ζο­νται οι ίδιοι ως εκτε­λε­στές, με αλλη­γο­ρι­κή βέβαια σημα­σία, ενώ ουσια­στι­κά είναι ο ίδιος ο λαός που αυτο­τι­μω­ρεί­ται, αυτο­κα­τα­στρέ­φε­ται, αυτο­κτο­νεί, αφού δεν οργα­νώ­νε­ται, δεν επα­να­στα­τεί, με ταξι­κή συνεί­δη­ση για να σωθεί από τις συνέ­πειες της καπι­τα­λι­στι­κής εκμετάλλευσης.

Ο Μπρεχτ, επί­σης, προ­βλη­μα­τί­ζει[14] έντο­να τα παιδιά/εφήβους ακό­μη για την ανυ­παρ­ξία του δήθεν καλού θεού και για το βαυ­κα­λι­σμό όσων στη­ρί­ζο­νται με προ­σευ­χές στη δήθεν «μεγα­λο­θυ­μία» του, και αναμ­φι­σβή­τη­τα αργά ή γρή­γο­ρα οι ίδιοι «καταρ­ρέ­ουν», αφού ο ανύ­παρ­κτος θεός τους δεν τους βοη­θά τελι­κά και δεν τους λύνει τα οικο­νο­μι­κά και κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τά τους.

Στον επί­λο­γο του ποι­ή­μα­τος ο Μπρεχτ ανα­φέ­ρε­ται στη λαϊ­κή εξέ­γερ­ση, στον εμφύ­λιο και στη νίκη της Προ­λε­τα­ρια­κής Επα­νά­στα­σης, η οποία εξα­φα­νί­ζει τους τρεις αόρα­τους στρα­τιώ­τες από τη λαϊ­κή δημο­κρα­τία, δηλα­δή εκτε­λού­νται στο από­σπα­σμα (και οι τρεις): υπο­νο­ώ­ντας ότι η πεί­να, η ατύ­χη­μα και η αρρώ­στια παύ­ουν να υφί­στα­νται πια, μέσα στο σοσια­λι­στι­κό σύστημα.

«Το Παι­δι­κό Αλφα­βη­τά­ρι» (1934)

Τα ποι­ή­μα­τα αυτά μάλ­λον δε δημο­σιεύ­τη­καν. Η θεμα­το­λο­γία τους είναι ποι­κί­λη: δια­γρά­φο­νται απλά καθη­με­ρι­νά στιγ­μιό­τυ­πα από την οικο­γε­νεια­κή ζωή και ασφα­λώς δια­τυ­πώ­νο­νται κάποιες πολι­τι­κές παρα­τη­ρή­σεις. Για παρά­δειγ­μα η δια­χρο­νι­κή συνή­θεια των παι­διών να δια­βά­ζουν με τις ώρες στο απο­χω­ρη­τή­ριο ένα βιβλίο που τους ενδια­φέ­ρει, οι πρώ­τες από­πει­ρες των παι­διών για κατα­σκευ­ές και τεχνι­κές δημιουρ­γί­ες, η ενα­σχό­λη­σή τους με τ’ αυτο­κί­νη­τα από την παι­δι­κή ηλι­κία μέσα από κατα­σκευ­ές παι­δι­κών παι­χνι­διών. Στο τελευ­ταίο παρά­δειγ­μα, η ανα­φο­ρά του σχε­τί­ζε­ται με τον έρω­τα του Μπρεχτ σ’ ένα παμπά­λαιο αυτο­κί­νη­το μάρ­κας Φορντ, που απέ­κτη­σε αργό­τε­ρα, το οποίο έβα­ζε μπρο­στά με μανι­βέ­λα, έτρε­με δυνα­τά και έκα­νε εκκω­φα­ντι­κό θόρυ­βο όταν ταξί­δευε, σχε­δόν δεν είχε πάτω­μα και κάτω απ’ τα πόδια σου έβλε­πες το δρό­μο και παρ’ όλα αυτά το οδη­γού­σε και το κου­μα­ντά­ρι­ζε, κατόρ­θω­νε δε να τον υπα­κού­ει από­λυ­τα.[15]

Μια από τις πολι­τι­κές παρα­τη­ρή­σεις του αφο­ρά έναν κακό Γερ­μα­νό στρα­τη­γό, ο οποί­ος αν και απέ­τυ­χε στον πόλε­μο, το κατε­στη­μέ­νο στρα­τιω­τι­κό λόμπυ, δια­πλεγ­μέ­νο προ­φα­νώς με το αντί­στοι­χο πολι­τι­κό, τον προ­ό­ρι­σαν για Πρό­ε­δρο της χώρας. Ο ποι­η­τής, λοι­πόν, επι­χει­ρεί τον πολι­τι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό των παι­διών, με απλό και κατα­νοη­τό τρόπο.

«Ποι­ή­μα­τα του Σβέντ­μποργκ» («Svendborger Gedichte») (1934–1938)

Ανα­φέ­ρω οκτώ από τα ποι­ή­μα­τα αυτής της περιό­δου, κατά την οποία ο Μπρεχτ έζη­σε εξό­ρι­στος στη Δανία: «Μπα­λά­ντα στο ράφτη του Ουλμ», «Ο αδερ­φός μου ήταν πιλό­τος», «Ο θεό­ςνα­εί­ναι­μα­ζί­μας», «Το αλφα­βη­τά­ρι του πολέ­μου», «Ο πόλε­μος που θα ’ρθει», «Το παι­δί, που δεν ήθε­λε να πλυ­θεί», «Η δαμα­σκη­νιά», «Όταν οι πάνω μιλούν για την ειρή­νη».

Ο ποι­η­τής, όσον αφο­ρά την μπα­λά­ντα του «Μπα­λά­ντα στο ράφτη του Ουλμ» («Der Schneider von Ulm») (1934) (μετά­φρα­ση: Μαρία Αγγε­λί­δου),[16] ανα­φέ­ρε­ται στο Ουλμ του 1592, όπου ένας ράφτης έδει­ξε με περη­φά­νια στον παπά του χωριού του ότι μπο­ρεί να πετά­ξει από το καμπα­να­ριό της εκκλη­σί­ας, με φτε­ρά που είχε κατα­σκευά­σει, με απο­τέ­λε­σμα όμως να … σκο­τω­θεί. Ο παπάς, όμως, τον είχε προει­δο­ποι­ή­σει ότι «ο άνθρω­πος δεν είναι που­λί, / Ποτέ ο άνθρω­πος δεν θα πετά­ξει» (μετ.: Μαρία Αγγε­λί­δου).[17]

Είναι σαφής η δια­λε­κτι­κή σχέ­ση και σύγκρου­ση του παλιού με το νέο, του συντη­ρη­τι­κού με το προ­ο­δευ­τι­κό, «της ανε­πί­και­ρης αλή­θειας του 1592» με την μετέ­πει­τα ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, με την εξέ­λι­ξη της τεχνο­λο­γί­ας και της αερο­ναυ­πη­γι­κής. Είναι εμφα­νής η συντη­ρη­τι­κή και σαφώς η μελ­λο­ντι­κή απο­τυ­χία της άπο­ψης του παπά, αφού αργό­τε­ρα ο Άνθρω­πος κατά­φε­ρε, βελ­τιώ­νο­ντας την τεχνο­λο­γία, να πετά­ξει πολύ καλύ­τε­ρα από τα πουλιά.

Στο ποί­η­μα «Ο αδερ­φός μου ήταν πιλό­τος» («Mein Bruder war ein Flieger») (1937) (μετά­φρα­ση: Μέτη Λυμπέ­ρη) τονί­ζε­ται η ιμπε­ρια­λι­στι­κή ναζι­στι­κή επι­δρο­μή στην Ευρώ­πη, που άφη­σε πίσω της εκα­τομ­μύ­ρια νεκρούς και ερεί­πια. Ένας από τους νεκρούς ήταν και ένας πιλό­τος, αδερ­φός του μικρό­τε­ρου, προ­φα­νώς, παιδιού/αφηγητή.

«Ο αδερ­φός μου είναι κατακτητής
Το έθνος μας έχει έλλει­ψη σε χώρο
Και αιτία για να βρού­με και έδα­φος να κατακτήσουμε
Είναι για μας ένα παλιό όνειρο
Ο χώρος, τον οποίο ο αδερ­φός μου κατέ­κτη­σε […] Έχει μήκος 1,80 μ.
Και βάθος 1,50 μ.»
(από­σπα­σμα)

Στο ποί­η­μα «Ο θεός να είναι μαζί μας» («Der Gottseibeiuns») (μετά­φρα­ση: Μέτη Λυμπέ­ρη) (ο ποι­η­τής θέλει τον τίτλο σα μια ενιαία λέξη), επι­κρί­νε­ται έμμε­σα και με ποι­η­τι­κό τρό­πο, η θρη­σκο­λη­ψία και η μοι­ρο­λα­τρία, ως αρνη­τι­κές αντι­κοι­νω­νι­κές «αξί­ες»:

«Κύριε καγκε­λά­ριε, ο λαός λιμοκτονεί!
Ο λαός δε γίνε­ται να πεινάει
Ούτε εγώ ο ίδιος παίρ­νω κρέ­ας, μήτε κρασί
Και μιλώ μέρα νύχτα για εσάς
Κι αν όντως λιμοκτονείτε /
τότε φταί­ει ο θεόςναείναιμαζίμας
αυτός σας άφη­σε να πει­νά­σε­τε.» (από­σπα­σμα)

Το τετρά­στι­χο ποί­η­μα «Το αλφα­βη­τά­ρι του πολέ­μου»[18] Kriegsfibel») (μετά­φρα­ση: Μάριος Πλω­ρί­της) ο ποι­η­τής το θέλει γραμ­μέ­νο σ’ ένα τοί­χο σαν αντι­πο­λε­μι­κό σύνθημα:

«Στον τοί­χο, με κιμω­λία γραμμένο:
Θέλου­νε πόλεμο.
Αυτός που το ’χε γράψει
Έπε­σε κιό­λας.»[19]

Το ποί­η­μα «Ο πόλε­μος που θα ’ρθει» Der Krieg der kommen wird») (μετά­φρα­ση: Μέτη Λυμπέ­ρη) στέλ­νει αντι­πο­λε­μι­κό μήνυ­μα στα παι­διά, μέσα από λίγους και μεστούς νοη­μά­των στίχους:

«Δεν θα είναι ο πρώ­τος. Πριν απ’ αυτόν
Έγι­ναν κι άλλοι πόλεμοι.
Όταν τέλειω­σε ο προηγούμενος
Υπήρ­χαν νικη­τές και νικημένοι.
Απ’ τους νικη­μέ­νους, τα κατώ­τε­ρα στρώ­μα­τα του λαού
Πει­νού­σαν. Απ’ τους νικητές
Πει­νού­σε ο φτω­χός λαός, επί­σης.»

Στο ποί­η­μα «Το παι­δί, που δεν ήθε­λε να πλυ­θεί» («Vom Kind, das sich nicht waschen wollte») (μετά­φρα­ση: Μέτη Λυμπέ­ρη),[20] ένα παι­δί, όχι μόνο δεν ήθε­λε να πλυ­θεί, αλλά του­να­ντί­ον μου­τζου­ρώ­θη­κε με στά­χτες. Όταν δε ήρθε ο αυτο­κρά­το­ρας στο σπί­τι τους, η μάνα του παι­διού πανι­κο­βλη­μέ­νη έψα­χνε να βρει ένα πανί για να το καθα­ρί­σει, χωρίς να το κατορθώσει …

«Το παι­δί […] δεί­χνει αφά­ντα­στη ξερο­κε­φα­λιά και δια­μαρ­τύ­ρε­ται ενά­ντια στην κρα­τού­σα και συνή­θη τάξη.» Ο αυτο­κρά­το­ρας, λοι­πόν, χάνει έμμε­σα την όποια κοινωνική/πολιτική «αξία» του. Μετα­τρέ­πε­ται, με τη στά­ση του παι­διού, σε μια «άχρω­μη μάζα – φεύ­γει». Για μια ακό­μη φορά ο Μπρεχτ μας θυμί­ζει – έστω αμυ­δρά – την αντιεξουσιαστική/αντιβασιλική ιδε­ο­λο­γία του, όπως αυτή δια­φαί­νε­ται στο μονό­πρα­κτό του «Ο ζητιά­νος ή το ψόφιο σκυ­λί».[21]

Στο ποί­η­μα «Η δαμα­σκη­νιά» («Der Pflaumenbaum») (μετά­φρα­ση: Γιώρ­γος Κεντρω­τής)[22], ο ποι­η­τής ανα­φέ­ρε­ται σε μια μικρή δαμα­σκη­νιά, που προ­στα­τεύ­ε­ται από ένα φρά­χτη, που δεν μπο­ρεί να μεγα­λώ­σει για­τί δεν έχει επαρ­κή ηλιο­φά­νεια, που δεν είχε ποτέ ένα δαμά­σκη­νο. Δεν πρό­κει­ται για μάθη­μα Φυτο­λο­γί­ας. Αντι­θέ­τως, όπως πάντο­τε ο Μπρεχτ, έτσι κι εδώ, με αλλη­γο­ρι­κό τρό­πο, περι­γρά­φει τις κατάλ­λη­λες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες στις οποί­ες μπο­ρεί να ζήσει και ν’ ανα­πτυ­χθεί ένα παιδί.

Στο ποί­η­μα «Όταν οι πάνω μιλούν για την ειρή­νη» («Wenn die Oberen vom Frieden reden») (μετά­φρα­ση: Μέτη Λυμπέ­ρη), φαί­νε­ται ξεκά­θα­ρα η υπο­κρι­σία των ιμπε­ρια­λι­στών, οι οποί­οι δήθεν επι­θυ­μούν την ειρή­νη, ενώ ήδη έχουν απο­φα­σί­σει για τη διε­ξα­γω­γή των πολέ­μων, οι δε λαοί το μαθαί­νουν εκ των υστέρων …

«Γνω­ρί­ζει όλος ο λαός
Ότι γίνε­ται πόλεμος.

Όταν οι πάνω τον πόλε­μο αναθεματίζουν
Έχουν οι δια­τα­γές ήδη δοθεί.»

«Ποι­ή­μα­τα των ζώων»

Στο ανέκ­δο­το «Παι­δι­κό Αλφα­βη­τά­ρι» περιέ­λα­βε και τα «Ποι­ή­μα­τα των ζώων», τα οποία έχουν άρω­μα από κεί­με­να προ­γε­νε­στέ­ρων του μυθο­ποιών, χωρίς βέβαια ν’ ανα­φέ­ρε­ται επι­μύ­θιο. Ανα­φέ­ρω μόνο δυο ποι­ή­μα­τα με πρω­τα­γω­νι­στές έναν αετό στο πρώ­το και μια πολυ­πο­δα­ρού­σα στο δεύτερο.

Ο αετός, με ενέρ­γειες των επι­κρι­τών του, κατέ­βη­κε ανα­γκα­στι­κά από τα ψηλά βου­νά, όπου η φύση τον ενέ­τα­ξε για να ζήσει, για να κολυ­μπή­σει σε μια λιμνού­λα, όπου και πνί­γη­κε. Αν και δε δια­κρί­νε­ται αν ο ίδιος είχε κάποια ευθύ­νη, βγαί­νει αβί­α­στα το συμπέ­ρα­σμα ότι αν κάποιος πάει ενά­ντια στη φύση του, αυτο­κα­τα­στρέ­φε­ται. Όμως, εδώ, οι επι­κρι­τές του τον ανά­γκα­σαν να κατέ­βει στη λιμνού­λα, ίσως με απει­λές ίσως και με κολα­κεί­ες, ώστε να τον παρα­πλα­νή­σουν. Το απο­τέ­λε­σμα εντού­τοις ήταν το ίδιο. Σε πολι­τι­κό επί­πε­δο και με αλλη­γο­ρι­κό τρό­πο, ο ποι­η­τής εφι­στά την προ­σο­χή των ανθρώ­πων οι οποί­οι βρί­σκο­νται στο στό­χα­στρο της αστι­κής εξου­σί­ας, να μην κινού­νται σε ατο­μι­κό επί­πε­δο, αλλά να οργα­νω­θούν μαζι­κά και συντο­νι­σμέ­να, ώστε ν’ απο­φύ­γουν τα χει­ρό­τε­ρα. Τού­τη η ερμη­νεία είναι δυνα­τό να δοθεί από κάποιον που δεν αγνο­εί την ιδε­ο­λο­γία του ποιητή.

Η πολυ­πο­δα­ρού­σα (ίσως σαρα­ντα­πο­δα­ρού­σα), η οποία ήταν πολύ θρή­σκα, βρή­κε τρα­γι­κό θάνα­το στο κελά­ρι του πέτρι­νου σπι­τιού που ζού­σε, αφού αυτό κάποια μέρα σωριά­στη­κε, από αδιευ­κρί­νι­στη αιτία. Σε κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο, μπο­ρεί κάποιος να πει ότι υπάρ­χουν άνθρω­ποι που θρη­σκεύ­ο­νται και που πιστεύ­ουν ότι με την προ­σευ­χή τους ο καλός θεός θα στεί­λει τον άγγε­λό του και θα τους προ­στα­τεύ­σει με τις φτε­ρού­γες του από κάθε κακό. Όμως, δυστυ­χώς, συχνά δια­ψεύ­δο­νται, αφού η μετα­φυ­σι­κή σκέ­ψη τους αδυ­να­τεί να τους προ­φυ­λά­ξει από φυσι­κές και κοι­νω­νι­κο-οικο­νο­μι­κές απει­λές, τις οποί­ες πρέ­πει να προ­βλέ­ψουν μ’ επι­στη­μο­νι­κό και λαϊ­κά σχε­δια­σμέ­νο τρόπο.

Κι άλλα ποι­ή­μα­τα για παιδιά

Υπο­θέ­τω ότι ο Μπρεχτ έγρα­ψε και άλλα ποι­ή­μα­τα κατάλ­λη­λα για παι­διά. Όμως, έχω υπό­ψη μου μόνο ορι­σμέ­να απ’ αυτά που μετα­φρά­στη­καν πρό­σφα­τα στα ελλη­νι­κά και όσα, βέβαια, είναι ήδη δημο­σιευ­μέ­να σε μετα­φρα­σμέ­να βιβλία του ή στον τύπο.

Ανα­φέ­ρο­μαι εντε­λώς επι­φα­νεια­κά σε ορι­σμέ­να, όπως: «Τρα­γού­δι του Μαγιού απ’ τα παι­διά», «Παρά­κλη­ση των παι­διών», «Παι­δι­κός ύμνος», «Παι­δι­κή σταυ­ρο­φο­ρία» (1941), «Ο πολε­μο­χα­ρής δάσκα­λος».

Στο ποί­η­μα «Τρα­γού­δι του Μαγιού απ’ τα παι­διά» («Mailied von Kindern») (μετά­φρα­ση: Μέτη Λυμπέ­ρη), απει­κο­νί­ζο­νται η αισιο­δο­ξία και η σοσια­λι­στι­κή αγω­νι­στι­κό­τη­τα των παι­διών, για καλή σοδιά, για καλή ζωή, για πρά­σι­νους κάμπους, για δικό μας ψωμί και δου­λειά, βέβαια έχο­ντας κόκ­κι­νη σημαία, δηλα­δή σοσια­λι­στι­κή οικο­νο­μία. Το παρά­δειγ­μα το δίνουν οι γονείς, που αγω­νί­ζο­νται με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα για να εξα­λει­φθεί η φτώ­χεια. Τα παι­διά, επί­σης, έχουν συνει­δη­το­ποι­ή­σει ότι μόνο οι δει­λοί άνθρω­ποι ανέ­χο­νται την κατά­ντια και τη μιζέ­ρια, τις οποί­ες τους κλη­ρο­δό­τη­σε το αστικό/καπιταλιστικό (ή φεου­δαρ­χι­κό σύστη­μα). Η άνοι­ξη, και ιδιαί­τε­ρα, ο Μάης, συμ­βάλ­λει ψυχο­λο­γι­κά ν’ ανε­βεί η διά­θε­σή τους για δου­λειά, για αγώ­να, για συνερ­γα­σία και επι­τυ­χία, στους κοι­νω­νι­κούς και οικο­νο­μι­κούς στό­χους των πολι­τών που οργα­νώ­νο­νται και παλεύ­ουν μέσα στο σοσια­λι­στι­κό σύστημα.

Στο ποί­η­μα «Παρα­κλή­σεις παι­διών» («Bitten der Kinder») (μετά­φρα­ση: Μέτη Λυμπέ­ρη) είναι ξεκά­θα­ρη η αγω­νία και η κραυ­γή των παι­διών προς τους γονείς και δασκά­λους τους, προς όλους τους ενή­λι­κες, να στα­μα­τή­σει ο πόλε­μος, για να μπο­ρούν να κοι­μού­νται ήσυ­χα τις νύχτες, να χαί­ρο­νται ελεύ­θε­ρα τη ζωή τους, να μην κλαί­νε οι μανά­δες για τα τραυ­μα­τι­σμέ­να ή σκο­τω­μέ­να παι­διά τους, να στα­μα­τή­σουν οι σκο­τω­μοί, ν’ αρχί­σει η ανοι­κο­δό­μη­ση της χώρας τους σε όλα τα επί­πε­δα, για ν’ απο­κα­τα­στα­θεί η εμπι­στο­σύ­νη των παι­διών απέ­να­ντι στους ενή­λι­κες. Κι όλα τα παρα­πά­νω τα παι­διά εύχο­νται να τα κατορ­θώ­σουν οι νέοι κύρια, αλλά και οι μεγαλύτεροι.

«Τα σπί­τια να μην καίγονται.
Βομ­βι­στές να μη γνω­ρί­ζει κανείς.
Η νύχτα να ’ναι για ύπνο.
Η ζωή να μην είναι τιμωρία.
Οι μανά­δες να μην κλαίνε.
Κανείς να μη σκο­τώ­νει κάποιον άλλο.
Όλοι κάτι να χτίζουν.
Έτσι θα μπο­ρείς να τους εμπι­στεύ­ε­σαι όλους.
Οι νέοι να το κατορθώσουν.
Οι γέροι επί­σης.»

Στο ποί­η­μα «Παι­δι­κός ύμνος» («Kinderhymne») (μετά­φρα­ση: Μέτη Λυμπέ­ρη) ο Μπρεχτ, χαρί­ζει στα παι­διά τον καθα­ρό και γνή­σιο δημο­κρα­τι­κό λόγο, την ουσία και την πεμ­πτου­σία της ειρη­νι­κής, αντι­ρα­τσι­στι­κής κοι­νω­νι­κής ζωής. Προ­σπα­θεί ν’ απο­κα­τα­στή­σει το χαμέ­νο διε­θνώς κύρος της πατρί­δας του, μ’ ευθύ­νη του ναζι­στι­κού Γ΄ Ράιχ, πιστεύ­ο­ντας στην αξία των απλών ανθρώ­πων του λαού του έτσι, ώστε στο μέλ­λον η Γερ­μα­νία να συνερ­γά­ζε­ται πλέ­ον με άλλους λαούς και σε όλα τα επί­πε­δα στην ειρη­νι­κή ζωή, με ισό­τη­τα και σεβα­σμό αλλή­λων. Δεί­χνει την αγά­πη στην πατρί­δα του και την ανά­γκη βελ­τί­ω­σής της, και συγ­χρό­νως το σεβα­σμό του στις ξένες πατρίδες.

«Φτώ­χεια μη σπα­τα­λάς άλλο, κουράγιο
Πάθος όχι άλλη λογική.
Ώστε μια καλή Γερ­μα­νία ν’ ανθίσει
Σα μια δια­φο­ρε­τι­κή καλή χώρα.

Ώστε οι λαοί να μην τρομάζουν
Όπως μπρο­στά σ’ έναν κλέφτη
Αλλά ν’ απλώ­σουν τα χέρια τους
Σ’ εμάς όπως και σε άλλους λαούς.
Κι ούτε ανώ­τε­ροι κι ούτε κατώτεροι
από άλλους λαούς θέλου­με να είμαστε
απ’ τη θάλασ­σα ως τις Άλπεις
απ’ τον Όντερ μέχρι τον Ρήνο.

Κι επει­δή κάνου­με τη χώρα αυτή καλύτερη
Την αγα­πά­με και την προστατεύουμε
Και να μπο­ρεί να μας μοιά­ζει ότι είναι πιο αγα­πη­μέ­νο μας
Όπως σε άλλους λαούς η δική τους (χώρα).»

Δικά του είναι και τα ποι­ή­μα­τα: «Παι­δι­κή σταυ­ρο­φο­ρία» («Kinderkreuzzug») (1941) και «Ο πολε­μο­χα­ρής δάσκα­λος» («Vom Kriegerischen Lehrer»).

Ποι­ή­μα­τα για εφή­βους[23]

Τα ποι­ή­μα­τα που προ­τεί­νω για εφή­βους, φυσι­κά ο ποι­η­τής δεν τα επέ­λε­ξε γι’ αυτή την ηλι­κία. Είναι προ­σω­πι­κή μου επι­λο­γή με βάση κάποια αξιο­λο­γι­κά κρι­τή­ρια, τα οποία θεω­ρώ ότι αντα­πο­κρί­νο­νται στο νοη­τι­κό και αντι­λη­πτι­κό επί­πε­δο των εφή­βων, καθώς και στα ενδια­φέ­ρο­ντά τους. Ποι­ή­μα­τα που προ­βάλ­λουν κοι­νω­νι­κές και ανθρω­πι­στι­κές αξί­ες και ιδέ­ες, τις οποί­ες οφεί­λου­με ως παι­δα­γω­γοί να μετα­λα­μπα­δεύ­σου­με στη νέα γενιά. [24]

Ξεχω­ρί­ζω ορι­σμέ­να απ’ αυτά, παρα­θέ­το­ντας ουσια­στι­κά ένα Μικρό Ανθο­λό­γιο μπρε­χτι­κής Ποί­η­σης για εφή­βους, προς σχο­λι­κή χρή­ση, με ολό­κλη­ρα ποι­ή­μα­τα ή απο­σπά­σμα­τα ποι­η­μά­των. Επι­λέ­γω τα εξής: «Κάθε χρό­νο το Σεπτέμ­βρη σαν ανοί­γουν τα σχο­λεία», «Μήνυ­μα του ετοι­μο­θά­να­του ποι­η­τή στη Νεο­λαία», «Το ψωμί του λαού», «Άκου­γε όταν μιλάς», «Εγκώ­μιο στη Δια­λε­κτι­κή», «Άκου­σα πως τίπο­τα δε θέλε­τε να μάθε­τε», «Οι πιο φτω­χοί συμ­μα­θη­τές απ’ τους συνοι­κι­σμούς των προ­α­στί­ων», «Η Νεο­λαία και το Τρί­το Ράιχ», «Κακή επο­χή για τη Νεο­λαία», «Τρα­γού­δι για τους καλούς ανθρώ­πους», «Αυτό θέλω να τους πω», «Μετα­νά­στες», «Μη ζητά­τε πολ­λή σοφία».

«Κάθε χρό­νο το Σεπτέμ­βρη σαν ανοί­γουν τα σχο­λεία» («Alljährlich im September wenn die Schulzeit beginnt») (μετά­φρα­ση: Πέτρος Μάρ­κα­ρης),[25] όπου ενώ στην αρχή του ποι­ή­μα­τος περι­γρά­φο­νται με λίγα λόγια οι προ­ε­τοι­μα­σί­ες της οικο­γέ­νειας για τη νέα σχο­λι­κή χρο­νιά και τα έξο­δα που κάνουν κατά την αγο­ρά των απα­ραί­τη­των σχο­λι­κών ειδών, και ενώ οι γυναί­κες παρα­πο­νιού­νται –και δικαιολογημένα–για την ακρί­βεια της γνώ­σης– ο ποι­η­τής θέτει στο τελευ­ταίο τρί­στι­χο ένα καί­ριο πολι­τι­κό πρό­βλη­μα: «Κι όμως μήτε που υπο­πτεύ­ο­νται / Πόσο κακή είναι η γνώ­ση / Που προ­ο­ρί­ζε­ται για τα παι­διά τους». Ο ποι­η­τής γνω­ρί­ζει και γι’ αυτό επι­ση­μαί­νει έμμε­σα την ταξι­κή φύση της αστι­κής εκπαί­δευ­σης σε βάρος των ασθε­νέ­στε­ρων οικο­νο­μι­κά κοι­νω­νι­κών ομά­δων. Πρό­κει­ται για ζήτη­μα που ασφα­λώς πρέ­πει να προ­βλη­μα­τί­σει τα παι­διά, από νωρίς, από τα σχο­λι­κά θρα­νία τους κιόλας.

«Μήνυ­μα του ετοι­μο­θά­να­του ποι­η­τή στη Νεο­λαία» («Adresse des sterbenden Dichters an die Jugend») (μετά­φρα­ση: Πέτρος Μάρ­κα­ρης),[26] όπου ένας συμ­βι­βα­σμέ­νος αστός ετοι­μο­θά­να­τος ποι­η­τής ενώ έχει συνει­δη­το­ποι­ή­σει –έστω και αργά– τα λάθη της ζωής του, απο­λο­γεί­ται προς τη Νεο­λαία και την παρα­κα­λεί να μην επα­να­λά­βει το «δικό του κακό παρά­δειγ­μα», λέγο­ντάς της μετα­ξύ άλλων τα εξής:

«Δε βάδι­σα με την επο­χή μου, ξόδε­ψα τις μέρες μου
Και τώρα πρέ­πει να σας παρακαλέσω
[…] Να κάνε­τε αυτά που δεν έγιναν
[…] για­τί κάθι­σα στων στεί­ρων το τραπέζι
[…] για­τί ξόδε­ψα τα καλύ­τε­ρά μου λόγια
Στη δική τους / Άσκο­πη κουβέντα
[…] Για­τί ο δικός μου λόγος
Είναι στά­χτη και μεθυ­σμέ­νου παρα­λή­ρη­μα στο στόμα
Εκεί­νων που είναι χρή­σι­μοι και δημιουργικοί
[…]»

Και τελειώ­νει ως εξής:

«Γι’ αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι σπα­τά­λη­σα άλλο δε μένει
Παρά να σας ζητήσω
Να μη δώσε­τε προ­σο­χή σε λέξεις
Που βγαί­νουν από το δικό μας
Σάπιο στό­μα, μήτε και συμβουλή
Καμιά να μη δεχτείτε
Απ’ αυτούς που στά­θη­καν τόσο ανίκανοι,
Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιο το καλό για σας και τι σας βοηθάει
Τον τόπο να χτί­σε­τε που εμείς αφήσαμε
Να ρημά­ξει σαν την πανούκλα,
Και για να κάνε­τε τις πολιτείες
Κατοι­κή­σι­μες.»

Ο ποι­η­τής σαφώς και προ­σπα­θεί να προ­βλη­μα­τί­σει τη μαθη­τιώ­σα και σπου­δά­ζου­σα Νεο­λαία, ώστε να δια­βά­ζει με κρι­τι­κή σκέ­ψη τη διδα­κτέα σχο­λι­κή ή ακα­δη­μαϊ­κή ύλη των μαθη­μά­των, και άλλο μέρος της να το επι­λέ­γει με ορθο­λο­γι­σμό και επι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη και συγ­χρό­νως το υπό­λοι­πο να το απορ­ρί­πτει ως σκύ­βα­λα δοσμέ­να με σκο­πι­μό­τη­τα από την αστι­κή επι­στη­μο­νι­κή και λογο­τε­χνι­κή δια­νό­η­ση για την παρα­χά­ρα­ξη της ιστο­ρι­κής αλή­θειας, με μετα­φυ­σι­κή, σκο­τα­δι­στι­κή και παρα­πλα­νη­τι­κή διά­θε­ση, με σκο­πό τη σύγ­χυ­ση και την «πλύ­ση» των νεα­νι­κών εγκεφάλων.

«Το ψωμί του λαού» («Das Brot des Volkes») (μετά­φρα­ση: Πέτρος Μάρ­κα­ρης),[27] όπου με αρι­στο­τε­χνι­κό ποι­η­τι­κό τρό­πο παραλ­λη­λί­ζει, την ανα­γκαιό­τη­τα του ψωμιού για το λαό μ’ εκεί­νη της δικαιο­σύ­νης, που θ’ απο­δί­δε­ται από το λαό στο λαό, υπο­νο­ώ­ντας μέσα στη Λαϊ­κή Εξου­σία, στο Σοσια­λι­σμό, δίνο­ντας και στα δυο την ίδια –υλι­κή από τη μια και κοι­νω­νι­κά από την άλλη– αξία:

« […] Ποιος ψήνει το άλλο ψωμί;
Όπως και τ’ άλλο ψωμί
Έτσι και το ψωμί της δικαιοσύνης
Πρέ­πει να ψήνε­ται απ’ το λαό
Άφθο­νο, ωφέ­λι­μο, καθη­με­ρι­νό.»

«Άκου­γε όταν μιλάς» («re beim Reden!») (μετά­φρα­ση: Πέτρος Μάρ­κα­ρης),[28] όπου μέσα σ’ ένα πεντά­στι­χο υπο­γραμ­μί­ζε­ται μια σημα­ντι­κή παι­δα­γω­γι­κή αξία, η οποία βασι­κά αφο­ρά τους εκπαι­δευ­τι­κούς, αλλά και τους γονείς των παι­διών, σε σχέ­ση με τη συμπε­ρι­φο­ρά τους απέ­να­ντί τους. Τίθε­ται προς προ­βλη­μα­τι­σμό, λοι­πόν, το ζήτη­μα της εγω­ι­στι­κής και αυταρ­χι­κής στά­σης ορι­σμέ­νων παι­δα­γω­γών, απέ­να­ντι στο νεα­ρό εξε­λισ­σό­με­νο άτο­μο, στο οποίο χωρίς παι­δα­γω­γι­κό τακτ, προ­σπα­θούν να του επι­βάλ­λουν τις όποιες από­ψεις τους. Προ­σπα­θούν να τις μετα­δώ­σουν, αντι­παι­δα­γω­γι­κά, χωρίς διά­λο­γο, χωρίς υπο­δειγ­μα­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά, αυθαί­ρε­τα, ως μονα­δι­κοί και από­λυ­τοι φορείς της γνώ­σης, που κατέ­χουν την αλή­θεια, χωρίς να δίνουν την ευκαι­ρία στους μαθη­τές τους για αμφι­σβή­τη­ση ή έκφρα­ση δια­φο­ρε­τι­κής άπο­ψης και ανά­λο­γων επι­χει­ρη­μά­των από μέρους τους. Φορείς που δεν επι­τρέ­πουν στους μαθη­τές τους ν’ ανα­κα­λύ­ψουν τη γνώ­ση από μόνοι τους, χωρίς να την προ­τεί­νουν έστω με τη μαιευ­τι­κή μέθο­δο ή τη δια­λε­κτι­κή σκέ­ψη, καθώς και με επι­στη­μο­νι­κό ερευ­νη­τι­κό τρό­πο. Εκπαι­δευ­τι­κοί που δε δια­θέ­τουν παι­δα­γω­γι­κή ευαι­σθη­σία και στοι­χειώ­δη δημο­κρα­τι­κή συνεί­δη­ση, που δεν αφου­γκρά­ζο­νται τις απο­ρί­ες, τις από­ψεις, τις αντιρ­ρή­σεις, τους προ­βλη­μα­τι­σμούς και τις ερευ­νη­τι­κές ανα­ζη­τή­σεις των μαθη­τών τους.

«Μη λες πολύ συχνά ότι έχεις δίκιο, δάσκαλε!
Άσε να το δουν κ’ οι μαθητές!
Μην πιέ­ζεις πολύ την αλήθεια,
Δεν το αντέχει.
Άκου­γε όταν μιλάς!»

«Εγκώ­μιο στη Δια­λε­κτι­κή» («Lob der Dialektik») (1931) (μετά­φρα­ση: Νάντια Βαλα­βά­νη).[29] Μάλ­λον, θα έπρε­πε να έχει ως τίτλο του: «Εγκώ­μιο στο Δια­λε­κτι­κό Υλι­σμό», με συνε­χείς συγκρού­σεις αντί­θε­των κοι­νω­νι­κών ιδε­ών, ταξι­κού χαρα­κτή­ρα, όπως: άδι­κο ≠ δίκαιο, καταπιεστές/εκμεταλλευτές ≠ εκμε­ταλ­λευό­με­νοι, συντη­ρη­τι­κοί ≠ προ­ο­δευ­τι­κοί, συντή­ρη­ση ≠ εξέλιξη/αλλαγή, πεσιμισμός/μοιρολατρία ≠ αισιο­δο­ξία, σίγου­ρο ≠ αβέ­βαιο, γονα­τι­σμέ­νοι ≠ όρθιοι, χαμέ­νη υπό­θε­ση ≠ αγωνιστικότητα/ανατροπή. Επί­σης, ανα­δει­κνύ­ει την αξία της αυτο­κρι­τι­κής και της δίκαι­ης από­δο­σης ευθυ­νών σε κάποιους.

«Όποιος ακό­μα ζει, δε λέει: Ποτέ!
Το σίγου­ρο δεν είναι σίγουρο.
Όπως ακρι­βώς είναι, έτσι δε μένει.
Όταν πουν ό,τι είχα­νε οι κυρί­αρ­χοι να πούνε
Θα μιλή­σου­νε οι κυριαρχούμενοι.
Ποιος τολ­μά­ει να πει: Ποτέ;
Ποιος φταί­ει, σαν η κατα­πί­ε­ση παρα­μέ­νει; Εμείς.
Ποιος θα φταί­ει σαν η κατα­πί­ε­ση συντριβεί;
Εμείς πάλι.
Όποιος γονα­τι­σμέ­νος είναι, όρθιος να σηκωθεί!
Όποιος την κατά­στα­σή του έχει ανα­γνω­ρί­σει, πώς να εμποδιστεί;
Για­τί οι νικη­μέ­νοι του σήμε­ρα είναι οι νικη­τές του αύριο
Και το Ποτέ γίνε­ται; Σήμε­ρα ακό­μα!»

Ο Γιώρ­γος Κεντρω­τής έχει μετα­φρά­σει πιο κατα­νοη­τά, κατά τη γνώ­μη μου, το ενλό­γω ποί­η­μα.[30] Αντι­γρά­φω, ενδει­κτι­κά, τους τελευ­ταί­ους στίχους:

«[…] Οι γονα­τι­σμέ­νοι όλοι, εμπρός! Ορθωθείτε!
Οι χαμέ­νοι όλοι, εμπρός! Στον αγώ­να! Πολεμήστε!
Όποιος την κατά­στα­σή του ξέρει και κατανοεί
πώς θα εμπο­δι­στεί να την αλλάξει;
Οι νικη­μέ­νοι του σήμε­ρα, βλέπετε,
είναι οι νικη­τές του αύριο,
όσο για ’κεί­νο το π ο τ έ
έχει πλέ­ον γίνει, κι έχου­με κιό­λας αργή­σει σ ή μ ε ρ α!»

«Άκου­σα πως τίπο­τα δε θέλε­τε να μάθε­τε» («Ich habe gehört, ihr wollt nichts lernen») (μετά­φρα­ση: Νάντια Βαλα­βά­νη)[31]

Ο Μπρεχτ υπο­γραμ­μί­ζει με δια­λε­κτι­κό τρό­πο την αξία της μόρ­φω­σης. Παρου­σιά­ζει τις δια­χρο­νι­κές αντι­λή­ψεις πολ­λών παι­διών και των ίδιων των οικο­γε­νειών τους, οι οποί­οι απα­ξιώ­νουν τη γνώ­ση και τη μάθη­ση, σαν να μην τους είναι απα­ραί­τη­τες, λες και το παρόν και το μέλ­λον τους είναι «στρω­μέ­νο με πού­που­λα». Επί­σης, επι­ση­μαί­νει τη συντη­ρη­τι­κή και τελι­κά αντι­δρα­στι­κή άπο­ψη, η οποία δημιουρ­γεί προ­βλή­μα­τα στους ίδιους τους εργα­ζό­με­νους και στα παι­διά τους: ότι, δηλα­δή, οι πολί­τες και οι εργα­ζό­με­νοι κάθε χώρας έχουν ως σωτή­ρες τους τους πολι­τι­κούς και τους ηγέ­τες τους. Βέβαια, όλες οι παρα­πά­νω αντι­λή­ψεις, που καθί­στα­νται στε­ρε­ό­τυ­πα στη σκέ­ψη και τρο­χο­πέ­δη στη δρά­ση των απλών ανθρώ­πων της εργα­τι­κής τάξης και των λαϊ­κών στρω­μά­των, «Βέβαια, αν τα πράγ­μα­τα ήταν δια­φο­ρε­τι­κά», που αντι­κει­με­νι­κά είναι, αν είχαν συνει­δη­το­ποι­η­θεί ως λαν­θα­σμέ­νες από τους ίδιους, απ’ τον καθέ­να μας, από σένα, τότε ενκα­τα­κλεί­δι, όπως ισχυ­ρί­ζε­ται ο ποι­η­τής, «Η μάθη­ση θα ’τανε υπο­χρέ­ω­σή σου.»

«Άκου­σα πως τίπο­τα δε θέλε­τε να μάθετε.
Απ’ αυτό βγά­ζω το συμπέ­ρα­σμα πως είσα­στε εκατομμυριούχοι.
Το μέλ­λον σας είναι σιγου­ρε­μέ­νο – το βλέπετε
Μπρο­στά σας σ’ άπλε­το φως. Φροντίσαν
Οι γονείς σας για να μη σκο­ντά­ψου­νε τα πόδια σας
Σε πέτρα. Γι’ αυτό τίπο­τα δε χρειάζεται
Να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
Εσύ μπο­ρείς να μείνεις.

Κι έτσι υπάρ­χου­νε ακό­μα δυσκο­λί­ες, μιας κι οι καιροί
Όπως έχω ακού­σει είναι ανασφαλείς
Τους ηγέ­τες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
Τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχου­νε θητέ­ψει πλάι σ’ εκείνους
Που ξέρουν τις αλήθειες
Που ισχύ­ου­νε για όλους τους καιρούς
Μα και τις συντα­γές που πάντα βοηθάνε.

Μιας και για σένα γίνο­νται τόσο πολλά
Δε χρειά­ζε­ται ούτε δαχτυ­λά­κι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πράγ­μα­τα ήταν διαφορετικά
Η μάθη­ση θα ’τανε υπο­χρέ­ω­σή σου.»

«Οι πιο φτω­χοί συμ­μα­θη­τές απ’ τους συνοι­κι­σμούς των προ­α­στί­ων» («Die ärmeren Mitschüler aus den Vorstädten») (μετά­φρα­ση: Νάντια Βαλα­βά­νη)[32]

Ο Μπρεχτ περι­γρά­φει με απλούς και αδρούς στί­χους την κοι­νω­νι­κή και οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση των φτω­χών συμ­μα­θη­τών του, την εξέ­λι­ξή τους μέσα στην εκμε­ταλ­λευ­τι­κή, ταξι­κή και άδι­κη κοι­νω­νία, την περι­φρό­νη­ση που δέχο­νταν απ’ ορι­σμέ­νους «Γενί­τσα­ρους» δασκά­λους τους λόγω της ταξι­κής τους θέσης, τις δυσκο­λί­ες που αντι­με­τώ­πι­ζαν στο σχο­λείο, τ’ ακα­τάλ­λη­λα «βρώ­μι­κα» βιβλία με τα οποία το σύστη­μα τους δίδα­σκε την παρα­πλη­ρο­φό­ρη­ση και την παρα­χά­ρα­ξη της ιστο­ρι­κής και αντι­κει­με­νι­κής αλή­θειας. Κατα­γρά­φει όλες τις ιδε­ο­λο­γι­κές παρα­μορ­φώ­σεις που έντε­χνα και αδιά­ντρο­πα τους «καλ­λιέρ­γη­σε» και τελι­κά τους επέ­βα­λε … η αστι­κή εκπαί­δευ­ση, καθ’ όλη τη διάρ­κεια των σπου­δών τους στο αστι­κό σχο­λείο, όπως: έμμε­σες υπο­σχέ­σεις για διο­ρι­σμό στο δημό­σιο, την υπο­τέ­λεια απέ­να­ντι στ’ αφε­ντι­κά, την κατα­φρό­νη­ση αξιών όπως είναι οι γονείς και η μάνα, ιδιαί­τε­ρα. Άλλω­στε, επει­δή το σύστη­μα τους προ­ε­τοί­μα­ζε για φτη­νά και ανα­λώ­σι­μα ανταλ­λα­κτι­κά στην «κρε­α­το­μη­χα­νή» του, τους έδι­νε ελλι­πή, άχρη­στη και επου­σιώ­δη γνώση.

«Οι πιο φτω­χοί συμ­μα­θη­τές με τα λεπτά παλ­τά τους
Ερχό­ταν καθυ­στε­ρη­μέ­νοι στο πρω­ι­νό μάθη­μα πάντα
Για­τί μοι­ρά­ζαν γάλα ή εφη­με­ρί­δες για τις μάνες τους.
Οι δάσκα­λοι
Τους γρά­φα­νε στο μαύ­ρο τους τεφτέ­ρι και τους βρίζαν.

Για κολα­τσιό δε φέρ­ναν τίπο­τα μαζί τους. Στα διαλείμματα
Γρά­φαν μέσα στους καμπι­νέ­δες τα μαθή­μα­τά τους.
Αυτό απα­γο­ρευό­τα­νε. Τα διαλείμματα
Ήτα­νε για ανα­ψυ­χή και για φαΐ.

Σαν το δεκα­δι­κό αριθ­μό του π δεν ξέρανε
Ρωτού­σα­νε οι δάσκα­λοι: Γιατί
Δεν έμε­νες καλύ­τε­ρα στη λάσπη, απ’ όπου έρχεσαι;
Μα αυτό το ξεραν.

Στους πιο φτω­χούς μαθη­τές απ’ τους συνοι­κι­σμούς των προαστίων
Υπό­σχο­νταν κατώ­τε­ρες θέσεις στις δημό­σιες υπηρεσίες.
Γι’ αυτό το περιε­χό­με­νο των
Βρώ­μι­κων σχο­λι­κών βιβλί­ων τους από δεύ­τε­ρο χέρι αγορασμένων
Με τον ιδρώ­τα του προ­σώ­που τους μαθαί­να­νε απ’ έξω
Μαθαί­να­νε να γλεί­φου­νε τις μπό­τες του δασκά­λου και
Τις μανά­δες τους τις ίδιες να καταφρονούνε.

Τα κατώ­τε­ρα πόστα των πιο φτω­χών μαθη­τών απ’ τους συνοι­κι­σμούς των
προαστίων
Βρι­σκό­τα­νε κάτω απ’ το χώμα. Η καρέ­κλα του γρα­φεί­ου τους
Δεν είχε κάθι­σμα. Θέα τους
Είχα­νε τις ρίζες των μικρών φυτών. Γιατί
τους βάλανε
Να μάθου­νε ελλη­νι­κή γραμ­μα­τι­κή και για τις εκστρα­τεί­ες του Καίσαρα
Του θεί­ου τον τύπο και τον αριθ­μό του π;
Στους ομα­δι­κούς τάφους της Φλά­ντρας, που γι’ αυτούς
ήτα­νε προορισμένοι
Τι άλλο τους χρεια­ζό­τα­νε πέρα από
Λίγο ασβέ­στη;
1937»

«Η Νεο­λαία και το Τρί­το Ράιχ» («Die Jugend und das Dritte Reich») (μετά­φρα­ση: Νάντια Βαλα­βά­νη)[33]

Ο Μπρεχτ προ­σπα­θεί με ουσια­στι­κή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία να προ­βλη­μα­τί­σει τη Νεο­λαία και τοιου­το­τρό­πως ν’ ανα­τρέ­ψει την σε βάρος της αντι­κοι­νω­νι­κή, αντι­παι­δα­γω­γι­κή, φιλο­πό­λε­μη, ναζι­στι­κή και αντι-εργα­τι­κή προ­πα­γάν­δα της αστι­κής τάξης και του Γ΄ Ράιχ. Με τα ρητο­ρι­κά, αλλά ουσια­στι­κά, ερω­τή­μα­τά του, δίνει προ­ο­πτι­κή στη σκέ­ψη των παι­διών για να δουν πώς θα είναι η ζωή τους στο μέλ­λον, πνιγ­μέ­νη σε αντι­φά­σεις, ψευ­τιές και δυσκο­λί­ες, αφού κατά τους χρό­νους της δια­παι­δα­γώ­γη­σής του στην οικο­γέ­νεια και στο σχο­λείο, τους δόθη­καν στρε­βλή πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή μόρ­φω­ση, καθώς και παρα­χα­ραγ­μέ­νη γνώ­ση και σωρεία αστι­κών «αξιών», που αντι­βαί­νουν και αντι­μά­χο­νται τα συμ­φέ­ρο­ντα των λαϊ­κών κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των, όπου ανή­κουν τα περισ­σό­τε­ρα παι­διά, με απο­τέ­λε­σμα το σκο­τα­δι­σμό και τελι­κά τον απο­προ­σα­να­το­λι­σμό των συνει­δή­σε­ών τους από την αλή­θεια και την πραγματικότητα.

«1
Η κυβέρ­νη­ση ισχυ­ρί­ζε­ται ότι η νεολαία
Έχει ήδη με το Τρί­το Ράιχ κερδηθεί.
Αυτό σημαί­νει, ότι σε δέκα-είκο­σι χρόνια
Ολό­κλη­ρος ο λαός θ’ αποτελείται
Μονα­χά απ’ της κυβέρ­νη­σης τους οπαδούς.
Τι αφε­λές λάθος στο λογα­ρια­σμό τους κάνουν!

2
Αυτοί, που δεν είναι υπο­χρε­ω­μέ­νοι ακό­μα το ψωμί τους να κερδίζουν
Μα το βρί­σκουν πάνω στο τρα­πέ­ζι, λένε:
Εύκο­λα βγαί­νει το ψωμί. Μήπως αυτό σημαί­νει, πως όταν
Σε δέκα χρό­νια θα κερ­δί­ζουν το ψωμί τους και για τα παι­διά τους
Θα πρέ­πει να το αφή­νουν πάνω στο τρα­πέ­ζι, θα λένε
Ακό­μα τότε: εύκο­λα βγαίνει;

3
Αυτοί, που το μάρ­κο ακό­μα δεν τους έχου­νε ρου­φή­ξει, είναι που
Υμνού­νε την κυβέρ­νη­ση. Μήπως αυτό σημαί­νει, πως όταν
Κ
άπο­τε τους ρου­φή­ξου­νε το μάρ­κο, ακόμα
Την κυβέρ­νη­ση θα υμνούνε;

4
Αυτοί, που ακό­μα δεν έχουν ακού­σει τις σφαί­ρες να σφυ­ρί­ζουν, λένε:
Όμορ­φο είναι να πυρο­βο­λείς. Μήπως αυτό σημαί­νει, πως όταν
Κάπο­τε ακού­σου­νε τις σφαί­ρες να σφυ­ρί­ζουν, θα λένε
Ακό­μα τότε: Όμορ­φος είναι ο
Πόλε­μος;

5
Ναι, αν τα παι­διά μένα­νε παι­διά, θα μπορούσανε
Τότε συνέ­χεια να τους διη­γού­νται παρα­μύ­θια.[34] Μεγα­λώ­νουν όμως
Κι αυτό δεν μπο­ρεί να συνεχίζεται.

6
Σαν η κυβέρ­νη­ση μιλά­ει για τη νεο­λαία τρί­βο­ντας τα χέρια της
Μοιά­ζει μ’ ένα άνθρω­πο, που
Τη χιο­νι­σμέ­νη βλέ­πο­ντας πλα­γιά, τρί­βει τα χέρια του
και λέει:
Τι ωραία δρο­σιά θα ’χω το καλοκαίρι
Με τόσο πολύ χιόνι!
1937»

«Κακή επο­χή για τη Νεο­λαία» («Schlechte Zeit r die Jugend») (μετά­φρα­ση: Νάντια Βαλα­βά­νη)[35]

Δια­χρο­νι­κό μπρε­χτι­κό ποί­η­μα, όπου ενώ τα παι­διά δέχο­νται από την εκπαί­δευ­ση και την κοι­νω­νία μια ανε­πί­τρε­πτη και σκιώ­δη ταξι­κή προ­πα­γάν­δα, μέσα και από τα βιβλία που δια­βά­ζουν –στο σχο­λείο και στο εμπό­ριο–, με πρό­τυ­πα ήρω­ες που εξυ­μνούν τις καπι­τα­λι­στι­κές αξί­ες (πόλε­μο, χρή­μα, κομπί­νες, τάχα ότι υπάρ­χει δικαιο­σύ­νη, στο αστι­κό κρά­τος, απέ­να­ντι και στους φτω­χούς κ.ο.κ.), έρχε­ται η ευτυ­χι­σμέ­νη ώρα για ορι­σμέ­να παι­διά που έμα­θαν από την οικο­γέ­νειά τους κυρί­ως, να σκέ­φτο­νται λογι­κά, κρι­τι­κά, δια­λε­κτι­κά και ταξι­κά, με απο­τέ­λε­σμα να γκρε­μί­ζουν στη συνεί­δη­σή τους ό,τι το αστι­κό σχο­λείο λαθε­μέ­να τους προ­πα­γάν­δι­σε. Ο ποι­η­τής υπο­γραμ­μί­ζει και τον άχρη­στο χρό­νο που επι­βάλ­λει το αστι­κό εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα στους μαθη­τές για να μάθει τα «σκύ­βα­λα», που του προ­σφέ­ρει ως πνευ­μα­τι­κή τρο­φή, στε­ρώ­ντας του πολύ­τι­μο χρό­νο από το δημιουρ­γι­κό του ομα­δι­κό παι­χνί­δι στη φύση.

«Αντί το δάσος να παί­ζει με τους συνο­μη­λί­κους του
Κάθε­ται ο μικρό­τε­ρός μου γιος σκυμ­μέ­νος πάνω απ’ τα βιβλία
Και πιο πολύ του αρέ­σει να διαβάζει
Για τις κομπί­νες των λεφτάδων
Και τις σφα­γές των στρατηγών.
Καθώς δια­βά­ζει τη φρά­ση, ότι οι νόμοι μας
Εξί­σου απα­γο­ρεύ­ουν σε φτω­χούς και πλού­σιους κάτω
από τα γεφύ­ρια να κοιμούνται
Ακούω το ευτυ­χι­σμέ­νο του γέλιο.
Όταν ανα­κα­λύ­πτει ότι ενός βιβλί­ου ο συγγραφέας
που­λη­μέ­νος είναι
Το νεα­ρό το μέτω­πο φωτί­ζε­ται. Α’ τη μεριά μου
Το επι­δο­κι­μά­ζω, κι όμως θα ’θελα να μπορούσα
Μια επο­χή κατάλ­λη­λη για τη νεο­λαία να του προσφέρω
Που σ’ αυτήν στο δάσος θα πήγαι­νε να παί­ξει με τους συνο­μή­λι­κούς του»

Mprext 1

«Τρα­γού­δι για τους καλούς ανθρώ­πους» («Lied über die guten Leute») (μετά­φρα­ση: Νάντια Βαλαβάνη)

Ο κομ­μου­νι­στής ποι­η­τής εδώ ανα­φέ­ρε­ται στους ουσια­στι­κά καλούς ανθρώ­πους, στη μετριο­φρο­σύ­νη τους, στην προ­σπά­θειά τους για αυτο­βελ­τί­ω­ση, στην αυτο­συ­νει­δη­σία τους ότι δεν είναι τέλειοι. Τονί­ζει την υπο­δειγ­μα­τι­κή κοι­νω­νι­κή και αλτρουι­στι­κή συμπε­ρι­φο­ρά τους, η οποία γίνε­ται σωστό κοι­νω­νι­κό πρό­τυ­πο, που λει­τουρ­γεί αβί­α­στα στη συνεί­δη­σή μας. Δρουν αλλη­λέγ­γυα στην κοι­νω­νία, και ως εκ τού­του, είναι χρή­σι­μοι και απα­ραί­τη­τοι στους συναν­θρώ­πους τους. Εξε­λίσ­σο­νται συνε­χώς προς το καλύ­τε­ρο και έτσι κερ­δί­ζουν με το μέρος τους και άλλους από το εγγύς και ευρύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον τους. Η ζωή τους μας ευαι­σθη­το­ποιεί και μας προ­βλη­μα­τί­ζει, χωρίς οι ίδιοι ενδε­χο­μέ­νως να επι­διώ­κουν συνει­δη­τά κάτι τέτοιο. Δεν προ­σπα­θούν να ξεχω­ρί­σουν από τους υπό­λοι­πους, αν και είναι καλύ­τε­ροι ως άνθρω­ποι. Συνερ­γά­ζο­νται μαζί μας για λυθούν τα κοι­νά μας προ­βλή­μα­τα, χωρίς επι­δει­κτι­κά να μας προ­κα­λούν, παρά μόνο ενερ­γώ­ντας με απλό­τη­τα και μετριο­φρο­σύ­νη. Λει­τουρ­γούν, ορι­σμέ­νες φορές, και ως αντι-πρό­τυ­πα, αφού δια­πι­στώ­νε­ται η δια­λε­κτι­κή σχέ­ση των πρά­ξε­ων και καθη­με­ρι­νών σχέ­σε­ών τους. Κερ­δί­ζουν, έτσι το ενδια­φέ­ρον μας, αφού ήδη μας έχουν κερ­δί­σει με την καλο­κά­γα­θη συμπε­ρι­φο­ρά τους. Δε θυμώ­νουν και δεν «επι­βάλ­λουν» σε κανέ­να καλές συμπε­ρι­φο­ρές, αλλά ούτε δέχο­νται από τους άλλους ανε­πί­τρε­πτες συμπε­ρι­φο­ρές. Αν τη θετι­κή απέ­να­ντί μας συμπε­ρι­φο­ρά τους, εμείς απε­ρί­σκε­πτα την απω­θού­με, αυτοί αντι­δρούν υπο­μο­νε­τι­κά, χωρίς εγω­ι­στι­κή διά­θε­ση, η οποία χαρα­κτη­ρί­ζει τους μάλ­λον τους ανθρώ­πους που δεν έχουν ούτε ατο­μι­κό ούτε κοι­νω­νι­κό ήθος.

«1
Τους καλούς ανθρώ­πους τους αναγνωρίζεις
Απ’ τ’ ότι γίνο­νται καλύτεροι
Σαν τους ανα­γνω­ρί­ζεις. Οι καλοί άνθρω­ποι σε
Προ­σκα­λού­νε να τους βελ­τιώ­σεις, γιατί
Πώς γίνε­ται κανείς πιο έξυ­πνος; Μέσα απ’ αυτά που ακούει
Και μ’ αυτά που του λένε.

2
Την ίδια όμως στιγμή
Βελ­τιώ­νου­νε αυτοί καθέ­να που τους κοι­τά­ζει και καθένα
Που κοι­τά­ζου­νε. Όχι μονά­χα επει­δή βοη­θού­νε τον καθένα
Να βρει φαΐ ή να βλέ­πει καθα­ρά, αλλά ακό­μα περισ­σό­τε­ρο μέσα από τ’ ό,τι
Εμείς γνω­ρί­ζου­με πως αυτοί οι άνθρω­ποι είναι ζωντανοί
Κι αλλά­ζου­νε τον κόσμο – και τους χρειαζόμαστε.

3
Αν κάποιος πάει να τους βρει, είναι ’κει πέρα.
Θυμί­ζουν τα δικά τους
Παλιά πρό­σω­πα της τελευ­ταί­ας συνάντησης.
Όσο και να ’ναι πάντα αλλαγμένοι –
Για­τί ακρι­βώς αυτοί είναι που αλλάζουν –
Έχου­νε γίνει ακό­μα πιο γνωστοί.

4
Μοιά­ζου­νε μ’ ένα σπί­τι που τους βοη­θή­σα­με να χτίσουν.
Δε μας εξα­να­γκά­ζου­νε μέσα εκεί να κατοικούμε
Μερι­κές φορές και δε μας το επιτρέπουν.
Μπο­ρού­με να ερχό­μα­στε σ’ αυτούς όπο­τε θέλουμε
όσο μικροί κι αν είμα­στε, μα
Αυτό που φέρ­νου­με μαζί μας πρέ­πει να το ’χου­με ψαγμένο.

5
Ξέρου­νε να αιτιο­λο­γούν τα δώρα τους
Αν βρού­νε πως τα πέτα­ξες μακριά, βάζουν τα γέλια.
Αλλά και σε τού­το μπο­ρείς πάνω τους να στη­ρι­χτείς, στ’ ό,τι
Παρε­κτός αν στη­ρι­ζό­μα­στε στους ίδιους τους εαυ­τούς μας
Δεν μπο­ρού­με πάνω τους να στηριχτούμε.

6
Όταν κάνουν λάθη, εμείς γελάμε:
Για­τί αν βάζου­νε μια πέτρα σε λαθε­μέ­νη θέση
Εμείς, παρα­τη­ρώ­ντας τους, βλέπουμε
Τη σωστή.
Κερ­δί­ζου­νε καθη­με­ρι­νά το ενδια­φέ­ρον μας, όπως
Καθη­με­ρι­νά οι ίδιοι κερ­δί­ζουν το ψωμί τους. Γιατί
Ενδια­φέ­ρο­νται για κάτι
Που βρί­σκε­ται έξω από τους ίδιους.

7
Οι καλοί άνθρω­ποι μας απασχολούν
Δε φαί­νο­νται ικα­νοί τίπο­τα να τελειώ­σου­νε μονάχοι
Όλες οι λύσεις τους περιέ­χου­νε προ­βλή­μα­τα ακόμη.
Τις επι­κίν­δυ­νες στιγ­μές πάνω σε καρά­βια που βουλιάζουνε
Βλέ­που­με ξαφ­νι­κά τα μάτια τους πάνω μας να στη­λώ­νο­νται μεγάλα
Αν και δε μας θεω­ρού­νε εντε­λώς σωστούς έτσι όπως είμαστε
Παρό­λα αυτά είναι σε συμ­φω­νία μαζί μας.»

«Αυτό θέλω να τους πω» («Das will ich ihnen sagen») (μετά­φρα­ση: Νάντια Βαλα­βά­νη)[36]

Εδώ ο Μπρεχτ ανα­φέ­ρε­ται στην εμπο­ρευ­μα­το­ποι­η­μέ­νη γνώ­ση, η οποία απο­κτά­ται φτη­νή και προ­σφέ­ρε­ται ακρι­βή, σε βάρος των πολ­λών. Μια γνώ­ση, βέβαια, η οποία προ­σφέ­ρε­ται από το αστι­κό σύστη­μα, λει­ψή και δια­στρε­βλω­μέ­νη, με σκο­πό να το δια­τη­ρεί και να το ανα­πα­ρά­γει στην εξου­σία και στις συνει­δή­σεις της νεο­λαί­ας. Μια συντη­ρη­τι­κή γνώ­ση που βασί­ζε­ται στη βία της επι­βο­λής και της κυριαρ­χί­ας των λίγων ενά­ντια στους πολ­λούς. Μια γνώ­ση που δια­τη­ρεί την υπο­τέ­λεια απέ­να­ντι στους εκμε­ταλ­λευ­τές και την παρα­μο­νή τους στην εξου­σία. Έτσι, ώστε να παρα­τα­θεί η θυσία των εκμε­ταλ­λευό­με­νων. Τελι­κά, όμως, ο ποι­η­τής δεί­χνει στον ανα­γνώ­στη ότι ο ίδιος προ­βλη­μα­τί­στη­κε μ’ αυτή την κατά­στα­ση και τελι­κά απο­φά­σι­σε … Προ­φα­νώς, την αλλα­γή της πολι­τι­κής στά­σης του, καλώ­ντας έμμε­σα τον ανα­γνώ­στη να πρά­ξει το ίδιο.

«Ανα­ρω­τιέ­μαι: για­τί να συζη­τάω μαζί τους;
Ψωνί­ζου­νε τη γνώ­ση για να την πουλήσουν.
Θέλουν να μάθου­νε πού υπάρ­χει γνώ­ση φτηνή
Που να μπο­ρού­νε ακρι­βά να την που­λή­σουν. Γιατί
Να ενδια­φερ­θού­νε να γνω­ρί­σουν ό,τι
Ενά­ντια στην αγο­ρα­πω­λη­σία μιλάει;

Θέλου­νε να νικήσουν
Στη νίκη ενά­ντια τίπο­τα δε θέλου­νε να ξέρουν.
Δε θέλου­νε άλλοι να τους καταπιέζουν
Θέλου­νε να κατα­πιέ­ζου­νε οι ίδιοι.
Δε θέλου­νε την πρόοδο.
Θέλου­νε την υπεροχή.

Πει­θαρ­χού­νε σ’ όποιον
Τους υπό­σχε­ται πως θα μπο­ρού­νε να διατάζουν.
Θυσιά­ζο­νται
Για να μπο­ρέ­σει να μεί­νει όρθιος ο βωμός της θυσίας.

Τι να τους πω, σκέ­φτη­κα. Αυτό
Θέλω να τους πω, απο­φά­σι­σα.»

«Μετα­νά­στες» (μετά­φρα­ση: Μάριος Πλωρίτης)

Πολι­τι­κός πρό­σφυ­γας και πολι­τι­κός εξό­ρι­στος ο ίδιος ο Μπρεχτ και η οικο­γέ­νειά του, για μια 15ετία (1933–1948), δεν ήταν δυνα­τό να μην είναι ευαι­σθη­το­ποι­η­μέ­νος με το δρά­μα που βιώ­νει κάθε μετα­νά­στης. Έτσι, απο­τυ­πώ­νει με ποι­η­τι­κό τρό­πο πολύ παρα­στα­τι­κά τις κακου­χί­ες των προ­σφύ­γων, τα συναι­σθή­μα­τά τους, την αρνη­τι­κή και ενί­ο­τε εχθρι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των ντό­πιων της χώρας που κάθε φορά τους φιλο­ξε­νεί. Ένα ποί­η­μα με καταγ­γελ­τι­κό λόγο, ο οποί­ος δημιουρ­γεί προ­βλη­μα­τι­σμό, αλλά και μήνυ­μα γι’ αλλα­γή του πολι­τι­κού και ιδε­ο­λο­γι­κού status, που αφο­ρά το μεγά­λο και σημα­ντι­κό αυτό διε­θνές πρόβλημα.

«Λαθε­μέ­νο μου φαι­νό­ταν πάντα το όνο­μα που μας δίναν:
“Μετα­νά­στες”
Θα πει, κεί­νοι που αφή­σαν την πατρί­δα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγα­με για­τί το θέλαμε,
λεύ­τε­ρα να δια­λέ­ξου­με μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μεί­νου­με για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγα­με στα κρυ­φά. Μας κυνη­γή­σαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτη­κε, σπί­τι δε θα ’ναι, μα εξορία.
Εμείς απο­μέ­νου­με δω πέρα, ασύ­χα­στοι, όσο μπο­ρού­με πιο κοντά
στα σύνο­ρα,
προ­σμέ­νο­ντας του γυρι­σμού τη μέρα, καρα­δο­κώ­ντας το παραμικρό
σημά­δι αλλα­γής στην άλλη όχθη, πνί­γο­ντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεο­φερ­μέ­νο, χωρίς τίπο­τα να ξεχνά­με, τίποτα
ν’ απαρ­νιό­μα­στε,
χωρίς να συχω­ρά­με τίπο­τα απ’ όσα έγι­ναν, τίπο­τα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγε­λά­ει τού­τη η τρι­γύ­ρω σιω­πή! Ακού­με ίσαμ’ εδώ
τα ουρ­λια­χτά που αντι­λα­λούν απ’ τα στρα­τό­πε­δά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιά­ζου­με των εγκλη­μά­των τους από­η­χος, που κατάφερε
τα σύνο­ρα να δρα­σκε­λί­σει. Ο καθέ­νας μας,
περ­πα­τώ­ντας μες στο πλή­θος με παπού­τσια ξεσκισμένα,
μαρ­τυ­ρά­ει την ντρο­πή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανέ­νας μας
δε θα μεί­νει εδώ. Η τελευ­ταία λέξη
δεν ειπώ­θη­κε ακό­μα.»

«Μη ζητά­τε πολ­λή σοφία» («Verlangt nicht zuviel Klugheit») (Βερο­λί­νο 1924–1933) (μετά­φρα­ση: Πέτρος Μάρ­κα­ρης)[37]

Εδώ τίθε­ται η αξία της λογι­κής σκέ­ψης στην Πολι­τι­κή και η άρση της εμπι­στο­σύ­νης στους κάθε λογής «ηγέ­τες» και «σωτή­ρες». Και ο ποι­η­τής προ­τεί­νει έμμε­σα περισ­σό­τε­ρη τόλ­μη και απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα για ριζι­κές κοι­νω­νι­κές και οικο­νο­μι­κές αλλα­γές, ώστε να βελ­τιω­θεί η ζωή όλων μας.

«Πολ­λή σοφία μη ζητά­τε, για­τί σοφία δε χρειά­ζε­ται πολλή
Να κατα­λά­βεις πώς το ένα περ­σό­τε­ρο είναι από κανένα.

Μην υπο­λο­γί­ζε­τε μονά­χα στην εμπιστοσύνη∙
Το μονα­δι­κό προ­στά­τη του κανείς δεν τον αφήνει.

Μη βασί­ζε­στε μονά­χα στους τολμηρούς∙
Οι περ­σό­τε­ροι τόλ­μη έχουν αρκε­τή για να σώσουν τη ζωή τους.»

Β. Θέα­τρο

Στο θέα­τρο για ενή­λι­κες, αλλά και στο θέα­τρο που απευ­θύ­νε­ται ή είναι κατάλ­λη­λο για παι­διά ή και για παι­διά, ο Μπρεχτ πει­ρα­μα­τί­στη­κε, εργά­στη­κε σκλη­ρά σε δρα­μα­τουρ­γι­κό, σκη­νι­κό, σκη­νο­θε­τι­κό και θεω­ρη­τι­κό επί­πε­δο και πρό­σφε­ρε στην Ανθρω­πό­τη­τα τη δική του μεθο­δο­λο­γι­κή πρό­τα­ση (το ερευ­νη­τι­κό εργα­λείο) στη θεα­τρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δηλα­δή το επι­κό[38] (υλι­στι­κό επα­να­στα­τι­κό), το διδα­κτι­κό[39] και το διαλεκτικό/πολιτικό εντέ­λει προ­λε­τα­ρια­κό θέα­τρο. Αντι­κα­τέ­στη­σε τη «λογι­κή της μετα­φυ­σι­κής» και τη «δρα­μα­τι­κή φόρ­μα (μετα­φυ­σι­κή, ιδε­α­λι­στι­κή, μικρο­α­στι­κή)» του Αρι­στο­τέ­λη με τη δική του «επι­κή φόρ­μα (υλι­στι­κή, δια­λε­κτι­κή, επα­να­στα­τι­κή)».[40] Ο Αρι­στο­τέ­λης και ο Μπρεχτ, βέβαια, συμ­φω­νού­σαν ότι η τέχνη είναι δια­δι­κα­σία νοη­μα­τι­κή και ότι είναι μαζί ψυχα­γω­γία και συναί­σθη­μα. Ο Μπρεχτ πίστευε στο «θέα­τρο της επι­στη­μο­νι­κής επο­χής», γι’ αυτό επι­θυ­μού­σε η από­λαυ­ση (που παρέ­χει η τέχνη) να μετα­βάλ­λε­ται σε μάθη­ση και το αντί­στρο­φο, η μάθη­ση να μετα­βάλ­λε­ται σε από­λαυ­ση.[41]

Γενι­κό­τε­ρα αντι­κα­τέ­στη­σε το θέα­τρο που θέλει το θεα­τή παθη­τι­κό δέκτη,[42] το θέα­τρο που μόνο συγκι­νεί το θεα­τή (κωμι­κά ή τρα­γι­κά), με το θέα­τρο που θέλει ηθο­ποιούς και θεα­τές να «συν­δια­λέ­γο­νται» κατά τη διάρ­κεια και λει­τουρ­γία μιας θεα­τρι­κής παρά­στα­σης, ηθο­ποιούς εντε­λώς απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νους, με σκο­πό ν’ αλλά­ξουν τον κόσμο.[43] Φυσι­κά, από το 1927, οπό­τε γνώ­ρι­σε και μελέ­τη­σε το δια­λε­κτι­κό και ιστο­ρι­κό υλι­σμό, επι­θυ­μού­σε έναν κόσμο ανθρω­πι­νό­τε­ρο, δικαιό­τε­ρο και ειρη­νι­κό­τε­ρο, και θεατές/πολίτες με λογι­κή και δια­λε­κτι­κή σκέ­ψη, με ταξι­κή σοσια­λι­στι­κή συνεί­δη­ση. Μέσα στην επι­στη­μο­νι­κή επο­χή που ζού­με ζητού­σε από τους θεα­τές κρι­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των θεα­τρι­κών δρώ­με­νων. Αρχι­κά τους υπέ­βα­λε την ερώ­τη­ση: «Ποια είναι η παρα­γω­γι­κή στά­ση (τους) απέ­να­ντι στη φύση και απέ­να­ντι στην κοι­νω­νία, που εμείς, τέκνα ενός επι­στη­μο­νι­κού αιώ­να, θέλου­με να προ­σλά­βου­με στο θέα­τρο για να δια­σκε­δά­σου­με;»[44] και αμέ­σως απα­ντού­σε ο ίδιος: «Η στά­ση είναι κρι­τι­κή» και ανα­φε­ρό­ταν ενδει­κτι­κά σε ορι­σμέ­νους εργά­τες και τεχνίτες/παραγωγούς μέσα στην επι­στη­μο­νι­κή και τεχνο­λο­γι­κή επο­χή μας (στον «επι­στη­μο­νι­κό αιώ­να»), για να κατα­λή­ξει ως εξής, απευ­θυ­νό­με­νος προ­φα­νώς στους θεα­τές της κάθε παρά­στα­σης και μη: «Τις απει­κο­νί­σεις μας από την κοι­νω­νι­κή ζωή, τις κάνου­με για τους ρυθ­μι­στές του ποτα­μού, τους φρου­το­πα­ρα­γω­γούς, τους κατα­σκευα­στές μετα­φο­ρι­κών μέσων, τους ανα­τρο­πείς της κοι­νω­νί­ας, που τους καλού­με στα θέα­τρά μας και τους παρα­κα­λά­με, να μην ξεχά­σουν κοντά μας τα χαρού­με­να ενδια­φέ­ρο­ντά τους, παρέ­χο­ντάς τους τον κόσμο στο πνεύ­μα τους και τις καρ­διές τους, για να τον αλλά­ξουν κατά το κέφι τους.»[45]

Το ερευ­νη­τι­κό (μεθο­δο­λο­γι­κό) εργα­λείο του, που αφο­ρού­σε το θέα­τρο, «καθο­ρι­ζό­ταν απ’ τη δια­λε­κτι­κή συνο­δοι­πο­ρία του θεά­τρου με τα τεκται­νό­με­να εντός της ιστο­ρί­ας.»,[46] είχε υλι­στι­κή βάση και διέ­θε­τε μια ευθεία σχέ­ση με το δια­λε­κτι­κό και ιστο­ρι­κό υλι­σμό, και μάλι­στα με την επι­στη­μο­νι­κή του ουσία, γι’ αυτό και χρη­σι­μο­ποί­η­σε ως βασι­κό εξάρ­τη­μα του εργα­λεί­ου του το «σύστη­μα των αντι­θέ­σε­ων και αντι­φά­σε­ων που καθο­ρί­ζουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.»[47] Πρό­κει­ται για πρω­το­πο­ρια­κή διε­θνώς πρό­τα­ση, η οποία δοκι­μά­στη­κε, τρο­πο­ποι­ή­θη­κε και καθιε­ρώ­θη­κε από τον ίδιο, όσο ζού­σε, με διαρ­κή και σκλη­ρή εργα­σία σε σκη­νι­κό και θεω­ρη­τι­κό επί­πε­δο και έχει δια­χρο­νι­κή –μέχρι σήμε­ρα ακό­μη– αξία και χρη­σι­μό­τη­τα στα θεα­τρι­κά δρώ­με­να, και καθο­ρί­ζε­ται από ορι­σμέ­νες θέσεις, όπως: την ιστο­ρι­κό­τη­τα, την καθη­με­ρι­νή ζωή, το παρα­ξέ­νι­σμα[48] και την ψυχα­γω­γία.[49] Το θέα­τρό του, η τέχνη του, η μέθο­δός του ήταν στρα­τευ­μέ­να, με ταξι­κό, προ­λε­τα­ρια­κό και επα­να­στα­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό. Υπο­στή­ρι­ζε ότι: «Αν ο ηθο­ποιός δε θέλει να είναι παπα­γά­λος ή μαϊ­μού πρέ­πει να κάνει κτή­μα του τη γνώ­ση της επο­χής του πάνω στην κοι­νω­νι­κή ζωή, παίρ­νο­ντας μέρος στους ταξι­κούς αγώ­νες.»[50]

Για παι­διά και εφή­βους, κυρί­ως, έγρα­ψε δύο όπε­ρες, με δια­χρο­νι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή αξία για όλη την Ανθρω­πό­τη­τα σε όλες τις εποχές:

«Αυτός που λέει Ναι και Αυτός που λέει Όχι» Der Jasager und Der Neinsager») (1930) (εισα­γω­γή-μετά­φρα­ση: Σωτη­ρία Ματζί­ρη)[51]

Τα έργα αυτά, όπε­ρες για παι­διά (με μου­σι­κή του Κουρτ Βάιλ), είναι βασι­σμέ­νες στο κλα­σι­κό για­πω­νέ­ζι­κο έργο του 15ου αι., του θεά­τρου Νο «Τανι­κό» (που σημαί­νει «το γκρέ­μι­σμα στην κοι­λά­δα»), του Ιάπω­να συγ­γρα­φέα Zenchiku (1405–1468).

Ο δρα­μα­τουρ­γός Μπρεχτ, με λιτό τρό­πο μας δίνει δύο εκδο­χές του αρχι­κού μύθου, την παρα­δο­σια­κή, που σέβε­ται το έθι­μο, όπου ο θάνα­τος του αγο­ριού γίνε­ται απο­δε­κτός, όχι όπως επι­βάλ­λε­ται για θρη­σκευ­τι­κούς λόγους στον αρχι­κό μύθο, αλλά τρο­πο­ποι­η­μέ­νος από τον Μπρεχτ φαί­νε­ται ο θάνα­τος να γίνε­ται απο­δε­κτός με λογι­κή σκέ­ψη και για κοι­νω­νι­κούς λόγους («Αυτός που λέει Ναι»). Ο Σίμος Παπα­δό­που­λος σχο­λιά­ζει, σχε­τι­κά: «Η θυσία του ατό­μου (σ.σ.: εν προ­κει­μέ­νω του παι­διού) για το σύνο­λο είναι αυτή που δεί­χνει το δρό­μο του πολι­τι­κά ορθού.» και παρα­κά­τω: «Η εθε­λού­σια θυσία του ατό­μου συνει­δη­το­ποιεί­ται και απο­φα­σί­ζε­ται μέσα από την επι­λο­γή και το πλε­ό­να­σμα αλλη­λεγ­γύ­ης για το κοι­νω­νι­κό σύνο­λο.»[52]

Στη δεύ­τε­ρη εκδο­χή, επα­να­λαμ­βά­νε­ται επα­κρι­βώς η δομή του μύθου με τα ίδια πρό­σω­πα, αλλά αλλά­ζει η έκβα­ση και ιδε­ο­λο­γία του μύθου. Το αγό­ρι, αλλά και η ομά­δα υιο­θε­τούν την άπο­ψη ότι δεν πρέ­πει να παρα­μέ­νου­με πιστοί στην παρά­δο­ση, αλλά αν το επι­βάλ­λει η λογι­κή[53] και το συμ­φέ­ρον των ανθρώ­πων, τότε πρέ­πει να τρο­πο­ποιεί­ται συνει­δη­τά ή ν’ αλλά­ζει η παρά­δο­ση. («Αυτός που λέει Όχι»).

«Η απά­ντη­ση που έδω­σα τότε ήταν λαθε­μέ­νη, αλλά ακό­μα πιο λαθε­μέ­νη ήταν η ερώ­τη­σή σας. Όποιος έχει πει Α δεν είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να πει και Β. Για­τί στο μετα­ξύ μπο­ρεί ν’ ανα­γνω­ρί­σει ότι το Α ήταν λάθος». Και το αγό­ρι συνε­χί­ζει: «Ήθε­λα να φέρω στη μητέ­ρα μου φάρ­μα­κα, αλλά τώρα αρρώ­στη­σα ο ίδιος, κι έτσι αυτό δεν είναι πια δυνα­τό. Σύμ­φω­να λοι­πόν με την και­νού­ρια κατά­στα­ση, θέλω να επι­στρέ­ψω αμέ­σως πίσω. Και σας παρα­κα­λώ κι εσάς να επι­στρέ­ψε­τε μαζί μου για συνο­δεία. Η έρευ­νά σας πέρα απ’ τα βου­νά μπο­ρεί κάλ­λι­στα να περι­μέ­νει λίγο. Αν εκεί πέρα μπο­ρεί να διδα­χτεί κανείς κάτι, τότε σίγου­ρα αυτό θα ’ναι ότι σε μια τέτοια περί­πτω­ση πρέ­πει κανείς να γυρί­ζει πίσω. Και όσο για το παλιό, μεγά­λο έθι­μο, δεν μπο­ρώ να δω καμιά λογι­κή σ’ αυτό. Μεγα­λύ­τε­ρη ανά­γκη έχου­με από ένα και­νού­ριο, μεγά­λο έθι­μο που θα υιο­θε­τή­σου­με αμέ­σως, δηλα­δή το έθι­μο σε κάθε και­νού­ρια περί­πτω­ση να σκε­φτό­μα­στε από την αρχή.»[54]

Αυτές οι παι­δι­κές όπε­ρες, όπως σημειώ­νει ο ίδιος ο δρα­μα­τουρ­γός γρά­φτη­καν για σχο­λεία και «θα ήταν σωστό τα δύο αυτά μικρά έργα να μην παί­ζο­νται το ένα δίχως το άλλο.»[55]

Πρό­κει­ται για κεί­με­να, τα οποία προ­σφέ­ρο­νται από­λυ­τα για σκη­νι­κή εφαρ­μο­γή, με παι­δα­γω­γι­κή και κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση, στα χέρια ενός εμψυ­χω­τή σκη­νο­θέ­τη με παι­δα­γω­γι­κές γνώ­σεις και ευαι­σθη­σί­ες ή ενός παι­δα­γω­γού με σκη­νο­θε­τι­κές γνώ­σεις. Για εφαρ­μο­γή των μπρε­χτι­κών αντι­λή­ψε­ων περί διδα­κτι­κού και δια­λε­κτι­κού θεά­τρου[56] και σε σκη­νι­κό επί­πε­δο με δια­δρα­στι­κή, συμ­με­το­χι­κή και συλ­λο­γι­κή λει­τουρ­γία ηθο­ποιών και παιδιών/θεατών της παράστασης.

Ο Σίμος Παπα­δό­που­λος, κατά τη διάρ­κεια συνέ­ντευ­ξης, στην δια­πί­στω­ση της Σοφί­ας Αδα­μί­δου: «Προ­τεί­νει, λοι­πόν, ο Μπρεχτ ένα διδα­κτι­κό θέα­τρο που δεν απο­τε­λεί δρό­μο προς το προ­ϊ­όν της γνώ­σης, αλλά το ίδιο γίνε­ται δια­δι­κα­σία της γνώ­σης.», απα­ντά ως εξής: «Ναι. Σ’ αυτό το βαθιά ριζο­σπα­στι­κό θέα­τρο ηθο­ποιοί και θεα­τές είναι μαθη­τές σε μια συλ­λο­γι­κή δρά­ση με σκο­πό την αλλα­γή. Οι θεα­τές δεν είναι παθη­τι­κοί κατα­να­λω­τές και ευσυ­γκί­νη­τοι δέκτες εύπε­πτου θεά­μα­τος, αλλά συμ­με­τέ­χουν ενερ­γά και συν­δια­μορ­φώ­νουν από κοι­νού την παρά­στα­ση. Με αυτή την έννοια, η παρά­στα­σή μας ακρι­βώς σ’ αυτό απο­σκο­πεί. Θέλου­με μια διά­δρα­ση όχι για το θεα­θή­ναι αλλά ακρι­βώς για­τί απευ­θυ­νό­μα­στε σε παι­διά.»[57]

Γ. Πεζο­γρα­φία

Ο τραυ­μα­τι­σμέ­νος Σωκρά­της (Der verwundete Sokrates) (Νου­βέ­λα) (μετά­φρα­ση: Νατά­σα Αβρα­μί­δου) (1938–1939)[58]

Το ενλό­γω κεί­με­νο ο Μπρεχτ έγρα­ψε στη Δανία, μάλ­λον το 1938, ακο­λού­θη­σαν διά­φο­ρες προ­σθή­κες και η έκδο­ση του σε βιβλίο. Όπως σημειώ­νει η Νατά­σα Αβρα­μί­δου «Άμε­ση πηγή για τον Μπρεχτ απο­τέ­λε­σε το έργο του Georg Kaiser, Η σωτη­ρία του Αλκι­βιά­δη, 1919».[59] Στα 1949, ο «Εκδο­τι­κός οίκος του παι­διού», πραγ­μα­το­ποί­η­σε τη 2η έκδο­σή του.[60] Το συμπε­ριέ­λα­βε, υπο­θέ­τω, με την έγκρι­ση του Μπρεχτ, στη σει­ρά παι­δι­κών βιβλί­ων του οίκου. Πρό­κει­ται για πεζο­γρά­φη­μα, του οποί­ου το θέμα είναι μονα­δι­κό και πρω­τό­τυ­πο στη λογο­τε­χνία μας και στη λογο­τε­χνία για παι­διά. Ο Μπρεχτ ασφα­λώς και είχε υπό­ψη του τη Μάχη του Δηλί­ου (424 –π.χ.– χρό­νια πριν από τη χρο­νο­λο­γία 0), η οποία πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε κατά τη διάρ­κεια του Πελο­πον­νη­σια­κού πολέ­μου μετα­ξύ Αθη­ναί­ων και Βοιω­τών, όπου έλα­βε μέρος ο Σωκρά­της ως πεζι­κά­ριος. Στο «Συμπό­σιο» του Πλά­τω­να, μάλι­στα, γίνε­ται σχε­τι­κή ανα­φο­ρά.[61]

Η μυθο­πλα­στι­κή δύνα­μη του πεζο­γρά­φου Μπρεχτ απο­γειώ­νε­ται και έτσι περι­γρά­φει μια φαντα­στι­κή οδυ­νη­ρή περι­πέ­τεια του οπλί­τη Σωκρά­τη στην ενλό­γω μάχη, ένα τραυ­μα­τι­σμό, ο οποί­ος βέβαια δεν επέρ­χε­ται από σπα­θί, βέλος ή δόρυ του εχθρού, αλλά από ένα αγκά­θι το οποίο καρ­φώ­θη­κε βαθιά στο πέλ­μα του ποδιού του, καθώς είχε την ατυ­χία να πέσει μέσα σ’ ένα χωρά­φι με αγκάθια.

Ο Μπρεχτ σατι­ρί­ζει[62] τη δει­λία του Σωκρά­τη, αφού με τις φωνές και τις «παρα­πλα­νη­τι­κές» και «επι­θε­τι­κής χροιάς» κινή­σεις του έτρε­ψε τον εχθρό σε άτα­κτη φυγή … Οι Αθη­ναί­οι, έμα­θαν –χάρη στους επαί­νους του μαθη­τή του Αλκι­βιά­δη– ότι αλλιώς συνέ­βη­σαν τα γεγο­νό­τα και ότι ο Σωκρά­της με γεν­ναιό­τη­τα έτρε­ψε τους εχθρούς σε άτα­κτη φυγή. Όταν το έμα­θαν θέλη­σαν να τον τιμή­σουν, αγνο­ώ­ντας τι ακρι­βώς συνέ­βη. Όμως αυτός φοβού­με­νος να μη ρεζι­λευ­τεί, αρχι­κά απέ­κρυ­ψε με τη σιω­πή του τη δει­λία του και τον τραυ­μα­τι­σμό του από τους συμπο­λί­τες και τους άρχο­ντες, ακό­μη και από την Ξαν­θίπ­πη, τη σύζυ­γό του, η οποία υπο­ψιά­στη­κε ότι κάτι συμ­βαί­νει, αφού τον γνώ­ρι­ζε καλά.

Ο Σωκρά­της, στη συνέ­χεια, απο­κά­λυ­ψε την αλή­θεια –όπως, άλλω­στε, συνή­θι­ζε– στον Αλκι­βιά­δη και στην Ξανθίππη.

Σημειώ­νω εδώ, ότι πρό­κει­ται για ένα καλο­γραμ­μέ­νο κεί­με­νο, στο οποίο, όπως το συνή­θι­ζε ο Μπρεχτ, επι­χει­ρεί δύο ανα­χρο­νι­σμούς: α) ως εχθρό του αθη­ναϊ­κού στρα­τού θέτει τους Πέρ­σες, προ­φα­νώς επι­θυ­μώ­ντας, να δώσει εθνι­κή υπό­στα­ση στη νίκη των Αθη­ναί­ων[63] και στον «ηρω­ι­σμό» ενός «τραυ­μα­τι­σμέ­νου» οπλί­τη Αθη­ναί­ου, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επρό­κει­το περί «εμφυ­λί­ου» πολέ­μου και στη μετα­ξύ Αθη­ναί­ων και Βοιω­τών Μάχη του Δηλί­ου, τελι­κά οι Αθη­ναί­οι ηττή­θη­καν και β) ανα­φέ­ρε­ται «σ’ ένα τμή­μα ξιφο­μά­χων, που με το βάδι­σμα της χήνας έμπαι­νε σε κάποιο καλα­μιώ­να.» Παρα­πέ­μπει, όπως γίνε­ται αντι­λη­πτό, στο χαρα­κτη­ρι­στι­κό βάδι­σμα χήνας των ναζι­στι­κών στρατευμάτων.

Στα 1934 ο Μπρεχτ έγρα­ψε παρα­μύ­θια για ζώα, πιθα­νόν για τα ίδια τα παι­διά του.[64] Η βιο­γρά­φος και μελε­τή­τρια του έργου του, Μαριάν­να Κέστινκ, σημειώ­νει σχε­τι­κά με την ιδε­ο­λο­γία αυτών των παρα­μυ­θιών, αλλά και των προ­α­να­φερ­θέ­ντων ποι­η­μά­των του, τα εξής: «[…] δίπλα σε οξεί­ες πολι­τι­κές παρα­τη­ρή­σεις είχαν συμπε­ρι­λη­φθεί στα έργα αυτά και μερι­κές οικο­γε­νεια­κές, που με την αφε­λή τους ευθυ­μία δεν ταί­ρια­ζαν και πολύ με την επι­θε­τι­κό­τη­τα των Ποι­η­μά­των του Σβέντ­μποργκ […]»[65]

Σαν επί­λο­γος:

Στην τιμη­τι­κή εκδή­λω­ση για τη μνή­μη του που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στις 18 Αυγ. 1956, στο Μπερ­λί­νερ Ανσάμπλ, μίλη­σε και ο Γιο­χάν­νες Μπέ­χερ, ο οποί­ος ρώτη­σε ρητο­ρι­κά: «Μήπως (ο Μπρεχτ) δεν υπήρ­ξε πάντα ο καλύ­τε­ρος σύντρο­φός μας και για τους νέους ένας πιστός φίλος που ποτέ δεν τους διέ­ψευ­σε;…»[66] Πράγ­μα­τι, ο Μπρεχτ αγά­πη­σε τη νεο­λαία, ενδια­φέρ­θη­κε γι’ αυτή και με διά­φο­ρα λογο­τε­χνι­κά και θεα­τρι­κά κεί­με­νά του συνέ­βα­λε στον πολι­τι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό της και στη ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση της ταξι­κής συνεί­δη­σής της. Πολύ εύστο­χα η βιο­γρά­φος και μελε­τή­τρια του έργου του Marianne Kesting, παρα­τή­ρη­σε ότι: «Δεν υπάρ­χει σχε­δόν ούτε μια γραμ­μή στο έργο του, που να μην είναι πολι­τι­κή.» Αυτό προ­φα­νώς απο­δει­κνύ­ει τη βαθιά πολι­τι­κή και ταξι­κή του συνεί­δη­ση και τη μεγά­λη πίστη του στην κοι­νω­νι­κή απο­στο­λή της τέχνης. Συχνά χρη­σι­μο­ποί­η­σε την παρα­βο­λή και την αλλη­γο­ρία, με παρα­δείγ­μα­τα της καθη­με­ρι­νής οικο­γε­νεια­κής και κοι­νω­νι­κής ζωής των παι­διών, με παι­δα­γω­γι­κή ευαι­σθη­σία, παρα­δείγ­μα­τα που άγγι­ζαν τον ψυχι­σμό και τη σκέ­ψη τους, ενερ­γο­ποιού­σαν το κρι­τι­κό και δια­λε­κτι­κό πνεύ­μα τους, πετυ­χαί­νο­ντας τοιου­το­τρό­πως το διδα­κτι­κό στό­χο του μ’ έξυ­πνο τρό­πο, χωρίς διδα­κτι­σμό, επι­πο­λαιό­τη­τα και υπερ­βο­λή. Ο ίδιος, αυτή τη μέθο­δο την απο­κα­λού­σε: «Ο πονη­ρός τρό­πος για να λες την αλή­θεια». Ο μικρός Αντρέα λέει στο θεα­τρι­κό έργο του «Γαλι­λαί­ος»: «Με τα παρα­δείγ­μα­τα μπο­ρείς πάντα να τα κατα­φέρ­νεις, αν είσαι πονη­ρός.»

Και στο έργο του για (ή με) παι­διά και εφή­βους ο Μπρεχτ αντι­πά­λε­ψε σθε­να­ρά, με τη στρα­τευ­μέ­νη τέχνη του, όπως έκα­νε σε όλη του τη ζωή με συνέ­πεια, όλους τους πολι­τι­κοϊ­δε­ο­λο­γι­κούς μηχα­νι­σμούς του συστή­μα­τος και για την αμφι­σβή­τη­ση και την εντέ­λει εξά­λει­ψή τους. Αλλά και με ολό­κλη­ρο το έργο του, στο οποίο αν και όταν το μελε­τή­σει κάποιος στην ολό­τη­τά του, όσο αυτό είναι εφι­κτό, θα βρει απο­σπά­σμα­τα που έχουν λίαν παι­δα­γω­γι­κή αξία. Ανα­φέ­ρω μόνο ένα ως επί­λο­γο, απ’ το θεα­τρι­κό έργο του «Η Αγία Ιωάν­να των Σφα­γεί­ων»:

«Γνοια­στή­τε, αφή­νο­ντας τον κόσμο
Όχι μόνο νάχε­τε υπάρ­ξει καλοί, αλλά ν’ αφήσετε
Έναν καλό κόσμο!»,[67]

φυσι­κά με την προ­σω­πι­κή μας συμ­βο­λή και τους συλ­λο­γι­κούς ταξι­κούς αγώ­νες, όπου συμ­με­τέ­χου­με (ή οφεί­λου­με να συμ­με­τέ­χου­με) για να χτι­στεί μιαν άλλη κοι­νω­νία, σοσιαλιστική/κομμουνιστική.

[1]. Είναι μια πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση. Με βάση τα εγγε­νή μετα­φρα­στι­κά προ­βλή­μα­τα από τη γερ­μα­νι­κή στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα των Απά­ντων του Μπρεχτ λόγω και της «μπρε­χτι­κής ιδιο­λέ­κτου» (όπως χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από τον Γ. Βελου­δή, βλ. εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 13.8.2006), αλλά και λόγω έλλει­ψης ιδιαί­τε­ρων λογο­τε­χνι­κών κλί­σε­ων ορι­σμέ­νων μετα­φρα­στών, δεν είναι δυνα­τό, μέχρις στιγ­μής, να έχου­με όλο το απα­ραί­τη­το για τη μελέ­τη του εκδο­μέ­νο ή ανέκ­δο­το ποι­η­τι­κό, πεζο­γρα­φι­κό και θεα­τρι­κό έργο του για παι­διά και εφή­βους και γενι­κό­τε­ρα για τη νεο­λαία, ούτε φυσι­κά και αυτό που ανα­φέ­ρε­ται σε αυτές τις ηλι­κια­κές κατη­γο­ρί­ες, χωρίς κατ’ ανά­γκη ν’ απευ­θύ­νε­ται για ανά­γνω­ση μόνο απ’ αυτές.

Το παρόν κεί­με­νο πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», τεύχ. 49–50, Άνοι­ξη-Καλο­καί­ρι 2012, σ. 274–284. Εδώ, στα Πρα­κτι­κά του Συνε­δρί­ου, δημο­σιεύ­ε­ται εμπλου­τι­σμέ­νο με περισ­σό­τε­ρες ανα­φο­ρές, σχό­λια, ερμη­νεί­ες, αλλά και με άλλα ποι­ή­μα­τα, σχε­τι­κά με την παρού­σα μελέ­τη κ.ο.κ.

[2]. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, Ποι­ή­μα­τα (μετά­φρα­ση-πρό­λο­γος: Νάντια Βαλα­βά­νη), Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 31989, σ. 18. Το ίδιο είχε πει και ο κομ­μου­νι­στής παι­δα­γω­γός-αγω­νι­στής Δημή­τρης Γλη­νός: «Εκ των κάτω το φως».

[3]. «Σκο­πός του θεά­τρου μου είναι να ξυπνή­σει στο θεα­τή την επι­θυ­μία να κατα­λά­βει την κοι­νω­νία στην οποία ζει και να μεθο­δέ­ψει σ’ αυτόν το μερά­κι να πάρει μέρος στην αλλα­γή της.» Περισ­σό­τε­ρα βλ. Αδα­μί­δου Σοφία, «Για ένα θέα­τρο που θα είναι δια­λε­κτι­κό μέσο αλλα­γής του κόσμου», εφ. «Ριζο­σπά­στης» (7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ), 9 Οκτ. 2011.

[4]. Βλ. Λογο­τε­χνία. Μπρεχτ (μετά­φρα­ση: Μαρία Αγγε­λί­δου), Πλέ­θρον, Αθή­να 1985, σ. 70.

[5]. Βλ. και τις εργα­σί­ες της Μόνι­κας Α. Παπά, Η Παι­δα­γω­γι­κο­δι­δα­κτι­κή διά­στα­ση της Λογο­τε­χνί­ας στη δια­λε­κτι­κή σκέ­ψη του Bertolt Brecht, Αθή­να 2010, σσ. 32 και Η σωκρα­τι­κή ειρω­νεία και τα ανα­πά­ντη­τα ερω­τή­μα­τα του B. Brecht στη διδα­σκα­λία του γλωσ­σο-ιστο­ρι­κού μαθή­μα­τος, Αθή­να 2009, σσ. 31.

[6]. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, Ποι­ή­μα­τα, ό.π., σ. 26.

[7]. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ Ποι­ή­μα­τα (μετά­φρα­ση: Μάριου Πλω­ρί­τη), Θεμέ­λιο, Αθή­να 52008, σ. 7.

[8]. Βλ. Λογο­τε­χνία. Μπρεχτ, ό.π., σ. 69.

[9]. Βλ. περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», ό.π., σ. 118.

[10]. Στα Άπα­ντα Μπρεχτ, δια­βά­ζω στα «Σχό­λια» ότι: «Τα γεγο­νό­τα που περι­γρά­φει ο Μπρεχτ ξεκι­νούν από το τέλος του Α΄ Παγκό­σμιου πολέ­μου και ανα­φέ­ρο­νται στις δύσκο­λες συν­θή­κες της Δημο­κρα­τί­ας της Βαϊ­μά­ρης ως συνέ­χεια του πολέ­μου, με άλλα μέσα.». Ο Walter Benjamin γρά­φει στον Gerhard Scholem, σχο­λιά­ζο­ντας και αξιο­λο­γώ­ντας τους «Τρεις στρα­τιώ­τες», μετα­ξύ άλλων τα εξής: «Ένα προ­κλη­τι­κό και ταυ­τό­χρο­να ιδιαί­τε­ρα πετυ­χη­μέ­νο έργο του Μπρεχτ […]» (βλ. στα «Σχό­λια» των Απά­ντων Μπρεχτ)

[11]. «Η βασι­κή θέση του Μπρεχτ που συνα­ντά­με και σ’ αυτό το βιβλίο σε εκλαϊ­κευ­τι­κή μορ­φή είναι ότι στην εκμε­ταλ­λευ­τι­κή κοι­νω­νία η ειρή­νη είναι συνέ­χι­ση του πολέ­μου με άλλα, αδιό­ρα­τα μέσα και καθη­με­ρι­νά πολ­λά θύμα­τα, που περ­νούν απα­ρα­τή­ρη­τα. Για να μη συμ­βαί­νει αυτό, πρέ­πει οι άνθρω­ποι να πάψουν να το ανέ­χο­νται, να μην κλεί­νουν τα μάτια, αλλά να επα­να­στα­τή­σουν, για να στή­σουν στον τοί­χο την Πεί­να, το Ατύ­χη­μα και την Αρρώ­στια, τους τρεις αόρα­τους στρα­τιώ­τες.», βλ. «Μπέρ­τολτ Μπρεχτ. Οι τρεις στρα­τιώ­τες – Ένα βιβλίο για παι­διά (Μετά­φρα­ση: Μέτη Λυμπέ­ρη)», περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», ό.π., σ. 301 (-312).

[12]. Στα Άπα­ντα Μπρεχτ, δια­βά­ζω στα «Σχό­λια» τα εξής: «Γρά­φτη­κε από τον Μπρεχτ το 1932 και δημο­σιεύ­τη­κε με εικο­νο­γρά­φη­ση (25 ζωγρα­φιές) του George Grosz. Πολύ λίγες είναι οι πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με το πρώ­το παι­δι­κό βιβλίο του Μπρεχτ. Ήδη από το 1929 είχε μια τέτοια ιδέα στα σκα­ριά: σ’ ένα σημειω­μα­τά­ριο έδω­σε ο Μπρεχτ το “εικο­νο­γρα­φη­μέ­νο βιβλίο για παι­διά”, ώστε να ενσω­μα­τω­θεί στα τετράδια/τεύχη της σει­ράς “Από­πει­ρες”. […] Τα προ­σχέ­δια για τους “Τρεις στρα­τιώ­τες” απο­δει­κνύ­ε­ται πως έγι­ναν το 1930, ανι­χνεύ­ο­νται σε δύο δια­φο­ρε­τι­κά σημειω­μα­τά­ρια, που όμως ο Μπρεχτ κρα­τού­σε παράλ­λη­λα και μέσα στο ίδιος έτος. Το σίγου­ρο είναι πως ασχο­λή­θη­κε περαι­τέ­ρω και μέσα στο 1931. Ο George Grosz εικο­νο­γρα­φεί το παι­δι­κό βιβλίο που δημο­σιεύ­ε­ται ως το τεύ­χος 6 της σει­ράς “Από­πει­ρες”. […]»

[13]. «Οδη­γοί που δου­λεύ­ουν τόσες ώρες έχουν οδη­γή­σει πολ­λές φορές τα τρέ­να σε εκτρο­χια­σμό», λόγω του στε­γα­στι­κού προ­βλή­μα­τος και των κακών συν­θη­κών δια­βί­ω­σης σε άθλια σπί­τια «είναι τερά­στιο το ποσο­στό θνη­σι­μό­τη­τας», «Όταν οι φτω­χοί κάνουν πολ­λά παι­διά, τότε αυτά πεθαί­νουν σαν τις μύγες», «Όποιος ανα­θέ­τει τις υπο­θέ­σεις του στο θεό, τον διώ­χνουν απ’ αυτόν τον κόσμο», «Για­τί αν δεν έχουν ψωμί να φάνε , τότε πεθαί­νουν σαν τις μύγες», «Για­τί όπως και να το δει κανείς, το τοξι­κό αέριο πάντα προ­ο­ρί­ζε­ται για τους προ­λε­τά­ριους» (μόλυν­ση της ατμό­σφαι­ρας) κ.ά.

[14]. Στα Άπα­ντα Μπρεχτ, πλη­ρο­φο­ρού­μαι από τα «Σχό­λια» ότι: «Στην έκδο­ση του βιβλί­ου, ως τεύ­χος 6 της σει­ράς “Από­πει­ρες”, (ο Μπρεχτ) σημειώ­νει στην αρχή: “Οι τρεις στρα­τιώ­τες […] με εικο­νο­γρά­φη­ση του George Grosz, ένα παι­δι­κό βιβλίο, είναι η 14η από­πει­ρα. Σκο­πός είναι μέσα από την ανά­γνω­ση του βιβλί­ου να δοθεί η αφορ­μή στα παι­διά να έχουν και να θέσουν ερω­τή­μα­τα.”»

[15]. Βλ. Λογο­τε­χνία. Μπρεχτ, ό.π., σ. 70.

[16]. Βλ. ό.π., σ. 68.

[17]. Ό.π., σ. 68.

[18]. Η Μέτη Λυμπέ­ρη θέτει ως τίτλο του ποι­ή­μα­τος τον πρώ­το στί­χο του: «Στον τοί­χο ήταν γραμ­μέ­νο με κιμω­λία».

[19]. Η Μέτη Λυμπέ­ρη το μετα­φρά­ζει με το δικό της τρό­πο: «Στον τοί­χο ήταν γραμ­μέ­νο με κιμω­λία: / Αυτοί θέλουν τον πόλε­μο. / Αυτός που το έγρα­ψε / έχει ήδη πέσει.»

[20]. Η Marianne Kesting σχο­λιά­ζει: «Ο Μπέν­για­μιν το σύγκρι­νε με το καμπού­ρι­κο ανθρω­πά­κι, που στο γνω­στό λαϊ­κό τρα­γού­δι ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζει όλες τις ειδυλ­λια­κές κατα­στά­σεις. Σ’ αυτό το παι­δί κάνουν και πάλι την εμφά­νι­σή τους ορι­σμέ­νες φιγού­ρες απ’ το Προ­σευ­χη­τά­ρι του Μπ. Μπ., ο Γιά­κομπ Άπφελ­μποκ, η Μαρία Φερ­ράρ και ο Τσεκ, ο άνθρω­πος με τα βιο­λε­τιά, που χλω­μός περι­φέ­ρε­ται και στοι­χειώ­νει τα όνει­ρα των αστών. Μέσα σε τόση απλό­τη­τα παρά­στα­σης βρί­σκε­ται μια υψη­λή τελεί­ω­ση. […]», ό.π., σ. 69.

[21]. Βλ. Μπρεχτ. Μονό­πρα­κτα, Εκδό­σεις Κορον­τζή, Αθή­να 1976, σ. 104–112.

[22]. Βλ. περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», ό.π., σ. 107. Το ίδιο ποί­η­μα έχει μετα­φρά­σει και η Μέτη Λυμπέ­ρη και είναι ανέκδοτο.

[23] Υπάρ­χουν αρκε­τά ποι­ή­μα­τα, ακό­μη, πολύ χρή­σι­μα στην ανά­πτυ­ξη της δια­λε­κτι­κής σκέ­ψης των μεγα­λύ­τε­ρων παι­διών και των εφή­βων. Προ­τεί­νω τα εξής: «Τι ωφε­λεί η καλο­σύ­νη», «Για τη βία», «Για την τύχη», «Εξα­ντλείς την εμπι­στο­σύ­νη όταν την απαι­τείς», «Κακές επο­χές», κ.ά. τα οποία οι ενδια­φε­ρό­με­νοι θα επι­λέ­ξουν απ’ το ίδιο βιβλίο: Μπέρ­τολτ Μπρεχτ 76 ποι­ή­μα­τα, Θεμέ­λιο, Αθή­να χ.χ. και με βάση τα δικά τους αξιο­λο­γι­κά κρι­τή­ρια. Τέλος, προ­τεί­νω και τα εξής ποι­ή­μα­τα, σε μετά­φρα­ση Γιώρ­γου Κεντρω­τή, τα οποία είναι δημο­σιευ­μέ­να στο περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας» (Αφιέ­ρω­μα στον Μπέρ­τολτ Μπρεχτ), τεύχ. 49–50, Άνοι­ξη-Καλο­καί­ρι 2012, σ. 104–118: «Τα πάντα αλλά­ζουν», «Σπί­τι του όποιος μένει, όταν αρχί­ζει ο αγώ­νας», «Αυτοί που σας κλέ­ψαν το βιβλίο», «Αν μεί­νου­νε τα πράγ­μα­τα όπως είναι» κ.ά.

[24]. Θεω­ρώ ότι τα επι­λεγ­μέ­να ποι­ή­μα­τα είναι δυνα­τό ν’ απο­τε­λέ­σουν υλι­κό για διδα­κτι­κές προ­σεγ­γί­σεις από τους φιλο­λό­γους σε Γυμνά­σια και Λύκεια ή προ­τά­σεις στους μαθη­τές γι’ ανά­γνω­σή τους ή υλι­κό για μαθη­τι­κές πολι­τι­στι­κές εκδη­λώ­σεις. Αρκε­τά απ’ αυτά τα ποι­ή­μα­τα ανα­φέ­ρο­νται στην ίδια τη νεο­λαία, άρα απευ­θύ­νο­νται σ’ αυτή, αφού την αφο­ρούν άμε­σα. Υλι­κό, το οποίο ενδέ­χε­ται να είναι χρή­σι­μο και σε κάθε φιλο­μα­θή γονιό, καλ­λι­τέ­χνη ή φοιτητή.

[25]. Το ποί­η­μα αυτό είναι γραμ­μέ­νο κατά την περί­ο­δο της εξο­ρί­ας του στη Σκαν­δι­να­βία (1933–1941) και δημο­σιευ­μέ­νο τώρα στο βιβλίο Μπέρ­τολτ Μπρεχτ. 76 ποι­ή­μα­τα, Θεμέ­λιο, Αθή­να 51983, σ. 41.

[26]. Το ποί­η­μα αυτό είναι γραμ­μέ­νο κατά την περί­ο­δο της εξο­ρί­ας του στις ΗΠΑ (1941–1947) και δημο­σιευ­μέ­νο τώρα στο βιβλίο Μπέρ­τολτ Μπρεχτ 76 ποι­ή­μα­τα, ό.π., σ. 78–79.

[27]. Το ποί­η­μα αυτό είναι γραμ­μέ­νο κατά την περί­ο­δο της επι­στρο­φής στην πατρί­δα του από την εξο­ρία, στο διά­στη­μα 1948–1956 και δημο­σιευ­μέ­νο τώρα στο βιβλίο Μπέρ­τολτ Μπρεχτ. 76 ποι­ή­μα­τα, ό.π., σ. 92–93

[28]. Το ποί­η­μα αυτό είναι γραμ­μέ­νο κατά την περί­ο­δο της επι­στρο­φής στην πατρί­δα του από την εξο­ρία, στο διά­στη­μα 1948–1956 και δημο­σιευ­μέ­νο τώρα στο βιβλίο Μπέρ­τολτ Μπρεχτ. 76 ποι­ή­μα­τα, ό.π., σ. 107. Το ίδιο ποί­η­μα έχει μετα­φρά­σει ο Γιώρ­γος Κεντρω­τής, με τον τίτλο: «Όταν μιλάς, βάζε και τ’ αφτί σου ν’ ακού­ει», περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», ό.π., σ. 110.

[29]. Βλ. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ Ποι­ή­μα­τα, ό.π., σ. 118. Το ίδιο ποί­η­μα έχει μετα­φρά­σει ο Γιώρ­γος Κεντρω­τής, στο περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», ό.π., σ. 113.

[30]. Περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», ό.π., σ. 113.

[31]. Βλ. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ Ποι­ή­μα­τα, ό.π., σ. 125.

[32]. Ό.π., σ. 196.

[33]. Ό.π., σ. 205.

[34]. Ο Μπρεχτ συχνά ανα­φε­ρό­ταν στην ψευ­τιά και στην αμά­θεια που ηθε­λη­μέ­να, προ­γραμ­μα­τι­σμέ­να και μεθο­δι­κά η αστι­κή τάξη καλ­λιερ­γεί στο μυα­λό της νεο­λαί­ας, με μετα­φυ­σι­κούς και αντι-επι­στη­μο­νι­κούς μύθους, με παρα­χά­ρα­ξη της ιστο­ρι­κής και αντι­κει­με­νι­κής αλή­θειας κ.ο.κ. Θεω­ρεί ύψι­στη υπο­χρέ­ω­ση του σχο­λεί­ου και της οργα­νω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας να προ­σφέ­ρει την αλή­θεια στους πολί­τες της, φυσι­κά από τη νηπια­κή ακό­μη ηλι­κία τους. Τους παρο­τρύ­νει, λοι­πόν, και ιδιαί­τε­ρα τους δια­νο­ού­με­νους και καλ­λι­τέ­χνες, μ’ ένα μνη­μειώ­δες και εξαι­ρε­τι­κό έργο του: Πέντε δυσκο­λί­ες για να γρά­ψει κανείς την αλή­θεια (1935), εκδ. Στο­χα­στής (μετά­φρα­ση: Βασί­λης Βερ­γω­τής), Αθή­να 1971, 22010, σσ. 78.

[35]. Ό.π., σ. 231.

[36]. Ό.π., σ. 266.

[37]. Βλ. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ 76 ποι­ή­μα­τα, Μετά­φρα­ση Πέτρου Μάρ­κα­ρη, Πέμ­πτη έκδο­ση συμπλη­ρω­μέ­νη, Θεμέ­λιο, Αθή­να χ.χ., σ. 29.

[38]. «Το επι­κό θέα­τρο απευ­θύ­νε­ται σε κάθε περί­πτω­ση τόσο στους ηθο­ποιούς, όσο και στους θεα­τές. Το διδα­κτι­κό έργο δια­κρί­νε­ται ως ειδι­κή περί­πτω­ση κυρί­ως απ’ τ’ ότι, με ιδιαί­τε­ρη φτώ­χεια στα σκη­νι­κά, απλο­ποιεί και συμ­βου­λεύ­ει επί­μο­να την ανταλ­λα­γή θέσε­ων ανά­με­σα στο κοι­νό και στους ηθο­ποιούς, ανά­με­σα στους ηθο­ποιούς και στο κοι­νό. Κάθε θεα­τής θα μπο­ρού­σε να πάρει μέρος στο παί­ξι­μο. Και πραγ­μα­τι­κά, είναι πιο εύκο­λο να παί­ξεις το δάσκα­λο παρά τον ήρωα.», βλ. Μπέν­για­μιν, «Μια μελέ­τη για τον Μπρεχτ» (1930).

[39]. Γρά­φει η Σωτη­ρία Ματζί­ρη: «Με το διδα­κτι­κό έργο (Lehrstück) ο Μπρεχτ εγκαι­νιά­ζει μια νέα μορ­φή τέχνης, στην οποία ο διδα­κτι­σμός αντι­κα­θι­στά την αισθη­τι­κή από­λαυ­ση χωρίς ωστό­σο να την απο­κλεί­ει.», Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, Αυτός που λέει Ναι και Αυτός που λέει Όχι, Εισα­γω­γή – Μετά­φρα­ση: Σωτη­ρία Ματζί­ρη, Εκδό­σεις «ΔΩΔΩΝΗ», Αθή­να – Γιάν­νι­να 1983, σ. 13.

[40]. Διζι­κι­ρί­κης Γιώρ­γος, «Αρι­στο­τέ­λης και Μπρεχτ», ό.π., σ. 22.

[41]. «Το ζήτη­μα δεν είναι να κάνει η τέχνη πηγή ψυχα­γω­γί­ας εκεί­νο που παρέ­χει για μελέ­τη. Σε μια επο­χή που οι άνθρω­ποι απο­κτούν γνώ­σεις με σκο­πό να τις μετα­που­λή­σουν όσο μπο­ρού­νε πιο ακρι­βά, κι όπου ακό­μα και μια ακρι­βή τιμή δεν εμπο­δί­ζει εκεί­νους που την πλη­ρώ­νουν να είναι εκμε­ταλ­λευ­τές, πρέ­πει να κρα­τη­θεί ξεκά­θα­ρα σε όλη τη σημα­σία της η αντί­φα­ση ανά­με­σα στη μάθη­ση και την από­λαυ­ση. Μόνον όταν σπά­σουν οι αλυ­σί­δες που δεσμεύ­ουν την παρα­γω­γι­κή ενερ­γη­τι­κό­τη­τα θα μπο­ρέ­σει να μετα­βλη­θεί η μάθη­ση σε από­λαυ­ση και η από­λαυ­ση σε μάθη­ση.», βλ. «Προ­σθή­κες στο “Μικρό όργα­νο για το θέα­τρο”», στο βιβλίο: Μπερ­τολτ Μπρεχτ, Μικρό Όργα­νο για το Θέα­τρο, Πλειάς, Αθή­να χ.χ. (οπωσ­δή­πο­τε μετά το 1969), σ. 121.

[42]. Ο Μπρεχτ υπο­στη­ρί­ζει ότι το σύγ­χρο­νο θέα­τρο «κατά­φε­ρε να μετα­τρέ­ψει τους ελπι­δο­φό­ρους φίλους μας, που εμείς ονο­μά­ζου­με τέκνα του επι­στη­μο­νι­κού αιώ­να, σ’ ένα φοβι­σμέ­νο, ευκο­λό­πι­στο “γητε­μέ­νο” όχλο.», αν και στο απο­τέ­λε­σμα αυτό ασφα­λώς και δε συνε­τέ­λε­σε μόνο η λει­τουρ­γία του θεά­τρου, βλ. Μπερ­τολτ Μπρεχτ, Μικρό Όργα­νο για το Θέα­τρο, ό.π., σ. 29.

[43]. «Χρεια­ζό­μα­στε θέα­τρο που δεν περιο­ρί­ζε­ται να μας δίνει μόνο συναι­σθή­μα­τα, από­ψεις και αυθορ­μη­τι­σμούς, που επι­τρέ­πει κάθε φορά το ιστο­ρι­κό πεδίο των ανθρώ­πι­νων σχέ­σε­ων, όπου δια­δρα­μα­τί­ζο­νται οι υπο­θέ­σεις, αλλά ένα θέα­τρο όπου θα χρη­σι­μο­ποιού­νται σκέ­ψεις και αισθή­μα­τα που παί­ζουν ρόλο στη μετα­βο­λή του πεδί­ου.», βλ. Μπερ­τολτ Μπρεχτ, Μικρό Όργα­νο για το Θέα­τρο, ό.π., σ. 35.

[44]. Βλ. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, Μικρό Όργα­νο για το Θέα­τρο, ό.π., σ. 21.

[45]. Ό.π., σ. 22.

[46]. Καρα­χι­σα­ρί­δης Γιάν­νης, ό.π., σ. 19.

[47]. Ό.π., σ. 19.

[48]. Βλ. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, Μικρό Όργα­νο για το Θέα­τρο, ό.π., σ. 44–45.

[49]. Για περισ­σό­τε­ρα βλ. Καρα­χι­σα­ρί­δης Γιάν­νης, ό.π., σ. 19.

[50]. Βλ. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, Μικρό Όργα­νο για το Θέα­τρο, ό.π., σ. 55.

[51]. Εκδό­σεις «ΔΩΔΩΝΗ», Αθή­να-Γιάν­νι­να 1983, σσ. 48.

[52]. Παπα­δό­που­λος Σίμος, «Ο Bertolt Brecht και το Θέα­τρο για παι­διά και νέους: Αυτός που λέει Ναι και Αυτός που λέει Όχι», στα Πρα­κτι­κά Forum Νέων Επι­στη­μό­νων, Ιστο­σε­λί­δα: www. uoa.gr/ptde, Αθή­να Εργα­στή­ριο Τέχνης και Λόγου Π.Τ.Δ.Ε. Πανε­πι­στη­μί­ου Αθηνών.

Επί­σης, βλ. Παπα­δό­που­λος Σίμος – Μπα­σού­κου Λίνα, «Αυτός που λέει Ναι – Αυτός που λέει Όχι: Μικρή ιστο­ρία για μια σκη­νι­κή ανά­πλα­ση», περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», ό.π., σ. 285–293.

[53]. Ο Μπρεχτ πίστευε ακρά­δα­ντα στη δια­μόρ­φω­ση λογι­κής σκέ­ψης στον άνθρω­πο: «Πιστεύω στον Άνθρω­πο, δηλα­δή πιτεύω στο Λογι­κό του Ανθρώ­που. […] Πιστεύω στην πει­στι­κή δύνα­μη της Λογι­κής πάνω στους Ανθρώ­πους. […]», βλ. το κεί­με­νο της Σοφί­ας Αδα­μί­δου, «Για ένα θέα­τρο που θα είναι δια­λε­κτι­κό μέσο αλλα­γής του κόσμου», ό.π.

[54]. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, Αυτός που λέει Ναι και Αυτός που λέει Όχι, Μετά­φρα­ση (ανέκ­δο­τη): Αριά­δνη Παπα­γε­ωρ­γί­ου, για τη Θεα­τρι­κή Ομά­δα «Παύ­σις», στο Θέα­τρο «Αλκμή­νη», τη θεα­τρι­κή περί­ο­δο 2012–2013, σε σκη­νο­θε­σία Σίμου Παπα­δό­που­λου και μου­σι­κή Νίκου Δανίκα.

[55]. Βλ. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, Αυτός που λέει Ναι και Αυτός που λέει Όχι, ό.π., σ. 21.

[56]. «Η δια­δο­χι­κή παρου­σί­α­ση των έργων δίνει τη δυνα­τό­τη­τα στους συμ­με­τέ­χο­ντες να δοκι­μά­σουν δια­φο­ρε­τι­κές, αλλά μη αλλη­λο­α­ναι­ρού­με­νες ανα­γνώ­σεις και δρά­σεις στην ερμη­νεία και κατα­νό­η­ση των κοι­νω­νι­κών κατα­στά­σε­ων. Έτσι, ανά­λο­γα με την κατά­στα­ση μπο­ρεί να αλλά­ζει και η συμπε­ρι­φο­ρά, πράγ­μα που απο­τυ­πώ­νε­ται αφε­νός στην κοι­νω­νι­κή επι­τα­γή της αυτο­θυ­σί­ας του ενός για χάρη των πολ­λών ως λογι­κής πρά­ξης στο “Αυτός που λέει Ναι”, αφε­τέ­ρου στη μη ανα­γκαιό­τη­τα για την τήρη­ση ενός εθί­μου σε βάρος της ανθρώ­πι­νης ζωής, όταν δεν εξυ­πη­ρε­τεί­ται κάποιος ηθι­κός σκο­πός στο “Αυτός που λέει Όχι”.», βλ. Παπα­δό­που­λος Σίμος, «Ο Bertolt Brecht και το Θέα­τρο για παι­διά και νέους […]», ό.π.

[57]. Η συνέ­ντευ­ξη που δόθη­κε με την ευκαι­ρία του ανε­βά­σμα­τος της παρά­στα­σης στο Θέα­τρο «Αλκμή­νη» (η παρά­στα­ση επα­να­λή­φθη­κε σε αίθου­σες δια­φό­ρων σχο­λεί­ων της Αττι­κής), δημο­σιεύ­τη­κε στην εφ. «Ριζο­σπά­στης», «7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ», 13.1.2013.

[58]. Ο καθη­γη­τής Γιώρ­γος Βελου­δής μάς ενη­με­ρώ­νει ότι: «Δεν ήταν αυτή η μόνη φορά που το μυθο­ποι­η­μέ­νο πρό­σω­πο του Σωκρά­τη γονι­μο­ποιού­σε το πολυ­σχι­δές, θεα­τρι­κό, πεζο­γρα­φι­κό και ποι­η­τι­κό έργο του Brecht, και μάλι­στα στην ίδια “ιστο­ρι­κή” φάση της δημιουρ­γί­ας του: Στο “εμβό­λι­μο” Τρα­γού­δι του Σολο­μώ­ντος της Μάνας Κου­ρά­γιο (1939) επι­χει­ρεί­ται η κρι­τι­κή αναί­ρε­ση των παρα­δε­δο­μέ­νων “αρε­τών” κάτω από συν­θή­κες υλι­κής εξα­θλί­ω­σης και κατα­πί­ε­σης με το παρά­δειγ­μα μερι­κών “μεγά­λων ανδρών” της ιστο­ρί­ας, του Σολο­μώ­ντος (σοφία), του Ιού­λιου Καί­σα­ρα (ανδρεία) και του Αγί­ου Μαρ­τί­νου (ανι­διο­τέ­λεια). Στο πρό­σω­πο του Σωκρά­τη (3η στρο­φή) κατα­δει­κνύ­ε­ται ότι η δική του αρε­τή, η τιμιό­τη­τα, δεν τον ωφέ­λη­σε. Κάθε άλλο: τον οδή­γη­σε στο θάνατο.

Ο Σωκρά­της είναι και ο τιτλώ­νυ­μος “ήρω­ας” σε μιαν από τις πολύ σύντο­μες ιστο­ρί­ες που είχαν πρω­το­τυ­πω­θεί, μαζί με τον Τραυ­μα­τι­σμέ­νο Σωκρά­τη, στις Ιστο­ρί­ες Ημε­ρο­λο­γί­ου (1949), για να συμπε­ρι­λη­φθεί αργό­τε­ρα στη νέα συλ­λο­γή με τις Ιστο­ρί­ες του κυρί­ου Κόι­νερ. κ.λπ. κ.λπ.», βλ. περισ­σό­τε­ρα: Βελου­δής Γιώρ­γος, «Ο “Σωκρά­της” του Μπρεχτ», εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ/ΝΕΕΣ ΕΠΟΧΕΣ», 16.9.2001.

Βλ. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, «Ο τραυ­μα­τι­σμέ­νος Σωκρά­της» (μετ.: Νατά­σα Αβρα­μί­δου), περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», ό.π., σ. 140–147.

[59]. Βλ. ό.π., σ. 140, όπου ο ενδια­φε­ρό­με­νος ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να δια­βά­σει τις επι­δρά­σεις του Μπρεχτ από το ενλό­γω βιβλίο, τις δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις και προ­σθή­κες του, όπως αυτές ανα­δει­κνύ­ο­νται και κατα­γρά­φο­νται στο εισα­γω­γι­κό σημεί­ω­μά της και αφού συγκρι­τι­κά μελέ­τη­σε τα δύο κεί­με­να η Νατά­σα Αβραμίδου.

[60]. Ο Μπρεχτ στη νέα έκδο­ση του βιβλί­ου, με τόπο έκδο­σης: Βερολίνο/Δρέσδη, έκα­νε μερι­κές προ­σθή­κες. Η εικο­νο­γρά­φη­ση ήταν της Frans Haachen.

[61]. Βλ. Πλά­των «Συμπό­σιον (Για τον έρω­τα)», Κάκτος, Αθή­να 1991, σ. 160–161.

[62]. «Με όπλο τη σάτι­ρα, σηκώ­νει το δικό του πόλε­μο ενά­ντια στους εχθρούς της ανθρω­πό­τη­τας: Τον πόλε­μο, τη βία, την τυραν­νία, τη χρη­μα­το-λαγνεία, τη φτώ­χεια, την αδι­κία, την ψευ­τιά, την εκμε­τάλ­λευ­ση κι όλα τ’ άλλα εγκλή­μα­τα κατά του γένους άνθρω­πος. […]», βλ. Αδα­μί­δου Σοφία, «Για ένα θέα­τρο που θα είναι δια­λε­κτι­κό μέσο αλλα­γής του κόσμου», εφ. «Ριζοσπάστης/7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ», 9.10.2011.

[63]. Η Νατά­σα Αβρα­μί­δου προ­σθέ­τει «– ανα­φο­ρά στο “εθνι­κό συναί­σθη­μα” γενι­κό­τε­ρα και ιδιαί­τε­ρα των Γερ­μα­νών», βλ. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, «Ο τραυ­μα­τι­σμέ­νος Σωκρά­της» (μετά­φρα­ση: Νατά­σα Αβρα­μί­δου), περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», ό.π., σ. 140 (-147).

[64]. Βλ. Λογο­τε­χνία. Μπρεχτ, ό.π., σ. 70.

[65]. Ό.π., σ. 70.

[66]. Θεο­δω­ρο­πού­λου Μίρ­κα, «Bertolt Brecht», Μου­σι­κή Βιβλιο­θή­κη της Ελλά­δος «Λίλιαν Βου­δού­ρη» (δια­δί­κτυο).

[67]. Βλ. Μπρεχτ, Η Αγία Ιωάν­να των σφα­γεί­ων (πρό­λο­γος-μετά­φρα­ση: Κ. Παλαιο­λό­γου), Εκδό­σεις Πλα­νή­της 1972, σ. 108. Και: «Φρο­ντί­στε, φεύ­γο­ντας από τον κόσμο

να μην είστε απλώς καλοί, αλλά να αφήσετε

κι έναν κόσμο καλό!», βλ. Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, Η Αγία Ιωάν­να των σφα­γεί­ων (μετά­φρα­ση: Γιώρ­γος Δεπά­στας), Θεα­τρι­κός Οργα­νι­σμός ΑΚΡΟΠΟΛ, Θεα­τρι­κή περί­ο­δος 2012–2013, σ. 135.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο