Αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο του Σφυροδρέπανου που δημοσιεύτηκε στο blog του στις 8 Μάη 2013, για μια από τις μεγαλύτερες μορφές του ελληνικού μπάσκετ. Τον Νίκο Γκάλη.
Με αφορμή τον χτεσινό φιλικό αγώνα άρης-λιμόζ προς τιμήν του νίκου γκάλη στο αλεξάνδρειο, που κάποτε πρέπει να πάρει το όνομά του (σσ: τελικά η πολιτεία εδέησε να το ανακοινώσει χτες, το κείμενο όμως είχε γραφτεί νωρίτερα), η κε του μπλοκ σκέφτηκε να καταγράψει μερικές σχετικές σκέψεις και συνειρμούς.
Για τον γκάλη και τη σημασία του στο ελληνικό, αθλητικό στερέωμα μπορείτε να διαβάσετε εδώ κάποια πολύ ωραία κείμενα του βασίλη σκουντή, ή ένα συνοπτικό τουsalot sor σε πιο ερασιτεχνικό επίπεδο. Εγώ από τη δική μου πλευρά το μόνο που θα είχα να προσθέσω είναι ότι νιώθω τυχερός που πρόλαβα να τον δω, έστω και προς το τέλος της καριέρας του, να παίζει μπάσκετ στον άρη. Και ξέρω πολύ καλά πως αυτός ήταν ο βασικός λόγος που έγινα αρειανός, αν και μεγάλωσα στην τούμπα. Που τα ξαδέλφια μου στη γλυφάδα δήλωναν κι αυτοί αρειανοί για κάποιο διάστημα, πριν γίνουν ολυμπιακός. Που η συχωρεμένη η γιαγιά μου δεν ήξερε μεν τι χρώμα έχει η κίτρινη κάρτα στο ποδόσφαιρο, αλλά δε θα έχανε κρίσιμο αγώνα του άρη και της εθνικής στο μπάσκετ. Που στο σχολείο συζητούσαμε για τα ντέρμπι με τον παοκ δέκα μέρες πριν και δέκα μετά τον αγώνα. Και που χωριζόμασταν να παίξουμε αρειανοί-παοκτσήδες κι αυτοί σχεδόν ντρεπόντουσαν να πουν τι ομάδα είναι και ερχόντουσαν με την ομάδα μας –κι όποιος θέλει το πιστεύει.
O σοβιετικός γκομέλσκι είχε πει ότι ο γκάλης είναι ο παίκτης του εικοστού πρώτου αιώνα· την ίδια περίπου περίοδο που ο μίμης ανδρουλάκης επισκεπτόταν τη σοβιετία κι έγραφε για το σοσιαλισμό στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα. Αλλά είναι εντελώς αμφίβολο αν θα μπορούσε να σταθεί σήμερα, με το σύγχρονο τρόπο παιχνιδιού, κάποιος παίκτης με το στιλ του γκάλη, που έδινε πάντα παράσταση για ένα ρόλο –για το σοσιαλισμό του μίμη και των ομοίων του, δεν το συζητάμε καν.
Ένας έλληνας προπονητής, ο «κίτσος» διαμαντόπουλος, είχε πει για το άδοξο τέλος της καριέρας του γκάνγκστερ: «εδώ δικάσαμε τον κολοκοτρώνη, ο γκάλης θα γλίτωνε;». Και έχει δίκιο μες στην υπερβολή του ο κίτσος, αλλά ξεχνά μια πολύ σημαντική παράμετρο. Αυτός ακριβώς είναι ο επαγγελματικός αθλητισμός και δεν καταλαβαίνει από συναισθήματα κι αχαριστίες. Κι ένας από τους επαίνους που συνηθίζουν να επιδαψιλεύουν στον γκάλη είναι ότι αυτός πρωτόφερε στην ελλάδα τη νοοτροπία του επαγγελματία. Που μπορεί να σημαίνει πχ, πλάι στα άλλα, ότι θα ήθελε να υπογράψει το καλύτερο συμβόλαιο, ή να κάνει τη διαφήμιση του αγνό ‑που συγκαταλέγεται στο πάνθεον του καλτ μαζί με μια άλλη του φάνη χριστοδούλου.
Κάπου την έχουμε πάρει λάθος όμως την ιστορία με την επαγγελματική νοοτροπία του αθλητή. Σκοράρει πχ ο τάδε παίκτης απέναντι στην παλιά του ομάδα που τον ανέδειξε κι αρχίζουν αμέσως τα κλισέ: «τη σκότωσε, γιατί την αγαπούσε» και «είναι σωστός επαγγελματίας». Μα αν το βλέπεις ως επάγγελμα, γι’ αυτό ακριβώς πληρώνεσαι: για να σκοράρεις. Πού είναι λοιπόν το περίεργο για να γίνει είδηση; Τη διαφορά δεν την κάνει ότι είσαι μισθοφόρος και σκόραρες, αλλά ότι αγαπάς την παλιά σου ομάδα και δε θέλεις να το πανηγυρίσεις. Αλλιώς γιατί να συγκινηθεί ο κόσμος; Που τη σκότωσες γιατί την αγαπούσες; Αν ήταν έτσι θα καθόταν σπίτι του και θα ‘βλεπε σίριαλ ή ειδήσεις στην τηλεόραση.
Η αυτοκρατορία του άρη χτίστηκε σε μια πόλη που δεν είχε τα λεφτά της αθήνας, και σε μια εποχή που στο ποδόσφαιρο πήραν τίτλους η αεκ, ο παοκ, η λάρισα –κι αν συμπεριλάβουμε τα κύπελλα, η καστοριά και ο οφη. Ήταν δηλ μια αθλητική εκδοχή της εποχής της ανόδου των μη προνομιούχων, που φυσικά δε μπορούσε να κρατήσει επ’ άπειρο και θα κατέληγε νομοτελειακά στη συγκέντρωση τίτλων σε λίγα χέρια. Σήμερα μιλάμε ουσιαστικά για ανταγωνισμό μεταξύ… μιάμισης ομάδας, της εξής μίας: οσφπ. Όπου και αυτό ακόμα το τέως ποκ χτυπήθηκε από την ανισόμετρη ανάπτυξη, και πρακτικά διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη: η αεκ υποβιβάστηκε, ο παναθηναϊκός βολοδέρνει, και ο ολυμπιακός έχει το (κρατικό) μονοπώλιο στα πρωταθλήματα.
Η ρομαντική νοσταλγία εκείνης της εποχής έχει κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Η αυτοκρατορία του άρη κατέρρευσε σχεδόν ταυτόχρονα με τη σοβιετική αυτοκρατορία του κακού, όπως τη βάφτισε η δυτική προπαγάνδα και συνέπεσε με την τελευταία χρονιά του μαραντόνα στη νάπολι και τους τελευταίους καλούς δίσκους του χάρρυ κλυνν και του βασίλη παπακωνσταντίνου. Όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας, μιας ανατροπής μύριες έπονται.
Εξάλλου η πολιτική λογική του μικροαστού και της παθητικής αναμονής ενός μεγάλου ηγέτη που θα έρθει να τα αλλάξει όλα, παραπέμπει ακριβώς στο στιλ παιχνιδιού εκείνης της εποχής και τη μαγεία του γκάλη. Μόνο που αν περιμένει κανείς σήμερα από κάποιον παίκτη να βάζει σαράντα και πενήντα πόντους σε κάθε αγώνα και να τους καθαρίζει όπως ο γκάλης, θα ήταν σα να ‘χε την προσδοκία από τη νδ και το σύριζα να πάρουν 45% και να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ή από το κουκουέ να πάρει την εξουσία μέσω μιας κυβέρνησης του μετώπου ή της λαϊκής συμμαχίας Αυτά πλέον όμως δε γίνονται ούτε ως εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Η άλλη όψη του νομίσματος της μικροαστικής νοσταλγίας για τον χαμένο παράδεισο, είναι ο άκρατος θαυμασμός για το εξωτερικό, όπου όλα είναι υπέροχα. Εκεί έχουν οργάνωση, ανταγωνιστικές ομάδες, σαν τις επιχειρήσεις τους, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης του παιχνιδιού και της οικονομίας, θέαμα και σπουδαίους (πολιτικούς) παίκτες, καλές διαιτησίες και ελάχιστη διαφθορά. Μέχρι που σκάει το σκάνδαλο της ζίμενς κι αυτό με τους στημένους αγώνες στη γερμανία κι η πραγματικότητα χαμογελά ειρωνικά στα στερεότυπά μας για τα λαμόγια που ανθούν τάχα μόνο στο ελληνικό ποδόσφαιρο και για τον καπιταλισμό που ουδέποτε είχαμε κι αναπτύξαμε στην καθυστερημένη χώρα μας.
Η λαμογιά όμως είναι σύμφυτη με τον επαγγελματικό αθλητισμό, τον καπιταλισμό ειδικά και τις ταξικές κοινωνίες εν γένει –όπως ακριβώς τα εμπορεύματα προϋπήρχαν του καπιταλισμού, αλλά μόνο στην κεφαλαιοκρατία υπάρχει γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή. Και αρχικά θα μας πάρει πολύ καιρό να εξαλείψουμε αυτό το κατάλοιπο στην κοινωνία του μέλλοντος –ιδίως εφόσον κληθούμε να την οικοδομήσουμε παράλληλα με το αντίπαλο στρατόπεδο.
Ενώ η συγκέντρωση τίτλων σε λίγα χέρια δεν είναι ελληνικό προνόμιο, αλλά νομοτελής τάση τόσο στα εθνικά πρωταθλήματα, όσο και στις μεγάλες διεθνείς οργανώσεις, όπου πρωταγωνιστούν σταθερά οι ίδιες πάντα ομάδες.
Κάποτε κατηγορούσαν τους κομμουνιστές πως θα έρχονταν να μας πάρουν τα σπίτια και τις γυναίκες –που δεν είχαμε. Σήμερα όμως που η κίτρινη κερκίδα τραγουδά δεν έχω σπίτι, δεν έχω δουλειά, δεν έχω γκόμενα, δεν έχω λεφτά, χρειάζεται κάτι πιο δραστικό για να στρατολογήσει τους οπαδούς στη λούμπεν αρμάδα και τους ιδιωτικούς στρατούς των προέδρων. Δεν είναι πια μακριά ο καιρός που οι διάφοροι κινδυνολόγοι θα φοβίζουν τον (φίλαθλο) κόσμο λέγοντάς του ότι θα ‘ρθουν οι κομμουνιστές να του πάρουν το όπιο και τους καναπέδες· ή το στοίχημα και το τσάμπιονς λιγκ. Ενώ οι πίτσες κι οι μπίρες θα διανέμονται σποραδικά με δελτίο.
Αλλά αν κάποιος αγαπά πραγματικά τον αθλητισμό. Αν σιχάθηκε τον τζόγο, τους χορηγούς και τα σικέ παιχνίδια. Αν βαρέθηκε τους σωτήρες μεγαλοεπενδυτές που κάνουν λεζάντα εις βάρος της ομάδας· και τη γλυκιά ουτοπία των ομάδων λαϊκής βάσης με καθεστώς αυτοδιαχείρισης. Αν θέλει να βλέπει γήινους αθλητές, χωρίς υπερφυσικά προσόντα κι εξωπραγματικά ρεκόρ. Αν θέλει να δει παίκτες που να αγωνίζονται για τη φανέλα και να μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους. Αν θέλει να έχει ένα πραγματικά συναρπαστικό πρωτάθλημα, όπου τίποτα δε θα είναι προκαθορισμένο κι όλοι θα έχουν πιθανότητες να το κατακτήσουν. Αν θέλει δηλ να ξαναβρεί την χαμένη χαρά του παιχνιδιού και το θέαμα, μακριά από τη στείρα σκοπιμότητα του αποτελέσματος και της πάση θυσία νίκης…
…τότε πρέπει να παλέψει για να πάρουν πόδι τα μεγάλα συμφέροντα που λυμαίνονται τον χώρο και την καψούρα του για το αντικείμενο. Κι έχει αγώνα αύριο. Να αλλάξει τον κόσμο και μαζί τον σύγχρονο αθλητισμό, γιατί το χρειάζονται.
Αναδημοσίευση από το sfyrodrepano.blogspot.gr